Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015 Κυριακὴ Δ’ τῶν Νηστειῶν (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος)

 




Αποστολικό Ανάγνωσμα

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20
13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· 16 ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20
13 Εις δε τον Αβραάμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας μεγάλας υποσχέσεις, επειδή δεν είχε κανένα μεγαλύτερόν του-εφ' όσον αυτός είναι ο μόνος απειροτέλειος-δια να ορκισθή και να βεβαιώση έτσι κατά τον απόλυτον τρόπον τον Αβραάμ, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα τας εκπληρώση, ωρκίσθη στον εαυτόν του 14 λέγων· “αληθώς και βεβαίως θα σε ευλογήσω πλουσίως και θα αυξήσω εις πλήθος πολύ και αναρίθμητον τους απογόνους σου”. 15 Και έτσι ο Αβραάμ επίστευσεν στον Θεόν, επερίμενε με ακλόνητον αναμονήν, και επέτυχε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, (διότι αφ' ενός μεν απέκτησε υιόν εκ της Σαρρας, τον Ισαάκ, γενάρχην και αρχηγόν έθνους, εφ' ετέρου δε από την χώραν των πνευμάτων είδε την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, του ευλογημένου Σωτήρος των ανθρώπων). 16 Διότι οι άνθρωποι ορκίζονται συνήθως στον Θεόν, τον μεγαλύτερον από όλους, και δίδεται όρκος, δια να σταματήση κάθε αντιλογία μεταξύ των και δια να επιβεβαιωθούν επισήμως τα λεγόμενα. 17 Δι' αυτό και ο Θεός, επειδή ήθελε με μεγαλυτέραν βεβαιότητα να δείξη στους κληρονόμους των υποσχέσεών του το αμετάκλητον και αμετακίνητον της αποφάσεως του, συγκατέβη να χρησιμοποιήση ως μέσον επιβεβαιώσεως τον όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσίν του και τον όρκον του, εις τα οποία είναι εντελώς αδύνατον να ψευσθή ποτέ ο Θεός, να έχωμεν την βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσωμεν την ελπίδα, η οποία μας έχει προσφερθή. 19 Αυτήν δε την ελπίδα την έχομεν σαν άγκυραν της ψυχής ασφαλή και σταθεράν, η οποία εισέρχεται και μας κρατεί σταθερά ηνωμένους προς τον ουρανόν, τον οποίον ουρανόν εσυμβόλιζε το εκείθεν από το παραπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου τμήμα, τα Αγια των Αγίων. 20 Εις τον ουρανόν δε πρωτοπόρος χάρις ημών εισήλθεν ο Ιησούς, γενόμενος αρχιερεύς κατά τον τύπον του Μελχισεδεκ, όχι προσωρινός, αλλά αιώνιος.

Ευαγγέλιον


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31
17 Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 20 Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 22 Και πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 24 Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 25 Επειδή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί, επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις αυτόν”. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 28 Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 30 Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του αυτήν. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή.

 
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31
17 Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 20 Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 22 Και πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 24 Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 25 Επειδή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί, επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις αυτόν”. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 28 Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 30 Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του αυτήν. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΠΑΥΛΟΣ,Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Πραξεις Αποστολων

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9)

Η μεταστροφή του Παύλου στο Χριστό
1 Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ  2 ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς ῾Ιερουσαλήμ.  3 ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ,  4 καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις;  5 εἶπε δέ· τίς εἶ, κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ διώκεις·  6 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν.  7 οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες.  8 ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν.  9 καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν.  10 ῏Ην δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι ᾿Ανανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· ᾿Ανανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε·  11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ρύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ ᾿Ιούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται,  12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι ᾿Ανανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ.  13 ἀπεκρίθη δὲ ᾿Ανανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν ῾Ιερουσαλήμ·  14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου.  15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ·  16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν.  17 ᾿Απῆλθε δὲ ᾿Ανανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, ᾿Ιησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ῾Αγίου.  18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.  19 ᾿Εγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν ὄντων ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ἡμέρας τινάς,  1 Ο Σαύλος, λοιπόν, πνέοντας ακόμα μέσα του απειλή και φόνο για τους μαθητές του Κυρίου, προσήλθε στον αρχιερέα  2 και ζήτησε από αυτόν επιστολές για τη Δαμασκό προς τις συναγωγές, ώστε, αν βρει κάποιους που ήταν της Οδού, άντρες και γυναίκες, να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ.  3 Ενώ λοιπόν πορευόταν, πλησίαζε τη Δαμασκό και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό  4 και, αφού έπεσε στη γη, άκουσε φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με καταδιώκεις;»  5 Αυτός είπε τότε: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς που εσύ καταδιώκεις.  6 Αλλά σήκω και είσελθε στην πόλη και θα σου ειπωθεί ό,τι πρέπει να κάνεις».  7 Και οι άντρες που τον συνόδευαν είχαν σταθεί άφωνοι, επειδή αφενός άκουγαν τη φωνή, αφετέρου δεν έβλεπαν κανέναν.  8 Σηκώθηκε τότε ο Σαύλος από τη γη, και ενώ ήταν ανοιγμένα τα μάτια του, δεν έβλεπε τίποτα. χειραγωγώντας λοιπόν αυτόν, τον εισήγαγαν στη Δαμασκό.  9 Και ήταν τρεις ημέρες που δεν έβλεπε, και δεν έφαγε ούτε ήπιε.  10 Ήταν τότε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό με το όνομα Ανανίας, και ο Κύριος είπε προς αυτόν σε όραμα: «Ανανία». Εκείνος είπε: «Ιδού εγώ, Κύριε».  11 Και ο Κύριος είπε προς αυτόν: «Σήκω και πήγαινε στη στενή οδό που καλείται “Ευθεία” και ζήτησε στην οικία του Ιούδα έναν Ταρσέα με το όνομα Σαύλος. Γιατί ιδού, προσεύχεται  12 και είδε έναν άντρα σε όραμα, με το όνομα Ανανίας, που εισήλθε και επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια, για να ξαναδεί».  13 Αποκρίθηκε τότε ο Ανανίας: «Κύριε, άκουσα από πολλούς για τον άντρα αυτόν, πόσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ.  14 Και εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσοι επικαλούνται το όνομά σου».  15 Είπε όμως προς αυτόν ο Κύριος: «Πήγαινε, γιατί σκεύος εκλογής είναι αυτός για μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και σε βασιλιάδες και στους γιους Ισραήλ.  16 Γιατί εγώ θα του υποδείξω όσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου».  17 Έφυγε τότε ο Ανανίας και εισήλθε στην οικία και έθεσε πάνω του τα χέρια και είπε: «Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος με έχει αποστείλει, ο Ιησούς που σου φανερώθηκε στην οδό που ερχόσουν, για να ξαναδείς και να γεμίσεις Πνεύμα Άγιο».  18 Και αμέσως του έπεσαν από τα μάτια κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε και σηκώθηκε και βαφτίστηκε.  19 Και αφού έλαβε τροφή, ενισχύθηκε. 
