Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος καί ἡ Ἁγία Γραφή. Ἡ χάρη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν καί ἡ ὡφέλεια ἀπό αὐτές


 

περί τῶν Ἁγίων Γραφῶν διδασκαλία

Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη

Εἰρήνη Ἀρτέμη

Πτ. Θεολογίας, Μphil. Θεολογίας - πτ. Φιλολογίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
 
ΙΙ. Η χάρη των θεοπνεύστων Γραφών και η ωφέλεια από αυτές
           Η Π. και η Κ.Δ. αποτελούν τη γραπτή μαρτυρία του θελήματος του Τριαδικού Θεού. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να μπορέσει κάποιος να γνωρίσει το θείο Νόμο και να μπορέσει να διεισδύσει στα βαθύτερα νοήματά του. Πρέπει ο άνθρωπος να επιδιώξει ο ίδιος να γνωρίσει το θείο Νόμο. Αυτό θα το πετύχει με την προσεκτική και συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής και την εφαρμογή των όσων εκείνη λέει στον καθημερινό βίο του[35].
            Η ανάγνωση του λόγου του Θεού πληροφορεί και εμπλουτίζει τη νοερή αίσθηση της ψυχής, γιατί πηγάζει από την ενέργεια του Θεού. Η μελέτη των κειμένων της Γραφής βοηθάει τους αναγνώστες να θεολογήσουν ορθά και να αναιρέσουν κάθε αιρετική διδασκαλία, η οποία απειλεί τη συνοχή του σώματος των πιστών της Εκκλησίας και τη σωτηρία τους. Τα βιβλικά κείμενα είναι γεμάτα από τις υψηλές αλήθειες, αφού «μάρτυς αξιόχρεως η Γραφή»[36]. Αναφέρονται στο ομοφυές και ομοούσιο των θείων Προσώπων και στη διάκριση των Υποστάσεων του Τριαδικού Θεού[37]. Σημειώνεται ότι οι θείες Υποστάσεις δεν έχουν μόνο κοινή ουσία αλλά και κοινή θέληση και ενέργεια.
Τονίζουν το ομοούσιο των θείων Προσώπων, κάνουν λόγο για την ενανθρώπηση του θείου Λόγου και το τέλειο της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, «αληθώς μεν γενόμενος άνθρωπος, αληθώς δε ων και Θεός και προσκυνούμενος εις εξ αμφοτέρων των φύσεων»[38]. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο με την επιδαψίλευση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στον ανθρώπινο νού. Αυτό ως υνί οργώνει την ανθρώπινη διάνοια και την καθιστά κατάλληλη να δεχθεί τους σπόρους των κειμένων της Αγίας Γραφής σχετικά με το Θεό, για να βλαστήσουν και να καρποφορήσουν. Άλλωστε τονίζει απερίφραστα ο Ισίδωρος ότι δίχως τη συνδρομή του Θεού είναι δύσκολο να κατανοηθούν τα βαθύτερα νοήματα των Γραφών. Χαρακτηριστικά γράφει: «Επειδή το γεώδες σκήνος μόλις ευρίσκει τα εν ποσί. Τα δε εν ουρανώ απόκρυφα και την ημετέραν αίσθησιν υπερβαίνοντα, αυτός και αποκαλύπτει και επίσταται ο κατοικών τον ουρανόν»[39].
            Η μελέτη των Γραφών χαλυβδώνει την πίστη των ανθρώπων και τους βοηθάει να εντοπίσουν την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του περιεχομένου των διηγήσεων των ιερών κειμένων και των σχετικών με «τας μεν Ελλήνων θεοποιίας»[40]. Επειδή στα μεν πρώτα κυριαρχεί η αποκάλυψη της θείας αλήθειας, στα δε δεύτερα παρουσιάζονται οι διάφοροι μύθοι του Ορφέα, του Ομήρου, του Ησιόδου και πολλών άλλων, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και των θεών, οι γνωστές δηλαδή θεογονίες[41]. Ο Ισίδωρος παρομοιάζει τις Γραφές με πηγές «τας πλουσίοις και αεννάοις νάμασι κομώσας, και μη τας αρδείας ετέρωθεν δεομένας»[42] και προτρέπει εκείνους που αναζητούν τη θεία αλήθεια να μελετούν ενδελεχώς το περιεχόμενό τους.
            Η εντρύφηση στις Γραφές, μοιάζει με αλίευση μαργαριταριών και πολύτιμων λίθων[43]. Οι θείες αλήθειες αξίζουν περισσότερο από οποιοδήποτε θησαυρό της γης, γιατί είναι αιώνιες, δεν υπάρχει φόβος να τις κλέψει κανένας κλέφτης και είναι εκείνες οι οποίες αποτελούν τη φωτεινή σήμανση στο δύσκολο μονοπάτι, που οδηγεί στην Ουράνια Βασιλεία. Τα ιερά κείμενα παροτρύνουν το έλλογο ον να βγεί από τον ύπνο της ακηδίας και το βάλτο της αμαρτίας. Του σπέρνουν στην καρδιά το λόγο του Θεού και στο νού του αντηχεί η αγγελική μουσική της αιώνιας αλήθειας του Τριαδικού Θεού[44]. Κάθε λέξη των Γραφών είναι μία σταγόνα αιώνιας αλήθειας η οποία συμβάλλει στην απονέκρωση του γεώδους φρονήματός μας και βοηθάει το νού να εισέλθει στα άρρητα μυστήρια του Θεού[45]. Επιπλέον τον νουθετεί στο να συγκρατεί τη γλώσσας του, η οποία ευθύνεται για τη δημιουργία πολλών κακών τόσο σε εμάς όσο και στους γύρω μας. Η κακή προαίρεσή βρίσκει διέξοδο στο λόγο και η αυθάδεια έχει κύριο εκφραστή τη γλώσσα. Η κακή χρήση της τελευταίας σκληραίνει τη ζωή, «φλογίζουσα όλον το σώμα και σπιλούσα τον τροχόν της ζωής»[46].
