Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Αντίχριστος και αντίχριστοι στην Αʹ Ιωάννου

Αντίχριστος και αντίχριστοι στην Αʹ Ιωάννου

25 Απριλίου 2013
Παρά το ότι η Αποκάλυψη θεωρείται από πολλούς το κατ’ εξοχήν βιβλίο της Αγίας Γραφής που αναφέρεται στον αντίχριστο και στην έλευσή του, κάθε χρήση της λέξης αυτής απουσιάζει από τις σελίδες της.
Σε ολόκληρη την Αγία Γραφή η λέξη «αντίχριστος» συναντάται σε τέσσερεις στίχους των δύο πρώτων επιστολών του ευαγγελιστή Ιωάννη (της Αʹ και της Βʹ): Αʹ Ιωάννου 2:18 (δύο φορές), 2:224:3 και Βʹ Ιωάννου στίχος 7.
Από τις βιβλικές παραπομπές γίνεται σαφές ότι ο αντίχριστος είναι πρόσωπο και όχι κατάσταση.
apokalypsi
Στο πρώτο χωρίο (Αʹ Ιω. 2:18) όπου η λέξη αντίχριστος αναφέρεται δύο φορές έχουμε τη διάκριση ανάμεσα στον ένα αντίχριστο που έρχεται και στους πολλούς αντιχρίστους, οι οποίοι κατά τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο ήταν ήδη παρόντες όταν προς το τέλος του 1ου αιώνα μετά την έλευση του Χριστού έγραφε αυτή την επιστολή.
Ο άγιος Ιωάννης στην αρχή του στίχου κάνει αναφορά στις έσχατες στιγμές του κόσμου, σημειώνοντας ότι ήδη έφθασε η «εσχάτη ώρα». Το κριτήριο του συγγραφέα για να προχωρήσει σε αυτή τη διαπίστωση είναι το ότι αν και υπήρχαν κατά την εποχή του πολλοί, οι οποίοι έφεραν τα χαρακτηριστικά του αντιχρίστου και αρνούνταν το πρόσωπο του Χριστού, ο ίδιος ο αντίχριστος δεν είχε εμφανιστεί ακόμη επί της γης. Πιο συγκεκριμένα, ο αντίχριστος είναι ο άνθρωπος που θα προηγηθεί της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου και θα προσπαθήσει να παρασύρει και τους εκλεκτούς, ενώ οι πολλοί αντίχριστοι είναι οι κατά καιρούς αιρετικοί, οι οποίοι με τη διδασκαλία τους διαστρέφουν το λόγο της αλήθειας και οδηγούν τους πιστούς σε πλάνη.
Ήδη από την εποχή της Καινής Διαθήκης είχαν εμφανιστεί οι πρώτες γνωστικίζουσες αιρέσεις. Από τον άγιο Ειρηναίο επίσκοπο της πόλης Λυών της Γαλλίας λαμβάνουμε πληροφορίες για τον αιρετικό Κήρινθο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ο στόχος της επιστολής του αγίου Ιωάννη. Πρώτος αυτός διέκρινε τον Ιησού από το Χριστό, με τον οποίο ο πρώτος ενώθηκε κατά τη βάπτιση. Διέκρινε το δημιουργό Θεό από τον αληθινό Θεό. Στο σταυρό δεν πέθανε ο Χριστός, αλλά ο άνθρωπος Ιησούς. Στα κείμενα του αγίου Ειρηναίου εμφανίζεται ο άγιος Ιωάννης να έχει σαφή συνείδηση της αιρετικής διδασκαλίας του Κηρίνθου και να τον απορρίπτει πλήρως.
Σημειώνει, λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης στο χωρίο Αʹ Ιω. 2:22 ότι όποιος αρνείται τον Πατέρα και τον Υιό αυτός είναι ο αντίχριστος. Μάλιστα, στον επόμενο στίχο, τον 23ο, σημειώνει ότι όποιος αρνείται τον Υιό (όπως έκανε ο Κήρινθος) αυτός αρνείται και τον Πατέρα. Αμέσως μετά ο άγιος Ιωάννης διδάσκει τους παραλήπτες και αναγνώστες της επιστολής τονίζοντας ότι πρέπει να επιμένουν σε αυτά που παρέλαβαν και να αποφεύγουν να αλλάζουν τα όσα διδάχθηκαν.
Από τα όσα διαβάσαμε στην επιστολή διαπιστώνουμε ότι το ενδιαφέρον του συγγραφέα της δεν επικεντρώνεται στον έναν αντίχριστο, ο οποίος δεν φαίνεται να αποτελεί το κεντρικό σημείο της αναφοράς του, αλλά οι πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι διέστρεφαν το λόγο και το θέλημα του Θεού. «Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς» λέει στο στίχο 26 του 2ουκεφαλαίου ξεκαθαρίζοντας το στόχο του.
Η τρίτη και τελευταία αναφορά στην πρώτη επιστολή του στο θέμα που πραγματευόμαστε γίνεται στον 3ο στίχο του 4ου κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτό ξεκινά με το πρόβλημα των ψευδοπροφητών, το οποίο βασάνιζε και τους πρώτους χριστιανούς.
Ο άγιος Ιωάννης συμβουλεύει τους χριστιανούς να μην πιστεύουν όλους τους κήρυκες αλλά να εξετάζουν τα λεγόμενά τους. Στο σημείο αυτό θέτει και το θέμα που απασχολούσε την Εκκλησία της εποχής του: όποιο πνεύμα δεν παραδέχεται ότι ο Χριστός έλαβε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, δεν είναι από Θεού και πρέπει να το αποφεύγουμε. Ολοκληρώνοντας τη σκέψη του τονίζει ότι το πνεύμα που δεν ομολογεί το Χριστό ως τέλειο άνθρωπο, αλλά θεωρεί ότι το πάθος ήταν μη πραγματικό είναι «τὸ τοῦ ἀντιχρίστου». Κλείνει δε την αναφορά του σημειώνοντας ότι το πνεύμα που θα προσπαθήσει να ανατρέψει τη διδασκαλία του Χριστού και να αναιρέσει το σωτήριο λόγο Του, στην πραγματικότητα είναι το πνεύμα του αντιχρίστου γι’ αυτό οι χριστιανοί θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί απέναντί του.
Ο συγγραφέας της επιστολής διακρίνει ανάμεσα στα μέλη της Εκκλησίας, που είναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ», και στα τέκνα του αντιχρίστου, τα οποία αποδεχόμενα το θέλημά του, τον υπηρετούν και τον δοξάζουν ως μη όφειλε.
Το 4ο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μία εκτενή αναφορά στην αγάπη, η οποία έρχεται να κλείσει το θέμα των αιρετικών διδασκαλιών που δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην Εκκλησία του 1ου αιώνα μ.Χ..
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής:
1. Ο αντίχριστος είναι συγκεκριμένος άνθρωπος που θα εμφανιστεί πριν από τα έσχατα.
2. Κατά την εποχή του αγίου Ιωάννη υπήρχαν πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματική σάρκωση και την πραγματική θυσία του Χριστού επάνω στο σταυρό,
3. Η άρνηση της αλήθειας είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα για τη ζωή κάποιου πιστού καθώς διαταράσσει τη σχέση του με το Θεό,
4. Απαιτείται προσοχή, σοβαρότητα και αγάπη για να αποφύγουμε τις παγίδες του πονηρού.