Ο Σαύλος κηρύττει στη Δαμασκό
20 καὶ εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐκήρυσσε τὸν ᾿Ιησοῦν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.  21 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ πορθήσας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ ὧδε εἰς τοῦτο ἐλήλυθεν, ἵνα δεδεμένους αὐτοὺς ἀγάγῃ ἐπὶ τοὺς ἀρχιερεῖς;  22 Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς ᾿Ιουδαίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Δαμασκῷ, συμβιβάζων ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός.  20 Ήταν λοιπόν μαζί με τους μαθητές στη Δαμασκό μερικές ημέρες και αμέσως στις συναγωγές κήρυττε τον Ιησού, ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.  21 Έμεναν εκστατικοί τότε όλοι όσοι άκουγαν και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός εκείνος που κατάτρεξε στην Ιερουσαλήμ αυτούς που επικαλούνται το όνομα τούτο, και εδώ γι’ αυτό δεν έχει έρθει, για να τους οδηγήσει δεμένους στους αρχιερείς;»  22 Αλλά ο Σαύλος περισσότερο ενδυναμωνόταν και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδείχνοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός. 
Ο Σαύλος ξεφεύγει από τους Ιουδαίους
23 ὡς δὲ ἐπληροῦντο ἡμέραι ἱκαναί, συνεβουλεύσαντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀνελεῖν αὐτόν·  24 ἐγνώσθη δὲ τῷ Σαύλῳ ἡ ἐπιβουλὴ αὐτῶν. παρετήρουν τε τὰς πύλας ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ὅπως αὐτὸν ἀνέλωσι·  25 λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυρίδι.  23 Και καθώς συμπληρώνονταν αρκετές ημέρες, έκαναν συμβούλιο οι Ιουδαίοι και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.  24 Έγινε γνωστή όμως στον Παύλο η επιβουλή τους. Παρατηρούσαν τότε και τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον σκοτώσουν.  25 Αφού τον πήραν τότε νύχτα οι μαθητές, διαμέσου του τείχους τον κατέβασαν, χαμηλώνοντας αυτόν μέσα σ’ ένα μεγάλο καλάθι. 
Ο Σαύλος στην Ιερουσαλήμ.
26 Παραγενόμενος δὲ ὁ Σαῦλος εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἐπειρᾶτο κολλᾶσθαι τοῖς μαθηταῖς· καὶ πάντες ἐφοβοῦντο αὐτόν, μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητής.  27 Βαρνάβας δὲ ἐπιλαβόμενος αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τοὺς ἀποστόλους, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τὸν Κύριον καὶ ὅτι ἐλάλησεν αὐτῷ, καὶ πῶς ἐν Δαμασκῷ ἐπαρρησιάσατο ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ ᾿Ιησοῦ.  28 καὶ ἦν μετ᾿ αὐτῶν εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ παρρησιαζόμενος ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ,  29 ἐλάλει τε καὶ συνεζήτει πρὸς τοὺς ῾Ελληνιστάς· οἱ δὲ ἐπεχείρουν αὐτὸν ἀνελεῖν.  30 ἐπιγνόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ κατήγαγον αὐτὸν εἰς Καισάρειαν καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτὸν εἰς Ταρσόν.  31 Αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ Γαλιλαίας καὶ Σαμαρείας εἶχον εἰρήνην οἰκοδομούμεναι καὶ πορευόμεναι τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου, καὶ τῇ παρακλήσει τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐπληθύνοντο.  26 Και όταν ήρθε στη Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές, αλλά όλοι τον φοβούνταν, μην πιστεύοντας ότι είναι μαθητής.  27 Ο Βαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον οδήγησε προς τους αποστόλους και τους διηγήθηκε πώς κατά τη οδό είδε τον Κύριο και ότι Εκείνος του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό κήρυττε με παρρησία στο όνομα του Ιησού.  28 Και μαζί τους έμπαινε και έβγαινε στην Ιερουσαλήμ συνεχώς, μιλώντας με παρρησία στο όνομα του Κυρίου,  29 και μιλούσε και συζητούσε με τους Ελληνιστές, εκείνοι όμως επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν.  30 Επειδή λοιπόν το έμαθαν οι αδελφοί, τον κατέβασαν στην Καισάρεια και τον έστειλαν μακριά στην Ταρσό.  31 Πράγματι, λοιπόν, η εκκλησία σε όλη την Ιουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχε ειρήνη, ενώ οικοδομούνταν και πορευόταν με το φόβο του Κυρίου, και πλήθαινε με την ενθάρρυνση του Αγίου Πνεύματος. 
Η θεραπεία του Αινέα
32 ᾿Εγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν.  33 εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος.  34 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη.  35 καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον.  32 Συνέβηκε τότε, όταν ο Πέτρος περνούσε από όλα τα μέρη, να κατεβεί και προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα.  33 Βρήκε λοιπόν εκεί κάποιον άνθρωπο με το όνομα Αινέας, που από οχτώ έτη ήταν κατάκοιτος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο οποίος ήταν παράλυτος.  34 Και του είπε ο Πέτρος: «Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. σήκω και στρώσε για τον εαυτό σου». Και αμέσως σηκώθηκε.  35 Και τον είδαν όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Κύριο. 
Η ανάσταση της Δορκάδας
36 ᾿Εν ᾿Ιόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει.  37 ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ.  38 ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ ᾿Ιόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν.  39 ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς.  40 ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε.  41 δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν.  42 γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.  43 ᾿Εγένετο δὲ ἡμέρας ἱκανὰς μεῖναι αὐτὸν ἐν ᾿Ιόππῃ παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ.  36 Στην Ιόππη ήταν τότε κάποια μαθήτρια με το όνομα Ταβιθά, που διερμηνεύοντάς το λέγεται “Δορκάδα”. Αυτή ήταν πλήρης από έργα αγαθά και ελεημοσύνες που έκανε.  37 Συνέβηκε, τότε, κατά τις ημέρες εκείνες αυτή να ασθενήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την έθεσαν στο υπερώο.  38 Και επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στη Ιόππη, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος είναι σ’ αυτήν, απέστειλαν δύο άντρες προς αυτόν παρακαλώντας τον: «Μην αργήσεις να περάσεις ως εμάς».  39 Σηκώθηκε τότε ο Πέτρος και ήρθε μαζί τους. Όταν αυτός παρουσιάστηκε, τον ανέβασαν στο υπερώο και στάθηκαν κοντά του όλες οι χήρες κλαίγοντας και επιδείχνοντας χιτώνες και ρούχα, όσα έκανε όταν ήταν μαζί τους η Δορκάδα.  40 Αφού έβγαλε λοιπόν έξω όλους ο Πέτρος και έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε και στράφηκε πίσω προς το σώμα και είπε: «Ταβιθά, αναστήσου». Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και, όταν είδε τον Πέτρο, ανακάθισε.  41 Έδωσε τότε σ’ αυτήν το χέρι και τη σήκωσε. και αφού φώναξε τους αγίους και τις χήρες, την παρουσίασε ζωντανή.  42 Έγινε λοιπόν γνωστό σε όλη την Ιόππη και πίστεψαν πολλοί στον Κύριο.  43 Συνέβηκε τότε να μείνει αρκετές ημέρες στην Ιόππη στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη. 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟLH

1.1 Παῦλος, δοῦλος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς ἀπόστολος,   ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ 1.2 ὃ προεπηγγείλατο    διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις 1.3 περὶ τοῦ   υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα, 1.4 τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, 1.5 δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, 1.6 ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 1.7 πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν ῾Ρώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 1.8 Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. 1.9 μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι, 1.10 πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 1.11 ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς, ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι ὑμᾶς, 1.12 τοῦτο δέ ἐστι συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως  ὑμῶν τε καὶ ἐμοῦ. 1.13 οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοίὅτι πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν. 1.14 ῞Ελλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί· 1.15 οὕτω τὸ κατ᾿ εμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν ῾Ρώμῃ εὐαγγελίσασθαι. 1.16 οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι. 1.17 δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται. 1.18 ᾿Αποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων, 1.19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε,  1.20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους, 1.21  διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν,  καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 1.22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, 1.23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν. 1.24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, 1.25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 1.26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, 1.27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξευκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. 1.28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, 1.29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας, 1.30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, 1.31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας· 1.32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.
