Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Οἱ καινοδιαθηκικές σπουδές στήν Ἑλλάδα ἀπό τήν Ἀπελευθέρωση ἕως σήμερα

Οἱ καινοδιαθηκικές σπουδές στήν  Ἑλλάδα ἀπό τήν Ἀπελευθέρωση ἕως σήμερα
Οἱ Θεολογικές Σχολές καί οἱ θεολογικές τάσεις
            Ἡ ἵδρυση τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1837 ἀπό τόν Ὄθωνα καί ἡ λειτουργία σ’ αὐτό τῆς πρώτης ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τόν ἴδιο χρόνο σηματοδοτεῖ καί τήν ἔναρξη τῶν καινοδιαθηκικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα σέ ἐπιστημονικό καί ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο[1]. Ἀπό τήν ἀρχή δύο ὑπῆρξαν οἱ θεολογικές, καί κατά ἄμεση ἐπέκταση οἱ ἐκκλησιολογικές, τάσεις μεταξύ τῶν θεραπευόντων τήν ἱερή ἐπιστήμη. Ἀφ’ ἑνός ἡ ἄσκηση τῶν σπουδῶν σύμφωνα μέ τά πρότυπα τῆς Δύσεως, ὅπου ἀπό τόν 15ο αἰῶνα μέ τήν ἐπίδραση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ εἶχε δημιουργηθῆ ἡ πνευματική ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν καί ἀπό τόν 17ο αἰῶνα μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ διαφωτισμοῦ εἶχε διαμορφωθῆ ἡ ὀρθολογική ἐπιστήμη, καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἐφαρμογή τῶν παραδοσιακῶν τρόπων μελέτης καί ἐπιστήμης τοῦ θεοκρατικοῦ Βυζαντίου. Ἐκπρόσωπος τῆς πρώτης τάσεως ὑπῆρξε ὁ ἀρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης, ὁ πρῶτος γραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἀπό τούς πρώτους καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, καί ἐκπρόσωπος τῆς δεύτερης τάσεως ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ μοναδικός διατελέσας ΄΄καθολικός ἱεροκῆρυξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί πασῶν τῶν ὀρθοδόξων τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους Ἐκκλησιῶν΄΄.
            Ἱστορικοί λόγοι –ἐκτός τῶν ὁπωσδήποτε ὑφισταμένων θεολογικῶν– ἐξηγοῦν γιατί ἀναπτύχθηκαν ἔντονες διαμάχες μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν τάσεων, καί μάλιστα, ὁρισμένες φορές, μέ χαρακτῆρα ἱεροῦ πολέμου ἐκ μέρους τῶν παραδοσιακῶν. Εὔλογη ἦταν ἡ δυσπιστία κατά τῆς δυτικῆς ρωμαιοκαθολικῆς κυρίως θεολογίας, ἡ ὁποία εἶχε ἀσκήσει μέ ἀπαράδεκτα μέσα τήν προπαγάνδα της εἰς βάρος τοῦ Βυζαντίου, καί ἀναπόφευκτη ἦταν ἡ ἀποστροφή γιά τίς θεολογικές θέσεις τῶν διαμαρτυρομένων, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἐξ ἄλλου, ὁ ἑλληνικός λαός μόλις εἶχε βγεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπαίδευτος καί ἀκαλλιέργητος, καί δέν ἦταν φρόνιμο νά παραδοθῆ σέ ἐπικίνδυνα θεολογήματα, τά ὁποῖα δέν μποροῦσε νά διακρίνη. Μέ αὐτά τά κριτήρια γίνεται κατανοητή ἡ ἀπορριπτική καί πολεμική στάση πού πῆραν θεολόγοι καί ἱεράρχες ἀπέναντι στή θεολογία τῆς Δύσεως γενικά[2].
            Ἡ ἐπιστήμη, βέβαια, ἄσχετη μέ ὅλα αὐτά περπατοῦσε τό δρόμο της καί ἄνοιγε προοπτικές ἀξιόλογες καί γιά τή Θεολογία, οἱ ὁποῖες προφανῶς δέν ἔπρεπε νά ἀγνοηθοῦν ἄκριτα. Οἱ σπουδές στήν Ἑσπερία θεωρήθηκαν ἀναγκαῖος καταρτισμός γιά τόν θεολόγο ἐπιστήμονα καί οἱ Ἕλληνες θεολόγοι δέν τίς παραμέλησαν. Ἔτσι, οἱ δύο αὐτές τάσεις δέν ἔλειψαν ποτέ ἀπό τά θεολογικά δρώμενα στήν Ἑλλάδα, μέ ποικίλους βαθμούς ἀντιθέσεων καί συγκρούσεων, ἐνῶ ἡ εὐτυχέστερη συγκυρία τους ἦταν πάντοτε οἱ προσπάθειες νά ἐναρμονισθοῦν καί νά συνεισφέρουν στήν ἀκαδημαϊκή καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας.
            Ἀξίζει, ὡστόσο, νά σημειώσουμε ὅτι ἡ συνύπαρξη τῶν ἐν λόγῳ δύο πνευματικῶν ρευμάτων δέν ἦταν καινοφανής οὔτε ξένη γιά τά ἑλληνικά δεδομένα, ἀλλά μᾶλλον συνυφάνθηκε μέ τήν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ὅπως καταθέτουν οἱ εἰδήμονες ἱστορικοί[3] ἤδη ἀπό τόν 13ο αἰῶνα καί ἀπό τήν ἐποχή τῶν σταυροφοριῶν ἡ δυτική παιδεία κι ὁ πολιτισμός εἶχε παρεισφρήσει στόν πολιτισμό, στά ἤθη καί στά ἔθιμα, καί μάλιστα στή γλῶσσα, τῶν βυζαντινῶν. Τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπό ἱστορικές πληροφορίες, καταφαίνεται δέ ἰδιαίτερα στά πρῶτα ἔργα λόγου καί τέχνης πού ἄρχισε νά παράγη τό νεολληνικό πλέον πνεῦμα, μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης, ἀπό τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καί μετέπειτα[4]. Ἐνῶ παρέμενε ἀκέραια καί ἄτρωτη ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία στήν ψυχή τοῦ Νεοέλληνα, παράλληλα εἰσέδυε καί συγχωνευόταν στή ζωή του ὁ δυτικός πολιτισμός. Ἀπ’ αὐτή τή συνεύρεση γεννήθηκε τό νεολληνικό κράτος καί σ’ αὐτόν τόν συγχρωτισμό ὀφείλονται πολλά χαρακτηριστικά τῆς νεώτερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ἐξ ἄλλου, τί ἄλλο ἦταν ὁ δυτικός πολιτισμός παρά γέννημα-θρέμμα τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο τόν ἀναμόρφωσε καί τόν ἐνέπνευσε καί τόν  ἄνδρωσε; Ἐκεῖ πού σημειωνόταν ἡ μεγάλη καί ἀνυπέρβλητη διαφορά ἦταν κυρίως στή θεολογική παράδοση, τήν ὁποία οὐδέποτε νόθευσε ἤ ἀλλοίωσε στό ἐλάχιστο ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς.
            Ἀνεπηρέαστες κατά βάση ἀπό δυτικές ἐπιρροές ὑπῆρξαν δύο ἄλλες Θεολογικές Σχολές, πού λειτούργησαν στόν εὐρύτερο χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ λίγα χρόνια ἀργότερα ἀπό τή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν· ἡ Θεολογική Σχολή Χάλκης, ἀπό τό 1844, καί ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἰεροσολύμων, ἀπό τό 1855[5]. Σ’ αὐτές τό ἀκαδημαϊκό πνεῦμα καλλιεργοῦνταν παράλληλα μέ τό ἐκκλησιαστικό, καθώς παρεῖχαν κοινοβιακή ζωή στούς φοιτητές τους, μέσα σέ οἰκοτροφεῖα, μέ τήν εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας, καί πλούσια λειτουργική πράξη. Δυστυχῶς, ἀναγκάστηκαν νά κλείσουν, τό 1944 ἡ πρώτη καί τό 1909 ἡ δεύτερη, πρόλαβαν ὅμως νά προσφέρουν πολλά τόσο στήν Ἐκκλησία ὅσο καί στή θεολογική ἐπιστήμη καί ἐκπαίδευση.
            Ἕναν αἰῶνα περίπου ἀργότερα ἱδρύθηκε στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πού λειτουργοῦσε ἤδη ἀπό τό 1926, ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης[6]. Τήν ἰδέα τῆς ἱδρύσεώς της εἶχε ὑποστηρίξει ὁ γνωστός ἐκκλησιαστικός λόγιος πρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, πού ὑπηρετοῦσε τότε ὡς ἐφημέριος τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος στό Μάντσεστερ τῆς Ἀγγλίας. Ἀπό τό 1930 ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος ἐργάσθηκε γιά τήν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς ἱδέας, ὥσπου τό 1942, μέ τή βοήθεια καί τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ, μέσα σέ χρόνους δύσκολους, καθώς ἡ χώρα βρισκόταν σέ γερμανική κατοχή, ἱδρύθηκε καί λειτούργησε ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ἡ Σχολή ἀναδείχθηκε καί διακρίθηκε γιά τή ζωτικότητα καί τήν καρποφορία της, ἀλλά κυρίως γιά τόν χαρακτῆρα τῶν σπουδῶν της, οἱ ὁποῖες αὐτονομήθηκαν ἀπό τίς δυτικές ἐπιρροές, χωρίς νά ἀπομονωθοῦν ἀπό αὐτές, δίνοντας προτεραιότητα καί ἔμφαση στήν πατερική θεολογική παράδοση.
            Ἐδῶ χρειάζεται νά σημειώσουμε ὅτι μεσολάβησε ἕνα σημαντικό γεγονός, τό ὁποῖο ἀπετέλεσε σταθμό γιά τά θεολογικά πράγματα τῆς Ἑλλάδος καί στό ὁποῖο ὀφείλεται κυρίως ἡ στροφή πού παρατηρήθηκε στή Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης. Τό 1936 ἔγινε στήν Ἀθήνα τό Α΄ Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας[7] μέ τή συμμετοχή ὅλων τῶν ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν ἐκτός τῆς Ρωσίας, κατά τό ὁποῖο ἡ ὀρθόδοξη θεολογική ἐπιστήμη ἔκανε μέ εἰλικρίνεια τόν ἀπολογισμό καί τήν αὐτοκριτική της, καί ἐπεσήμανε τήν ἀνάγκη γιά ἀναβίωση τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί γιά προβολή καί μαρτυρία τοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος στόν σύγχρονο κόσμο. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θέση ἐφαρμόσθηκε καί καλλιεργήθηκε μέ ἐπιτυχία στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πού λειτούργησε λίγο ἀργότερα[8]. Ἡ πατερική ἀναγέννηση κάλυψε ὅλους τούς κλάδους τῆς Θεολογίας καί εἰσέδυσε σ’ ὅλα τά γνωστικά ἀντικείμενα, ἑπομένως καί στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καί δέν περιορίσθηκε, βέβαια, στή Θεολογική Θεσσαλονίκης, ἀλλά ἐπεκτάθηκε καί στή Θεολογική Ἀθηνῶν, καθώς μάλιστα καθηγητές τῆς Θεσσαλονίκης μετακαλοῦνταν στήν Ἀθήνα, ἐνῶ ἡ Θεολογική Θεσσαλονίκης λειτουργοῦσε πολλές φορές ὡς ἐφαλτήριο γιά τήν ἀνάδειξη καί μετάκληση στήν Ἀθήνα νέων ἐπιστημόνων.
            Ἔτσι, διακρίνουμε ἀμέσως δύο κυρίως περιόδους στήν πορεία τῶν θεολογικῶν, καί ἐν προκειμένῳ τῶν καινοδιαθηκικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα· α) ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Θεολογικῆς Ἀθηνῶν μέχρι τό Α΄ Συνέδριο Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν (1837-1936), καί β) ἀπό τό Συνέδριο μέχρι σήμερα.
 α) Ἡ περίοδος ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Θεολογικῆς Ἀθηνῶν μέχρι τό Α΄ Συνέδριο Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν (1837-1936)
            Ἀρχικά οἱ Ἕλληνες θεολόγοι, πού ἀσχολήθηκαν εἰδικά μέ τήν ἔρευνα καί τήν ἀκαδημαϊκή μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν ἦταν πολλοί. Ἀπό τούς τρεῖς πρώτους καθηγητές, πού διορίσθηκαν μέ βασιλικό διάταγμα στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν (Μισαήλ Ἀποστολίδης, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Κωνσταντίνος Κοντογόνης), μόνο ὁ Κωνσταντίνος Κοντογόνης (1837-1878)[9] δίδαξε Εἰσαγωγή καί ἑρμηνεία στήν Ἁγία Γραφή γενικά, καί ἔγραψε Εἰσαγωγή εἰς τήν ἁγίαν Γραφήν καί στοιχεῖα Ἑρμηνευτικῆς (1859). Οἱ περισσότεροι καθηγητές τότε δίδασκαν Δογματική, Ἠθική, Λειτουργική, καί ἀρκετοί Παλαιά Διαθήκη. Ὡστόσο, ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ἀσχολοῦνταν κατά καιρούς καί μέ τή διδασκαλία καί συγγραφή καινοδιαθηκικῶν θεμάτων, προφανῶς λόγῳ σπάνιος τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ἀλλά καί λόγῳ μιᾶς χαλαρῆς ἀκόμη διακρίσεως τῶν γνωστικῶν ἀντικειμένων. Εἰδικά γιά τήν Εἰσαγωγή καί Ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν δίδαξαν καί ἔγραψαν[10] οἱ ἑξῆς.
Νικόλαος Δαμαλᾶς  (1868-1892). Γεννήθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό γονεῖς Χίους. Σπούδασε Θεολογία στήν Ἀθήνα, στή Γερμανία (Erlangen) καί στήν Ἀγγλία. Σέ ἡλικία 26 ἐτῶν ἦταν ἤδη καθηγητής Πανεπιστημίου, δυστυχῶς ὅμως πέθανε νέος, στά 50 του χρόνια. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἕλληνας ἑρμηνευτής πού μελέτησε τήν Καινή Διαθήκη σύμφωνα μέ τήν ἐπιστημονική μέθοδο τῆς ἐποχῆς του, πού ἦταν κυρίως ἡ ἱστορικοκριτική, ἐφαρμόζοντας παράλληλα τήν ἑρμηνευτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο του σημείωσε τήν ἀρχή ἑνός γόνιμου συνδυασμοῦ τῆς ἐκκλησιολογικῆς μέ τήν κριτική ἑρμηνεία, πού ἀκολουθοῦν μέχρι σήμερα οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι.
            Δίδαξε Εἰσαγωγή καί Ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔγραψε Ἑρμηνεία εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (τόμ. Α΄, Εἰσαγωγή· τόμ. Β΄-Γ΄, Ἑρμηνεία συνοπτικῶν, 1876-1892, τόμ. Δ΄, Τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, 21940). Συμμετέσχε στά διεθνῆ θεολογικά συνέδρια γιά τήν ἕνωση τῶν παλαιοκαθολικῶν μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στή Βόννη, στό Freiburg, καί στή Λουκέρνη (τό 1874, τό 1875 καί ἀργότερα).
            Δεῖγμα τῶν ἀρχῶν του ἀποτελεῖ τό ἑξῆς περιστατικό. Τό 1880, καί ἐνῶ ἦταν ἀντιπρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου, προέτρεψε τή Σχολή νά διαμαρτυρηθῆ στήν Πρυτανεία, διότι ὁ καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς Ζωχιός διδάσκοντας τή θεωρία τοῦ δαρβινισμοῦ «ἐχλεύασε καί ὕβρισε τήν Ἐκκλησία». Ὁ ἴδιος δέ, μαζί μέ τόν τότε κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Νικηφόρο Καλογερᾶ, καί κατόπιν διαμαρτυρίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εἰσηγήθηκε στή σύγκλητο νά προβῆ σέ συστάσεις πρός τόν καθηγητή Ζωχιό γιά τό γεγονός, πρᾶγμα πού ἔγινε. Ὁ καθηγητής Ζωχιός, τελικά, διασαφήνισε ὅτι οἱ φυσιολογικές θεωρίες εἶναι ἄσχετες μέ τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Ἐμμανουήλ Ζολώτας (1893-1919). Γεννήθηκε στή Χίο. Σπούδασε στή Ριζάρειο καί στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καί συμπλήρωσε τίς σπουδές του στή Γερμανία. Ψηφίσθηκε κατ’ ἀρχήν ὑφηγητής τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης καί προτάθηκε δύο φορές γιά τήν ἕδρα τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ὁ πρῶτος καθηγητής τῆς Θεολογίας πού διορίσθηκε τελικά μέ πρόταση τῆς Σχολῆς. Ἔγραψε Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολήν (1904) καί Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (τόμ. Α΄, 1907). Ἐπίσης, δημοσίευσε: Δοκίμιον ἱστορίας τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μέχρι τῆς δουλώσεως τοῦ ἔθνους ἡμῶν ἑρμηνευτικῶν σπουδῶν (1892), Λόγος εἰσιτήριος εἰς τήν ἑρμηνείαν τῆς Καινῆς Διαθήκης (1893).
Νικόλαος Λούβαρις (1925-1960). Γεννήθηκε στήν Τῆνο. Σπούδασε στή Ριζάρειο καί στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, καί συμπλήρωσε τίς σπουδές του στή Γερμανία. Ἐξελέγη ἀπό τή Σχολή καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐνῶ δίδαξε ἐπί πλέον καί τό μάθημα τῆς Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων. Ἔγραψε σχετικά μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: Εἰσαγωγή εἰς τάς περί τόν Παῦλον σπουδάς (Θεσσαλονίκη 1919, 21960), Παῦλος ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ (1920), Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν (1920), Ἐπιστολῶν Παύλου χαρακτήρ (Θεσσαλονίκη 1921), «Ἑρμηνεία εἰς τό 1. Θεσσαλονικέων 2, 1-16. Ἑρμηνευτικόν ὑπόμνημα» (Γρηγόριος Παλαμᾶς 9, 1925, 72-84, 97-110, 395-406), «Τίνες οἱ ἐν Α΄ Θεσσαλονικεῖς, κεφ. β΄ πολέμιοι τοῦ Παύλου;» (Γρηγόριος Παλαμᾶς 8, 1924, 394-420). Ἄλλα εἰσαγωγικά ἔργα του εἶναι:  Ἡ εἰς πνεύματα πίστις κατά τούς περί τόν Χριστόν χρόνους (Θεσσαλονίκη, 1920), Θρησκειολογία καί Καινή Διαθήκη (Λόγος ἐναρκτήριος, Γρηγόριος Παλαμᾶς 10, 1926, 155-174), «Ὁ Ἰησοῦς ἱστορία ἤ μῦθος;» (Ἑλληνικόν Ἔτος 1929). «Ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Γρηγόριος Παλαμᾶς 8, 1924, 300-313). Μετέφρασε ἀπό τά γερμανικά τήν Γραμματική τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ L. Radermacher, Ἡ ἑλληνική γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐν τῇ συναφείᾳ αὐτῆς πρός τήν δημώδη (Θεσσαλονίκη, 1922).