            Ο άνθρωπος, ο οποίος δε διαβάζει τις Γραφές, δεν εισέρχεται τη θύρα της αλήθειας της γνώσεως του θείου όντος, δεν παραδειγματίζεται από τη θεία διδασκαλία, δεν μεταμελείται για τις αμαρτίες του και θα υποστεί φρικτή τιμωρία για αυτές στη μέλλουσα κρίση[47]. Φυσικά δεν πρέπει να υπάρξει η ελάχιστη υποψία ότι η περί Θεού διδασκαλία του Χριστού και των αποστόλων διαφέρει από αυτήν των προφητών στην Π.Δ.: «Ουκ απωδά, ουδ̉ αλλότρια της του νόμου εντολής η ευαγγελική νομοθεσία παρέδωκε»[48]. Απλώς τονίζεται ότι και στις δύο Διαθήκες ένας είναι ο Θεός και μία η διδασκαλία του, «ο αποκαλύπτων εν Εαυτώ τον Θεόν εν Πνεύματι εν ταις δύο διαθήκαι είναι ο Αυτός Χριστός»[49]. Στην Π.Δ. ο Τριαδικός Θεός εμφανίζεται μέσα από τύπους, προτυπώσεις και σύμβολα, ενώ στην Κ.Δ. αποκαλύπτεται μέσα από τη θεία ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.
            Αντίθετα, όποιος μελετά με προσοχή τις Γραφές και προσπαθεί να εφαρμόζει στην καθημερινή βιωτή του τα όσα διδάσκουν τα ιερά κείμενα, παιδαγωγεί τη σάρκα και το φρόνημά του, «μαραίνει τα της σαρκός υπεκκαύματα (= τα της ροπής προς την αμαρτία)»[50]. Με τη συνεχή προσπάθειά του κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού, αν και βρίσκεται σωματικώς στη γη[51]. Χαρακτηριστικά ο Ισίδωρος αναφέρει τη συμβουλή η οποία δίνεται στους ανθρώπους μέσα από τα κείμενα της Γραφής για την αποφυγή της υπέρμετρης κατανάλωσης κρασιού, η οποία οδηγεί στη μέθη, στην ακολασία και στην αδιαντροπιά[52]. Έτσι μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα παιδαγωγούνται όχι μόνο στις θείες αλήθειες αλλά και σε συμβουλές για την καθημερινή ζωή τους, ώστε ο βίος τους να είναι αξιοπρεπής και να συνάδει με το θέλημα του Θεού. Ενώ άμα εκμετρήσουν το χρόνο της επίγειας ζωής τους, της οποίας είναι πάροικοι, θα έχουν κατορθώσει να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι της υπερκόσμιας Ιερουσαλήμ.
            Η μελέτη των Γραφών βοηθάει τους ανθρώπους να μάθουν σε ένα νέο τρόπο ζωής, να απαλλαγούν από τις κακές συνήθειές τους και να αποφύγουν τα ολισθήματα και τα παραπτώματα είτε αυτά είναι σωματικά είτε πνευματικά[53]. Αρκεί φυσικά να μετανοήσουν και να εφαρμόσουν στη ζωή τους τη θεία διδασκαλία, η οποία βρίσκεται μέσα στα κείμενα της Π. και Κ.Δ[54]. Σε αυτό το σημείο αδιαμφισβήτητη απόδειξη αποτελούν τα παραδείγματα του Δαβίδ και του αποστόλου Παύλου. Ο ένας, αν και διέπραξε μεγάλο αμάρτημα, μετάνιωσε ειλικρινά και μετανόησε, ο άλλος από διώκτης του Χριστού αναδείχθηκε σε κήρυκά και απόστολό Του[55]. Άλλωστε ο Ισίδωρος συμβουλεύει: «την ανάγνωσιν των ιερών Γραφών εφόδιον ηγού σωτηρίας, τρέφουσα παραδείγμασιν ευδοκίμοις το φιλόκαλον και ανδρώδες των μετά σπουδής ακροωμένων»[56].
            Τα ιερά κείμενα της Π και Κ.Δ. προβάλλουν το καλό και παρουσιάζουν τις τιμωρίες και τους επαίνους που θα λάβει κάποιος στην αιώνια ζωή, ανάλογα με το πως θα επιλέξει να ζήσει την παρούσα[57]. Αποτελούν τον κανόνα της εν Χριστώ ζωής, τους οδοδείκτες για την αρετή και την ορθόδοξη πίστη, τις οποίες δίδαξε ο εν σάρκα φανερωθείς Υιος και Λόγος του Θεού. Κάνουν λόγο για τη θεία συγκατάβαση και τη διαχωρίζουν από το Νόμο, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη διάκριση η οποία θα πρέπει να έχουν ως άνθρωποι στην αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων αλλά και στη συμπεριφορά των άλλων συνανθρώπων τους.