Κεφάλαιο 2
2.1 Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. 2.2 οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. 2.3 λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ; 2.4 ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει; 2.5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, 2.6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, 2.7 τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον, 2.8 τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς καὶ ὀργή· 2.9 θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, ᾿Ιουδαίου τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνος 2.10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· 2.11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 2.12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 2.13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 2.14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 2.15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων 2.16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 2.17 ῎Ιδε σὺ ᾿Ιουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, 2.18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου, 2.19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, 2.20 παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. 2.21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; 2.22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; 2.23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; 2.24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἡμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται. 2.25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. 2.26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; 2.27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου· 2.28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ ᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, 2.29 ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Κεφάλαιο 3
3.1 Τί οὖν τὸ περισσὸν τοῦ ᾿Ιουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς; 3.2 πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. 3.3 τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; 3.4 μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. 3.5 εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω. 3.6 μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον; 3.7 εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς κρίνομαι, 3.8 καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθὼς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικόν ἐστι. 3.9 Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· προῃτιασάμεθα γὰρ ᾿Ιουδαίους τε καὶ ῞Ελληνας πάντας ὑφ᾿ ἁμαρτίαν εἶναι, 3.10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς, 3.11 οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν· 3.12 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἐστιν ἕως ἑνός. 3.13 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· 3.14 ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει· 3.15 ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, 3.16 σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, 3.17 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. 3.18 οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 3.19 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ, 3.20 διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας. 3.21 Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, 3.22 δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γὰρ ἔστι διαστολή· 3.23 πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, 3.24 δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 3.25 ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων 3.26 ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως ᾿Ιησοῦ. 3.27 Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη· διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως. 3.28 λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου. 3.29 ἢ ᾿Ιουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, 3.30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεὸς ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως. 3.31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν.
Κεφάλαιο 4
4.1 Τί οὖν ἐροῦμεν ᾿Αβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα; 4.2 εἰ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ πρὸς τὸν Θεόν. 4.3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 4.4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα· 4.5 τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην, 4.6 καθάπερ καὶ Δαυῒδ λέγει τὸν μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων· 4.7 μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· 4.8 μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν. 4.9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν; λέγομεν  γὰρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ ᾿Αβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην. 4.10 πῶς οὖν ἐλογίσθη; ἐν περιτομῇ ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν περιτομῇ, ἀλλ᾿ ἐν ἀκροβυστίᾳ· 4.11 καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων δι᾿ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην, 4.12 καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Αβραάμ. 4.13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ ᾿Αβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διὰ δικαιοσύνης πίστεως. 4.14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· 4.15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις. 4.16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἀπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως ᾿Αβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν, 4.17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν  ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα· 4.18 ὃς παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου· 4.19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν μήτρας Σάρρας· 4.20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ  διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ᾿ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ 4.21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι. 4.22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 4.23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ. 4.24 ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι,  τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα ᾿Ιησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν, 4.25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν.
Κεφάλαιο 5
5.1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν θεὸν διὰ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ 5.2 δι΄ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν [τῇ πίστει] εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν͵ καὶ καυχώμεθα ἐπ΄ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ θεοῦ. 5.3 οὐ μόνον δέ͵ ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν͵ εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται͵ 5.4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν͵ ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα· 5.5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει͵ ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν͵ 5.6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν ἔτι κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν. 5.7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν· 5.8 συνίστησιν δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν. 5.9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι΄ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 5.10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ͵ πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ· 5.11 οὐ μόνον δέ͵ ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ θεῷ διὰ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ δι΄ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν. 5.12 Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι΄ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος͵ καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν͵ ἐφ΄ ᾧ πάντες ἥμαρτον 5.13 ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ͵ ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου· 5.14 ἀλλὰ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ͵ ὅς ἐστιν τύπος τοῦ μέλλοντος. 5.15 Ἀλλ΄ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα͵ οὕτως καὶ τὸ χάρισμα· εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι οἱ πολλοὶ ἀπέθανον͵ πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσεν. 5.16 καὶ οὐχ ὡς δι΄ ἑνὸς ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν γὰρ κρίμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα͵ τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα. 5.17 εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσεν διὰ τοῦ ἑνός͵ πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσιν διὰ τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ. 5.18 Ἄρα οὖν ὡς δι΄ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα͵ οὕτως καὶ δι΄ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς· 5.19 ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί͵ οὕτως καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί. 5.20 νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα· οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία͵ ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις͵ 5.21 ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ͵ οὕτως καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ κυρίου ἡμῶν.
Κεφάλαιο 6
6.1 Τί οὖν ἐροῦμεν; ἐπιμενοῦμεν τῇ ἁμαρτίᾳ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσῃ; 6.2 μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν αὐτῇ; 6.3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; 6.4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. 6.5 εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα, 6.6 τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· 6.7 ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. 6.8 εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, 6.9 εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. 6.10 ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ. 6.11 οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. 6.12 Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, 6.13 μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ. 6.14 ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν. 6.15 Τί οὖν; ἁμαρτήσομεν ὅτι οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν; μὴ γένοιτο. 6.16  οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε,  ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην; 6.17 Χάρις δὲ τῷ Θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς, 6.18 ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. 6.19 ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. 6.20 ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. 6.21 τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. 6.22 νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς  ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. 6.23 τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Κεφάλαιο 7
7.1 ῍Η ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ· ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; 7.2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. 7.3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ. 7.4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρω, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. 7.5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ  σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· 7.6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος. 7.7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτίᾳ; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 7.8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά. 7.9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, 7.10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον· 7.11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ διὰ αὐτῆς ἀπέκτεινεν. 7.12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. 7.13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς. 7.14 οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. 7.15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ. 7.16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός. 7.17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 7.18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· 7.19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. 7.20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. 7.21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· 7.22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, 7.23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 7.24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; 7.25 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.