Η Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννη. Ένας Ορθόδοξος Σχολιασμός

Η Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννη. Ένας Ορθόδοξος Σχολιασμός





ΑΡΧΙΕΠ. ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΤΟΣΕΒ,

ΡΟΟΥΖ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ.

Ο πατήρ Σεραφείμ τελείωσε τη μετάφραση αυτού του βιβλίου ακριβώς πριν την κοίμηση του τόν Σεπτέμβριο τού 1982, ενώ είχε ήδη αρχίσει να το δημοσιεύει σε συνέχειες στο The Orthodox Word (Ορθόδοξος Λόγος) μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα. Τό θέμα της Αποκάλυψης του ήταν τόσο σημαντικό, πού θά είχε ίσιας ξεκινήσει να γράφει έναν πατρικό σχολιασμό πάνω σ' αυτό ό ίδιος, αν δεν υπήρχε ήδη στα ρωσικά ένα άριστα γραμμένο έργο από τον Αρχιεπίσκοπο Αβέρκιο.
Δίνοντας ως εφόδιο στους αναγνώστες του αυτόν τόν σχολιασμό, τους πρόσφερε μιά στάλα πνευματικής τροφής με την οποία θα μπορούσαν να ενδυναμωθούν ενάντια στις δοκιμασίες πού τους περίμεναν.
Αυτοί πού γνωρίζουν τα πολυάριθμα έργα του πατρός Σεραφείμ, γνωρίζουν επίσης ότι το ουσιαστικό του μήνυμα, όπως και η ιστορική εποχή του, ήταν αποκαλυπτικά. Αποφεύγοντας τον εντυπωσιασμό πού χαρακτηρίζει τις μέρες μας, δεν προσπάθησε να κάνει επιφανειακές εικασίες και προβλέψεις σχετικά με την «ημέρα τής Κρίσεως». Ο τρόπος που κατανοούσε τήν Αποκάλυψη, την αποστασία και τόν ερχομό του Αντίχριστου πού προηγούνταν αυτής, ήταν πολύ πιο φιλοσοφικός και διεισδυτικός.
Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψη εκ μέρους του της θεωρίας του Αντίχριστου στον κόσμο ήταν πού τον οδήγησε στην ανακάλυψη, επίσης, της παρουσίας του Χριστού καί συνεπώς στη προσέλευσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Προερχόμενος από μιά κουλτούρα πού είχε χάσει τις παραδοσιακές της αξίες και ιδανικά, βρήκε την «άχρονη» αλήθεια στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, μια αλήθεια πού είχε διατηρηθεί αγνή και αναλλοίωτη μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μετά την αναγέννηση του κοντά στον Χριστό, μπορούσε πολύ πιο ξεκάθαρα να δει την καταστροφική πορεία πού ακολουθούσε ο κόσμος έχοντας απομακρυνθεί από τόν Θεό. Λίγο πριν τόν θάνατο του έγραψε:
«Οι καιροί πού ακολουθούν, ίσως πιο πολύ από ποτέ άλλοτε στην ιστορία τής Εκκλησίας, είναι μιά εποχή αυτού πού ό Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σωστά ονόμασε "δοκιμαζόμενη Ορθοδοξία".
Πράγματι ζούμε σε αποκαλυπτικούς καιρούς : η αθεΐα έχει κατακτήσει τόν κόσμο, οι ψευδοθρησκεΐες και οι αιρέσεις αυξάνονται όπως ποτέ άλλοτε καί αρπάζουν πολλούς από εκείνους πού ξυπνούν από τόν λήθαργο της απιστίας, το οικουμενικό κίνημα πλησιάζει όλο και πιο πολύ στον στόχο του: μιά παγκόσμια ψευδοεκκλησία (η πόρνη της Αποκάλυψης) καί το πνεύμα του επερχόμενου Αντίχριστου αρχίζει να βάζει τη σφραγίδα του παντού. Αυτοί πού θα παραμείνουν πιστοί στον Χριστό, σ' αυτούς τους τρομερούς καιρούς, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για βάσανα καί δοκιμασίες του πραγματικά θα δοκιμάσουν την αφοσίωση μας σε Αυτόν. Και ωστόσο, πέρα κι απ’ όλα αυτά τα βάσανα καί από τόν άρχοντα αυτού του κόσμου πού θα μας υποβάλει σ' αυτά, στέκει Εκείνος ό όποιος έχει υποσχεθεί να είναι μαζί μας "έως της συντέλειας του αιώνος" (Ματθ. 28:20)»
Καθώς ο κόσμος αποστατεί καί συνεχώς απομακρύνεται από τόν Χριστό, γίνεται όλο καί πιο επιτακτική η ανάγκη για αυτούς πού ψάχνουν την αλήθεια να βρουν απαντήσεις μέσα στη Θεόπνευστη διδασκαλία των αρχαίων Πατέρων, ειδικά όσον αφορά στην Αποκάλυψη καί στους έσχατους καιρούς.
Είναι ενδεικτικό της πνευματικής ένδειας της εποχής μας, ότι πολλοί ειλικρινείς χριστιανοί δεν γνωρίζουν καν ότι υπάρχουν τέτοιες διδασκαλίες, αλλά νομίζουν ότι θα πρέπει να ερμηνεύσουν τα ιερά κείμενα οι ίδιοι, στηριζόμενοι στην ανθρώπινη καί υποκείμενη σε λάθη λογική τους. Ελπίζουμε ότι με αυτό το βιβλίο, περισσότεροι άνθρωποι θ' ανακαλύψουν ότι οι Άγιοι καί οι οραματιστές των προηγούμενων εποχών έχουν κάτι να πουν για εμάς καί τα γεγονότα πού ζούμε.
Η άγνοια των πατερικών κειμένων και της ιστορίας της Εκκλησίας έχει ήδη οδηγήσει πολλούς στο να ακολουθήσουν αρχαίες αιρετικές διδασκαλίες σχετικά με τους έσχατους καιρούς. Ο Χιλιασμός, η αίρεση του δεύτερου αιώνα σύμφωνα με την οποία η Βασιλεία του Χριστού θα είναι αυτού του κόσμου μάλλον, παρά κάποιου άλλου, είναι αποδεκτή από έναν τεράστιο αριθμό θρησκευτικών ομάδων ( αντβεντιστές, ευαγγελικοί, πεντηκοστιανοί, μάρτυρες της Σκοπιάς ).
Έγνοια καί του Αρχιεπισκόπου Αβερκίου καί του πατρός Σεραφείμ ήταν να ξεσκεπαστεί αυτή η αίρεση, αφού μπορεί να γίνει αιτία για πολλούς καλοπροαίρετους χριστιανούς να υποκύψουν στον Αντίχριστο όταν αυτός εγκαθιδρύσει την ψεύτικη βασιλεία του «ως Θεός» στη γη.
Εν όψει τέτοιων ψευδών διδασκαλιών πού απειλούν να «εξαπατήσουν τους εκλεκτούς» (Ματθ. 24:24), πρόθεση αυτού του βιβλίου είναι να αφυπνίσει εκείνες τις ψυχές πού έχουν πόθο για την αληθινή Βασιλεία «πού δεν είναι τού κόσμου τούτου» (Ίωάν. 18:36), καί να οικονομήσει περισσότερους πολίτες για τη νέα Ιερουσαλήμ η οποία θα αποκαλυφθεί στη συντέλεια του αιώνα.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ - ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ [ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ] [AUDIO BIBLE]

Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.

Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.





ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ : ΑΓΩΝΑΣ α.Φ.188 
http://www.agonas.org
Ερμηνεία εις την Αποκάλυψη 1η συνέχεια από τη 4η Ομιλία που έγινε στις 9-11-1980
Ὁμιλία 4η στήν Ἀποκάλυψη
Ἀποκ. 1, 4β-5α
Ἀ­νά­λυ­ση τοῦ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος». – Ἡ «χά­ρις» καί ἡ «εἰ­ρή­νη» ἀ­πό τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.
«Ἰ­ω­άν­νης ταῖς ἑ­πτὰ ἐκ­κλη­σί­αις ταῖς ἐν τῇ Ἀ­σί­ᾳ· χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρὴ­νη ἀ­πὸ Θε­οῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος, καὶ ἀ­πὸ τῶν ἑ­πτὰ πνευ­μά­των, ἃ ἐ­νώ­πι­ον τοῦ θρό­νου αὐ­τοῦ,
»καὶ ἀ­πὸ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ὁ μάρ­τυς ὁ πι­στός, ὁ πρω­τό­το­κος τῶν νε­κρῶν καὶ ὁ ἄρ­χων τῶν βα­σι­λέ­ων τῆς γῆς. τῷ ἀ­γα­πῶν­τι ἡ­μᾶς καὶ λού­σαν­τι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἡ­μῶν ἐν τῷ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ,
»καὶ ἐ­ποί­η­σεν ἡ­μᾶς βα­σι­λεί­αν, ἱ­ε­ρεῖς τῷ Θε­ῷ καὶ πα­τρὶ αὐ­τοῦ, αὐ­τῷ ἡ δό­ξα καὶ τὸ κρά­τος εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων· ἀ­μήν.»1
«Χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη ἀ­πὸ Θε­οῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος, καὶ ἀ­πὸ τῶν ἑ­πτὰ πνευ­μά­των, ἃ ἐ­νώ­πι­ον τοῦ θρό­νου αὐ­τοῦ, καὶ ἀ­πὸ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.»
Ἔ­χου­με ἐ­δῶ μί­α θαυ­μά­σι­α, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἀ­να­φο­ρά, ὅ­πως θά δοῦ­με, στόν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό.
Ἡ σύν­τα­ξη «ἀ­πὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» εἶ­ναι σό­λοι­κη, δη­λα­δή ἀ­σύν­τα­κτη πρό­τα­ση. Θά ἔ­πρε­πε νά ἦ­ταν «ἀ­πὸ τοῦ ὄν­τος»· ὄ­χι «ἀ­πὸ ὁ ὢν». Ὅ­πως ὁ­μοί­ως σό­λοι­κο, μά­λι­στα φο­βε­ρά ὑ­περ­βο­λι­κό, εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τό «ὁ ἦν». Ἐ­κεῖ­νο τό «ἦν» εἶ­ναι ὁ πα­ρα­τα­τι­κός τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί, πού θά πεῖ ἦ­ταν. Καί βά­ζει ἄρ­θρο στό ρῆ­μα... ἄρ­θρο στό ρῆ­μα! σάν νά λέ­γα­με ὁ παί­ζω... ὁ γρά­φω...! Τε­λεί­ως ἀ­σύν­τα­κτο καί ἄ­γνω­στο στή γλῶσ­σα μας.
Ἀλ­λά πρό­κει­ται, ἀ­γα­πη­τοί μου, γιά ἕ­ναν σκό­πι­μο σο­λοι­κι­σμό, πού δέν ἔ­χει τί ἄλ­λο πα­ρά νά προ­κα­λέ­σει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀ­να­γνώ­στου. Αὐ­τό τό βλέ­που­με ὅ­τι πρό­κει­ται γιά ἕ­ναν σκό­πι­μο σο­λοι­κι­σμό καί ὄ­χι ἁ­πλῶς για­τί προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­γράμ­μα­το ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι ἡ πα­ρα­κά­τω σύν­τα­ξη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ὀρ­θή, πού λέ­ει: «χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη... ἀ­πὸ τῶν ἑ­πτὰ πνευ­μά­των», σω­στά, γε­νι­κή, «...καὶ ἀ­πὸ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ», πο­λύ σω­στά. Συ­νε­πῶς, ἐ­νῶ τά πα­ρα­κά­τω εἶ­ναι σέ σω­στή σύν­τα­ξη, αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­σύν­τα­κτο.
Ὅ­πως λοι­πόν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μαστε, ὁ ἱ­ε­ρός Συγ­γρα­φέας θέ­λει μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο νά ἐκ­φρά­σει τό ἄ­κλι­το· διότι «ἀ­πό ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν» –«ὁ ὢν» θά πεῖ ὁ Ὑ­πάρ­χων· εἶ­ναι με­το­χή τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί. Ὅ­πως σᾶς εἶ­πα, τό ἦν εἶ­ναι πα­ρα­τα­τι­κός τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί. Θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει ὁ ἱ­ε­ρός Συγ­γρα­φέ­ας τό ἄ­κλι­το καί ἀ­ναλ­λοί­ω­το καί αἰ­ώ­νιο τῆς Θε­ό­τη­τος, πού ἐκ­προ­σω­πεῖται ἐ­δῶ ἀ­πό τόν Πα­τέρα, ὅπως φα­νέ­ρω­νε καί τό ὄ­νο­μα Jah­ve, τό τε­τρα­γράμ­μα­το αὐ­τό ἱ­ε­ρό καί μυ­στη­ρι­ῶ­δες ὄ­νο­μα, Jah­ve, πού θά πεῖ Κύ­ριος ἤ ὁ Ὢν. Οἱ Ἑ­βδο­μή­κον­τα με­τα­φρά­ζουν «Κύ­ριος», ἀλ­λά ὁ­μοί­ως ἀ­να­φέ­ρουν καί τό «ὁ ὢν», ὁ Ὑ­πάρ­χων.
Αὐ­τό τό ὑ­περ­φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο, στόν μέν λό­γο ἐκ­φρά­ζε­ται μέ ἕ­ναν σο­λοι­κι­σμό, στόν δέ χῶ­ρο τῆς ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τό ἀν­τιρ­ρε­α­λι­στι­κό. Γι’ αὐ­τό θά δεῖ­τε πολ­λούς Παν­το­κρά­το­ρες, σέ τρούλ­λους ζω­γρα­φι­σμέ­νους, ἤ σέ φο­ρη­τές ἀ­κό­μη εἰ­κό­νες –χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός μάλιστα ὁ Παν­το­κρά­τωρ τῆς Μο­νῆς Δαφ­νί­ου– ἔ­χει ἕ­να ἐ­ξαμ­βλω­μέ­νο χέ­ρι, ἕ­να χέ­ρι μέ ρό­ζους, πλα­τύ, φο­βε­ρό! Δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τό ὡ­ραῖ­ο χέ­ρι, τό να­του­ρα­λι­στι­κό, τό φυ­σι­κό, τό χυ­τό, τό ὄ­μορ­φο, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο τό ἐ­ξαμ­βλω­τι­κό χέ­ρι. Εἶ­ναι πράγ­μα­τι τοῦ ἁ­γι­ο­γρά­φου λά­θος; χον­δρο­ει­δής ἄ­γνοι­α νά το­πο­θε­τη­θεῖ ζω­γρα­φι­κά; Ἄ­πα­γε! Ἐ­πί­τη­δες τό κάνει· για­τί θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει, μέ αὐ­τό τό ἐ­ξαμ­βλω­μέ­νο χέ­ρι, ἕ­να χέ­ρι ὑ­περ­φυ­σι­κό, πού εὐ­λο­γεῖ ὑ­περ­φυ­σι­κά. Δέν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο χέ­ρι· εἶ­ναι θεῖ­ο χέ­ρι. Καί πῶς θά ἐκ­φρά­σει τό ὑ­περ­φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο; πα­ρά μέ κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἀν­τιρ­ρε­α­λι­στι­κό, ἀν­τι­να­του­ρα­λι­στι­κό. Γι’ αὐ­τόν τόν λό­γο δέν μᾶς πα­ρα­ξε­νεύ­ει τό ὅ­τι βρί­σκου­με στόν λό­γο γιά τήν ἔκ­φρα­ση τοῦ ὑ­περ­φυ­σι­κοῦ στοι­χεί­ου τόν σο­λοι­κι­σμό, τό ἀ­σύν­τα­κτο, αὐ­τό τό «ἀ­πὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος».
Ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας Και­σα­ρεί­ας γρά­φει σχε­τι­κά τό ἑ­ξῆς: «Χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη ἀ­πὸ τῆς τρι­συ­πο­στά­του Θε­ό­τη­τος.». Δη­λα­δή ὁ χαι­ρε­τι­σμός πρός ἐ­σᾶς τούς πα­ρα­λή­πτες, πού εἶ­στε οἱ ἑ­πτά Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, καί ὁ χαι­ρε­τι­σμός εἶ­ναι ″ἡ χά­ρις καί ἡ εἰ­ρή­νη ἀ­πό τήν τρι­συ­πό­στα­τη Θε­ό­τη­τα″. Δη­λα­δή τό «ἀ­πὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς οἱ πε­ρι­πτώ­σεις τῶν τριῶν Προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Καί ἐ­ξη­γεῖ ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας καί λέ­ει: «Διὰ μὲν γὰρ τοῦ, ὁ ὢν, ὁ Πα­τὴρ δη­λοῦ­ται· ὁ χρη­μα­τί­σας τῷ Μω­ϋ­σῇ, Ἐ­γώ εἰ­μι, [λέ­γων,] ὁ ὢν· διὰ δὲ τοῦ, ὁ ἦν, ὁ Λό­γος, ὃς ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρὸς τὸν Θε­όν· διὰ δὲ τοῦ, ὁ ἐρ­χό­με­νος, ὁ Πα­ρά­κλη­τος, ὁ ἀ­εὶ ἐ­πι­φοι­τῶν τοῖς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τέ­κνοις δι­ὰ τοῦ ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος.» 2. Ὡ­ραῖ­α τά λέ­ει ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας, θαυ­μά­σι­α.
Λέ­ει λοι­πόν ὅ­τι ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν»..... Ἐ­γώ θά ἔ­λε­γα αὐ­τό. Ὅ­ταν λέ­ει «ἀ­πὸ Θε­οῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν...», ἐ­κεῖ, ἀ­πό τό «ἀ­πὸ Θε­οῦ», θά βά­ζα­με ἄ­νω-κά­τω τε­λεί­α, θά βά­ζα­με εἰ­σα­γω­γι­κά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὅ­ταν θέ­λου­με νά ποῦ­με τόν τίτ­λο μιᾶς ἑ­ται­ρεί­ας ἤ ὅ,τι ἄλ­λο, μιᾶς φρά­σε­ως στε­ρε­ό­τυ­πης, τήν ἀ­φή­νου­με στή σύν­τα­ξή της, ὅ­πως εἶ­ναι, καί τήν βά­ζου­με σέ εἰ­σα­γω­γι­κά γιά νά ἐκ­φρά­σου­με αὐ­τό κα­τά ἀ­ναλ­λοί­ω­το τρό­πο. Ἔ­τσι λοι­πόν αὐ­τή ἡ ἔκ­φρα­ση, «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος», εἶ­ναι κα­τά κά­ποιο τρό­πο ἐ­πε­ξή­γη­ση τῆς λέ­ξε­ως Θε­ός. Αὐ­τό εἶ­ναι. Καί πράγ­μα­τι, ἀ­κοῦ­στε το –ὅ­ταν θέ­λου­με νά τό δοῦ­με πιό ἀ­να­λυ­τι­κά.
Ὅ­ταν λέ­ει «Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ὤν.» –πό­τε;– ὅ­ταν ὁ Μω­ϋ­σῆς ρώ­τη­σε τόν ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ –εἶ­ναι στό βι­βλί­ο τῆς Ἐ­ξό­δου, στό 3ο κε­φά­λαι­ο, στί­χος 14· εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το χω­ρί­ο αὐ­τό, πα­ρα­κα­λῶ, ἀ­πό ὁ­λό­κλη­ρη τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το χω­ρί­ο! ὅ­πως καί τό 6ο κε­φά­λαι­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως, ὅπως καί τό 6ο τοῦ Ἡ­σα­ΐ­ου· εἶ­ναι πα­ράλ­λη­λα– «Κύ­ρι­ε, ποι­ό τό ὄ­νο­μά Σου; Τί θά πῶ στούς συμ­πα­τρι­ῶ­τες μου ὅ­ταν θά πά­ω στήν Αἴ­γυ­πτο; Θά μοῦ ποῦν: ″Ποι­ός Θε­ός σέ στέλ­νει;″.» Καί ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ρι­ος: «Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ὤν.»3, εἶ­μαι ὁ Ὑ­πάρ­χων.
Ἐ­άν λοι­πόν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι ὁ­μι­λεῖ ἐ­κεῖ ὁ Πα­τήρ, ἐ­δῶ τό­τε, ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν», εἶ­ναι ὁ Πα­τήρ. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἦν»..... εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού δι­α­τυ­πώ­νει ὁ ἴ­διος ὁ ἱ­ε­ρός Εὐ­αγ­γε­λι­στής στό εὐ­αγ­γέ­λιό του, πού λέ­ει: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος». Στήν ἀρ­χή, δη­λα­δή ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος. Συ­νε­πῶς αὐ­τό τό «ὁ ἦν» ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Υἱ­ό. Ὡς πρός δέ τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος», ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Πα­ρά­κλη­το, τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, τό Ὁ­ποῖ­ο ἦλ­θε καί μέ­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἁ­γιά­ζει τά τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ δι­ά τοῦ ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος.
Ἄλ­λά ὅ­μως θά μπο­ρού­σα­με ἀ­κό­μη νά ση­μει­ώ­σου­με τά ἑ­ξῆς. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν», ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἦν» καί ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἐρ­χό­με­νος», αὐ­τά καί τά τρί­α πε­ρι­κλεί­ουν τό ἅπαν τοῦ χρό­νου· ἔ­χουν μέ­σα τό πα­ρόν –ὅ­ταν λέ­ει «ὁ Ὑ­πάρ­χων», Αὐ­τός πού ὑ­πάρ­χει τώ­ρα, καί πάν­τα ὑ­πάρ­χει– ..... Φυ­σι­κά καί μό­νο του τό «ὁ ὢν» πε­ρι­έ­χει μέ­σα του, τό ὄ­νο­μα «ὁ ὢν», καί τό πα­ρόν καί τό πα­ρελ­θόν καί τό μέλ­λον. Ὅ­μως κα­τά ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρο τρό­πο, ἐ­φ’ ὅ­σον ἔ­χου­με τό «ὁ ὢν», ἔ­χου­με τό «ὁ ἦν», δη­λα­δή Αὐ­τός πού ὑ­πῆρ­χε καί Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται, καί πάν­τα ἔρ­χε­ται, ἐδῶ βλέ­που­με νά πε­ρι­κλεί­ε­ται τό ἅ­παν τοῦ χρό­νου, δη­λα­δή τό πα­ρόν, τό μέλ­λον καί τό πα­ρελ­θόν, μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο χρό­νο κι­νεῖ­ται ὁ Θε­ός –μπά!– ξε­περ­νᾶ ὁ Θεός τόν χρό­νο, εἶ­ναι ἔ­ξω καί ἀ­πό τό πα­ρόν καί ἀ­πό τό μέλ­λον καί ἀ­πό τό πα­ρελ­θόν, δι­ό­τι γιά τόν Θε­ό δέν ὑ­πάρ­χει χρό­νος. Συ­νε­πῶς μ’ αὐ­τή τήν χρο­νι­κή ἔκ­φρα­ση θέ­λει νά δεί­ξει ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὑ­πέρ­χρο­νος.