            Μέσα από τη συστηματική πνευματική ενασχόληση με τις Γραφές μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι «η γαρ ένδον κυρουμένη θειοτάτη ψήφος πανταχού κρατείν πέφυκεν»[58]. Επίσης ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η δημιουργία του σύμπαντος, των άλογων και έλλογων όντων και γενικότερα το σχέδιο σωτηρίας τους είναι ασύλληπτα για τα μέτρα της τυπικής λογικής του ανθρώπου[59]. Του αποκαλύπτεται μέσα από τις Γραφές η ανυπέρβλητη αγάπη του Θεού, η οποία εκδηλώνεται με την κίνηση του ίδιου του Δημιουργού προς το αγαπημένο Του δημιούργημα, δηλαδή το μυστήριο της θείας Οικονομίας. «Η κίνηση αυτή σκοπό έχει να αλλάξει εκ βάθρων τη σύλληψη της ζωής να δώσει νέα κατεύθυνση στην ίδια του την ύπαρξη, προσανατολίζοντάς την στον Τριαδικό Θεό με ιδανικό τη θέωση του ανθρώπου»[60]. Η ωφέλεια, λοιπόν, την οποία αποκτά κάποιος από τη εμβριθή μελέτη των Γραφών είναι διπλή. Από τη μία πλευρά εισάγεται σε ένα σύνολο αποκεκαλυμμένων δογματικών αληθειών, όπως είναι το τριαδολογικό δόγμα, η χριστολογία, η πνευματολογία, και από την άλλη μυείται στις ανθρώπινες αξίες της αγάπης, της δικαιοσύνης, της εγκράτειας και πολλών άλλων αρετών, τις οποίες πρέπει να εφαρμόζει στο χωροχρόνο της επίγειας ζωής του. Εκείνες μαζί με την πίστη αποτελούν το μονοπάτι το οποίο οδηγεί στο θρόνο του Τριαδικού Θεού. Παράλληλα οι δογματικές αλήθειες, οι οποίες αναφέρονται μέσα σε κάποια ιερά κείμενα των Γραφών, δεν έρχονται σε αντίθεση με εκείνα που γράφονται σε κάποια άλλα κείμενα τους[61]. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ότι, αν και οι συγγραφείς των βιβλίων της Π και Κ.Δ. είναι διάφοροι, όλοι εκφράζουν την ίδια αλήθεια, άφού η αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό είναι μία και αέναη, και τους αποκαλύπτεται ύστερα από θείο φωτισμό. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τη διάνοιά τους και τη γλώσσα τους, για να μπορούν να αντιληφθούν τα επέκεινα της πεπερασμένης νοήσεώς τους και να μπορέσουν να τα εκφράσουν μέσα από την ένδεια του ανθρώπινου λεξιλογίου τους.
            Το φως της αλήθειας των κειμένων της Γραφής καλύπτει το σώμα και την ψυχή του έλλογου όντος και ανάβει στην ψυχή του τη δίψα για το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος με εφαλτήριο την πίστη στον αληθινό Θεό παλεύει και γίνεται το ισχυρότερο πλάσμα στον κόσμο, γιατί εκείνο που ενεργεί μέσα του δεν είναι η δική του δύναμη, αλλά η δύναμη του Θεού. Παραδειγματίζεται από τις τιμωρίες εκείνων, οι οποίοι αναφέρονται στα ιερά κείμενα ως αγνώμονες απέναντι στη θεία αγαθότητα, και συνειδητοποιεί ότι δε θα ξεφύγει από τη θεία τιμωρία, αν δεν καταβάλλει συνεχείς και επίπονες προσπάθειες να απέχει από την κακία και να αφοσιωθεί στην αρετή[62]. Άλλωστε «το γαρ θείον λόγιον βοά• «Αυτός (= ο Τριαδικός Θεός) γαρ αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού»»[63].
            Η ωφέλεια, η οποία προέρχεται από τα αδιάστευτα λόγια των Γραφών[64], θα είναι πολύ μεγαλύτερη, εάν γίνει συνείδηση όλων των πιστών ότι το περιεχόμενό τους είναι εξολοκλήρου αληθινό και αν οι ενασχολούμενοι με αυτές μπορέσουν να εισέλθουν στο βαθύτερο νόημα των γραφομένων, υποτάσσοντας τη νοητική τους ικανότητα στη θεία φώτιση[65]. Τότε θα καταστήσουν «τον της ψυχής οφθαλμόν διορατικώτερον»[66] και θα μπορέσουν να έχουν μεγαλύτερο κέρδος από την ανάγνωση των κειμένων της Π και Κ.Δ. Άλλωστε σκοπός τους είναι μέσα από την εφαρμογή των θείων λόγων να μπορέσουν να κατακτήσουν την αιώνια ζωή στο μέλλοντα αιώνα[67], αφού για τους χριστιανούς η ζωή τους δεν τελειώνει με το θάνατο αλλά υπερβαίνει τόσο το θάνατο όσο και τη φθορά που τον συνοδεύει[68].
            Ο Πηλουσιώτης πατήρ επισημαίνει με έμφαση «ότι των θείων Γραφών η ανάγνωσις και τοις εστώσι και τοις πεσούσι και πάσιν απλώς εστιν ωφέλιμος, εκάστω χρησμωδούσα»[69]. Εξηγεί, λοιπόν, ότι οι Γραφές διδάσκουν ασάλευτη και ειλικρινή πίστη στον Τριαδικό Θεό, στον «ποιητήν και άρχοντα και έφορον και προνοητήν και κηδεμόνα αμειβόμενον μεν τους αγαθούς, αμυνόμενον δε τους πονηρούς»[70]. Γεμίζουν με θάρρος το δυστυχισμένο, δίνουν κουράγιο στον απελπισμένο, αποτελούν πνευματικό εμπόδιο για τη διάπραξη οποιασδήποτε μορφής αμαρτίας, αφού στηλιτεύουν το κακό και σημειώνουν ότι δε θα μείνει ατιμώρητο από το Θεό. Τέλος διευκρινίζουν ότι «εστι Θεός, ου το τι εστι πολυπραγμονείν»[71]. Με την ανάγνωση των ιερών κειμένων ο άνθρωπος επιτρέπει τη σπορά του λόγου του Θεού στην καρδιά του και αποκτά τη δυνατότητα της κοινωνίας με τις θείες ενέργειες. Ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μέσα από τις Γραφές μπορεί να συλλάβει μόνο το γεγονός της υπάρξεως του Θεού αλλά συγχρόνως τονίζεται ότι η έρευνα σχετικά με την ουσία του Θεού και κάθε λόγος σχετικά με τη φύση της Αγίας Τριάδος είναι εντελώς «ανέφικτος και μηδαμώς αναλώσιμος»[72]. Γνωρίζει το Θεό μέσα από τις ενέργειες, και τις θεοφάνειές Του στην ιστορία. Το έλλογο ον έχει τη δυνατότητα να μετέχει στις άκτιστες ενέργειές Του αλλά ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει την ουσία του Δημιουργού. Εκείνη βρίσκεται επέκεινα της νοήσεως των δημιουργημάτων Του και είναι «αριθμού γαρ και χρόνων το Θείον ανώτερον»[73].