Κεφάλαιο 8
8.1 Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. 8.2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. 8.3 τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, 8.4 ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα· 8.5 οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. 8.6 τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· 8.7 τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· 8.8 οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται. 8.9 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ. 8.10 εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. 8.11 εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος ᾿Ιησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν. 8.12 ῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· 8.13 εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε. 8.14 ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ. 8.15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας  πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. 8.16 αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ. 8.17 εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν. 8.18 Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς. 8.19 ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. 8.20 τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι 8.21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. 8.22 οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν· 8.23 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ  σώματος ἡμῶν. 8.24 τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; 8.25 εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα. 8.26 ῾Ωσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις· 8.27 ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων. 8.28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· 8.29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· 8.30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. 8.31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; 8.32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; 8.33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· 8.34 τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. 8.35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης  τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; 8.36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. 8.37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. 8.38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε 8.39 ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Κεφάλαιο 9
9.1 ᾿Αλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, 9.2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 9.3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, 9.4 οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 9.5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 9.6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ ᾿Ισραήλ, οὗτοι ᾿Ισραήλ, 9.7 οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα ᾿Αβραάμ, πάντες τέκνα, ἀλλ᾿ ἐν ᾿Ισαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα· 9.8 τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα. 9.9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 9.10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ ῾Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, ᾿Ισαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· 9.11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος. 9.12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, 9.13 καθὼς γέγραπται· τὸν ᾿Ιακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ ᾿Ησαῦ ἐμίσησα. 9.14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο. 9.15 τῷ γὰρ Μωῡσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω. 9.16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. 9.17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν μου, καὶ ὅπως  διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· 9.18  ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει. 9.19 ᾿Ερεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε; 9.20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; 9.21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν; 9.22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν; 9.23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, -ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν; 9.24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ ᾿Ιουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν, 9.25 ὡς καὶ ἐν τῷ ῾Ωσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην· 9.26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. 9.27 ῾Ησαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται· 9.28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς. 9.29 καὶ καθὼς προείρηκεν ῾Ησαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν. 9.30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως, 9.31 ᾿Ισραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε. 9.32 διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος, 9.33 καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
Κεφάλαιο 10
10.1 Ἀδελφοί͵ ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν θεὸν ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν. 10.2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον θεοῦ ἔχουσιν͵ ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν· 10.3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην͵ καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι͵ τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν· 10.4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. 10.5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ. 10.6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει͵ Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου͵ Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστιν Χριστὸν καταγαγεῖν· 10.7 ἤ͵ Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστιν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. 10.8 ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν͵ ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ΄ ἔστιν τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. 10.9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου κύριον Ἰησοῦν͵ καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν͵ σωθήσῃ· 10.10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην͵ στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 10.11 λέγει γὰρ ἡ γραφή͵ Πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ΄ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 10.12 οὐ γάρ ἐστιν διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος͵ ὁ γὰρ αὐτὸς κύριος πάντων͵ πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 10.13 Πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα κυρίου σωθήσεται. 10.14 Πῶς οὖν ἐπικαλέσωνται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσωσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσωσιν χωρὶς κηρύσσοντος; 10.15 πῶς δὲ κηρύξωσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσιν; καθὼς γέγραπται͵ Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων ἀγαθά. 10.16 Ἀλλ΄ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἠσαΐας γὰρ λέγει͵ Κύριε͵ τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 10.17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς͵ ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Χριστοῦ. 10.18 ἀλλὰ λέγω͵ μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε͵ Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν͵ καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. 10.19 ἀλλὰ λέγω͵ μὴ Ἰσραὴλ οὐκ ἔγνω; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει͵ Ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ΄ οὐκ ἔθνει͵ ἐπ΄ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. 10.20 Ἠσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει͵ Εὑρέθην [ἐν] τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν͵ ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν. 10.21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει͵ Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
Κεφάλαιο 11
11.1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. 11.2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω. ἢ οὐκ οἴδατε ἐν ᾿Ηλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ ᾿Ισραὴλ λέγων; 11.3 Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου. 11.4 ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ χρηματισμός; κατέλιπον ἐμαυτῷ ἑπτακισχιλίους ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῇ Βάαλ. 11.5 οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ᾿ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν. 11.6 εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον. 11.7 Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ ᾿Ισραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ ἐπωρώθησαν, 11.8 καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν, ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 11.9 καὶ Δαυῒδ λέγει· γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς 11.10 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διὰ παντὸς σύγκαψον. 11.11 Λέγω οὖν, μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσι; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν, εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς. 11.12 εἰ δὲ τὸ παράπτωμα αὐτῶν πλοῦτος κόσμου καὶ τὸ ἥττημα αὐτῶν πλοῦτος ἐθνῶν, πόσῳ μᾶλλον τὸ πλήρωμα αὐτῶν 11.13 ῾Υμῖν γὰρ λέγω τοῖς ἔθνεσιν. ἐφ᾿ ὅσον μέν εἰμι ἐγὼ ἐθνῶν ἀπόστολος, τὴν διακονίαν μου δοξάζω, 11.14 εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα καὶ σώσω τινὰς ἐξ αὐτῶν. 11.15 εἰ γὰρ ἡ ἀποβολὴ αὐτῶν καταλλαγὴ κόσμου, τίς ἡ πρόσληψις εἰ μὴ ζωὴ ἐκ νεκρῶν; 11.16 εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία, καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ ῥίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι. 11.17 Εἰ δέ τινες τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ ἀγριέλαιος ὢν ἐνεκεντρίσθης ἐν αὐτοῖς καὶ συγκοινωνὸς τῆς ῥίζης καὶ τῆς πιότητος τῆς ἐλαίας ἐγένου, 11.18 μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων· εἰ δὲ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ῥίζαν βαστάζεις, ἀλλ᾿ ἡ ῥίζα σέ. 11.19 ἐρεῖς οὖν· ἐξεκλάσθησαν οἱ κλάδοι,  ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ, 11.20 καλῶς· τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ τῇ πίστει ἕστηκας. μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ· 11.21 εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μή πως οὐδὲ σοῦ φείσεται. 