Ἀ­κό­μα ἡ ὀ­νο­μα­σί­α πού δί­δε­ται ἀ­πό τόν εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» παίρ­νει μιά ἐν­τε­λῶς ἰ­δι­ά­ζου­σα χροι­ά. Δη­λα­δή. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν», πού δεί­χνει κά­τι πού ὑ­πάρ­χει τώ­ρα, κά­τι πού ὑ­πῆρ­χε πρῶ­τα, πάν­τα, αὐ­τό ἐκ­φρά­ζει τόν Θε­ό, καί ἐκ­φρά­ζει τήν θεί­α φύ­ση. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἐρ­χό­με­νος», ἐ­δῶ ἐκ­φρά­ζει τόν Θε­ό μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α· διότι ὁ Θε­ός δέν με­τα­κι­νεῖ­ται. Ὀρ­θά εἶ­χε πεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὅ­τι εἶ­ναι «τὸ πρῶ­τον κι­νοῦν ἀ­κί­νη­τον»4, πού κι­νεῖ τά πάν­τα, εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή τῆς κι­νή­σε­ως, ἡ Ἀρ­χή τοῦ παν­τός, ἀλ­λά ὁ Αὐτός, ὁ Θεός, μέ­νει ἀ­κί­νη­τος. Τί θά πεῖ ἀ­κί­νη­τος; Ἀ­φοῦ πλη­ροῖ τά πάν­τα, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κι­νεῖ­ται. Δι­ό­τι κι­νοῦ­μαι ὅ­ταν κα­τα­λαμ­βά­νω ἕ­να ση­μεῖ­ο τοῦ χώ­ρου, ἐ­νῶ ἕ­να ἄλ­λο δέν τό κα­τα­λαμ­βά­νω, καί πη­γαί­νω, φεύ­γω ἀ­πό τό πρῶ­το μου ση­μεῖ­ο καί πη­γαί­νω στό δεύ­τε­ρο σημεῖο, γιά νά τό κα­τα­λά­βω τό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο. Τό­τε περ­πα­τῶ, τό­τε πη­γαί­νω, τό­τε ἔρ­χο­μαι. Ἀλ­λά, ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθε, ὁ Θε­ός εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών, καί γιά τόν Θε­ό δέν ὑ­πάρ­χει τό πή­γαι­νε καί ἔ­λα· τό πή­γαι­νε καί ἔ­λα ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ. Συ­νε­πῶς τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος» ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν θεί­α φύ­ση πού προσ­λαμ­βά­νει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση· στόν Θε­ό Λό­γο, πού γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τό τοῦ Κυ­ρί­ου, πού εἶ­πε στούς Μα­θη­τές Του –εἶ­ναι στό Κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην: «ὑ­πά­γω καὶ ἔρ­χο­μαι»5, θά πά­ω καί θά ἔρ­θω· αὐ­τό τό ὑ­πά­γειν καί ἔρ­χε­σθαι τοῦ Θε­οῦ· πού κι­νεῖ­ται ὁ Θε­ός μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λά πά­ντα  μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νή Του φύ­ση.
Ἀλ­λά εἶ­ναι ἀ­κό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὅ­τι ἐ­νῶ ὁ Θε­ός πάν­το­τε εἶ­ναι «ὁ Ὑ­πάρ­χων», σέ χρό­νο ἐ­νε­στῶ­τα, πού δεί­χνει τήν διάρ­κει­α, ταυ­το­χρό­νως εἶ­ναι καί «ὁ ἐρ­χό­με­νος» –ἐ­νε­στώς καί ἐ­δῶ· με­το­χή ἐ­νε­στῶ­τος– πού δεί­χνει ὅ­τι πάν­το­τε ἔρ­χε­ται. Ἔ­τσι βλέ­που­με ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ὁ Θε­ός, ὁ αἰ­ώ­νιος Θε­ός, «ὁ ὢν», πού πάν­τα ἔρ­χε­ται, πο­τέ δέν ἄ­φη­σε τόν κό­σμο καί τήν Ἱ­στο­ρί­α, δι­ό­τι ὁ Θεός πάν­το­τε ἔρ­χε­ται.
Ἀλ­λά αὐ­τό τό πάν­το­τε, πού ἐκ­φρά­ζει τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος», ἔ­χει καί τίς ἔ­κτα­κτες πε­ρι­πτώ­σεις. Τό βλέ­που­με αὐ­τό στήν Πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή ὡς ἑ­ξῆς: «ἔ­τι μι­κρὸν ὅ­σον ὅ­σον, ὁ ἐρ­χό­με­νος ἥ­ξει καὶ οὐ χρο­νι­εῖ»6. Λέ­ει ἀ­κό­μα λί­γο· νά, τώ­ρα δά· «ὅ­σον ὅ­σον»· Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται θά ἔλ­θει. Ἀ­κοῦ­στε ἔκ­φρα­ση· «ὁ ἐρ­χό­με­νος ἥ­ξει»! Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται πάν­το­τε θά ἔλ­θει! Μά πῶς θά ἔλ­θει, ἀ­φοῦ ἔρ­χε­ται πάν­το­τε; Ἔ, λοιπόν... «καὶ οὐ χρο­νι­εῖ»6, δέν θά ἀρ­γή­σει!... Μά πῶς δέν θά ἀρ­γή­σει, ἀ­φοῦ πάν­το­τε ἔρ­χε­ται;
Ἔ, τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος» δεί­χνει τόν Θε­ό πού πάν­τα ἔρ­χε­ται μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α. Ὁ Θε­ός εἶναι πάν­το­τε μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α, καί ἐ­φο­ρᾶ, βλέ­πει τόν κό­σμο· τά σύμ­παν­τα «ἐν χει­ρὶ Θε­οῦ»7, ὅ­λα εἶ­ναι στό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ· ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο τό «ἥ­ξει», θά ἔλ­θει, εἶ­ναι οἱ ἔ­κτα­κτες ἐμ­φα­νί­σεις τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Θε­οῦ Λό­γου.
Ἀ­κό­μα ἡ δι­α­τύ­πω­ση «εἰ­ρή­νη ἀ­πὸ Θε­οῦ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» ση­μαί­νει τόν Θε­ό Πα­τέ­ρα μό­νο. Βλέ­πε­τε ὅ­τι ὅ­πως νά τό δοῦ­με τό θέ­μα, εἶ­ναι τό­σο πλού­σιο.
Λέ­ει πά­λι ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας Και­σα­ρεί­ας –ὁ­λό­κλη­ρη ἡ φρά­ση τώ­ρα ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Πα­τέ­ρα, καί «ὁ ὢν» καί «ὁ ἦν» καί «ὁ ἐρ­χό­με­νος»: «τοῦ πε­ρι­έ­χον­τος ἐν ἑ­αυ­τῷ πάν­των τῶν ὄν­των τήν τε ἀρ­χήν, τά τε μέ­σα, καὶ τὰ τε­λευ­ταῖ­α»8, εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή τοῦ παν­τός, πού ἡ ἀρ­χή, τό μέ­σον καί τό τέ­λος βρί­σκον­ται μέ­σα στόν Θεό.
(Συνεχίζεται)
1. Ἀποκ. 1, 4-6.
2. Ἅγ. Ἀνδρέας Καισαρείας, Εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου Θεολόγου, J.P.Migne, P.G., τόμ. 106, Λόγος Α΄, κεφ. Α΄, Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθῆναι 2001, σελ. 221D.
 3. Ἔξοδ. 3, 14.
4 . Βλ. Ἀριστοτέλης, De la generation et de la corruption, GC 324b. 12, ἔκδ. Les Belles Lettres, Paris 1966. Aristotle’s metaphysics, 2 vols. 1012b.31, ἔκδ. Clarendon Press, Oxford 1924. Aristotelis physica, 86.31.12, ἔκδ. Clarendon Press, Oxford 1950.
5. Ἰωάν. 14, 28.
 6. Ἑ¬βρ. 10, 37.
7. Πρβλ. Σ. Σειρ. 10, 4. Ψαλ. 118, 91. Ἡσ. 62, 3.
8. Ἅγ. Ἀνδρέας Καισαρείας, Εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου Θεολόγου, J.P.Mig¬ne, P.G., τόμ. 106, Λόγος Α΄, κεφ. Α΄, Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθῆναι 2001, σελ. 224Α.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Διαστάσεις 25Χ34 εκ. 152 σελίδες





Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ, η «όρασις Ιωάννου», το προφητικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, απαιτεί μυστικούς δρόμους για να το προσεγγίσει κανείς. Η ανθρώπινη λογική δεν επαρκεί. Ένα μνημειώδες έργο, μοναδικό στον ελληνικό εκδοτικό χώρο...

Η έκδοση αυτή προσφέρει στον αναγνώστη τρία εφόδια, που ελπίζει ότι θα τον βοηθήσουν να μεταφερθεί μυστικά στην πνευματική ατμόσφαιρα του σπηλαίου της Αποκάλυψης:

  • Το πρωτότυπο κείμενο της Γραφής
  • Την πιστή απόδοσή του στα νεοελληνικά από τον αείμνηστο θεολόγο Ιωάννη Κολιτσάρα και
  • Πλούσια εικονογράφηση, εμπνευσμένη από το μεγαλείο και τη δύναμη του κειμένου της Αποκάλυψης.

Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Κριτική στο βιβλίο του Γ.Πατρώνου «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση» (1)

Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Κριτική στο βιβλίο του Γ.Πατρώνου «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση» (1)



πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 8/7/2011
ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Τοῦ κ. Ν. Σωτηροπούλου, θεολόγου – φιλολόγου
(1ον)
῾Ο ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καθηγητὴς τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, κ. Γεώργιος Πατρῶνος συνέγραψε βιβλίο μὲ τὸν τίτλο «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση». Τὸ βιβλίο ἐξέδωσε ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία καὶ προλόγισε ἐπαινετικῶς ὁ Γενικὸς Διευθυντὴς τῆς ᾿Αποστολικῆς Διακονίας, ὁ Φαναρίου ᾿Αγαθάγγελος.
᾿Εμεῖς δὲν θὰ ἐπαινέσωμε τὸ βιβλίο, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐλέγξωμε καὶ θὰ τὸ ψέξωμε, διότι περιέχει πλῆθος αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ συγγραφέως. ᾿Εκφράζουμε δὲ τὴ λύπη μας, ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη ἄλλων ᾿Ορθοδόξων, γιὰ τὴν ᾿Αποστολικὴ Διακονία, ἡ ὁποία ἐξέδωσε τέτοιο βιβλίο, καὶ γιὰ τὸν ᾿Επίσκοπο, ὁ ὁποῖος τὸ προλόγισε... Καὶ παρακαλοῦμε τὸν ᾿Αρχιεπίσκοπο κ. ῾Ιερώνυμο καὶ τὴν ῾Ι. Σύνοδο νὰ ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος. Δὲν εἶνε δυνατὸ ἡ αὐτὴ πηγή, ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία, νὰ «βρύῃ τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν» (᾿Ιακ. γ´ 11). Τὸ πικρότερο πρᾶγμα στὸ θρησκευτικὸ χῶρο εἶνε ἡ αἵρεσι.