            Ὁ Λούβαρις διετέλεσε γενικός γραμματέας τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας (1926, 1928 καί 1935), καί ὑπουργός Θρησκευμάτων καί Παιδείας (14 Μαρτίου μέχρι 4 Αὐγούστου 1936).
Εὐάγγελος Ἀντωνιάδης (1934-1946, ἀρχιμανδρίτης). Γεννήθηκε στό Ἐκκλησιοχώρι τῆς Ἠπείρου. Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί συμπλήρωσε τίς σπουδές του στή Γερμανία (Göttingen). Ἐξελέγη ἀπό τή Θεολογική Σχολή στήν ἕδρα τῆς Ἱστορίας τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν ἱερῶν προσώπων αὐτῆς καί τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔγραψε Aristipp und die Kyrenaiker (Göttingen 1916), Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (τεῦχ. α΄, 1923) καί Ἑρμηνεία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (τεῦχ. α΄, κεφ. 1-6, 1923). Σχετικά μέ τίς Πράξεις δημοσίευσε: Ὁ ἄγνωστος Θεός (1918), Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐν Ἀθήναις (1920), Ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ὁμιλία καί ἡ νεωτέρα κριτική ἐπιστήμη (1920), Ἡ κατάστασις τῶν Ἀθηνῶν ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀπ. Παύλου (1932). Γιά τήν Ἑρμηνευτική τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔγραψε «Αἱ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτικαί ἀρχαί καί μέθοδοι καί αἱ θεολογικαί των προϋποθέσεις», (ΕΕΘΣΑ, 1936-1937, 161-199) καί Περί θεοπνευστίας (1938). Ἐπίσης, εἰσαγωγικά ἄρθρα του εἶναι: Τό πρόβλημα τῆς γλώσσης τοῦ Ἰησοῦ (1933), «Ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ ἱστορία τῆς θρησκείας» (Ἐκκλησία, 13, 1935, 139-142), «Τό εὐαγγέλιον καί αἱ θρησκεῖαι» (Θεολογία, 19, 1940-48, 672-692), καθώς καί Τά προβλήματα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἡ ἐν τῷ παρόντι θέσις αὐτῶν (1936).
Στέφανος Τσακμάκης, ὑφηγητής τῆς Βιβλικῆς Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης (1908), δημοσίευσε τή διατριβή, Αἱ πρός ἀλλήλας σχέσεις τῶν ἐννοιῶν πνεύματος καί ζωῆς (1908). Ἐπίσης, ἔγραψε Εἰσαγωγή εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν καί ἑρμηνεία τοῦ Α΄ κεφ. αὐτῆς (1920) καί Εἰσαγωγή εἰς τήν πρός Φιλήμονα Ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Παύλου (1923).
            Στήν ὁμάδα αὐτή θά κατατάξουμε καί ἕναν ἀκόμη καθηγητή, ὁ ὁποῖος δέν ἀνῆκε μέν στή Θεολογική Ἀθηνῶν, συνέβαλε ὅμως τά μέγιστα στήν ἀκαδημαϊκή μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὑπῆρξε δέ καθηγητής τῶν δύο ἄλλων ἑλληνικῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῶν Ἰεροσολύμων (1855) καί τῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης (1890). Ὁ Βασίλειος Ἀντωνιάδης, καθηγητής τῶν φιλοσοφικῶν καί θεολογικῶν μαθημάτων, γεννημένος στήν Καππαδοκία, ἀποφοίτησε ἀπό τή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί σπούδασε Θεολογία καί Φιλοσοφία σέ ὅλα τά μεγάλα Πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης (Παρίσι, Λονδίνο, Λειψία), καθώς καί στό Πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας. Φιλόπονος καί κάτοχος ἄρτιας κλασικῆς παιδείας, δημοσίευσε πολλές φιλολογικές ἐργασίες γιά τήν Καινή Διαθήκη (Φιλολογικά ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθῆναι). Σ’ αὐτόν χρωστᾶμε τήν πρώτη κριτική ἔκδοση τοῦ ἀρχαιοτέρου κειμένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καί μάλιστα τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ἔγινε μέ εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τό 1904 καί ἀνατυπώθηκε ἀπό τόν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἑλλάδος τό 1955.
         Ἐπίσης, ἔγραψε Ἐγχειρίδιον Ἱερᾶς Ἑρμηνευτικῆς (1921) καί Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (1937), «Τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν ἤ τῆς γλωσσολαλίας» (Ὀρθοδοξία, 4, 1929, 189-191), «Ὅροι χριστολογικοί ἀπό τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Ἐναίσιμα ἐπί τῇ 35ῃ ἐπετηρίδι τῆς ἐπιστημονικῆς δράσεως τοῦ μακ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, 1931, 470-474)
         Ὡστόσο, μελέτες γιά θέματα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔγραψαν καί ἄλλοι ἐρευνητές θεολόγοι καί καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διάφορα γνωστικά ἀντικείμενα. Ἀναφέρω ἐξαιρέτως πρῶτο τόν ἅγιο Νεκτάριο Κεφαλᾶ, μητροπολίτη Πενταπόλεως, καί ἀπόφοιτο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν (1880-1885). Λογιότατος, ἄν καί δέν ἀνῆκε στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο, συνέγραψε μεταξύ ἄλλων σπουδαῖο εἰσαγωγικό ἔργο γιά τήν Καινή Διαθήκη, τήν Εὐαγγελική Ἱστορία (1903).
Θεόκλητος Φαρμακίδης ἐξέδωσε τό ἔργο, Ἡ Καινή Διαθήκη μετά ὑπομνημάτων ἀρχαίων (τόμ. 7, 1842-1845).
Παναγιώτης Ρομπότης, καθηγητής τῆς Δογματικῆς, τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς καί τῆς Λειτουργικῆς (1858-1875, πρεσβύτερος), δημοσίευσε Ἱερά Ἱστορία κατ’ ἔκτασιν (1859).
Νικηφόρος Καλογερᾶς, καθηγητής τῆς Ποιμαντικῆς καί τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (1868-1879, πρεσβύτερος) ἐξέδωσε τό ἔργο, Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τάς 14 Ἐπιστολάς τοῦ Παύλου καί τάς 7 Καθολικάς (τόμ. 2, 1887).
Προκόπιος Οἰκονομίδης, καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων (1891-1896, πρεσβύτερος). Τό 1896 ἐκλέχθηκε μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀλλά παραιτήθηκε ἀπό τόν θρόνο τό 1902, λόγῳ τῶν ταραχῶν γιά τή μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου. Δημοσίευσε τή μελέτη Κριτική ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς ρήσεως «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Λόγος εἰσιτήριος, 1881).
Γεώργιος Δέρβος, καθηγητής τῆς Πατρολογίας καί τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (1897-1925), ἔγραψε Μελέτη περί μυθώδους πορείας τοῦ ἀποστόλου Πέτρου εἰς Ρώμην (1811). Ἐπίσης, στόν Α΄ τόμο τῆς Χριστιανικῆς Γραμματολογίας του (1904) συμπεριλαμβάνεται Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην.
Γεώργιος Λαμπάκης, ὑφηγητής τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (1896), ἔγραψε Οἱ ἑπτά ἀστέρες τῆς Ἀποκαλύψεως, ἤτοι ἱστορία, ἐρείπια, μνημεῖα καί νῦν κατάστασις τῶν ἑπτά ἐκκλησιῶν τῆς Ἀσίας (1909), «Ἀνακοίνωσις περί τοῦ ἐπισυμβάντος σκότους κατά τήν ἡμέραν τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου, ὡς τοῦτο ἐν Ἡλιουπόλει τῆς Αἰγύπτου διατρίβοντες παρετήρησαν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί Ἀπολλινάριος ὁ Σοφιστής» (Ἐκκλησιαστικός Φάρος, 3,  1909, 319-322).
Χρῆστος Μακρῆς, ὑφηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας (1910), ἔγραψε Ἡ Διδαχή τῶν 12 Ἀποστόλων καί τό ἀρχαῖον ἐκκλησιαστικόν πολίτευμα (1910).
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἐπίτιμος καθηγητής τῆς Γενικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (1914-1923), ἔγραψε Βιβλική Ἑρμηνευτική (1907) καί Ὑπομνήματα εἰς τάς ἐπιστολάς Ποιμαντορικάς καί πρός Φιλήμονα τοῦ Παύλου (1912), Ἰακώβου (1913) καί  Ἰούδα (1913).
Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, καθηγητής τῆς Ἀπολογητικῆς καί τῆς Ἐγκυκλοπαιδείας τῆς Θεολογίας (1918-1946), μέ σπουδές μόνο σέ ὀρθόδοξες Σχολές, τῆς Χάλκης, τῶν Ἰεροσολύμων καί τῆς Πετρούπολης, ἔγραψε Ἡ ἐλληνική γλῶσσα τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί δή τῆς Καινῆς Διαθήκης κατά τά πορίσματα τῆς συγχρόνου ἐπιστήμης («Νέα Ἡμέρα» Τεργέστης, 1904) καί γιά τήν «΄κατά΄ ἐν ταῖς ἐπιγραφαῖς τῶν Εὐαγγελίων» (Πάνταινος 9, 1917, 287-290). Δημοσίευσε, ἐπίσης, Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς ἱστορικόν πρόσωπον (21923), Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ τρανῶς καί ἀκαταγωνίστως ἀποδεικνυομένη (1936), ἄρθρα γιά τήν «ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» (Ἐκκλησία 1958, 1981, 518-528). Ἐπί πλέον, ὁ Παπαμιχαήλ μετέφρασε τή Γραμματική τοῦ Σ. Σομπολέβσκυ, Ἡ Κοινή ἑλληνική γλῶσσα ἐν σχέσει πρός τήν τῶν Ἁγίων Γραφῶν (1909).
Κωνσταντῖνος Δυοβουνιώτης, καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων καί Συμβολικῆς (1920-1938) καί ἀκαδημαϊκός ἔγραψε Εἰσαγωγή εἰς τάς Ἁγίας Γραφάς (1910). Ἐπίσης, «Σύντομος ἑρμηνεία τῶν ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ λατινικῶν λέξεων» (Ἱερός Σύνδεσμος, 16, 1912-13, τεῦχ. 191, 13-15 καί τεῦχ. 192, 7-10).
Δημήτριος Μπαλᾶνος, καθηγητής τῆς Πατρολογίας καί τῆς Ἑρμηνείας τῶν Πατέρων (1924-1948, ἀκαδημαϊκός καί ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων κατά τό 1935), ἔγραψε Ἡ θέσις τῆς γυναικός ἐν ταῖς θρησκείαις καί ἐν τῷ Χριστιανισμῷ (1910) καί «Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ» (Παράρτημα Ἀθηνῶν Μαΐου 1912, 3921-3934).
Βασίλειος Στεφανίδης, καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας (1924-1949), δημοσίευσε τό ἄρθρο «Αἱ ἀρχαί τῆς κριτικῆς τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Θεολογία, 1924). Ἐκδόθηκε, ἐπίσης, ἡ Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, κατά τάς παραδόσεις τοῦ Καθηγητοῦ (Θεσσαλονίκη 1973).
Παναγιώτης Μπρατσιώτης, καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην καί τῆς Ἑρμηνείας τῶν Ο΄ (1925-1960), ἀλλά καί ὑφηγητής τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης (1924), ἔγραψε τά ἔργα: Ὁ παλαιστινός Ἰουδαϊσμός ἐπί Ἰησοῦ Χριστοῦ (1918) καί Συμβολαί εἰς τήν βιβλικήν ἱστορίαν (1918), Ἡ λεγόμενη θρησκειολογική σχολή (1920), Ὁ δεσμώτης Βαπτιστής καί ὁ Κύριος (1920), Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ὡς προφήτης (1921), «G. Heinrici», (Ἐκκλησιαστικός Φάρος 1921), Ἡ γυνή ἐν τῇ Βίβλῳ (1923), Ὁ ἰουδαϊκός ὄχλος ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις (1923), Αἱ παραβολαί τοῦ Κυρίου καί ἡ νεωτέρα κριτική (1924), Ἦτο ὁ Χριστός σοσιαλιστής; (1925), Ὁ ἀπ. Παῦλος καί ἡ μετάφρασις τῶν Ο΄ (1925), Οἱ Φιλισταῖοι καί ὁ αἰγαιοκρητικός πολιτισμός (1926), «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Συμβολή εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ὅρου» (Θεολογία, 7, 1929, 193-198). Καθαρά ἑρμηνευτικά ἔργα του εἶναι: Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Φιλήμονα Ἐπιστολήν τοῦ Παύλου μετά παραρτήματος περί τοῦ τῆς δουλείας θεσμοῦ ἐν τε τῇ ἀρχαιότητι καί τῇ Καινῇ Διαθήκῃ (1923), «Ἑρμηνευτικόν σημείωμα εἰς τά χωρία τοῦ Παύλου Ρωμ. 9,3 καί 10,1» (Θεολογία, 12, 1934, 85), Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου. Εἰσαγωγή, κείμενον, σχόλια (1950).
            Ὅλοι σχεδόν οἱ ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι αὐτῆς τῆς περιόδου εἶχαν σπουδάσει στή Γερμανία, ἀπό ὅπου μετέφεραν τόν τρόπο διδασκαλίας καί ἔρευνας. Τά μαθήματα γίνονταν μέ τή μορφή διαλέξεων καί ἡ ἐπαφή μέ τούς φοιτητές διατηροῦσε πάντοτε τήν ἀπόσταση διδάσκοντος-διδασκομένου. Ἡ ἔρευνα ἀκολουθοῦσε τόν σχολαστικό δρόμο τῆς φιλολογικῆς καί ἱστορικῆς ἐπιστήμης, μέ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις καί μέ ἐξαντλητικές παραπομπές. Πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι αὐτός ὁ τρόπος, παρ’ὅτι σήμερα ἀπεχθής, ἀποδείχθηκε, πράγματι, ὁ κατάλληλος καί ἀναγκαῖος γιά ἐκεῖνα τά πρῶτα βήματα τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης στήν Ἑλλάδα.
            Ἀπό  τήν ἵδρυση τῶν Πανεπιστημίων εἶχαν διατυπωθῆ ἀπό ὁρισμένους παράγοντες ἐπιφυλάξεις γιά τό ἄν ἡ Θεολογία συνιστοῦσε ἐπιστήμη καί ἄν ἅρμοζε νά συμπεριληφθῆ τό ἀντικείμενό της στίς πανεπιστημιακές Σχολές. Τελικά, βέβαια, οἱ ἐπιφυλάξεις διασκευάσθηκαν καί τεκμηριώθηκε ὁ ἐπιστημονικός χαρακτήρας τῆς μελέτης τῆς Θεολογίας[11]. Ἡ μόρφωση καί ὁ καταρτισμός, ἡ ἐργασία καί ἡ ἐπίδοση τῶν πρώτων καθηγητῶν τῆς Θεολογίας σύμφωνα μέ τίς ἀκραιφνῶς ἐπιστημονικές ἀπαιτήσεις τῶν Πανεπιστημίων τῆς Δύσεως, ἔκαμψαν καί τίς τελευταῖες ἐνστάσεις καί ἑδραίωσαν τό γνωστικό θεολογικό ἀντικείμενο. Ἐξ ἄλλου, οἱ ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι οὐδέποτε ὑπέστειλαν τή σημαία τῆς ὀρθόδοξης ὁμολογίας τους, ἐπιτυγχάνοντας ὄντως μία θαυμαστή ἰσορροπία ἐκκλησιολογικῆς στάσεως καί ἐπιστημονικῆς εὐσυνειδησίας.
            Κάποια στιγμή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι ἡ προσήλωση στήν αὐστηρή ὀρθολογική ἀνάλυση περιόριζε τούς ὁρίζοντες ἔρευνας τοῦ θεολογικοῦ ἀντικειμένου καί δέν κάλυπτε ἐπαρκῶς ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας. Μέ ἄλλα λόγια, ἔγινε αἰσθητή ἡ ἀπουσία τῆς θεολογικῆς αὔρας τῶν πατέρων ἑρμηνευτῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία θά ἀναρρίπιζε καί θά ἀναπτέρωνε πνευματικά τήν ἑρμηνευτική σκέψη. Ἔτσι, περνᾶμε στή δεύτερη περίοδο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας στήν Ἑλλάδα.
β) ἀπό τό Α΄ Συνέδριο Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν μέχρι σήμερα(1936-2007)