11.22 ἴδε οὖν χρηστότητα καὶ ἀποτομίαν Θεοῦ, ἐπὶ μὲν τοὺς πεσόντας ἀποτομίαν, ἐπὶ δὲ σὲ χρηστότητα, ἐὰν ἐπιμείνης τῇ χρηστότητι· ἐπεὶ καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ. 11.23 καὶ ἐκεῖνοι δέ, ἐὰν μὴ ἐπιμείνωσι τῇ ἀπιστίᾳ, ἐγκεντρισθήσονται· δυνατὸς γὰρ ὁ Θεός ἐστι πάλιν ἐγκεντρίσαι αὐτούς. 11.24 εἰ γὰρ σὺ ἐκ τῆς κατὰ φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιον, πόσῳ μᾶλλον οὗτοι οἱ κατὰ φύσιν ἐγκεντρισθήσονται τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ; 11.25 Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ ᾿Ισραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, 11.26 καὶ οὕτω πᾶς ᾿Ισραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ῥυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ ᾿Ιακώβ· 11.27 καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν 11.28 κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας· 11.29 ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ· 11.30 ὥσπερ γὰρ καὶ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων ἀπειθείᾳ, 11.31 οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν, τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι· 11.32 συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ. 11.33 ῏Ω βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! 11.34 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο; 11.35 ἢ τίς προέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἀνταποδοθήσεται αὐτῷ; 11.36 ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα· αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Κεφάλαιο 12
12.1 Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς͵ ἀδελφοί͵ διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ θεοῦ͵ παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν εὐάρεστον τῷ θεῷ͵ τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν· 12.2 καὶ μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ͵ ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός͵ εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ͵ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον. 12.3 Λέγω γὰρ διὰ τῆς χάριτος τῆς δοθείσης μοι παντὶ τῷ ὄντι ἐν ὑμῖν μὴ ὑπερφρονεῖν παρ΄ ὃ δεῖ φρονεῖν͵ ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν͵ ἑκάστῳ ὡς ὁ θεὸς ἐμέρισεν μέτρον πίστεως. 12.4 καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι πολλὰ μέλη ἔχομεν͵ τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν͵ 12.5 οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ͵ τὸ δὲ καθ΄ εἷς ἀλλήλων μέλη. 12.6 ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα͵ εἴτε προφητείαν κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως͵ 12.7 εἴτε διακονίαν ἐν τῇ διακονίᾳ͵ εἴτε ὁ διδάσκων ἐν τῇ διδασκαλίᾳ͵ 12.8 εἴτε ὁ παρακαλῶν ἐν τῇ παρακλήσει͵ ὁ μεταδιδοὺς ἐν ἁπλότητι͵ ὁ προϊστάμενος ἐν σπουδῇ͵ ὁ ἐλεῶν ἐν ἱλαρότητι. 12.9 Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν͵ κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ· 12.10 τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι͵ τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι͵ 12.11 τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί͵ τῷ πνεύματι ζέοντες͵ τῷ κυρίῳ δουλεύοντες͵ 12.12 τῇ ἐλπίδι χαίροντες͵ τῇ θλίψει ὑπομένοντες͵ τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες͵ 12.13 ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες͵ τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. 12.14 εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας͵ εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε. 12.15 χαίρειν μετὰ χαιρόντων͵ κλαίειν μετὰ κλαιόντων. 12.16 τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες͵ μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι. μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ΄ ἑαυτοῖς. 12.17 μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντες· προνοούμενοι καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων· 12.18 εἰ δυνατόν͵ τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες· 12.19 μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες͵ ἀγαπητοί͵ ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ͵ γέγραπται γάρ͵ Ἐμοὶ ἐκδίκησις͵ ἐγὼ ἀνταποδώσω͵ λέγει κύριος. 12.20 ἀλλὰ ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου͵ ψώμιζε αὐτόν· ἐὰν διψᾷ͵ πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 12.21 μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ͵ ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν.
Κεφάλαιο 13
13.1 Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γὰρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ θεοῦ͵ αἱ δὲ οὖσαι ὑπὸ θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν· 13.2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν͵ οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήμψονται. 13.3 οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶν φόβος τῷ ἀγαθῷ ἔργῳ ἀλλὰ τῷ κακῷ. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει͵ καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· 13.4 θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς͵ φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν͵ ἔκδικος εἰς ὀργὴν τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. 13.5 διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι͵ οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργὴν ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. 13.6 διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε͵ λειτουργοὶ γὰρ θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. 13.7 ἀπόδοτε πᾶσιν τὰς ὀφειλάς͵ τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον͵ τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος͵ τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον͵ τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν. 13.8 Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε͵ εἰ μὴ τὸ ἀλλήλους ἀγαπᾶν· ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκεν. 13.9 τὸ γὰρ Οὐ μοιχεύσεις͵ Οὐ φονεύσεις͵ Οὐ κλέψεις͵ Οὐκ ἐπιθυμήσεις͵ καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή͵ ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται͵ [ἐν τῷ] Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 13.10 ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη. 13.11 Καὶ τοῦτο εἰδότες τὸν καιρόν͵ ὅτι ὥρα ἤδη ὑμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι͵ νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. 13.12 ἡ νὺξ προέκοψεν͵ ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους͵ ἐνδυσώμεθα δὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13.13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν͵ μὴ κώμοις καὶ μέθαις͵ μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις͵ μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ· 13.14 ἀλλὰ ἐνδύσασθε τὸν κύριον Ἰησοῦν Χριστόν͵ καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.
Κεφάλαιο 14
14.1 Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε͵ μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. 14.2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα͵ ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. 14.3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω͵ ὁ δὲ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω͵ ὁ θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. 14.4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ͵ δυνατεῖ γὰρ ὁ κύριος στῆσαι αὐτόν. 14.5 ὃς μὲν [γὰρ] κρίνει ἡμέραν παρ΄ ἡμέραν͵ ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν· ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοῒ πληροφορείσθω. 14.6 ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν κυρίῳ φρονεῖ· καὶ ὁ ἐσθίων κυρίῳ ἐσθίει͵ εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων κυρίῳ οὐκ ἐσθίει͵ καὶ εὐχαριστεῖ τῷ θεῷ. 14.7 οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ͵ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει· 14.8 ἐάν τε γὰρ ζῶμεν͵ τῷ κυρίῳ ζῶμεν͵ ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν͵ τῷ κυρίῳ ἀποθνῄσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν͵ τοῦ κυρίου ἐσμέν. 14.9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς ἀπέθανεν καὶ ἔζησεν ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ. 14.10 σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ θεοῦ· 14.11 γέγραπται γάρ͵ Ζῶ ἐγώ͵ λέγει κύριος͵ ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ͵ καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ θεῷ. 14.12 ἄρα [οὖν] ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ θεῷ. 14.13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν· ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον͵ τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον. 14.14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι΄ ἑαυτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι͵ ἐκείνῳ κοινόν. 14.15 εἰ γὰρ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται͵ οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανεν. 14.16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν. 14.17 οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις͵ ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν πνεύματι ἁγίῳ· 14.18 ὁ γὰρ ἐν τούτῳ δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις. 14.19 ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους· 14.20 μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ θεοῦ. πάντα μὲν καθαρά͵ ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι. 14.21 καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει. 14.22 σὺ πίστιν [ἣν] ἔχεις κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. μακάριος ὁ μὴ κρίνων ἑαυτὸν ἐν ᾧ δοκιμάζει· 14.23 ὁ δὲ διακρινόμενος ἐὰν φάγῃ κατακέκριται͵ ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως· πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστίν.