Πολλὲς παρατηρήσεις θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε πάνω στὰ λόγια καὶ στὶς ἀντιλήψεις τοῦ κ. Πατρώνου στὸ ἐν λόγῳ βιβλίο. ᾿Αλλὰ θὰ κρίνωμε τὸ βιβλίο ὡς πρὸς ὡρισμένα μόνο σημεῖα, τὰ χειρότερα καὶ τὰ πλέον ἀπαράδεκτα.

᾿Επειδὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου εἶνε προφητικὸ βιβλίο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, δὲν παραδέχεται ὁ κ. Πατρῶνος, γράφει γιὰ τὴν προφητεία· «Προφητεία πολλοὶ νομίζουν, ὅτι εἶναι ἡ ἱκανότητα καὶ δυνατότητα νὰ διεισδύει κανεὶς στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγει τὰ ἐρχόμενα γεγονότα κατὰ ἕνα μηχανιστικὸ τρόπο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα» (σελ. 33). Λάθος, κ. Πατρῶνε! Δὲν ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δίδουν στὴν προφητεία τὴν ἔννοια, τὴν ὁποία σεῖς ἀποδίδετε σ᾿ αὐτούς. Οἱ χριστιανοὶ δὲν νομίζουν, ὅτι ἔχει κάποιος τὴν ἱκανότητα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ διεισδύῃ στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό. Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι προφητεία εἶνε ἡ πρόγνωσι καὶ πρόρρησι μελλόντων γεγονότων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναται κανεὶς νὰ συμπεράνῃ ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος, ἀλλ᾿ ὁ προφήτης τὰ προγνωρίζει καὶ τὰ προλέγει, διότι δέχεται ἀποκάλυψι ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε ὑπεράνω τῆς σχετικότητος τοῦ χρόνου καὶ γνωρίζει τὰ μέλλοντα. ᾿Επίσης οἱ χριστιανοὶ δὲν φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα ἀνεξαρτήτως πρὸς ὡρισμένα πράγματα, ἀλλὰ φρονοῦν ὅτι προλέγει δυσάρεστα ἢ εὐχάριστα γεγονότα τοῦ μέλλοντος μὲ σκοπό, ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ εὐχάριστα γεγονότα, νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς πιστοὺς στὶς παροῦσες δοκιμασίες καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσῃ, ὅταν δὲ πρόκειται γιὰ δυσάρεστα γεγονότα, νὰ τοὺς προετοιμάσῃ ἐν ὄψει αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ «πέσουν ἀπὸ τὰ σύννεφα». ᾿Επίσης προλέγει τὰ μέλλοντα, γιὰ νὰ πιστεύσουν καλοπροαίρετοι ἄπιστοι, καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν στὴν πίστι πιστοί, ὅταν οἱ προφητεῖες ἐκπληρωθοῦν. Θεωροῦμε δὲ ὕβρι κατὰ τῶν χριστιανῶν τὸν ἰσχυρισμό, ὅτι φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό.

῾Ο κ. Πατρῶνος γιὰ τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γράφει· «Στὰ προφητικὰ κυρίως βιβλία ἔχουμε μόνο ἕνα εἶδος προσδοκίας στὴ μελλοντικὴ ἔλευση ἑνὸς Μεσσία, καὶ μάλιστα τοῦ βασιλικοῦ γένους Δαβίδ, ἐγκοσμιοκρατικοῦ μᾶλλον χαρακτήρα καὶ ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας» (σελ. 73). Εὐτυχῶς ὁ κ. καθηγητὴς παραδέχεται ἕστω καὶ ἕνα μόνο εἶδος προφητικῆς προσδοκίας, τῆς προσδοκίας τοῦ Μεσσία. ᾿Αλλὰ δυστυχῶς, δυστυχέστατα, παρερμηνεύει καὶ διαστρέφει τὸ νόημα τῶν μεσσιακῶν προφητειῶν, ὅπως οἱ σωβινισταὶ καὶ σιωνισταὶ ῾Εβραῖοι. Διότι, ὅπως ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύει τὸ Μεσσία ὡς βασιλέα κοσμικοῦ χαρακτῆρος! ῾Ωραία ἑρμηνεία γιὰ τοὺς ῾Εβραίους, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν καὶ σταύρωσαν τὸν ᾿Ιησοῦ, διότι δὲν ἵδρυσε κοσμικὴ βασιλεία καὶ δὲν ἱκανοποίησε τοὺς ἐθνικούς τους πόθους! Καὶ μεγάλη βλασφημία κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δῆθεν προφητεύτηκε ὡς κοσμικὸς βασιλεύς! Εἶνε τυφλὸς ὁ κ. καθηγητὴς καὶ δὲν εἶδε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν θὰ ἵδρυε κοσμικὴ βασιλεία, ἀλλὰ θὰ ὑφίστατο παθήματα καὶ θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων; Οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶδε τὴ σαφεστάτη δήλωσι τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος, «῾Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»; (᾿Ιωάν. ιη´ 36).

Μία παράγραφος τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Πατρώνου φέρει τὸν τίτλο: Τὸ «προφητικὸ» στοιχεῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη (σελ. 36). Γιατί ὁ συγγραφεὺς τὴ λέξι «προφητικό» θέτει ἐντὸς εἰσαγωγικῶν; Διότι δὲν παραδέχεται προφητεῖες στὴν Καινὴ Διαθήκη. Νὰ εἴμεθα εὐχαριστημένοι, διότι συγκαταβαίνει καὶ παραδέχεται τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔστω καὶ ἂν τὶς διαστρέφῃ. Γράφει: «Θὰ ἦταν παράλογο, ἂν συνεχίζαμε νὰ δίνουμε νέες μελλοντικὲς διαστάσεις στὴν ἀρχαία προφητικὴ προσδοκία. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι “τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος” (᾿Αποκ. 22, 13), ὄχι μόνο κάθε ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀποκάλυψης μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική» (σελ. 36).

Γράφει ἐπίσης· «Στὴν Καινὴ Δια θήκη τονίζεται ὅτι ἡ προφητεία καὶ οἱ προφῆτες νοοῦνται μέχρι τοῦ ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ . Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ἔχουμε πλέον προφῆτες ἀλλὰ ψευδοπροφῆτες…῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τῆς προφητείας» (σελ. 39).