            Τή δεύτερη περίοδο τῶν καινοδιαθηκικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα ἄνοιξε μέ ἕνα πλούσιο καί σπουδαῖο ἔργο ἕνας καθηγητής, πού δέν ἦταν τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Παναγιώτης Τρεμπέλας, καθηγητής τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας, δηλαδή τῆς Κατηχητικῆς, Λειτουργικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς Ὁμιλητικῆς (1939-1957), γεννημένος στή Γορτυνία, ὑπηρέτησε ἐξαιρέτως τίς σπουδές τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μάλιστα μέ σαφῆ πατερικό προσανατολισμό. Δημοσίευσε μελέτες γιά τή θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (1938), γιά τόν Ἰησοῦ τόν ἀπό Ναζαρέτ (1928, 31955, 1982), γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (1923), Ἀπολογητικές Μελέτες (τόμ. 1-5, 1965-1973), γιά τόν ἀπόστολο Ἀνδρέα (Πάτραι 1956) καί διάφορα ἄρθρα γιά θέματα τῆς Καινῆς Διαθήκης.Ἔγραψε Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον (Ἀθῆναι 1951, 41989), Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον (Ἀθῆναι 1951, 31983), Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον (1952, 31983), Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (1954,41990), Ὑπόμνημα εἰςτάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1955, 31991).
            Τά ὑπομνήματα πού συνέγραψε ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα τή μοναδική ὁλοκληρωμένη σειρά ἑλληνικῶν ὑπομνημάτων στήν Καινή Διαθήκη. Παράλληλα μέ τό κείμενο δίνεται παράφραση, καί σέ ὑποσημειώσεις ὑπομνηματίζονται οἱ στίχοι μέ παράθεση πατερικῶν ἀλλά καί νεωτέρων ἑρμηνευτικῶν σχολίων. Μειονέκτημα ἀποτελεῖ ὁ τρόπος ὑπομνηματισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τή μορφή τῶν βυζαντινῶν σειρῶν (catenae), περιορίζοντας τό σχολιασμό σέ ἱστορική ἐξήγηση, ἐνῶ γιά τήν ἑρμηνευτική ἀναφορά στή σύγχρονη ἐποχή ἐπιλέγει τό ἠθικό κυρίως κήρυγμα.
Βασίλειος Ἰωαννίδης (1942-1964). Καθηγητής τῆς Ἑρμηνευτικῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γεννήθηκε στήν Πρεμετή τῆς Βορείου Ἠπείρου. Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί στά Πανεπιστήμια τῆς Ὀξφόρδης καί τοῦ Βερολίνου. Διορίσθηκε κατ’ ἀρχήν στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης (1942-1951), καί ἀργότερα στή Θεολογική Ἀθηνῶν (1952-1964). Ἔγραψε Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (1960), Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί οἱ στωϊκοί φιλόσοφοι (1934, 21957), Ὁ μυστικισμός τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί αἱ θρησκευτικαί ἰδέαι καί τάσεις τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων (1936, 21957), Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατά τήν διδασκαλίαν τῆς Καινῆς Διαθήκης (1955). Δημοσίευσε, ἐπίσης, διάφορα ἄρθρα, κυρίως γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τίς Ἐπιστολές του. Ἄξιο μνείας εἶναι καί τό ἄρθρο του γιά τή «χριστολογία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου» (ΕΕΘΣΑ 1956-1957, 143-213).
 Μᾶρκος Σιώτης (1951-1979). Καθηγητής τῆς Ἑρμηνευτικῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γεννήθηκε στήν Τῆνο καί ἐξελέγη κατ’ ἀρχήν καθηγητής τῆς Ἱστορίας χρόνων καί τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στή Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης (1951-1959), μετακλήθηκε δέ ἀργότερα στή Σχολή Ἀθηνῶν (1959-1979). Ἀσχολήθηκε μέ ζητήματα κριτικῆς κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μέ ποικίλα εἰσαγωγικά, ἀλλά καί ἑρμηνευτικά θέματα, δημοσιεύοντας σχετικά ἄρθρα. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ θέση του γιά τήν πολιτογράφηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στούς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, κυρίως στά ἔργα του «Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί ἡ πόλις τῶν Φιλίππων» (Ἐκκλησιαστικός Φάρος, 65-66, 1983-84, 11-26), Ὁ Λουκᾶς ὡς συνεργάτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου (1977). Ἔγραψε τίς μελέτες Τό πρόβλημα τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰησοῦ (Δ.Δ. 1950), Εἰσαγωγή εἰς τήν Κριτικήν τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης (Θεσσαλονίκη 1951), Παραδόσεις Εἰσαγωγῆς εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, μέρ. Α΄ (1971), Προλεγόμενα εἰς τήν ἑρμηνείαν τῆς πρός Γαλάτας Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου (1972), Ἡ ἑρμηνεία τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας διά μέσου τῶν αἰώνων (1986), Αἱ τελευταῖαι ἀνακαλύψεις ἀρχαίων χειρογράφων (1986).
            Ο Σιώτης διετέλεσε γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων (1964) καί μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (1993-2004).
Σάββας Ἀγουρίδης (1955-1985). Καθηγητής τῆς Ἑρμηνευτικῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη καί δίδαξε κατ’ ἀρχήν στή Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης (1955-1967). Σπούδασε μεταπτυχιακά σέ Πανεπιστήμια τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου ἀναγορεύθηκε διδάκτορας φιλοσοφίας, ἐνῶ πρῶτο γνωστικό ἀντικείμενο τῆς ἐπιλογῆς του στήν Ἑλλάδα ὑπῆρξε ἡ ἀποκαλυπτική γραμματεία. Κατέχει καλά ὅλο τό βιβλικό χῶρο καί ἰδιαίτερα διαθέτει βαθειά γνώση τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Τό ἐπιστημονικό καί συγγραφικό του ἔργο καλύπτει ὅλα τά θέματα τῆς βιβλικῆς θεολογίας καί ὁ θεολογικός του λόγος εἶναι τολμηρός, διότι ἀποστρέφεται τόν συντηρητισμό, χωρίς νά εἶναι ὅμως παραβατικός, διότι ἔχει πλήρη αἴσθηση τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας.  Ἀνέδειξε κυρίως τό ρόλο τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς καί τόν κοινωνικό χαρακτῆρα τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ἐπίσης, τόνισε τό ἰουδαϊκό ὑπόβαθρο τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν ἐπίδραση τοῦ γνωστικισμοῦ.
            Ἔγραψε πάμπολλα. Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (1971), Ἱστορία τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης (Θεσσαλονίκη 1980, 41985), Ἑρμηνευτική τῶν ἱερῶν κειμένων (1979, 32002). Στά ἑρμηνευτικά του ἔργα συγκαταλέγονται Ὑπόμνημα εἰς τήν Ἐπιστολήν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου (1956), Ὑπόμνημα εἰς τάς Α΄, Β΄ καί Γ΄ Ἐπιστολάς τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου (1973), Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Εἰσαγωγικά, ἐξηγητικά καί θεολογικά μελετήματα εἰς τό Δ΄ Εὐαγγέλιον (1975), Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἱστορική καί συγχρονιστική προσπάθεια (1978, 21990, 31994),  Ἀποστόλου Παύλου Πρώτη πρός Κορινθίους Ἐπιστολή (Θεσσαλονίκη, 1982), Γιατί σταυρώθηκε ὁ Χριστός; Ἑρμηνεῖες περί τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, (1990), Ματθαῖος ὁ εὐαγγελιστής (2000). Γιά θέματα τῆς ἀποκαλυπτικῆς γραμματείας καί τοῦ γνωστικισμοῦ ἐξέδωσε, Τό πρόβλημα τῶν προσθηκῶν τῆς σλαυονικῆς μεταφράσεως τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου τοῦ Ἰωσήπου καί ἡ ἐν αὐταῖς περί τοῦ Βαπτιστοῦ καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μαρτυρία (Δ.Δ., 1954), Ἐνώχ, ἤτοι ὁ χαρακτήρ τῆς περί τῶν ἐσχάτων διδασκαλίας τοῦ βιβλίου τοῦ Ἐνώχ (1955), Τά γνωστικά χειρόγραφα τοῦ Nag Hammadi. Ὁ κώδιξ Jung. Ὁ πάπυρος Bodmer ΙΙ τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Τά χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης καί ἡ Καινή Διαθήκη (1959), Ὁ ἄνθρωπος κατά τόν ἅγιον Εἰρηναῖον ἐν ἀντιθέσει πρός τήν περί ἀνθρώπου εἰκόνα τῶν Γνωστικῶν (Θεσσαλονίκη, 1970), Πύρινος Χείμαρρος. Προφητεία-Ἔκσταση-Γλωσσολαλία (1992). Μελέτησε, ἐξ ἄλλου, ἰδιαίτερα Τά Ἀπόκρυφα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (τόμ. Α΄-Β΄, 1985).
            Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω μελέτες ὁ Ἀγουρίδης δημοσίευσε πλῆθος ἄρθρων καί δοκιμίων σέ ὅλους σχεδόν τούς τομεῖς τῆς καινοδιαθηκικῆς ἐπιστήμης, Εἰσαγωγῆς, Ἱστορίας Χρόνων, Ἑρμηνείας, Θεολογίας, ἀκόμη καί γιά γενικότερα θεολογικά θέματα. Τά περισσότερα ἄρθρα του συγκέντρωσε στούς ἑξῆς συλλογικούς τόμους: Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν. Μελέτες, ἄρθρα, ὁμιλίες (Θεσσαλονίκη, 1965), Βιβλικά Μελετήματα (τόμ. 1-2, Θεσσαλονίκη, 1966-1971), Ἆράγε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις; Ἑρμηνευτικές καί ἱστορικές μελέτες σέ ζητήματα τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ (Ἀθῆναι 1989), Ὁράματα καί πράγματα. Ἀμφισβητήσεις, προβλήματα, διέξοδοι στό χῶρο τῆς Θεολογίας καί τῆς Ἐκκλησίας (Ἀθῆναι 1991).
            Τό 1976 ὁ Ἀγουρίδης σέ συνεργασία μέ τόν καθηγητή τῆς Φιλοσοφίας καί τῆς Ψυχολογίας τῆς Θρησκείας Νικόλαο Νησιώτη (1965-1986) ὀργάνωσε καί πραγματοποίησε τό Β΄ Διεθνές Συνέδριο τῶν Ὀρθοδόξων Σχολῶν, πού θεωρήθηκε, ἐπίσης, σταθμός, καθώς ἐπαναπροσδιόρισε τούς τρόπους καί τούς στόχους τῶν ὀρθόδοξων θεολογικῶν σπουδῶν[12]. Γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Ἀγουρίδης σημείωσε τήν ἀρχή μιᾶς ἀνανεωτικῆς ἑρμηνευτικῆς γραμμῆς σέ σχέση μέ τήν συντηρητικά παραδοσιακή γραμμή τῶν Ἑλλήνων θεολόγων, διότι ἄνοιξε τό χῶρο τῆς Θεολογίας πρός τά φιλοσοφικά καί κοινωνικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς καί προσέδωσε στόν θεολογικό λόγο ἕνα σύγχρονο ἐνδιαφέρον. Παρ’ ὅλο πού ἡ ριζοσπαστικότητά του δημιουργεῖ ἀντιδράσεις, τό ἔργο του ἔδειξε ὅτι ἀξίζει νά θέτουμε τή μελέτη τῶν Γραφῶν στό κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν παραθεωρεῖ τήν πατερική σκέψη, ἀλλά ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τή δυναμική της. Γράφει χαρακτηριστικά ὅτι ἡ χρήση τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας δέν μπορεῖ νά εἶναι μία νεκρή ἐπανάληψη καί παράθεση χωρίων, ἀλλά μία ἐν Πνεύματι μύηση στήν ἑρμηνευτική σκέψη τῶν πατέρων, πού εἶναι ἡ σκέψη τῆς Ἐκκλησίας (Ἑρμηνευτική, 2002, σελ. 78).
 Ἡ ἀνανεωτική στροφή
            Ἀπό τά μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους νέες θεολογικές καί ἑρμηνευτικές τάσεις, οἱ ὁποῖες καλλιεργήθηκαν ἀπό δυτικούς κυρίως θεολόγους μέ τήν ὤθηση πού ἔδωσαν στά γράμματα ἡ ἀνάπτυξη νέων φιλοσοφικῶν καί ἰδεολογικῶν ρευμάτων, καί ἡ ἐξέλιξη συγχρόνων ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, τελευταῖα δέ ἡ διεπιστημονική θεώρηση στήν ἔρευνα τοῦ ἐπιστητοῦ. Οἱ Ἕλληνες θεολόγοι δέν ἔμειναν ἀμέτοχοι καί οἱ ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτές ἄρχισαν νά συζητοῦν ἀπό τή δική τους ὀρθόδοξη θέση τή σχετική προβληματολογία καί νά διαλέγονται  μέ τή σύγχρονη διεθνῆ βιβλιογραφία. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι μέ τή δυναμική παρέμβαση τοῦ Ἀγουρίδη ἐγκαινιάσθηκε μία ἀνανεωτική στροφή στή βιβλική θεολογία, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔγινε σαφῶς διακριτή, διότι δέν ἦταν ἀπόλυτα ἀποδεκτή λόγῳ τοῦ ριζοσπαστικοῦ χαρακτῆρος της. Ἦταν φανερό ὅτι χρειαζόταν στόν ὀρθόδοξο χῶρο μία δημιουργική ἀναμόρφωση καί διαμόρφωση τῆς συμβολῆς τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης στήν ἐπιστήμη τῆς μελέτης καί ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς κατά τό πνεῦμα τῶν πατέρων καί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική παράδοση. Ἡ Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης ὑπῆρξε πάλι, ὅπως θά δοῦμε, πρωτοπόρος. Ἐν τῷ μεταξύ οἱ περισσότεροι καθηγητές συνέχιζαν κατά βάση τή δοκιμασμένη ὁδό.
Γεώργιος Γαλίτης (1969-1994). Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, κατ’ ἀρχήν στό  Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1969-1979).  Ἀργότερα μετακλήθηκε στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (1979-1994). Γεννήθηκε στή Σούρπη τοῦ Βόλου ἀπό πατέρα μικρασιάτη. Κατά τίς μεταπτυχιακές σπουδές του στή Γερμανία ἔδωσε ἔμφαση, ἐκτός ἀπό τήν ἔρευνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, στίς βοηθητικές ἐπιστῆμες τῆς Φιλολογίας, ἑλληνικῆς καί ραββινικῆς, τῆς Γλωσσολογίας, τῆς Παπυρολογίας καί τῆς Φιλοσοφίας, ἡ γνώση τῶν ὁποίων εἶναι ἐμφανής σέ ὅλα τά ἔργα του. Διακρίνεται γιά τήν ἐπιστημονική του πολυμέρεια, καθώς καί γιά τό μέλημά του νά συζεύξη τή σύγχρονη ἐπιστήμη καί ἔρευνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί θεολογία.
            Ἔγραψε γιά τή γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης: Ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου ἀρχηγός ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ. Συμβολή εἰς τό πρόβλημα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τοῦ ἰουδαϊσμοῦ ἐπί τῆς Καινῆς Διαθήκης (Δ.Δ., 1960), μέ τό ὁποῖο ἀπορρίπτει τήν ἄποψη τῆς θρησκειοϊστορικῆς σχολῆς περί ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ καταδεικνύοντας ὅτι ὁ ὅρος εἶναι κατά τή μορφή ἑλληνικός-ἑλληνιστικός, κατά τό περιεχόμενο παλαιοδιαθηκικός καί κατά τήν οὐσία καινούργιος, χριστιανικός· πρόκειται γιά ἕνα συμπέρασμα, πού ἰσχύει γιά τό σύνολο τῶν χριστιανικῶν ὅρων τοῦ εὐαγγελίου. Δημοσίευσε, ἐπίσης, πολλά φιλολογικο-ἑρμηνευτικά ἄρθρα. Εἰσαγωγικά εἶναι τά ἔργα του: Οἱ κοπτικοί πάπυροι τοῦ Nag Hammadi καί ἡ σημασία αὐτῶν διά τήν ἐπιστήμην τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τοῦ πρώτου Χριστιανισμοῦ (1960), Εἰσαγωγή εἰς τούς λόγους τοῦ Πέτρου ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν Ἀποστόλων (1962). Ἀλλά ἔγραψε καί ἄρθρα γιά ζητήματα Εἰσαγωγῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως γιά τήν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου (Ἐκκλησία, 1965, 42, 368-369, 387-390) καί τῆς Θεσσαλονίκης (Ἀπόστολος Παῦλος-Πρακτικά Συνεδρίου Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 1989, 105-114). Ἑρμηνευτικά ἔργα ἐξέδωσε, Ἡ πρός Τῖτον Ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου. Εἰσαγωγή-Ὑπόμνημα (Θεσσαλονίκη 1978, 31992), καί ποικίλα ἑρμηνευτικά ἄρθρα. Θεολογικά ἔργα ἔγραψε κυρίως χριστολογικά: Ἡ χριστολογία τῶν λόγων τοῦ Πέτρου ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν Ἀποσόλων (1963). Ἐξ ἄλλου, δημοσίευσε καί ἄρθρα πού ἀναφέρονται σέ θέματα Ἱστορίας χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης, μάθημα τό ὁποῖο δίδαξε γιά πολλά χρόνια.