            Ο ιερός Ισίδωρος σημειώνει με έμφαση ότι σκοπός των συγγραφέων των Γραφών είναι η πνευματική ωφέλεια των αναγνωστών και η σωτηρία της ψυχής τους[74], αφού τους εισάγουν στην ανυπέρβλητη αλήθεια του ενός και συγχρόνως Τριαδικού Θεού. Οι θεόπνευστοι συγγραφείς δεν ενδιαφέρθηκαν για τη δική τους δόξα, όπως έκαναν οι διάφοροι εθνικοί συγγραφείς. Οι τελευταίοι προσπάθησαν «των τους διαλόγους συντιθέντων και τους διεξοδικούς λόγους συγγραψαμένων, ότι της μεν οικείας δόξης λίαν εφρόντισαν, υψηλώ και υπερσόφω χρησάμενοι λόγω»[75], αδιαφορώντας «της δε των ακουσομένων ωφελείας»[76].
            Μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα οι πιστοί εν Χριστώ μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη λύπη για τις αμαρτίες τους όχι για να βυθίζονται περισσότερο στο πένθος και στην απόγνωση της αμαρτίας αλλά για να οδηγηθούν στη μετάνοια και στη σωτηρία. Διδάσκονται ότι κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τα βέλη της αμαρτίας. Μακάριος, όμως, είναι εκείνος ο οποίος μετανοεί και προσπαθεί κάθε φορά που πέφτει στην παγίδα του σατανά και αμαρτάνει, να σηκώνεται και να αγωνίζεται να πλησιάσει ξανά το Θεό. Ευτυχισμένος κατά Θεό γίνεται εκείνος που δεν αφήνεται να συντριβεί από την απόγνωση της αμαρτωλότητάς του και προδίδει τη σωτηρία του όπως συνέβηκε με τον Ιούδα[77]. Ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός δεν καταδικάζει τον άνθρωπο αμέσως κάθε φορά που ολισθαίνει στο κακό αλλά του παρέχει το χρόνο να επανορθώσει με τη μετάνοιά του και τη μεταστροφή του νού του[78]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της φιλευσπλαχνίας του Θεού προς τον αμαρτωλό αποτελεί το παράδειγμα των Νινευϊτών, στους οποίους δόθηκε περιθώριο τρεις μέρες για να μετανοήσουν και να σωθούν. Συγκεκριμένα ο Ισίδωρος γράφει: «Και Νινευίται δε, άνθρωποι βάρβαροι, σχεδόν απόφασιν καθαράν δεξάμενοι, ουδέν βάρβαρον έπαθον, αλλ̉ εννοήσαντες το, «Έτι τρεις ημέραι, και Νινευί καταστραφήσεται», ότι εμφαίνει θείαν φιλανθρωπίαν ... και γνωσιμαχήσαντες, την μεν απώλειαν διεκρούσαντο, την δε σωτηρίαν εκαρπώσαντο»[79].
[35] Ιησού Ναυή 1,8: «Ουκ αποστήσεται η βίβλος του νόμου τούτου εκ του στόματός σου, και μελετήσεις εν αυτώ ημέρας και νυκτός, ίνα ειδής ποιείν πάντα τα γεγραμμένα• τότε ευοδωθήση, και ευοδώσεις τας οδούς σου και τότε συνήσεις». Συναφώς βλ. Α΄ Τιμ. 4, 13: «Πρόσεχε τη αναγνώσει».
[36] Ισιδώρου, Επιστ. ΙΙΙ, ΡΛΘ΄ - Νείλω, PG 78, 816C.
[37] Ισιδώρου, Επιστ. Ι, ΞΖ΄ - Τιμοθέω Αναγνώστη, PG 78, 228Α.
[38] Του ιδίου, Επιστ. Ι, ΚΓ΄ - Θεοφίλω, PG 78, 197Α.
[39] Του ιδίου, Επιστ. Ι, Κ΄ - Ιέρακι Λαμπροτάτω, PG 78, 196Α.
[40] Του ιδίου, Επιστ. Ι, ΚΑ΄ - Αμμωνίω Σχολαστικώ, PG 78, 196Β.
[41] Αυτόθι.
[42] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΣΚΑ΄ - Αλυμπίω Σχολαστικώ, PG 78, 1316CD.
[43] Του ιδίου, Επιστ. Ι, ΡΜϚ΄ - Τιμοθέω Αναγνώστη, PG 78, 281Α. Πρβλ. Ιω. 5,39 και Ματθ. 13,45.
[44] Ισιδώρου, Επιστ. Ι, ΥΝΖ΄ - Παλλαδίω Διακόνω, PG 78, 433BC. Πρβλ. του ιδίου, Επιστ. ΙΙ, ΡΜΓ΄ - Παύλω, PG 78, 589B.
[45] Του ιδίου, Επιστ. Ι, ΤΝΕ΄ - Λυσιμάχω, PG 78, 385Α.
[46] Του ιδίου, Επιστ.ΙΙ, ΡΝΗ΄ - Μαρτινιανώ, Ζωσίμω, Μάρωνι, Ευσταθίω, PG 78, 613A. Πρβλ. Ιάκ. 3,6.
[47] Του ιδίου, Επιστ. Ι, ΤΟΘ΄ - Μάρωνι, PG 78, 396D. Συναφώς πρβλ. του ιδίου, Επιστ. ΙΙΙ, ΣΓ΄ - Ευτονίω Διακόνω, PG 78, 885A: «άκρατον και απαραμύθητον υφέξομεν εκείσε την τιμωρίαν. Ει δε αποφάσεις ταύτ̉  είναι ηγή, εγγυήσονται αι θείαι Γραφαί».
[48] Του ιδίου, Επιστ. Ι, ΥΝΗ΄ - Θεοφίλω, PG 78, 433D.
[49] Ιω. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Α΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 193.
[50] Ισιδώρου,  Επιστ. Ι, ΥΟΖ΄ - Ευτονίω Διακόνω, PG 78, 441D.
[51] Αυτόθι, PG 78, 441D, 444A.