Λάθη καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ κ. καθηγητοῦ. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ματθ. 11, 13, «πάντες οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως ᾿Ιωάννου προεφήτευσαν», σημαίνει, ὅτι ὁ πρόδρομος ᾿Ιωάννης εἶνε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι προφήτευσαν τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ, δὲν σημαίνει, ὅτι μετὰ Χριστὸν δὲν ὑπάρχουν προφῆτες, ἀλλὰ μόνο ψευδοπροφῆτες. ῾Υπάρχουν καὶ μετὰ Χριστὸν ἀληθινοὶ προφῆτες. ᾿Αστόχως δὲ ὁ κ. Πατρῶνος χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ στὸ ᾿Αποκ. 22, 13, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴ θέσι του, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. Οἱ τρεῖς τίτλοι «τὸ Α καὶ τὸ Ω», «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», «ἀρχὴ καὶ τέλος» σημαίνουν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πάντοτε ὑπάρχων, ὁ Αἰώνιος, δὲν σημαίνουν, ὅτι εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. ῾Ο ῎Αγαβος δὲν ἦταν προφήτης, ὁ ὁποῖος προφήτευσε μελλοντικὰ πράγματα; (Πράξ. 11, 27–28 καὶ 21, 10–11). Οἱ ᾿Απόστολοι δὲν προφήτευσαν; ᾿Αναφέρουμε ὡρισμένα παραδείγματα: ῾Ο Πέτρος δὲν προφήτευσε ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν ψευδοδιδάσκαλοι, αἱρετικοί, ἀρνηταὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ ὅτι πολλοὶ θὰ τοὺς ἀκολουθοῦσαν; (Β´ Πέτρ. 2, 1–2). Καὶ ὁ Παῦλος δὲν προφήτευσε, ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν «λύκοι βαρεῖς», αἱρετικοί, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο; (Πράξ. 20, 29– 30). Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν προεῖπε τὴν ἵδρυσι καὶ τὸ ἀκατάλυτο τῆς ᾿Εκκλησίας του; (Ματθ. 16, 18). Δὲν προεῖπεν ἐπίσης τὰ γεγονότα τῶν ἐσχάτων καιρῶν πρὸ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (κεφ. 24), τοῦ Μάρκου (κεφ. 13) καὶ τοῦ Λουκᾶ (κεφ. 21); Καὶ γιὰ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστὸς εἶπε, «Καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (᾿Ιωάν. 16, 13). Καὶ ὁ Παῦλος γρά φει: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀπο στήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α´ Τιμ. 4, 1).

῞Οπως δὲ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἴχαμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη παρουσία του, ἔτσι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἰδίως στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἔχουμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴ δευτέρα παρουσία του. «᾿Ιδοὺ ἔρχεται…», φωνάζει ὀ ᾿Ιωάννης στὸ ᾿Αποκ. 1, 7.

῾Ο κ. Πατρῶνος κηρύττει καὶ τὴν αἵρεσι τῆς ἀποκαταστάσεως πάντων. Γράφει: «᾿Απὸ ὑπέρτατη ἀγάπη ἦρθε στὸν κόσμο, ἐνανθρώπησε καὶ θυσιάστηκε ὡς ᾿Αμνὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀγάπη καὶ πάλι θὰ ἔρθει στὸ μέλλον ἐν δόξῃ γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποκατάστασής του στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θέωσης ὅλων μας στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα» (σελ. 27). ῾Ο Χριστὸς μὲ τὴν πρώτη παρουσία του δὲν ἦλθεν «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (᾿Ιωάν. 3, 17. Βλέπε καὶ 12, 47). Δὲν ἦλθε δηλαδὴ γιὰ νὰ δικάσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ. Μὲ τὴ δευτέρα ὅμως παρουσία του ὁ Χριστὸς θὰ ἔλθῃ ὡς κριτής, γιὰ νὰ

κρίνῃ τὸν κόσμο κατὰ τὰ ἔργα ἑκάστου. Καὶ οἱ μὲν ἀγαθοὶ θὰ κληρονομήσουν «βασιλείαν» καὶ «ζωὴν αἰώνιον», οἱ δὲ κακοὶ θὰ παραπεμφθοῦν «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον», «εἰς κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 34, 41, 46). Πλῆθος εἶνε τὰ χωρία τῆς Γραφῆς, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ δευτέρα ἔλευσί του παρουσιάζουν τὸ Χριστὸ ὡς κριτὴ καὶ τιμωρὸ τῶν ἀμετανοήτων ἀσεβῶν. ᾿Αλλ᾿ ὁ κ. καθηγητὴς παραβλέπει αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν χωρίων καὶ διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία του θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ κόσμου στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θεώσεως ὅλων! ῞Οσοι συνεπῶς δὲν ἐπέτυχαν τὴ θέωσι στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ τὴν ἐπιτύχουν καὶ αὐτοὶ στὴ δευτέρα παρουσία! Καὶ θὰ τὴν ἐπιτύχουν «στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα». Τί σημαίνει ἡ τελευταία αὐτὴ φράσι, ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε. ῞Οτι δὲ ἡ κρίσι τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, τοῦτο ὁ κ. Πατρῶνος ὑποστηρίζει καὶ στὴ σελ. 112 τοῦ βιβλίου του, ὅπου καὶ παραπέμπει στὸ χωρίο Α´ Πέτρ. 4, 5, παραβλέποντας ὅτι ἐκεῖ ὁ ᾿Απόστολος λέγει γιὰ τοὺς ἀσώτους καὶ ἀσεβεῖς τοῦ προηγουμένου στίχ. 4, ὅτι «ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι», θὰ λογοδοτήσουν δηλαδὴ στὸν κριτὴ Χριστό, καὶ θὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὴν ἀσωτεία καὶ ἀσέβειά τους.

Κατὰ κόρον ὁ κ. Πατρῶνος ἐπικαλεῖται τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀγαπολόγοι τῆς ἐποχῆς μας. ᾿Αλλ᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνον ἀγάπη, εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶνε ἔννοια σύστοιχη μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κριτοῦ. Κριτὴς χωρὶς δικαιοσύνη καὶ τιμωρία τῶν κακοποιῶν, δὲν νοεῖται. Καὶ πῶς λοιπὸν οἱ ἀγαπολόγοι καταργοῦν μία ἰδιότητα τοῦ Κυρίου, τὴ δικαιοσύνη; ῞Οποιος δὲν ἐκτιμᾷ μία τόσο μεγάλη ἀγάπη καὶ θυσία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, εἶνε χυδαία ψυχὴ καὶ δικαίως ἀναθεματίζεται (Α´ Κορ. 16, 22) καὶ κολάζεται (Ματθ. 25, 46).

Στὸ τέλος τῆς σελ. 112 τοῦ βιβλίου του ὁ συγγραφεύς, ἐνῷ ἀλλοῦ μίλησε γιὰ ἐσχατολογικὴ ἀποκατάστασι τοῦ κόσμου καὶ θέωσι ὅλων (σελ. 27), ἀντιφάσκοντας τώρα πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁμιλεῖ γιὰ ἐσχατολογικὴ δικαίωσι τῶν πιστῶν, ὄχι ὅλων δηλαδή, καίτοι πάλι ὑποστηρίζει ὅτι ἡ κρίσι κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, καὶ ἄρα οὔτε οἱ κακοὶ θὰ καταδικασθοῦν. Τὰ λέγει καὶ ἔτσι, τὰ λέγει καὶ ἀλλιῶς ὁ κ. καθηγητὴς ἢ λόγῳ συγχύσεως, ἢ σκοπίμως, ὥστε, ὅταν κατηγορηθῇ γιὰ μία θέσι του, νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν ἄλλη θέσι του…

᾿Αλλὰ θὰ συνεχίσωμε.