Ἰωάννης Καραβιδόπουλος (1969-2004). Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ πρῶτος Θεσσαλονικεύς καθηγητής, πού ἔμεινε καί στήριξε τίς βιβλικές σπουδές στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἀνέδειξε τήν ἀξία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης καί καλλιέργησε ἰδιαίτερα τό θέμα τῆς κριτικῆς ἐκδόσεως αὐτοῦ τοῦ  κειμένου. Συμμετέσχε στήν πενταμελῆ ἐκδοτική ἐπιτροπή τῆς γνωστῆς κριτικῆς ἐκδόσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης τῶν Nestle-Aland (27η ἔκδ., 1993), καθώς καί στήν ἐκδοτική ἐπιτροπή τῆς The Greek New Testament τῶν United Bible Societies, καί ἔγινε γι’ αὐτό διεθνῶς γνωστός.
            Ἀπό τίς πρῶτες ἐργασίες του εἶναι: Εἰκών Θεοῦ καί ΄΄κατ’ εἰκόνα΄΄ Θεοῦ παρά τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ. Αἱ χριστολογικαί βάσεις τῆς παύλειου ἀνθρωπολογίας (Δ.Δ., 1964), Τό σωτήριον πάθος. Λουκᾶ κεφ. 22-23 (1974), Ἡ ἁμαρτία κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον (1968). Πρωτοποριακή εἶναι ἡ συμβολή του στή μελέτη τῶν ἀποκρύφων κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά τά ὁποῖα ἐξέδωσε δύο τόμους (τόμ. Α΄, Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, 1999 καί τόμ. Β΄, Ἀπόκρυφες Πράξεις, Ἐπιστολές, Ἀποκαλύψεις, 2004). Τό ἔργο του Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη (1983) καλύπτει ὅλο τό φάσμα τῆς σχετικῆς ἐπιστήμης μέ σύγχρονη ἐνημέρωση καί ἐκκλησιολογική τοποθέτηση. Στά ἑρμηνευτικά του ἔργα ἀνήκουν Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο (1988), Ἀποστόλου Παύλου Ἐπιστολές πρός Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα (1981), τά συλλογικά ἔργα Μελέτες Ἑρμηνείας καί Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης (1990), Βιβλικές Μελέτες (τόμ. Α΄, 1995, τόμ. Β΄, 2000, τόμ. Γ΄, 2004). Δημοσίευσε πλῆθος ἄρθρων.
            Στά συγγράμματά του καταφαίνεται, παράλληλα μέ τήν εὐρεῖα βιβλιογραφική ἐνημέρωση, ἡ βαθειά γνώση τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς παραδόσεως, τήν ὁποία ὡστόσο δέν παρουσιάζει ὡς μία στατική ἐπανάληψη θέσεων, ἀλλά ὡς μία δυναμική ζύμωση ἑρμηνευτικῆς προσαρμογῆς στό πνεῦμα τῶν πατέρων. Ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Ἀγουρίδης ἀνατάραξε τά ὕδατα τῆς νεοελληνικῆς βιβλικῆς ἐπιστήμης μέ τίς ἀπροσχημάτιστες ἐπιστημονικές του ἐπιλογές, δέν εἶναι λάθος νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ὁ Καραβιδόπουλος ἐπέφερε τήν ἰσορροπία πού χρειαζόταν ὁ ὀρθόδοξος χῶρος μέ τή συνετή σύνθεση καί τή διακριτική σύζευξη τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας καί τῆς σύγχρονης δυτικῆς ἑρμηνευτικῆς. Ἔτσι, διαμόρφωσε καί κατέστησε εὐρύτερα ἀποδεκτή τήν ἀνανεωτική στροφή στήν ὀρθόδοξη βιβλική θεολογία.
            Εἶναι ὁ ἐμπνευστής καί ἐκδότης, μαζί μέ τόν καθηγητή Στογιάννο, δύο θεμελιακῶν σειρῶν γιά τίς καινοδιαθηκικές σπουδές στήν Ἑλλάδα, τήν Ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης καί τή Βιβλική Βιβλιοθήκη, πού περιλαμβάνουν σύγχρονες πρωτότυπες μελέτες καί ὑπομνήματα.
 Βασίλειος Στογιάννος (1976-1985).  Καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν χρόνων καί τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Κινήθηκε στήν ἴδια γραμμή μέ τόν Ἀγουρίδη καί συνεργάσθηκε στενά μέ τόν Καραβιδόπουλο, ἐπιτυγχάνοντας μία γόνιμη σύνθεση τῆς σύγχρονης ἑρμηνευτικῆς ἐπιστήμης μέ τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική παράδοση. Ἐπιστημονικά, ὅμως, ὁ Στογιάννος τονίζει περισσότερο τό ἑλληνικό παρά τό ἰουδαϊκό ὑπόβαθρο τῶν καινοδιαθηκικῶν κειμένων καί ἀξιοποιεῖ ἰδιαίτερα τίς φιλοσοφικές σπουδές πού ἔκανε στό Α.Π.Θ.
            Ἔγραψε: Πέτρος παρά Παύλῳ (Δ.Δ. 1968), Ἐλευθερία. Ἡ περί ἐλευθερίας διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τῶν πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του (1970), Ἡ Ἀποστολική Σύνοδος (1973), Χριστός καί Νόμος. Ἡ χριστιανική θεώρησις τοῦ Νόμου εἰς τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολήν τοῦ ἀπ. Παύλου (1976), Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Εἰσαγωγικά προβλήματα καί ἑρμηνεία τοῦ Α΄ Κορ. 15 (1977), Ἡ Πεντηκοστή (1979). Ὑπομνημάτισε τήν  πρώτη Ἐπιστολή Πέτρου (1980), γιά τήν ὁποία δημοσίευσε καί τή σειρά κηρυγμάτων του, Ἐλπίς ζῶσα-Α΄ Πέτρου. Ἑσπεριναί ἑρμηνευτικαί ὁμιλίαι (1973). Ἐξέδωσε δύο συλλογικούς τόμους, Ἑρμηνευτικά Μελετήματα (1988) καί Ἀνάλεκτα (1988).
            Ὑπῆρξε συνεκδότης μέ τόν Καραβιδόπουλο τῶν δύο θεμελιακῶν σειρῶν, Ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης, καί Βιβλική Βιβλιοθήκη.
Στέργιος Σάκκος (1971-1997). Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καταγόμενος ἀπό τά Γρεβενά, πρῶτος καθηγητής τῆς Καινῆς Διαθήκης στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας. Παρέμεινε προσηλωμένος στούς παραδοσιακούς ἱστορικοφιλολογικούς τρόπους ἑρμηνείας, συνδυάζοντας τήν πατερική ἑρμηνεία μέ ἐπιλεκτική νεώτερη καί σύγχρονη βιβλιογραφία. Στά συγγράμματά του ἐνδιαφέρεται νά ἀναδείξη τή στενή σύνδεση μεταξύ ἱστορίας, θεολογίας καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς στή διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου. Ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση στή χριστοκεντρική θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί στόν ἐποικοδομητικό χαρακτῆρα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
            Ἔγραψε γιά θέματα κριτικῆς κειμένου καί εἰσαγωγικά, «Ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστιν, Α΄» (1968), Ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστιν, Β΄» (1968), Οἱ τελῶναι (1968), Ἰωάννου 10, 29. Συμβολή εἰς τήν κριτικήν τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης (1968), Ἰωάννου 8, 25. Συμβολή εἰς τήν γλωσσικήν ἐξέτασιν τῆς Καινῆς Διαθήκης (1968), Ὁ κατάλογος τοῦ Muratori. Συμβολή εἰς τήν Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (1970), Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην (1970), Ἰαννῆς καί Ἰαμβρῆς. Συμβολή εἰς τήν Εἰσαγωγήν καί Ἑρμηνείαν τῆς Καινῆς Διαθήκης (1973), Ἡ ΛΘ΄ Ἑορταστική Ἐπιστολή τοῦ Μ. Ἀθανασίου (1973),  Οἱ ἀνώνυμοι ἀδελφοί στή Β΄πρός Κορινθίους (1989), Ὁ Πέτρος καί ἡ Ρώμη, Α΄, Ἡ μαρτυρία τῆς Καινῆς Διαθήκης (1989), Ἡ Βαβυλών τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Α΄ Πε 5, 13) (1993). Ἑρμηνευτικά εἶναι τά ἔργα του, Ὑπόμνημα εἰς τήν Ἐπιστολήν τοῦ Ἰούδα (1970), Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (τόμ. Α΄, 1972, τόμ. Β΄, 1973), Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἐπιστολήν τοῦ Ἰακώβου (1975), Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν (1984), Ἑρμηνεία ἀποστολικῶν περικοπῶν (1984). Συλλογικό ἔργο μέ θέματα ἑρμηνείας ἐξέδωσε, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς (1969). Δημοσίευσε πολλά ἑρμηνευτικά καί γενικότερα θεολογικά ἄρθρα. Σημαντικό εἶναι τό ἔργο πού ἐκπόνησε σέ συνεργασία μέ τόν Κουτλεμάνη καί μέ ὁμάδα ἄλλων συνεργατῶν συντάσσοντας τούς Πίνακες χωρίων Ἁγίας Γραφῆς πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς καί πατέρες στά κείμενά τους κατά τήν ἔκδοση τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας τοῦ J. Migne (ἐπανέκδοση Ἰ. Διώτη) .
 Παυσανίας Κουτλεμάνης (1986-2005). Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς, Κριτικῆς κειμένου, Ἑρμηνείας καί Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας, καταγόμενος ἀπό τό Ἄργος Ὀρεστικό. Ἀκολούθησε πιστά τόν Σάκκο, ἐνῶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ θέματα κριτικῆς κειμένου.
            Ἔργα: Ἡ Ἁγία Γραφή στό Πεντηκοστάριο (Δ.Δ., 1986), «Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Α΄ Ἰωάνν. 2,16» (ΔΒΜ, 4, 1976, 117-132), «Ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος, Ἀπ. 1,4.8· 4,8· 11,17· 16,5» (ΕΕΘΣΘ, Τμ. Ποιμαντικῆς, 1, 1990, 299-323), Νικολαΐτες. Οἱ πρῶτοι αἱρετικοί (1993), Τό δευτερόπρωτον σάββατον. Ἡ ἱστορία τῆς ἑρμηνείας τοῦ Λκ 6, 1 (1998), Εἰσαγωγή στήν Κριτική τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης (2001).
            Παράλληλα, στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ἐργάσθηκαν οἱ ἑξῆς καθηγητές:
Γεώργιος Γρατσέας (1981-1988). Καθηγητής τῆς Ἱστορίας Ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Διακρίθηκε γιά τά φιλολογικά του σχόλια.
            Ἐκτός ἀπό τά ποικίλα εἰσαγωγικά καί ἑρμηνευτικά ἄρθρα, ἔγραψε τίς μελέτες: Ἡ περί πτωχείας διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Δ.Δ., 1962), Ἡ ἀκτημοσύνη ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καί τῷ μοναχικῷ βίῳ (1963), Ἡ ἀρετή βιβλικῶς καί φιλοσοφικῶς (1964), Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής βάσει τῶν πηγῶν (1968), Πρός νέα κατάπαυση ὑπό νέο Ἀρχηγό. Κριτικό ὑπόμνημα στήν περικοπή Ἑβρ 3, 1-4, 13 (1984), Ὁ Πλούταρχος καί οἱ ἐσχατολογικές προσδοκίες στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο κατά τούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης (1984), Φιλώνεια ἰουδαϊκή κατήχηση μέ πυθαγόρεια θεμελίωση (1984), Τά χειρόγραφα τῆς Νεκρῆς Θάλασσας (1994). Τέλος, ἐξεδωσε καί τό ἑρμηνευτικό ὑπόμνημα, Ἡ πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (1999).
Παναγιώτης Ἀνδριόπουλος (1982-1990). Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Τά ἔργα του εἶναι κυρίως θεολογικά. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καί τῆς χάριτος κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον (1969), Ἡ ἑρμηνεία τῶν μαρτυριῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στή σύγχρονη ἐποχή (1986), Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου στήν ἱστορία καί θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης (1990), Εἰσαγωγή εἰς τήν Θεολογίαν τῆς Καινῆς Διαθήκης (1980), Θέματα Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης (1990). Ἀσχολήθηκε, ἐπίσης, μέ θέματα τῆς Ἑρμηνευτικῆς: Τό πρόβλημα τοῦ ΄΄ἱστορικοῦ Ἰησοῦ΄΄ ἐν τῇ συγχρόνῳ Ἑρμηνευτικῇ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπό τό φῶς τῆς θεολογίας Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας (1975), «Τό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς ἑρμηνευτική ἀρχή στό ἐξηγητικό ἔργο Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου» (Θεολογία, 60, 1989, 476-492, 600-653).
Βασίλειος Τσάκωνας (1984-1995). Καθηγητής τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τό ἔργο του ἀφορᾶ κυρίως σέ θέματα χριστολογίας καί θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Τό φιλολογικόν καί θεολογικόν πρόβλημα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν ἀπ. Παῦλον (1966, 21982), Ἡ περί συνειδήσεως διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου (1968), Ἡ χριστολογία τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου (1969), Ἡ περί Παρακλήτου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (1988), , Ἡ χριστολογία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (1970). Ἑρμηνευτικά ἔγραψε, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἰσαγωγή-Κείμενον-Ἑρμηνεία (1975) καί Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Α΄ μέρος, 1,1-3,20 (1986).
 Ἰωάννης Παναγόπουλος (1979-1997). Καθηγητής τῆς Ἑρμηνευτικῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀνέδειξε πρό πάντων τήν πατερική ἑρμηνευτική. Εἰσηγήθηκε ὅτι ἡ διδασκαλία περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τή βασική ἑρμηνευτική ἀρχή τῆς βιβλικῆς ἑρμηνευτικῆς τῶν πατέρων, ἡ ὁποία εἶναι ἀκραιφνῶς χριστολογική.
            Σέ θέματα Ἑρμηνευτικῆς ἀναφέρονται τά ἔργα του: «Τό θεολογικόν πρόβλημα τῆς ὀρθοδόξου Ἑρμηνευτικῆς» (Εἰσηγήσεις Α΄ Ὀρθοδόξου Ἑρμηνευτικοῦ Συνεδρίου, 1973, 245-269), «Ἡ πατερική ἐξηγητική παράδοση καί τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς βιβλικῆς ἐπιστήμης» (Διακονία. Μνήμη Β. Στογιάννου, 1988, 219-239), «Ἡ βιβλική ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Φωτίου» (Ἐκκλησία καί Θεολογία, 10, 1989-1991, 455-488),  «Ἡ βιβλική ἑρμηνεία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας» (Σύναξη, 33, 1990, 15-36), «Ἡ βιβλική ἑρμηνεία τοῦ Μ. Βασιλείου» (Ἐπιστημονική Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, 2, Ἀθῆναι 1991, 309-342), τό πολύ σημαντικό βιβλίο του, Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν Ἐκκλησία τῶν πατέρων. Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες καί ἡ ἀλεξανδρινή ἐξηγητική παράδοση ὥς τόν πέμπτο αἰῶνα,  τόμ. Α΄ (1991), «Τί τό Πνεῦμα λέγει: Ἡ πατερική κατανόηση τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκάλυψης» (Σύναξη, 1995, 56, 49-58). Ἔγραψε, ἐπίσης, εἰσαγωγικά στήν Καινή Διαθήκης: «Ὁ Χριστός καί ἡ πολιτική ἐξουσία» (Κοινωνία, 19, 1976, 321-340), «Ἐκκλησία καί πολιτεία στό φῶς τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Κοινωνία, 37, 1994, 343-355), «Αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί ἡ κριτική αὐτῶν ἔρευνα» (Θεολογία, 42, 1971, 582-601 καί 43, 1972, 350-368. 682-691), καθώς καί Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη (1993). Στά θεολογικά καινοδιαθηκικά ἔργα του Παναγόπουλου συγκαταλέγονται: Ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία. Ἡ θεολογική μαρτυρία τῶν Πράξεων Ἀποστόλων (1969), Ὁ προφήτης ἀπό Ναζαρέτ. Ἱστορική καί θεολογική μελέτη τῆς περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος τῶν Εὐαγγελίων (1973). Ἑρμηνευτικό εἶναι τό Θεολογικό Ὑπόμνημα στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, μέρ. Α΄, κεφ. 1,1-8,3 (1984).
 Νικόλαος Ξυπνητός (1999-2001). Καθηγητής τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας καί τῆς Γλώσσας τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Κύριο ἔργο του, Τό φιλολογικόν πρόβλημα τοῦ ὕφους τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (1974).