[52] ««Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», ο μετρίως πινόμενος προς την χρείαν του σώματος, ο δε ταύτης επέκεινα, άσωτος και υβριστής και ακόλαστος κέκληται. Ακόλαστος γαρ οίνος και υβριστικόν μέθη. Και «Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία», φησίν η θεία Γραφή.», Του ιδίου, Επιστ. Ι, Υ±Ε΄ - Συνοδίω,PG 78, 452B. Πρβλ. Ψαλμ. 103, 15. Παροιμ. 20,1. Εφ. 5,18.
[53] Ισιδώρου, Επιστ. ΙV, NH΄ - Ιωάννη Διακόνω, PG 78,.1109BC.
[54] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙΙ, Σ±Ε ΄ - Χαιρήμονι, Ζωσίμω, Μάρωνι, PG 78,869CD: «Μη ουν μύθους ηγήσησθε τους επασθέντας υμίν παρά της Γραφής λόγους, ... Έξεστι γαρ έως ενθάδε εσμέν. Ου γαρ θέλει ο Θεός τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι αυτόν από της οδού αυτού της πονηράς και ζήν αυτόν την αοίδιμον ζωήν». Πρβλ. Ιεζ. 33,11.
[55] Ισιδώρου, Επιστ .ΙΙ, ΟΒ΄ - Στρατηγίω Μονάζοντι, PG 78, 516BC.
[56] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙ, ΟΓ΄ - Παύλω Πρεσβυτέρω, PG 78, 516D.
[57] Του ιδίου, Επιστ .ΙΙ, ΠϚ΄ - Ευδαίμονι Σχολαστικώ, PG 78, 529CD.
[58] Του ιδίου, Επιστ .IΙ, ±Ϛ΄ - Τιμοθέω Αναγνώστη, PG 78, 540D.
[59] Του ιδίου, Επιστ .IΙ, ±Θ΄ - Αφροδισίω Πρεσβυτέρω, PG 78, 541CD, 544AB.
[60] Γ. Μπαμπινιώτη, Χριστιανική και Ελληνική Πνευματικότητα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2007, σ. 15.
[61] Ισιδώρου, Επιστ.ΙΙΙ, ΡΛ΄ - Ερμογένει Επισκόπω, PG 78, 829C: «Ου ταναντία εαυτή... δογματίζει η θεία Γραφή περί του Σωτήρος διδάσκουσα, αλλ̉ εκάστω πράγματι το οικείον και πρέπον νέμει».
[62] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙ, ΡΞ΄- Νείλω, PG 78, 613CD: «Δέον γαρ τοσαύτης χρηστότητος πολιτευομένης, την κακίαν μη αύξεσθαι, αλλ̉ ελέου και συγγνώμης τυχόντας, την ευεργεσίαν αιδουμένους, κακίας μεν απέχεσθαι, αρετής δε αντέχεσθαι. Οι δε τολμώσιν ατόλμητα. Ίστωσαν ουν, ως ου διαφεύξονται την δίκην». Πρβλ. του ιδίου, Επιστ. ΙΙΙ, ΣΓ΄ - Ευτονίω Διακόνω, PG 78, 885Α.
[63] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙ, ΡΞ΄ - Νείλω, PG 78, 613D. Πρβλ. Ρωμ. 2,6.
[64] Ισιδώρου, Επιστ. V, ΡΟΘ΄ - Ισιδώρω Επισκόπω, PG 78, 1432C.
[65] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙ, ΡΝΓ΄ - Μαρτινιανώ, Ζωσίμω, Μάρωνι, Ευσταθίω, PG 78, 608C.
[66] Αυτόθι, PG 78, 608D.
[67] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΣΔ΄ - Ισιδώρω Διακόνω, PG 78, 1293A: « ... τοις τους ευαγγελικούς διαύλους δραμούσιν, ουρανός απόκειται και τα εν αυτώ αγαθά».
[68] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ±΄ - Αλυπίω, PG 78, 1149D, 1152A.
[69] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙ, Σ±Θ΄ - Θεοδοσίω Σχολαστικώ, PG 78, 725C.
[70] Αυτόθι, PG 78, 725D, 728A.
[71] Αυτόθι, PG 78, 728A.
[72] Πρβλ. Αυτόθι. Πρβλ. του ιδίου, Επιστ. ΙΙΙ, ΣΙΔ΄ - Λαμπετίω Επισκόπω, PG 78, 893C: «Θεοπρεπώς και μεγαλοφυώς, μάλλον δε υπερφυώς χρή τον νουν περί της θείας ουσίας τε και αυθεντίας λογιζόμενον, ευσεβώς και χρησίμως και ως ενδέχεται τα δυσθήρατα και δύσφραστα, μάλλον δε άφραστα τοις ακούουσι δια της γλώττης, ει χρεία καλέσει, φράζειν, διισχυριζόμενον εκ των της Προνοίας έργων, ότι έστιν, ου τι εστι πολυπραγμονούντα. Το μεν γαρ εφικτόν και αλώσιμον, το δε ανέφικτον και αθήρατον».
[73] Του ιδίου, Επιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ -.Αγάθω Πρεσβυτέρω, PG 78, 745Α.
[74] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΞΖ΄ - Θεογνώστω Διακόνω, PG 78,:  «ου της οικείας δόξης (=η Γραφή), της δε των ακουσόντων σωτηρίας εφρόντισεν».
[75] Αυτόθι.
[76] Αυτόθι. Συναφώς πρβλ. του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΡΜ΄ - Αποκρά Σοφιστή, PG 78, 1220C: «Των μεν έξωθεν πολλοί πολλά γεγράφασιν, α μήτε τοις πεισθείσιν ωφέλειαν, μήτε τοις ανηκόοις ζημίαν φέρει, αι δε θείαι Γραφαί τοις μεν πεισθείσι μέγιστον κέρδος, τοις δ̉ απειθήσασιν ου μικράν ωδίνουσι βλάβην. Οι μεν γαρ δόξαν θηρώμενοι γεγράφασιν, αι δε προς σωτηρίαν των ακουόντων ορώσιν».
[77] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΡΑ΄ - Μαρτυρίω Πρεσβυτέρω, PG 78, 1168BC. Πρβλ. Ρωμ. 11,8. Σοφ. Σειράχ 14,1. Β΄ Κορ. 2,7.
[78] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΡΙΑ΄ - Λαμπετίω Διακόνω, PG 78, 1177Α.
[79] Του ιδίου, Επιστ. ΙV, ΡΜΘ΄ - Ηλία Διακόνω, PG 78, 1233D, 1236A. Πρβλ. Ιωνά 3,5.
 http://www.oodegr.com/oode/grafi/genika/pilousiwtis_1.htm