Κεφάλαιο 15
15.1 Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν͵ καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. 15.2 ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν· 15.3 καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν· ἀλλὰ καθὼς γέγραπται͵ Οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσαν ἐπ΄ ἐμέ. 15.4 ὅσα γὰρ προεγράφη͵ εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν ἐγράφη͵ ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ διὰ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν. 15.5 ὁ δὲ θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν͵ 15.6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν θεὸν καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 15.7 Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους͵ καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς͵ εἰς δόξαν τοῦ θεοῦ. 15.8 λέγω γὰρ Χριστὸν διάκονον γεγενῆσθαι περιτομῆς ὑπὲρ ἀληθείας θεοῦ͵ εἰς τὸ βεβαιῶσαι τὰς ἐπαγγελίας τῶν πατέρων͵ 15.9 τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν θεόν· καθὼς γέγραπται͵ Διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσιν͵ καὶ τῷ ὀνοματί σου ψαλῶ. 15.10 καὶ πάλιν λέγει͵ Εὐφράνθητε͵ ἔθνη͵ μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. 15.11 καὶ πάλιν͵ Αἰνεῖτε͵ πάντα τὰ ἔθνη͵ τὸν κύριον͵ καὶ ἐπαινεσάτωσαν αὐτὸν πάντες οἱ λαοί. 15.12 καὶ πάλιν Ἠσαΐας λέγει͵ Ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί͵ καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ΄ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν. 15.13 ὁ δὲ θεὸς τῆς ἐλπίδος πληρώσαι ὑμᾶς πάσης χαρᾶς καὶ εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν͵ εἰς τὸ περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει πνεύματος ἁγίου. 15.14 Πέπεισμαι δέ͵ ἀδελφοί μου͵ καὶ αὐτὸς ἐγὼ περὶ ὑμῶν͵ ὅτι καὶ αὐτοὶ μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης͵ πεπληρωμένοι πάσης [τῆς] γνώσεως͵ δυνάμενοι καὶ ἀλλήλους νουθετεῖν. 15.15 τολμηρότερον δὲ ἔγραψα ὑμῖν ἀπὸ μέρους͵ ὡς ἐπαναμιμνῄσκων ὑμᾶς διὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπὸ τοῦ θεοῦ 15.16 εἰς τὸ εἶναί με λειτουργὸν Χριστοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ ἔθνη͵ ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ͵ ἵνα γένηται ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν εὐπρόσδεκτος͵ ἡγιασμένη ἐν πνεύματι ἁγίῳ. 15.17 ἔχω οὖν [τὴν] καύχησιν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τὰ πρὸς τὸν θεόν· 15.18 οὐ γὰρ τολμήσω τι λαλεῖν ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι΄ ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν͵ λόγῳ καὶ ἔργῳ͵ 15.19 ἐν δυνάμει σημείων καὶ τεράτων͵ ἐν δυνάμει πνεύματος· ὥστε με ἀπὸ Ἰερουσαλὴμ καὶ κύκλῳ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ͵ 15.20 οὕτως δὲ φιλοτιμούμενον εὐαγγελίζεσθαι οὐχ ὅπου ὠνομάσθη Χριστός͵ ἵνα μὴ ἐπ΄ ἀλλότριον θεμέλιον οἰκοδομῶ͵ 15.21 ἀλλὰ καθὼς γέγραπται͵ Οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ ὄψονται͵ καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασιν συνήσουσιν. 15.22 Διὸ καὶ ἐνεκοπτόμην τὰ πολλὰ τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς· 15.23 νυνὶ δὲ μηκέτι τόπον ἔχων ἐν τοῖς κλίμασι τούτοις͵ ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν͵ 15.24 ὡς ἂν πορεύωμαι εἰς τὴν Σπανίαν· ἐλπίζω γὰρ διαπορευόμενος θεάσασθαι ὑμᾶς καὶ ὑφ΄ ὑμῶν προπεμφθῆναι ἐκεῖ ἐὰν ὑμῶν πρῶτον ἀπὸ μέρους ἐμπλησθῶ 15.25 νυνὶ δὲ πορεύομαι εἰς Ἰερουσαλὴμ διακονῶν τοῖς ἁγίοις. 15.26 ηὐδόκησαν γὰρ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι εἰς τοὺς πτωχοὺς τῶν ἁγίων τῶν ἐν Ἰερουσαλήμ. 15.27 ηὐδόκησαν γάρ͵ καὶ ὀφειλέται εἰσὶν αὐτῶν· εἰ γὰρ τοῖς πνευματικοῖς αὐτῶν ἐκοινώνησαν τὰ ἔθνη͵ ὀφείλουσιν καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς λειτουργῆσαι αὐτοῖς. 15.28 τοῦτο οὖν ἐπιτελέσας͵ καὶ σφραγισάμενος αὐτοῖς τὸν καρπὸν τοῦτον͵ ἀπελεύσομαι δι΄ ὑμῶν εἰς Σπανίαν· 15.29 οἶδα δὲ ὅτι ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς ἐν πληρώματι εὐλογίας Χριστοῦ ἐλεύσομαι. 15.30 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς[͵ ἀδελφοί͵] διὰ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς ἀγάπης τοῦ πνεύματος͵ συναγωνίσασθαί μοι ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν θεόν͵ 15.31 ἵνα ῥυσθῶ ἀπὸ τῶν ἀπειθούντων ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἡ διακονία μου ἡ εἰς Ἰερουσαλὴμ εὐπρόσδεκτος τοῖς ἁγίοις γένηται͵ 15.32 ἵνα ἐν χαρᾷ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς διὰ θελήματος θεοῦ συναναπαύσωμαι ὑμῖν. 15.33 ὁ δὲ θεὸς τῆς εἰρήνης μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
Κεφάλαιο 16
 16.1 Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, 16.2 ἵνα αὐτὴν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων καὶ παραστῆτε αὐτῇ ἐν ᾧ ἂν ὑμῶν χρῄζῃ πράγματι· καὶ γὰρ αὕτη προστάτις πολλῶν ἐγεννήθη καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ. 16.3 ᾿Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ ᾿Ακύλαν τοὺς συνεργοὺς μου ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ 16.4 οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν, οἷς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν, καὶ τὴν κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν. 16.5 ἀσπάσασθε ᾿Επαίνετον τὸν ἀγαπητόν μου, ὅς ἐστιν ἀπαρχὴ τῆς ᾿Αχαΐας εἰς Χριστόν. 16.6 ἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς, 16.7 ἀσπάσασθε ᾿Ανδρόνικον καὶ ᾿Ιουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ. 16.8 ἀσπάσασθε ᾿Αμπλίαν τὸν ἀγαπητόν μου ἐν Κυρίῳ. 16.9 ἀσπάσασθε Οὐρβανὸν τὸν συνεργὸν ἡμῶν ἐν Χριστῷ καὶ Στάχυν τὸν ἀγαπητόν μου. 16.10 ἀσπάσασθε ᾿Απελλῆν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ. ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν ᾿Αριστοβούλου. 16.11 ἀσπάσασθε ῾Ηρῳδίωνα τὸν συγγενῆ μου. ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν Ναρκίσσου τοὺς ὄντας ἐν Κυρίῳ. 16.12 ἀσπάσασθε Τρύφαιναν καὶ Τρυφῶσαν τὰς κοπιώσας ἐν Κυρίῳ. ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν Κυρίῳ. 16.13 ἀσπάσασθε ῾Ροῦφον τὸν ἐκλεκτὸν ἐν Κυρίῳ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἐμοῦ. 16.14 ἀσπάσασθε ᾿Ασύγκριτον, Φλέγοντα, ῾Ερμᾶν, Πατρόβαν, ῾Ερμῆν καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς ἀδελφούς. 16.15 ἀσπάσασθε Φιλόλογον καὶ ᾿Ιουλίαν, Νηρέα καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ, καὶ ᾿Ολυμπᾶν καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς πάντας ἁγίους. 16.16 ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήμαι ἁγίῳ. ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ. 16.17 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ᾿ αὐτῶν· 16.18 οἱ γὰρ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας καὶ εὐλογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων· 16.19 ἡ γὰρ ὑμῶν ὑπακοὴ εἰς πάντας ἀφίκετο. χαίρω οὖν τὸ ἐφ᾿ ὑμῖν· θέλω δὲ ὑμᾶς σοφοὺς μέν εἶναι εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀκεραίους δὲ εἰς τὸ κακόν. 16.20 ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν. 16.21  ᾿Ασπάζονται ὑμᾶς Τιμόθεος ὁ συνεργός μου, καὶ Λούκιος καὶ ᾿Ιάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ συγγενεῖς μου. 16.22 ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ. 16.23 ἀσπάζεται ὑμᾶς Γάῑος ὁ ξένος μου καὶ τῆς ἐκκλησίας ὅλης. ἀσπάζεται ὑμᾶς ῎Εραστος ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως καὶ Κούαρτος ὁ ἀδελφός.  16.24 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ  πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

AΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ Καθηγητού Βλασίου Ιω. Φειδά



Η έννοια της αποστολικής διαδοχής συνδέεται άρρηκτα με την αυτονόητη προοπτική της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους στη συνέχεια του αποστολικού έργου, ενώ η χειροτονία υπήρξε ο μόνος τρόπος για την παραχώρηση εξουσιών από τους αποστόλους σε δοκιμασμένους συνεργούς τους για τη διασφάλιση όχι μόνο της ευρύτερης κατανομής αρμοδιοτήτων εν τόπω, αλλά και της αδιάκοπης συνέχειας της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής εν χρόνω. Εντούτοις, ενώ η ανάπτυξη του αποστολικού έργου εν τόπω καλύφθηκε εξ αρχής με τη χειροτονία από τους αποστόλους του τοπικού ιερατείου (επισκόπων και διακόνων η πρεσβυτέρων), όπως μαρτυρείται στην αποστολική γραμματεία, η κατοχύρωση της αδιάκοπης συνέχειας της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής εν χρόνω, δηλαδή η αντιμετώπιση του ζητήματος της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους, δεν ήταν κατά την αποστολική περίοδο μία άμεση η πιεστική ανάγκη, γι' αυτό και οι σχετικές μαρτυρίες είνε περιστασιακές και οπωσδήποτε ασαφείς, ιδιαίτερα μετά τη συστηματική αμφισβήτησή τους από την προτεσταντική θεολογία. Υπό την έννοια αυτή, η σχέση χειροτονίας και αποστολικής διαδοχής είναι η μόνη ασφαλής οδός για μία συστηματική προσέγγιση του κρισίμου ζητήματος είναι οι σχετικές μαρτυρίες, οι οποίες υπάρχουν στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, αφ' ενός μεν γιατί σε αυτές έχουν επικεντρωθή οι κύριες θεολογικές διαφωνίες, αφ' ετέρου δε γιατί αυτές παρέχουν τη δυνατότητα κριτικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των σημαντικών μαρτυριών της γραμματείας της πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), οι οποίες παρουσιάζουν εντυπωσιακή συγγένεια πνεύματος και ορολογίας προς τις μαρτυρίες των παυλείων επιστολών. Συνεπώς, τα κρίσιμα ερωτήματα είναι: Ποιός χειροτονεί, Ποιόν χειροτονεί και ποιό λειτούργημα αναλαμβάνει ο χειροτονούμενος στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής;

1. Χάρισμα και ιερωσύνη
Η αποστολική διαδοχή αναφέρεται στην αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και εκφράζεται αποκλειστικά με τη μεταβίβαση της εξουσίας του Χριστού από τους αποστόλους στους διαδόχους τους, η οποία προσδιορίζει και τη σχέση τους προς το τοπικό ιερατείο, όπως αυτό μαρτυρείται στην αποστολική και τη μεταποστολική εποχή. Η αμφισβήτηση από τον Α.v. Harnack όπως επίσης και από την ιστορική σχολή της προτεσταντικής θεολογίας, της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας για την αποστολική διαδοχή στηρίχθηκε αφ' ενός μεν στον πλασματικό διαχωρισμό μιας οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων (απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, ευαγγελιστές κ.λπ.) από την τάξη του τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι, πρεσβύτεροι), αφ' ετέρου δε στην αυθαίρετη απόρριψη της αδιάκοπης συνέχειας της εξουσίας των αποστόλων στους διαδόχους τους επισκόπους, όπως αυτή μαρτυρείται κατά τις αρχές του Β αιώνα στις επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας. Πράγματι, ο A.v. Harnack υποστήριξε την υπεροχή της οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων έναντι του τοπικού ιερατείου επί τη βάσει του χωρίου της προς Εφεσίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, κατά το οποίο «και αυτός (=Ιησούς Χριστός) έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4, 10-12). Έτσι, συνέδεσε αυθαίρετα τους μεν «αποστόλους», «προφήτας» και «ευαγγελιστάς» με την υπερέχουσα οικουμενική τάξη των χαρισματούχων, τους δε «ποιμένας και διδασκάλους» με το τοπικό ιερατείο. Απέκλεισε έτσι κάθε έννοια διαδοχής στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής με ανάλογη χρησιμοποίηση και των σχετικών μαρτυριών της Διδαχής περί της τάξεως των περιοδευτών «προφητών».