Γεώργιος Πατρῶνος (1991-2002). Καθηγητής τῆς Ἑρμηνευτικῆς καί τῆς Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Τά ἔργα του εἶναι κυρίως εἰσαγωγικά καί θεολογικά: Ἀπόστολοι καί ἀποστολή. Ἀπόπειρα ὀρθοδόξου βιβλικῆς θεμελιώσεως τοῦ θέματος (1974), Σχέσις παρόντος καί μέλλοντος εἰς τήν περί βασιλείας τοῦ Θεοῦ διδασκαλίαν τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας (1975),  Προλεγόμενα στήν ἔρευνα τῶν Πράξεων (Θεσσαλονίκη 1990), Ἡ ἱστορική πορεία τοῦ Ἰησοῦ, ἀπό τή φάτνη ὥς τόν κενό τάφο (1991), Βιβλικές προϋποθέσεις τῆς ἱεραποστολῆς (1983), Ἡ χαρά στήν Καινή Διαθήκη (1983), Θέματα Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης (τόμ. 1-2, 1985-1989).
 Λουκᾶς Φίλης (1997-2002). Καθηγητής τῆς Γλώσσας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Ἔγραψε: Τό πρόβλημα τῶν ἑβδομήκοντα ἀποστόλων τοῦ Κυρίου (Δ.Δ., 1977), Ἡ ἀξία τῶν καταλόγων τοῦ γενεαλογικοῦ δένδρου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (1978), Τό δίκαιο τῆς εἰρήνης κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (1982), Παράλληλοι περικοπαί τῶν συνοπτικῶν Εὐαγγελίων (τόμ. Α΄, 1986). Καθαρά γλωσσικά εἶναι τά ἔργα του: Ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης (1984, 21989), «Ἡ γλῶσσα τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου» (Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Εἰσηγήσεις ΣΤ΄ Συνάξεως Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων, Λευκωσία 1991, 213-225), Ἡ Κοινή ὡς γλῶσσα τοῦ Ἰησοῦ (1992), κατά τό ὁποῖο ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Χριστός μιλοῦσε καί κήρυττε, ἐκτός ἀπό ἀραμαϊκά, κυρίως στά  ἑλληνικά.
 Χρῆστος Βούλγαρης (1986-2004). Καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Θεολογικό ἔργο εἶναι Ἡ περί σωτηρίας διδασκαλία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ (Δ.Δ. 1971), Εἰσαγωγικά ἔγραψε, «Ἱστορική ἀνασκόπησις τῆς περί τόν Λουκᾶν καί τάς Πράξεις ἐρεύνης» (ΔΒΜ, 1, 1971-72, 212-223, 329-352), «Τό ἱστορικόν καί θεολογικόν ὑπόβαθρον τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου» (ΔΒΜ 4, 1976, 23-58), Νέα θεώρησις τῶν ἐρίδων τῆς ἀποστολικῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου καί τῶν ἐν αὐτῇ ἀντιπάλων τοῦ ἀπ. Παύλου (1976, 21980), «Ἡ πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή. Περιστατικά. παραλῆπται, συγγραφεύς, τόπος καί χρόνος συγγραφῆς» (ΕΕΘΣΑ, 27, 1986, 55-95). Στήν Ἑρμηνευτική ἀναφέρεται τό ἄρθρο του, «Βασικαί τινες προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Χαριστήρια εἰς μνήμην μητρ. Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, 163-184),  Ἑρμηνευτικά εἶναι τά ἔργα του, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρώτην καθολικήν Ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Θεσσαλονίκη 1979), Ὑπόμνημα εἰς τήν δευτέραν καθολικήν Ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Θεσσαλονίκη 1980), Ἁγιογραφικαί Μελέται (1983), Ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις τῆς θείας οἰκονομίας κατά τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν (1985), Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν (1993). Τελευταῖα ἐξέδωσε ὀγκώδη καί ἐμπεριστατωμένη Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη (τόμ. Α΄-Β΄, 2003).
             Σήμερα, στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν διδάσκουν, στό Τμῆμα Θεολογίας οἱ ἑξῆς:
Χρῆστος Καρακόλης, ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Καινῆς Διαθήκης.            Κύρια ἔργα: Ἡ θεολογική σημασία τῶν θαυμάτων στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (1997), Θέματα ἑρμηνείας καί θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης (2002), Ἁμαρτία-Βάπτισμα-Χάρις (Ρωμ. 6, 1-14) (2002).
Κωνσταντίνος Μπελέζος, ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Ἔργα: «Τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἡ Σχολή τῆς Τυβίγγης» (Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Εἰσηγήσεις ΣΤ΄ Συνάξεως Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων, Λευκωσία 1991, 239-245), Τό Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμενίου στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Ἱστορική καί ἑρμηνευτική προσέγγιση (Δ.Δ., 1996), Χρυσόστομος καί σύγχρονη βιβλική ἔρευνα. Ἡ χρονολογική ταξινόμηση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀπ. Παύλου (1998).
 Σταμάτιος Χατζησταματίου (2003- ), λέκτορας τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
 Θωμᾶς Ἰωαννίδης (2004- ), λέκτορας τῆς Εἰσαγωγῆς καί Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔγραψε: Γάμος καί παρθενία ἐν Χριστῷ (Δ.Δ. 1994).
 Κωνσταντῖνος Ζάρρας (2006- ), λέκτορας τῆς Ἱστορίας ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔγραψε Ἱστορία ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.
             Στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Ἀθηνῶν διδάσκουν:
Σωτήριος Δεσπότης, ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Κύρια ἔργα: Ἡ ἐπουράνιος λατρεία στά κεφ. 4-5 τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννη (Δ.Δ., Wiesbaden 2000), Ἡ Μεταμόρφωση στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο καί τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου (Wiesbaden 2000), Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἑρμηνευτική προσέγγιση στό βιβλίο τῆς προφητείας (τόμ. Α΄-Β΄, 2005-06), Ὁ Ἰησοῦς ὡς Χριστός καί ἡ πολιτική ἐξουσία στούς συνοπτικούς εὐαγγελιστές (2006). 
             Στή Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τίς σπουδές στήν Καινή Διαθήκη θεραπεύουν σήμερα στό Τμῆμα Θεολογίας οἱ ἑξῆς:
Ἰωάννης Γαλάνης (1982- ), ἀπό τό Ἀθαμάνιο τῆς Ἄρτας. Καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν χρόνων καί  τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Ἔγραψε, ἀξιοποιώντας καί τίς σπουδές του στή Νομική, γιά τήν Υἱοθεσία. Ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου παρά Παύλῳ ἐν σχέσει πρός τά νομικά καί θεολογικά δεδομένα τῶν λαῶν του περιβάλλοντός του (Δ.Δ., Θεσσαλονίκη 1977). Ἑρμηνευτικά εἶναι τά ἔργα του, Ἡ πρώτη Ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου πρός Θεσσαλονικεῖς (1985), Ἡ δευτέρα Ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου πρός Θεσσαλονικεῖς (1989), ὁ συλλογικός τόμος Βιβλικές ἑρμηνευτικές καί θεολογικές μελέτες (2001). Δημοσίευσε, ἐπίσης, Τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς Καινῆς Διαθήκης (31994), καθώς καί ἀρκετά ἄρθρα εἰσαγωγικά καί ἱστορικά κυρίως γιά τίς Πράξεις καί τίς Ἐπιστολές πρός Θεσσαλονικεῖς. Ἄλλα ἔργα του ἀφοροῦν σέ θέματα οἰκολογικά ὅπως: Ἡ σχέση ἀνθρώπου καί κτίσεως κατά τήν Καινήν Διαθήκην (1984). Ἐνδιαφέρον εἶναι τό ἄρθρο του «Δεξιά-ἀριστερά. Ἡ χρήση τῶν λέξεων στήν Καινή Διαθήκη καί τό περιβάλλον της» (ΕΕΘΣΘ, 25, 1980, 379-426). Ἀξιόλογη προοιωνίζεται ἡ ἐργασία πού ἔχει ὑπό ἔκδοση ὁ Γαλάνης μέ τήν ψηφιοποίηση καί καταγραφή σέ ἠλεκτρονικά δεδομένα πινάκων χωρίων τῆς Ἀγίας Γραφῆς πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς.
 Πέτρος Βασιλειάδης (1982-), καθηγητής τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Κινεῖται στή γραμμή τοῦ Ἀγουρίδη καί δίνει ἔμφαση στήν οἰκουμενική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
            Κύρια ἔργα: Ἡ περί τῆς πηγῆς τῶν Λογίων θεωρία. Κριτική θεώρησις τῶν συγχρόνων φιλολογικῶν καί θεολογικῶν προβλημάτων τῆς πηγῆς τῶν Λογίων (Δ.Δ. 1977), Σταυρός καί σωτηρία. Τό σωτηριολογικό ὑπόβαθρο τῆς παύλειας διδασκαλίας τοῦ σταυροῦ ὑπό τό πρίσμα τῆς προ-παύλειας ἑρμηνείας τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ (1983), Χάρις-Κοινωνία-Διακονία. Β΄ Κορ. 8-9 (1985), Μετανεωτερικότητα καί Ἐκκλησία. Ἡ πρόκληση τῆς Ὀρθοδοξίας (2002), Τά Λόγια τοῦ Ἰησοῦ. Τό ἀρχαιότερο Εὐαγγέλιο (2005). Ἐπίσης, ἐξέδωσε συλλογικούς τόμους: Βιβλικές ἑρμηνευτικές μελέτες (1988), Ἑρμηνεία τῶν Εὐαγγελίων. Θεολογικές καί ἱστορικο-φιλοσοφικές προϋποθέσεις, καθώς καί ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις στά τέσσερα Εὐαγγέλια (1990), Ἐπίκαιρα ἁγιογραφικά θέματα. Ἁγία Γραφή καί Εὐχαριστία (2000), Παῦλος. Τομές στή θεολογία του, Α΄ (2004).
 Ἰωάννης Σκιαδαρέσης, πρωτοπρεσβύτερος, ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Καινῆς Διαθήκης.
            Ἔχει ἀφιερώσει ἀρκετές πραγματεῖες στήν Ἀποκάλυψη: Λειτουργικές σκηνές καί ὕμνοι στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη (1999), Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἑρμηνευτικά καί θεολογικά μελετήματα (2005). Ἔγραψε, ἐπίσης, τίς ἑρμηνευτικές μελέτες, Ὁ ἀναμάρτητος καί ἡ μοιχαλίδα (2001) καί  Ἡ δυναμική τοῦ σώματος. Ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ Β΄ Κορ. 5, 1-10 (2006).
Πρόσφατα (2007) ἐκλέχθηκε λέκτορας τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Χαράλαμπος Ἀτματζίδης. Ἡ διδακτορική διατριβή του εἶναι Ἡ ἔννοια τῆς δόξας στήν παύλεια θεολογία.
            Στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης ἐργάζονται σήμερα οἱ ἑξῆς:
Χρῆστος Οἰκονόμου (1993- ), ἀπό τόν Ἅγιο Ἐπίκτητο τῆς τουρκοκρατούμενης σήμερα Κυρήνειας τῆς Κύπρου. Καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν χρόνων, τῆς Ἑρμηνείας καί Θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τά ἐνδιαφέροντά του ἐντοπίζονται στή μελέτη τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Ἐκκλησίας, συγκεκριμένα στή μελέτη τῆς ἐκκλησίας τῶν Πράξεων. Χρησιμοποιώντας τόσο τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική παράδοση ὅσο καί τή διεθνῆ βιβλιογραφία ἐξετάζει τίς ἱστορικές, φιλολογικές καί θεολογικές προϋποθέσεις τῶν θεμάτων του καί τονίζει ἰδιαίτερα τήν οἰκουμενικότητα, ἀλλά καί τήν ἑνότητα τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. Μ’ αὐτό τό πνεῦμα ἔχουν γραφῆ οἱ ἐργασίες,  Οἱ ἀπαρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Κύπρο. Ἱστορική, φιλολογική, θεολογική καί θρησκειοϊστορική ἀνάλυση τῆς διηγήσεως τῶν Πράξεων 13, 1-12 (Δ.Δ. 1986, 31996), Οἱ ἀπαρχές τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Σπουδές στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό (1997), Ἡ κλήση καί οἱ ἀπαρχές τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης τοῦ ἀποστόλου Παύλου (1992), Βιβλικές μελέτες γιά τόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό (1998). Στό ἔργο Τό πρόβλημα τοῦ τίτλου ΄΄Πράξεις (τῶν) Ἀποστόλων. Μία νέα θεολογική θεώρηση (1995), ὁ Οἰκονόμου, ἐφαρμόζοντας εὐρεῖα ἱστορικοθεολογική ἐξέταση στό κείμενο τῶν Πράξεων, προτείνει ὅτι ὁ τίτλος σημαίνει ΄΄Πράξεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ διά τῶν ἀποστόλων΄΄ ἤ Πράξεις τῆς Ἐκκλησίας ἤ μᾶλλον Πράξεις τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό ἔργο του Ἡ συγκρότηση τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας τῆς Θεσσαλονίκης (1999) ἐρευνᾶ συγκριτικά τήν περικοπή τῶν Πράξεων γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Παύλου στή Θεσσαλονίκη καί τίς δύο πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου καί ἀντιμετωπίζει σοβαρά ἑρμηνευτικά θέματα τῆς συγχρόνου βιβλιογραφίας μέ βάση τήν πατερική ἑρμηνεία. Μέ θεολογικά θέματα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀσχολεῖται στή Θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί Πατερική Ἑρμηνευτική (2001), ἀπό τά ὁποῖα ἀξιομνημόνευτα γιά τήν πρωτοτυπία τους καί τήν πατερική τους πνοή εἶναι ἡ βιωματική μέθοδος ἑρμηνείας καί ἡ εἰκονογραφική ἑρμηνευτική μέθοδος. Τό σύγχρονο πρόσωπο τῆς ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης δείχνει ὁ Οἰκονόμου στό βιβλίο του Καινή Διαθήκη καί Πολιτισμός (2003), ὅπου ἅπτεται ἱστορικῶν καί κοινωνικῶν ζητημάτων, ὅπως ἡ φτώχεια καί ὁ ἀποκλεισμός ἤ ἡ θέση τῆς γυναίκας.
 Κυριακούλα Παπαδημητρίου (2003- ), λέκτορας τῆς Γλώσσας, Ἑρμηνείας καί Ἑρμηνευτικῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μέ πτυχίο Κλασικῆς Φιλολογίας καί μεταπτυχιακές σπουδές στήν Κοινή Ἑλληνιστική γλῶσσα, ἐπικεντρώνει τό ἐπιστημονικό της ἐνδιαφέρον στή μελέτη τῆς γλώσσας τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς ἐργαλείου γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ κειμένου της, καθώς καί στήν ἐφαρμογή τῶν ἀρχαίων καί νεωτέρων ἑρμηνευτικῶν μεθόδων. Θέτοντας τίς φιλολογικές της σπουδές στήν ὑπηρεσία τῆς Θεολογίας καί καθοδηγούμενη ἀπό τήν πατερική ἑρμηνευτική ἐπιχειρεῖ νά ἐφαρμόση τά πορίσματα τῆς σύγχρονης γραμματολογικῆς ἐπιστήμης στήν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀσχολήθηκε μέ τή σημασία λέξεων, ὅπως τό ἀνατάξασθαι στό Λκ 1, 1, τήν ἀνάλυση ἐννοιῶν, ὅπως ἡ ὑγεία καί ἡ σοφία, τήν ἑρμηνεία περικοπῶν, ὅπως ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων καί οἱ λόγοι τῶν ἀποστόλων γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στίς Πράξεις, καθώς καί μέ τήν παρουσίαση συγχρόνων γλωσσολογικῶν καί γραμματολογικῶν θεωριῶν ἑρμηνείας, ὅπως ρητορική ἀνάλυση, σημασιολογική, συγκριτολογική, τυπολογική (βλ. τό ἔργο Γλῶσσα καί ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, 2004, καθώς καί διάφορα ἄρθρα). Ἐπίσης, ἐκπόνησε τή μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά τοῦ ἔργου τοῦ G.H.R. Horsley, New Documents Illustrating Early Christianity, vol. 5, Linguistic Essays, μέ τίτλο Ἡ Ἑλληνική τῆς Καινῆς Διαθήκης (2003).
Ἀπό τό 1994 διδάσκει στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα τῆς κλασικῆς καί τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς μέ ἀναφορά στή γλῶσσα τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, καθώς καί λατινικά χριστιανικά κείμενα.
             Τίς καινοδιαθηκικές σπουδές ὑπηρετοῦν, ἐξ ἄλλου, σήμερα καί ἄλλοι Ἕλληνες ἐπιστήμονες σέ πανεπιστημιακές Θεολογικές Σχολές τοῦ ἐξωτερικοῦ, μέ τίς ὁποῖες συνεργάζονται οἱ ἐγχώριες Σχολές.