Τι σημαίνει ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη;

 




Ερώτηση: Τι σημαίνει ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη;

Απάντηση:
Όταν οι άνθρωποι λένε ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, αναφέρονται στο γεγονός ότι ο Θεός υπερφυσικά επηρέασε τους συγγραφείς των Γραφών με τέτοιον τρόπο ώστε αυτά που έγραψαν ήταν ακριβώς ο Λόγος του Θεού. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού. Αυτό το γεγονός μας δείχνει ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, και κάνει αυτό το βιβλίο να ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλα τα άλλα βιβλία.

Ενώ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ως ποιο σημείο η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αγία Γραφή από μόνη της ισχυρίζεται ότι, κάθε λέξη, σε κάθε σημείο της, είναι εμπνευσμένη από τον Θεό (Α` Κορινθίους 2:12-13, Β` Τιμόθεο 3:16-17). Αυτή η άποψη για τη Γραφή συχνά αναφέρεται στην «απόλυτα κατά λέξη» θεοπνευστία. Αυτό σημαίνει ότι η κάθε μια λέξη είναι εμπνευσμένη από τον Θεό, όχι μόνο οι έννοιες ή οι ιδέες, και ότι η θεοπνευστία εκτείνεται σε όλα τα μέρη της Αγίας Γραφής και όλα τα θέματα που διαπραγματεύεται (απόλυτη θεοπνευστία). Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι μόνο κάποια μέρη της Αγίας Γραφής είναι θεόπνευστα, ή μόνο οι σκέψεις και οι έννοιες που έχουν σχέση με τη θρησκεία είναι θεόπνευστες, αλλά αυτές οι απόψεις για τη θεοπνευστία δεν συμφωνούν με αυτό που η ίδια η Αγία Γραφή ισχυρίζεται. Η απόλυτη κατά λέξη θεοπνευστία είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του Λόγου του Θεού.

Μπορούμε να δούμε καθαρά την έκταση της θεοπνευστίας στην Β` επιστολή προς Τιμόθεο 3:16, «Ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού κι είναι ωφέλιμο για τη διδασκαλία της αλήθειας, για τον έλεγχο της πλάνης, για τη διόρθωση των λαθών, για τη διαπαιδαγώγηση σε μια ζωή όπως τη θέλει ο Θεός. Έτσι ο άνθρωπος του Θεού θα είναι τέλειος και καταρτισμένος για κάθε καλό έργο». Αυτό το εδάφιο μας λέει ότι ο Θεός έχει εμπνεύσει όλη τη Γραφή και ότι είναι ωφέλιμη για μας. Δεν είναι μόνο τα μέρη της Γραφής που αναφέρονται σε θρησκευτικά θέματα θεόπνευστα, αλλά κάθε ένα σημείο από την Γένεση ως την Αποκάλυψη είναι ο θεόπνευστος Λόγος του Θεού. Επειδή έχει εμπνευστεί από τον Θεό, η Γραφή είναι αξιόπιστη όταν πρόκειται να καθιερώσει διδασκαλίες, και επαρκής για να διδάξει τον άνθρωπο πώς να έχει μια σωστή σχέση με τον Θεό, «διαπαιδαγώγηση». Η Αγία Γραφή, όχι μόνο ισχυρίζεται ότι είναι θεόπνευστη, αλλά έχει την ικανότητα να μας αλλάζει και να μας κάνει «τέλειους και καταρτισμένους για κάθε καλό έργο».

Ένα άλλο εδάφιο που αναφέρεται στη θεοπνευστία της Γραφής είναι στην Β` Πέτρου 1:21. Αυτό το εδάφιο μας λέει, «Γιατί καμιά προφητεία δεν προήλθε ποτέ από ανθρώπινο θέλημα, αλλά εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα, αξιώθηκαν άγιοι άνθρωποι να μιλήσουν εκ μέρους του Θεού». Αυτό το εδάφιο μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι παρ` όλο που άνθρωποι έγραψαν τη Γραφή, τα λόγια που έγραψαν ήταν τα λόγια του Θεού. Αν κι ο Θεός χρησιμοποίησε ανθρώπους με τις δικές τους προσωπικότητες και τον δικό τους τρόπο έκφρασης, όμως τους ενέπνευσε υπερφυσικά τα λόγια που έγραψαν. Ο ίδιος ο Ιησούς επιβεβαιώνει την κατά λέξη θεοπνευστία της Γραφής όταν είπε, «Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω το νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να τα πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δε θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μια οξεία από το νόμο» (Κατά Ματθαίον 5:17-18). Σ` αυτά τα εδάφια, ο Ιησούς ενισχύει την ακρίβεια της Γραφής ως την μικρότερη λεπτομέρεια και το ελάχιστο σημείο στίξεως – επειδή είναι ο Λόγος του Θεού.

Επειδή η Αγία Γραφή είναι ο θεόπνευστος Λόγος του Θεού, συμπεραίνουμε ότι είναι επίσης αλάνθαστη και αξιόπιστη. Μια σωστή θεώρηση του Θεού θα οδηγήσει κάποιον και σε μια σωστή θεώρηση του Λόγου Του. Επειδή ο Θεός είναι παντοδύναμος, παντογνώστης, και απολύτως τέλειος, ο Λόγος Του από τη φύση Του θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Τα ίδια εδάφια που αποδεικνύουν τη θεοπνευστία της Γραφής, αποδεικνύουν επίσης το αλάθητο και την αξιοπιστία της. Χωρίς αμφιβολία η Αγία Γραφή είναι αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι – ο αναμφισβήτητος, αξιόπιστος, Λόγος του Θεού στην ανθρωπότητα.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση

 



           Μιά κακή αντίληψη, που μέστεψε και θέριεψε απο μια κακή κατηχητική αγωγή, ακόμη και σήμερα κάνει πολλούς ορθόδοξους Χριστιανούς, μεταξύ αυτών και δασκάλους θεολόγους, να πιστεύουν και να λένε πως η Αγία Γραφή και η Παράδοση είναι δύο ισότιμες πηγές, περίπου σαν κώδικες, που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη ζωή της Εκκλησίας. Κοντά σ'αυτά κυριαρχούν κι αλλες παράδοξες απόψεις, έτσι ώστε να νομίζει κανείς πως οι κώδικες αυτοί έπεσαν απο τον ουρανό ή δόθηκαν ως κλειστές και τυποποιημένες εντολές, για να πορεύεται σωστά η Εκκλησία και ο κάθε Χριστιανός. Οι συγκεχυμένες αυτές απόψεις συντελούν πολύ εύκολα στην άλωση της εκκλησιαστικής συνείδησης απο κάθε διαβρωτική αίρεση. Άλλοτε η σιγουριά, που αισθάνονται αρκετοι βασισμένοι πάνω σ'αυτούς τους κώδικες, αποδεικνύεται πολύ εύθραστη με οποιαδήποτε αμφισβήτηση κύρους αυτών των πηγών απο επιστημονική και ιδεολογική πλευρά. Τότε χάνουν την ίδια την Εκκλησία απο τα μάτια τους.