Στό Τμῆμα Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Μονάχου, στή Γερμανία, ὁ Κωνσταντῖνος Νικολακόπουλος, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τή ρητορική τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δημοσίευσε τά ἔργα: Καινή Διαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας στά ἱστορικά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (Κατερίνη 1993). Ἐπίσης, «Ἡ γλωσσική δομή τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Συμπόσιον πνευματικόν, Τιμητικός τόμος μητρ. Πατρῶν Νικοδήμου, 1989, 577-586), «Ἡ νοηματική λειτουργία βασικῶν ρητορικῶν σχημάτων στό κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου» (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 75, 1992, 511-529), «Τά ὑμνολογικά τμήματα τοῦ κατά Ματθαῖον. Νοηματικές προεκτάσεις βάσει τῆς ρητορικῆς δομῆς τους» (ΔΒΜ, 23, 1994, 2, 34-50).
 Στή Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Holy Cross) τῆς Βοστώνης, ὁ π. Θεόδωρος Στυλιανόπουλος, τοῦ ὁποίου τά ἐνδιαφέροντα κυμαίνονται ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί τήν πρώιμη χριστιανική γραμματεία μέχρι τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί πνευματικότητα καί τόν οἰκουμενικό διάλογο. Κύρια ἔργα: The Good News of Christ: Essays on the Gospel, Sacraments and Spirit (1991), «St John’s Understanding of the Gospel» (Rightly Teaching the Word of your Truth, 1995), The New Testament in Orthodox Perspective (1997), The Way of Christ: Gospel, Spirituality, and Renewal in Orthodoxy (2002).
 Θεολογικά Τμήματα λειτουργοῦν, ἐπίσης, μέ τήν ἐποπτεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί με συμμετοχή ἐπιστημόνων ἑλληνικῆς καταγωγῆς, στή Γαλλία, ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σεργίου (ὅπου ἐργάζεται καί ὁ γνωστός ἀπό τίς δημοσιεύσεις του σέ θέματα Ἑρμηνείας καί Ἑρμηνευτικῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης π. Jean Breck), καί στήν Αὐστραλία, ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα.
             Κλείνοντας τή δεύτερη αὐτή περίοδο τῶν καινοδιαθηκικῶν σπουδῶν πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι, ὅπως καί στήν πρώτη, ὑπῆρξαν καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς μέ διάφορα καί διαφορετικά ἀντικείμενα, πού ἀσχολήθηκαν μέ θέματα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τό γεγονός εἶναι ἐνδιαφέρον, διότι παρουσιάζουν τήν πλευρά τῆς δικῆς τους εἰδικότητος καί ἐμπλουτίζουν ἔτσι πρωτότυπα τίς καινοδιαθηκικές μελέτες, εἶναι ὅμως καί ἀποδεικτικό τῆς θεμελιακῆς σχέσεως πού ἔχει ὁ βιβλικός κλάδος μέ τούς ἄλλους θεολογικούς κλάδους, καθ’ ὅσον βάση γιά ὅλη τή χριστιανική διδασκαλία ἀποτελεῖ ἡ Ἁγία Γραφή. Οἱ καθηγητές ἄλλων εἰδικοτήτων πού ἔγραψαν εἰδικά γιά τήν Καινή Διαθήκη εἶναι κυρίως θρησκειολόγοι καί πατρολόγοι, ἀλλά καί δογματολόγοι.
Λεωνίδας Φιλιππίδης (1939-1968), καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων, στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἔγραψε: «Γενικότατον διάγραμμα τῆς ὑφῆς τοῦ ζητήματος περί τῆς ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου ἀπογραφῆς (Λουκ. 2, 1-2)» (Ἐκκλησιαστικός Φάρος 23, 1924, 425-438), Ἡ πρώτη πρός Τιμόθεον ποιμαντική Ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου (1952, 21973), Πέτρος, πέτρα καί ἡ Πέτρα. Ἡ παρερμηνεία τοῦ Ματθ. 16, 18 ὡς πρός τόν μόνον θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας (1973). Ἐξαιρετικό ἀκόμη καί γιά σήμερα εἶναι τό ἔργο του, Ἱστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐξ ἐπόψεως παγκοσμίου καί πανθρησκειακῆς (1958).
 Παναγιώτης Χρήστου, καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματολογίας στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Ἡ προέλευσις τῶν ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν Ἀποστόλων λόγων» (Θεολογία, 24, 1953, 94-116), «Ἡ περί τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου κρίσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου» (Ποιμήν, 17, 1952), «Ἡ πνευματική μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἀπόστολον Παῦλον» (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 40, 1957, 240-252), «Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τό τετράστιχον τοῦ Ἐπιμενίδου» (Κρητικά Χρονικά, 3, 1949, 118-126), «Ἱστορικά στοιχεῖα περί Κρήτης ἐν τῇ πρός Τῖτον Ἐπιστολή» (Κρητικά Χρονικά, 4, 1950, 281-293)
 Εὐάγγελος Θεοδώρου (1961-1988), καθηγητής τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας (Κατηχητικῆς, Λειτουργικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς) στό Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τό 1961, στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τό 1968-1988. Ἔγραψε πολλά καί ποικίλα ἄρθρα γιά θέματα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μνημονεύουμε τά ἑξῆς: «Ἡ δρᾶσις τῶν χριστιανῶν γυναικῶν κατά τάς ἐπιστολάς τοῦ ἀπ. Παύλου» (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 41, 1958, 226-231), «Ἐθνικά καί χριστιανικά μυστήρια» (Ἐφημέριος, 26, 1977, 509-512), «Ἡ κατήχηση κατά τήν Καινή Διαθήκη» (Ἐφημέριος, 28, 1979, 495-497), «Βιβλική Θεολογία καί Λειτουργική» (Θεολογία, 56, 1985, 800-817), «Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ κηρύγματος» (Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου πρός τιμήν τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης, Νοέμβρ. 1990, Θεσσαλονίκη 1991).
 Παναγιώτης Μπούμης (1988-2002), καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἔγραψε: «Ποιοί οἱ συγγραφεῖς τῶν Ἐπιστολῶν Ἰακώβου καί Ἰούδα. Κανονικαί μαρτυρίαι» (Θεολογία, 60, 1989, 305-335), «Ἡ πέτρα τοῦ ἀπ. Πέτρου. Συμβολή εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου Ματθ 16,18» (Θεολογία, 5, 1980, 146-157), «Ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν δούλων. Συμβολή τῶν ἱερῶν κανόνων εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου ΄΄ἀλλ’ εἰ καί δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι΄΄ (Α΄ Κορ. 7,21)» (ΕΕΘΣΑ, 24, 1979-80, 695-708), «Μία ποιμαντορική ἐγκύκλιος τοῦ ἀπ. Πέτρου (Α΄ Πέτρου 5,1-4)» (Κοινωνία, 25, 1982), 175-185), «Περί τήν ἐπικοινωνίαν ἡμῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων. Συμβολή εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου Β΄ Ἰωάνν. 10» (Ἐκκλησία, 48, 1971, 650-652, 684-686), «΄΄Ἑνός δέ (φαγητοῦ) εστί χρεία, Λουκ. 10, 42» (Ἐκκλησία, 72, 1995, 588-89, 617-19)
 Χρίστος Κρικώνης, καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματολογίας στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Περί ἑρμηνευτικῶν σειρῶν (Catenae)» (Βυζαντινά, 8, 1976, 91-140, μέ 26 πίνακες), Συναγωγή πατέρων εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον ὑπό Νικήτα Ἡρακλείας (κατά τόν κώδικα Ἰβήρων 371) (Θεσσαλονίκη 21976)
 Νικόλαος Ματσούκας, καθηγητής τῆς Δογματικῆς στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Ἡ προσαρμοστικότης τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν κατά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ» (Ὀρθόδοξος Ἐπιστασία, 26, 1980, 43-44), «Ἡ θέσις τοῦ θαύματος ἐν τῷ φυσικῷ κόσμῳ καί τό νόημα αὐτοῦ ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ» (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 46, 1963, 212-222), «Θάνατος καί δικαιοσύνη κατά τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολήν» (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 45, 1962, 193-200), Ὁ χαρακτήρ τῆς ἀθανασίας κατά τήν Καινήν Διαθήκην ἐν σχέσει πρός τάς ἀντιλήψεις τῶν ἑλληνιστικῶν μυστηρίων (Δ.Δ., Θεσσαλονίκη 1965), «Ἁγία Γραφή καί Παράδοση κατά τίς ἑρμηνευτικές ἀρχές τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» (ΔΒΜ, 14, 1985, 2, 41-50)
 Γεώργιος Μεταλληνός, πρωτοπρεσβύτερος, καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἔγραψε: «Ἡ Κεφαλληνία, ἡ Μελίτη τῶν Πράξεων. Μέ ἀφορμή τό βιβλίο τοῦ H. Warnecke, Die Tatsächliche Romfahrt des Ap. Paulus, 1987» (Θεολογία, 59, 1988, 507-529), Ἀνάλυσις καί Ἀπολογητική τῆς Ἐπιστολῆς πρός Ρωμαίους (1949), Βιβλική καί ἱστορική ἔρευνα περί ἐξομολογήσεως καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν (1949)
 Θεόδωρος Ζήσης, πρωτοπρεσβύτερος, καθηγητής τῆς Πατρολογίας στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Αἱ ἑρμηνευτικαί ἀρχαί τοῦ Μ. Βασιλείου» (Τόμος ἑόρτιος 1600ῆς ἐπετείου Μ. Βασιλείου, ΕΕΘΣΘ, Θεσσαλονίκη 1981, 283-300), «Ἀπόστολος Παῦλος καί Ἰωάννης Χρυσόστομος» (Κληρονομία, 14, 1982, 313-323).
 Δέσπω Λιάλιου, καθηγήτρια τῆς Δογματικῆς στό Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄ Κορ. 12,2-4 κατά τήν παράδοση τῶν πατέρων» (Θεολογία, 54, 1983, 858-867), Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (Ἀθήνα 1985).
 Δήμητρα Κούκουρα, ἀν. καθηγήτρια τῆς Ὁμιλητικῆς στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Συγχρονικές δυσχέρειες στήν κατανόηση τοῦ γλωσσικοῦ μηνύματος τῆς Καινῆς Διαθήκης» (Εἰσηγήσεις Δ΄ Συνάξεως Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1986, 131-139)
             Ἀξίζει, τέλος, νά μνημονεύσουμε καί ἐπιστήμονες θύραθεν εἰδικοτήτων, κυρίως φιλολόγους, πού ἀφιέρωσαν μελέτες σέ θέματα τῆς Καινῆς Διαθήκης,.
Στυλιανός Καψωμένος (1948-1973), καθηγητής τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἔγραψε: «Τό κατά Μαριάμ ἀπόκρυφον εὐαγγέλιον» (Ἀθηνᾶ, 49, 1939, 177-186).
Βασίλειος Μανδηλαρᾶς, καθηγητής τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας καί τῆς Ἑλληνικῆς Παπυρολογίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἔγραψε: «Καινή Διαθήκη καί πάπυροι. Συγκριτική ἐξέτασις γλωσσικῶν τινων φαινομένων»(Ἀθηνᾶ, 71, 1969-70, 130-164).
 Ἑλένη Κακουλίδου-Πάνου, καθηγήτρια τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Φιλολογίας. Ἔγραψε: «Μάρτυρες ὑπερασπίσεως. Μιά ἄλλη ἐκδοχή τῆς δίκης στήν αὐλή τοῦ Πιλάτου» (Ἀφιέρωμα στόν Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Θεσσαλονίκη 1989, 99-103). Δημοσίευσε, ἐπίσης, μία πολύ καλή ἀνασκόπηση Γιά τή μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἱστορία-Κριτική-Ἀπόψεις. Βιβλιογραφία  (Θεσσαλονίκη 1970).
 Μιχάλης Κοπιδάκης, καθηγητής τῆς Κλασικῆς Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἔγραψε: «Ἡ πικρία τῆς γνώσης (Ἰωάννου, Ἀποκ. 10, 8-11)» (Κάλφας, Β.-Κοπιδάκης, Μ.-Κυρτάτας, Δ., Τά ἐσόμενα. Ἡ ἀγωνία τῆς πρόγνωσης τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, Ἀθήνα 1990, 27-41)
 Ἐπιλεγόμενα
            Στίς καινοδιαθηκικές σπουδές σήμερα ὁ θεολόγος ἑρμηνευτής ἀντιμετωπίζει τόν κίνδυνο ἀφ’ ἑνός τοῦ ὑπερσυντηρητισμοῦ καί ἀφ’ ἑτέροῦ τοῦ ἄκρατου προοδευτισμοῦ[13]. Ὅπως ἡ ἱστορία ἔχει ἀποδείξει καί ὅπως τά παραδείγματα τῶν προηγουμένων δασκάλων ἔχουν ὑποδείξει, ὑπάρχει πάντοτε –δέν θά ἔλεγα ἡ χρυσῆ ἀριστοτελική μεσότης, διότι δέν ἔχουμε ποσοτική διαφοροποίηση–, ἀλλά ἡ σοφή πατερική σύνθεση. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ Μ. Βασιλείου[14], τοποθετούμαστε κριτικά ἀπέναντι στίς θέσεις τῶν διαφόρων ἑρμηνευτῶν καί παραμερίζοντας τίς στρεβλώσεις τῶν νοημάτων πού ὀφείλονται σέ δογματικές διαφοροποιήσεις καρπωνόμαστε τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἔρευνας τῶν καλῶν μελετητῶν τῆς Γραφῆς. Γιά τόν ὀρθόδοξο θεολόγο, βέβαια, ἡ ἐπιστημονική ἐργασία ποτέ δέν ἐπαρκεῖ· χρειάζεται καί ἡ χαρισματική, ἁγιοπνευματική ἑρμηνεία, τήν ὁποία ἀντλεῖ ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ὁποία κοινωνεῖ ὡς ζωντανό μέλος αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποδέκτης τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος.
            Ἄν θά θέλαμε ἁδρά νά χαράξουμε τά ὅρια μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης καί τῆς ἀλλόδοξης ἑρμηνευτικῆς ἐργασίας, τά ὁποῖα διασφαλίζουν ἀπό τίς ἀκραῖες θέσεις, ἀρκεῖ νά ἐπισημάνουμε τά ἑξῆς.
            Ἡ Ἁγία Γραφή γιά μέν τούς διαμαρτυρομένους εἶναι ἡ πρώτη καί μοναδική προτεραιότητα, γιά δέ τούς ρωμαιοκαθολικούς εἶναι δίπλα στήν ἱερή παράδοση. Ἀντίθετα, γιά τούς ὀρθοδόξους ἡ Γραφή ἀποτελεῖ προϊόν τῆς Ἐκκλησίας καί μέρος τῆς παραδόσεώς της. Τοῦτο καθορίζει καί τή μελέτη της. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν τίθεται ποτέ καθ’ ἑαυτήν, οὔτε ἀνεξάρτητη ἀπό τήν παράδοση, ἀλλά μέσα στήν ἐκκλησιολογική συνάφεια. Γι’ αὐτό, ἡ ἑρμηνεία δέν εἶναι ἀτομική ὑπόθεση κανενός, ἀλλά ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως καί πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.Ἔτσι, ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἀποφαίνεται μέν γιά τήν ἱστορική καί φιλολογική ἀλήθεια, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἀποφανθῆ γιά τήν πνευματική ἀλήθεια, παρά μόνο σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία. Ἀπό τήν ἄλλη, πάλι, ἡ ἐκκλησιαστικότητα καί ἡ πνευματικότητα δέν καταργεῖ ποτέ τήν ἱστορικότητα τοῦ βιβλικοῦ λόγου. Καμμία αὐθαιρεσία κατά τοῦ ἱστορικοῦ χαρακτῆρα τοῦ κειμένου καί τῆς μαρτυρίας του δέν γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική.
            Ἡ διάκριση αὐτή, βέβαια, σέ ἐπιστημονική καί ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία, δέν ὑπονοεῖ δύο διαφορετικές καί ἀνεξάρτητες μεταξύ τους ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις, ἀλλά συνιστᾶ γιά τόν ὀρθόδοξο ἑρμηνευτή μία ἑνιαία ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ὑπαγορεύεται ἀπό τόν διπλό χαρακτῆρα τοῦ βιβλικοῦ λόγου, τόν ἀνθρώπινο καί τόν θεόπνευστο. Μαζί μέ τήν ἱστορία ὑφίσταται καί ἡ θεοπτία, ἡ ἐπιστημονική γνώση συνδυάζεται μέ τή βιωματική, μυστική ἐμπειρία τῶν ἐν Χριστῷ γεγονότων, ὥστε νά γίνεται κατανοητό, κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐ γάρ ἄλλα γράφομεν ὑμῖν, ἀλλ’ ἤ ἅ ἀναγινώσκετε ἤ καί ἐπιγινώσκετε, ἐλπίζω δέ ὅτι καί ἕως τέλους ἐπιγνώσεσθε» (Β΄ Κορ 1, 13).

 
[1] Λεπτομέρειες γιά τήν ἵδρυση καί τή λειτουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν βλ. Δ. Μπαλάνου, Ἐθνικόν καί Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, Ἑκατονταετηρίς 1837-1937, Α΄ Ἱστορία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀθῆναι 1937 καί Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ἑλληνική Θεολογία κατά τήν τελευταίαν πεντηκονταετίαν», Θεολογία, 1948, 19, 87-112. Ἔνθεν ἐλήφθησαν καί οἱ πληροφορίες γιά τούς διδάξαντες καί τά ἔργα τους.
 
[2] Ἡ στάση αὐτή ἔφθασε, μάλιστα, καί σέ ἀκραῖα σημεῖα, ὅπως στήν ἀπαγόρευση τῆς μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης στή νεοελληνική, καί ἀκόμη περισσότερο, στήν ἀπαγόρευση καί αὐτῆς τῆς ἀναγνώσεώς της ἀπό τό λαό (ἀπό τόν πατριάρχη Ἰερεμία Γ΄ τό 1723).
 
[3] Βλ. Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου, Ἐπίτομος Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1955, 476 ἑ.ἑ.
 
[4] Πρβλ. τά μεσαιωνικά διηγήματα, τήν κρητική λογοτεχνία, τά δημοτικά τραγούδια, τήν ποίηση τοῦ Ρήγα Φεραίου, τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, πού γέμουν δυτικῶν ἐπιρροῶν.
 