           Εξάπαντος η κακή αυτή αντίληψη έχει την ιστορία και την αιτία της, και είναι πέρα για πέρα αντίθετη προς τη ζωή και την πράξη της πρώτης και της μετέπειτα Ορθόδοξης κοινότητας. Η Αγία Γραφή, ή με άλλα λόγια το σύνολο των κανονικών βιβλίων της Π. και της Κ. Διαθήκης (Ο κλειστός και απαρτισμένος κατάλογος των κανονικών βιβλίων τόσο της Π.Διαθήκης (49), όσο και τη Κ. Διαθήκης (27) έχει γίνει μέσα στην ιστορική κοινότητα ύστερα απο συζητήσεις και αποφάσεις. Όλες οι ενέργειες προϋπέθεταν και στηρίζοταν στη ζωντανή παραδοσιακή εμπειρία. Απο θεολογική άποψη πρέπει να δούμε ότι η Εκκλησία έκανε τον κανόνα και όχι ο κανόνας την Εκκλησία), και η Παράδοση δεν είναι δύο αναξάρτητα αντικείμενα ή δύο πηγές ή τέλος πάντων δυό φορείς που έρχονται απ'εξω και τοποθετούνται πάνω στην Εκκλησία, ρυθμίζοντας και οργανώνοντας τη ζωή της. Πρώτα πρώτα στην ιστορία της αρχέγονης και της μετέπειτα Εκκλησίας πουθενά δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τέτοιους εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή την Αγία Γραφή και την Παράδοση, που έρχονται να γράψουν την Εκκλησιαστική ιστορία.

Περί των επιστολών των Αποστόλων

 



     

      Πολλοί Χριστιανοί Διαμαρτυρόμενοι στη προσπάθεια τους να υποστηρίξουν το sola scriptura, κηρύττουν ότι τα 27 βιβλία της Κ.Δ. ήταν αποδεκτά στην αρχαία Εκκλησία εξαρχής. Φυσικά, ο καλοπροαίρετος ερευνητής αντιλαμβάνεται ότι η Κ.Δ. δεν είναι Κοράνι και ο ισχυρισμός του sola scriptura αποτελεί θεολογικό ατόπημα, ενώ ταυτόχρονα η έλλειψη συστηματικής διδασκαλίας και έρευνας πάνω σε θέματα Ιστορίας, δείχνει την προχειρότητα με την οποία προσεγγίζουν οι οπαδοί της Διαμαρτυρόμενης κίνησης, τις Ιερές Γραφές. Στο σημερινό άρθρο, θα επιλέξω απόσπασμα απο την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου Καισαρείας και θα ταξιδέψουμε μαζί στα εκκλησιαστικά εκείνα χρόνια. 

      «Του Πέτρου λοιπόν αναγνωρίζεται καθολικώς μία επιστολή, η λεγομένη πρώτη, ταύτην δε χρησιμοποιούν εις τα συγγράμματα των και οι παλαιοί πρεσβύτεροι ως αναμφισβήτητον· η δε φερομένη ως δευτέρα, αν και δεν την παρελάβομεν ως κανονικήν, όμως εις πολλούς εφάνη χρήσιμος και εκτιμάται όσον αι άλλαι γραφαί. Το βιβλίον όμως των λεγόμενων Πράξεων αυτού και το επ'ονόματι του φερόμενον ευαγγέλιον ως και το λεγόμενον κήρυγμα αυτού και η καλουμένη Αποκάλυψις αυτού, δεν γνωρίζομεν καθόλου να έχουν παραδοθή μεταξύ των καθολικών βιβλίων, καθ'όσον ούτε κανείς απο τους αρχαίους ούτε κανείς απο τους συγχρόνους μας εκκλησιαστικούς συγγραφείς εχρησιμοποίησε τα εξ αυτών μαρτυρίας. Εις την συνέχειαν της παρούσης Ιστορίας θα φροντίσω ώστε μαζί με τας διαδοχάς να υποδείξω τους κατά καιρούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς οι οποίοι χρησιμοποιούν εκ των αντιλεγομένων βιβλίων, και όσα λέγουν ούτοι περί των κανονικών και ομολογουμένων βιβλίων, καθώς και περί των μή κανονικών. Τόσα είναι τα επ'ονόματι του Πέτρου βιβλία, εκ των οποίων μίαν μόνον επιστολήν γνωρίζω ως γνησίαν και ως παραδεδεγμένην απο τους παλαιούς πρεσβυτέρους