[5] Πληροφορίες γιά τίς Σχολές αὐτές βλ. στό μν. ἄ. τοῦ Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ἑλληνική Θεολογία κατά τήν τελευταίαν πεντηκονταετίαν», Θεολογία, 1948, 19, 87-112.
 
[6] Γιά τήν ἵδρυση, τή λειτουργία καί τό ἔργο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης βλ. Ἐπί τῇ πεντηκονταετίᾳ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1993.
 
[7] Βλ. Δ. Μπαλάνου, Ἀνακοινώσεις ἐν τῷ Α΄ ἐν Ἀθήναις Συνεδρίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας (29 Νοεμβρλίου-3 Δεκεμβρίου 1936), Ἀθῆναι 1937. 
 
[8] Βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ἡ προσφορά της (1942-1992), Θεσσαλονίκη 1999.
 
[9] Οἱ χρονολογίες, ἐδῶ καί παρακάτω, ἀφοροῦν στά χρόνια τῆς ἀκαδημαϊκῆς σταδιοδρομίας τῶν καθηγητῶν.
 
[10] Γιά τήν ἐργογραφία τῶν συγγραφέων, πού μνημονεύονται παρακάτω, κύριο βοήθημα ἦταν τό ἔργο τοῦ Ἰωάνν. Καραβιδοπούλου, Ἑλληνική Βιβλική Βιβλιογραφία τοῦ 20οῦ αἰῶνα (1900-1995), Θεσσαλονίκη 1997. Ἀπό τά ἔργα τους ἀναφέρονται κυρίως οἱ μεγάλες μελέτες, ἀλλά κατά περίπτωση καί σημαντικά ἄρθρα τους.
 
[11] Περισσότερα βλ. Δ. Μπαλάνου, Εἶναι ἡ Θεολογία ἐπιστήμη;, Ἀθῆναι 1906, Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ἑλληνική Θεολογία κατά τήν τελευταίαν πεντηκονταετίαν», Θεολογία, 1948, 19, 87-112, στίς σελ. 87-91. Ἐπίσης, Β. Φανουργάκη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Θεολογίαν, 33-46, Θεσσαλονίκη 1991. Πρβλ. Δ. Κούκουρα, Εἰσαγωγή στή Θεολογία, Θεσσαλονίκη 2005, 30-39.
 
[12] Βλ. Σ. Ἀγουρίδη, Proces-verbaux du deuxième Congrès de Theologie Orthodoxe à Athènes, 19-20 Août 1976, Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 1978.
 
[13] Γιά τήν πορεία τῶν βιβλικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα βλ. Σ. Ἀγουρίδου, «Αἱ βιβλικαί σπουδαί ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογίᾳ», τοῦ αὐτοῦ, Βιβλικά Μελετήματα, τεῦχ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1971, 5-16 καί Ἰ. Καραβιδοπούλου, «Οἱ βιβλικές σπουδές στήν Ἑλλάδα», Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν 4 (ν.σ.), 1985, 75-87. Χρ. Καρακόλη, «Ἡ Καινοδιαθηκική ἐπιστήμη στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Θεολογία», Χαριστήριος τόμος πρός τιμήν τοῦ μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου, Ἀθήνα 2004, 53-76.
 
[14] Βλ. Μ. Βασιλείου,  Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, PG 31, 569CD· «Κατά πᾶσαν δή οὖν τῶν μελιττῶν τήν εἰκόνα τῶν λόγων ἡμῖν μεθεκτέον. Ἐκεῖναί τε γάρ οὔτε ἅπασι τοῖς ἄνθεσι παραπλησίως ἐπέρχονται, οὔτε μήν οἷς ἄν ἐπιπτῶσιν ὅλα φέρειν ἐπιχειροῦσιν, ἀλλ’ ὅσον αὐτῶν ἐπιτήδειον πρός τήν ἐργασίαν λαβοῦσαι, τό λοιπόν χαίρειν ἀφῆκαν. Ἡμεῖς τε, ἥν σωφρονῶμεν, ὅσον οἰκεῖον ἡμῖν καί συγγενές τῇ ἀληθείᾳ παρ’ αὐτῶν κομισάμενοι, ὑπερβησόμεθα τό λειπόμενον. Καί καθάπερ τῆς ῥοδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τάς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὕτω καί ἐπί τῶν τοιούτων λόγων ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τό βλαβερόν φυλαξώμεθα».
 
Κυριακούλα Παπαδημητρίου
Λέκτορας
   

Back