      Του δε Παύλου αι δεκατέσσαρες επιστολαί είναι προδήλως και σαφώς ιδικαί του, αν και δεν είναι ορθόν να αγνοήσομεν ότι μερικοί απορρίπτουν την Προς Εβραίους, ισχυριζόμενοι ότι η Εκκλησία των Ρωμαίων αμφισβητεί ότι αυτή είναι του Παύλου. Τα περί αυτής λεχθέντα υπό των προγενεστέρων ημών θα παραθέσω εν καιρώ. Επίσης ούτε τας λεγομένας Πράξεις αυτού παρέλαβον ως αναμφισβητήτους. Επειδή δε ο ίδιος απόστολος εις τους χαιρετισμούς κατά το τέλος της προς Ρωμαίους επιστολής μνημονεύει μετά των άλλων και τον Ερμάν, εις τον οποίον λέγουν ότι ανήκει το βιβλίο του Ποιμένος, πρέπει να γνωρίζομεν ότι και τούτο απο μερικούς μέν αμφισβητείται και δεν τοποθετείται μεταξύ των παραδεδεγμένων, απο άλλους δε κρίνεται ωφελιμώτατον, δι' εκείνους μάλιστα οι οποίοι χρειάζονται στοιχειώδη διδασκαλίαν. Άλλωστε γνωρίζομεν ότι ήδη αναγινώσκεται δημοσία εις ωρισμένας Εκκλησίας και έχω ευρεί ότι χρησιμοποιείται απο μερικούς εκ των παλαιοτάτων συγγραφέων
      Ταύτα προς κατάδειξιν των αναμφισβητήτων και των μή παραδεδεγμένων απο όλους θείων συγγραμμάτων» (Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου Καισαρείας, ΕΠΕ, Α'τόμος, σελ. 247-249). Στον ίδιο τόμο και συγκεκριμένα στη σελίδα 311-313 διαβάζουμε τα εξής:«Φθάσαντες εις το σημείον τούτον, είναι εύλογον να ανακεφαλαιώσωμεν τα αναφερθέντα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Εν πρώτοις φυσικά πρέπει να ταχθή η αγία τετράκτυς του ευαγγελίου, τα οποία ακολουθεί το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων· μετ'αυτήν δε πρέπει να εγκρίνεται η λεγομένη πρώτη επιστολή του Ιωάννου και ομοίως η του Πέτρου. Εις το τέλος πρέπει να ταχθή, εάν φανή αρεστόν, η Αποκάλυψις του Ιωάννου, περί της οποίας θα εκθέσωμεν τα δέοντα εν καιρώ. Και αυτά μεν περιλαμβάνονται εις τα παραδεδεγμένα. Μεταξύ δε των αμφισβητουμένων, άλλα γνωρίζομένων υπό των πολλών, φέρεται η λεγομένη επιστολή του Ιακώβου και Ιούδα, η δευτέρα επιστολή Πέτρου και η δευτέρα και τρίτη Ιωάννου, είτε εις τον ευαγγελιστήν ανήκουν αυταί είτε εις ομώνυμον με εκείνον».

      Οι λάτρεις των αποστολικών χρόνων και αυτοί που επιδιώκουν να ταυτιστούν με τα χρόνια εκείνα, θα πρέπει να ξεχάσουν μερικές επιστολές, σύμφωνα με το ιστορικό απόσπασμα. Στη θέση τους δε, θα πρέπει να εισχωρήσουν άλλα βιβλία, όπως εκείνο του Ερμά, αν και όχι αποδεκτό απο όλους. Η Έκκλησία όμως έκλεισε τον Κανόνα τον Δ' αιώνα μ.Χ. και έτσι όρισε τα 27 βιβλία της Κ.Δ. Σύμφωνα με κάποιους προτεστάντες όμως, η Εκκλησία εκείνη τη περίοδο βρισκόταν σε αποστασία, οπότε, πώς μπορεί να επικυρωθεί ή να πιστοποιηθεί η απόφαση της αυτή; Πώς μπορεί ο αποστάτης να κηρύξει Θεοπνευστία; Πώς γίνεται ο ειδωλολάτρης να ορίζει τον Κανόνα της Κ.Δ. ;

«Η γαρ αγνοούντας διδάξομεν, ή κακουργούσιν ουκ επιτρέψομεν» 
Μέγας Βασίλειος 


Η Προς Εβραίους Επιστολή

 



      
        «Η Προς Εβραίους Επιστολή, η οποία αναλύει λεπτομερώς το αρχιερατικό έργο του Σωτήρα Χριστού, με αναφορά της στην ιουδαϊκή ιερωσύνη κάνει λόγο για την κατάργηση της με την εμφάνιση και τη λειτουργία της ιερωσύνης του Χριστού. Και τούτο δεν αποτελεί κάτι το αυθαίρετο και νεωτεριστικό. Προσωρινή ήταν η ισχύς της ιουδαϊκής ιερωσύνης, ώστε να μή μπορεί να συνεχίσει την ιστορία στη νέα φάση της. Και τούτο προβλέπεται και προλέγεται στην ιστορία της Π. Διαθήκης. Γιατί ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς  Σαλήμ, ιερέας του Θεού του υψίστου, προτυπώνει τον ίδιο τον Χριστό. Είδαμε ότι ο τύπος δεν νοείται δίχως το ουσιαστικό αντίκρισμα. Επομένως η συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ μετά τη νίκη του Αβραάμ εναντίον του βασιλιά Χοδολλογομόρ και τριών άλλων συμμάχων, έχει κατά την ερμηνεία του συγγραφέα της Προς Εβραίους Επιστολής το χαρακτήρα μιας Θεοφάνειας. Ο Αβραάμ ευλογείται από τον Μελχισεδέκ που είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος (ο Χριστός είναι αμήτωρ ως προαιώνιος Λόγος και απάτωρ ως σαρκωμένος), και υποχρεώνεται να δώσει κατά τα κατοπινά ισχύοντα για τους ιερείς της φυλής του Λευϊ το δέκατο από τα λάφυρα του. Ο Μελχισεδέκ ως βασιλιάς Σαλήμ και ιερέας πρόσφερε ψωμί και κρασί· μπροστά στον Αβραάμ, που είναι ο γενάρχης όλου του περιούσιου λαού και ακόμα των ιερέων της φυλής του Λευϊ, ο Μελχισεδέκ παρουσιάζεται ανώτερος βασιλιάς, ιερέας που ευλογεί, και παίρνει και το δέκατο από τα λάφυρα · έτσι ευλόγησε όχι μονάχα τον Αβραάμ, αλλά και τους δυνάμει λευίτες ιερείς που θα έβγαιναν από τον Αβραάμ. Επομένως, λέγει ο συγγραφέας της Προς Εβραίους Επιστολής, ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος από τους ιουδαίους ιερείς, πάνω από την ιουδαϊκή ιερωσύνη. Αυτός είναι ο Λόγος, άσαρκος στην Π. Διαθήκη και σαρκωμένος στην περίοδο της Εκκλησίας, και κατά τη ρήση του ψαλμωδού, «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».