Βασική επιδίωξη του πλασματικού αυτού διαχωρισμού από την προτεσταντική θεολογία της οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από το τοπικό ιερατείο ήταν η απόρριψη της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί της αδιακόπου αποστολικής διαδοχής στους επισκόπους της Εκκλησίας, αφού οι επίσκοποι των επιστολών του Ιγνατίου δεν μπορούν να αναζητηθούν ούτε στην τάξη των χαρισματούχων, η οποία αποσυνδέεται από το ιερατείο, ούτε στο τοπικό ιερατείο (επισκόπους η πρεσβυτέρους), το οποίο δεν ήταν φορέας της επισκοπικής εξουσίας. Το γεγονός ότι οι τίτλοι «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος» δεν δηλώνουν στην καινοδιαθηκική γραμματεία του φορέα της επισκοπικής εξουσίας στα πλαίσια της αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαία την αναζήτησή του σε κάποια από τις εξέχουσες τάξεις, οι οποίες συμμετείχαν στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής τόσο κατά την αποστολική, όσο και κατά την πρώιμη μεταποστολική εποχή. Σε ειδική μελέτη υποστηρίξαμε ότι η τάξη των προφητών κατείχε πράγματι κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο εξέχουσα θέση στη συνέχιση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής, αφού στελεχωνόταν από τους εκλεκτούς μαθητές και συνεργούς των αποστόλων, για να συνεχίσουν το έργο τους, όπως συνάγεται και από την ορθή ερμηνεία των σχετικών μαρτυριών όχι μόνο της Διδαχής, αλλά και της όλης γραμματείας της μεταποστολικής εποχής (βλ. Ι. Φειδά, Το πολίτευμα της Εκκλησίας και η Τάξις των Προφητών, Αθήναι 1984).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο απόστολος Παύλος ο οποίος συμπεριλαμβάνεται από τον μαθητή και συνεργό του ευαγγελιστή Λουκά στην τάξη των Προφητών της Εκκλησία της Αντιοχείας (Πραξ. 13, 1-3), κατατάσσει πάντοτε την τάξη των προφητών αμέσως μετά τους αποστόλους τόσο στο χωρίο της προς Εφεσίους Επιστολής (4, 10-12), όσο και στο περίφημο χωρίο της Α πρός Κορινθίους επιστολής του: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μη πάντες απόστολοι, μη πάντες προφήται, μη πάντες διδάσκαλοι, μη πάντες δυνάμεις, μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων, μη πάντες γλώσσαις λαλούσι, μη πάντες διερμηνεύουσι. Ζηλούτε ουν τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α Κορ. 12, 28-31). Η σημαντική αυτή μαρτυρία καθιστά σαφές ότι: α) τα ιεραρχικώς προτασσόμενα χωρίσματα (απόστολοι, προφήται, διδάσκαλοι) ήσαν «τα χαρίσματα τα κρείττονα», τα οποία δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν προς τα ελεύθερα η παροδικά χαρίσματα των απλών πιστών, β) οι φορείς των «κρειττόνων χαρισμάτων» είναι συγκεκριμένες τάξεις με μόνιμη αφιέρωση στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, αφού ο,τι «ο Θεός θέτει εν τη Εκκλησία» είναι μόνιμο λειτούργημα στη ζωή της Εκκλησίας, όπως η τάξη των αποστόλων, γ) η τάξη των προφητών ανήγε το λειτούργημα στον Θεό, όπως και η τάξη των αποστόλων, γι' αυτό και η εξέχουσα θέση της προσδιορίζεται κατ' αναφοράν προς τους αποστόλους και όχι βεβαίως προς την τοπική Εκκλησία, και δ) η τάξη των προφητών αναδεικνύεται τόσο στην αποστολική, όσο και στην πρώιμη μεταποστολική εποχή ως η σημαντικότερη τάξη της Εκκλησίας μετά τους αποστόλους.
Υπό την έννοια αυτή, ο εισαγόμενος από τον A.v. Harnack και την προτεσταντική θεολογία κάθετος χωρισμός χαρίσματος και ιερωσύνης είναι αυθαίρετο θεολογικό πλάσμα, το οποίο δεν μπορεί να ανεύρη πειστικά ερείσματα στην καινοδιαθηκική και στη μεταποστολική γραμματεία. Έτσι, ο R. Bultman (Theology of the N.T., 2, 103) αποκρούει ως αβάσιμη τη θεωρία του A. v. Harnack για τον διαχωρισμό της οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από το τοπικό ιερατείο και υποστηρίζει όχι μόνο την ισοβιότητα του λειτουργήματος όσων ανήκαν στην τάξη των προφητών, αλλά και την εξέλιξή τους σε φορείς εξέχουσας εξουσίας κατά την άσκηση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής. Ποίοι όμως ανήκαν στην τάξη των προφητών; Είναι προφανές ότι στην τάξη αυτή ανήκαν οι μαθητές και συνεργοί των αποστόλων, αφού, οι προφήτες, όπως και οι συνεργοί των αποστόλων, μπορούσαν να ευαγγελίζονται, κατ' εντολήν των αποστόλων, τον λόγο του Θεού χωρίς τοπική δέσμευση (Πραξ. 13, 1 κ.εξ.), να επισκοπούν και να στηρίζουν τις τοπικές εκκλησίες (Πραξ. 15, 36), να εκπροσωπούν τους αποστόλους και να κοινοποιούν αποστολικές αποφάσεις στις τοπικές Εκκλησίες (Πραξ. 15, 22, 32), να χειροτονούν, όπως και οι απόστολοι, επισκόπους και διακόνους στις τοπικές εκκλησίες (Πραξ. 14, 23) κ.α. Η σχέση όμως των προφητών προς τους συνεργούς των αποστόλων, καίτοι επιβεβαιώνεται στην καινοδιαθηκική και την πρώιμη μεταποστολική γραμματεία (Διδαχή), εν τούτοις καθιστά αναγκαία την περιγραφή αφ' ενός μεν της ιδιαίτερης έννοιας του τίτλου των προφητών έναντι του τίτλου των αποστόλων, αφ' ετέρου δε του τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην τάξη των προφητών.

2. Αποστολική λειτουργία της επισκοπής και αποστολική χειροτονία
Κοινός τόπος της όλης γραμματείας της αποστολικής και της μεταποστολικής εποχής για την ένταξη τόσο των φορέων των {κρειττόνων χαρισμάτων} συνεργών των αποστόλων (προφητών, διδασκάλων κ.λπ.), όσο και του τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι η πρεσβύτεροι) στην αυτοδύναμη άσκηση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής ήταν η χειροτονία τους από τους αποστόλους μετά από μία σχετική περίοδο δοκιμασίας σε διάφορους τομείς του αποστολικού έργου, η οποία ήταν σύντομη για το τοπικό ιερατείο και πολύ εκτενής για τους συνεργούς των αποστόλων, αναλόγως και προς τα προσωπικά τους χαρίσματα. Είναι όμως ευνόητον ότι η χειροτονία των αποστόλων συνδεόταν απολύτως με το ανατιθέμενο έργο, το οποίο προσδιόριζε και το περιεχόμενο η το επίπεδο της αποδιδομένης αυθεντίας σε κάθε συγκεκριμένη τάξη. ’λλη δηλαδή ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων για το τοπικό ιερατείο και άλλη η αυθεντία των χειροτονουμένων για την άσκηση του αποστολικού έργου, όπως άλλη ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων επισκόπων και διακόνων στο τοπικό ιερατείο. Έτσι, η χειροτονία των στενών συνεργατών των αποστόλων, η οποία αναφερόταν στην οικουμενική προοπτική του αποστολικού έργου, συνδεόταν άρρηκτα με αυτό και παρείχε ανάλογη αυθεντία προς την αυθεντία των αποστόλων.
Είναι λοιπόν επίσης προφανές ότι, ενώ όλοι καθίσταντο με αποστολική χειροτονία στις διάφορες τάξεις της ποικίλης διακονίας του αποστολικού έργου, εντούτοις υπήρχε σαφής ιεράρχηση αυθεντίας και αξίας στις διάφορες τάξεις των χειροτονουμένων, ιδιαίτερα μεταξύ των καθισταμένων στα «κρείττονα χαρίσματα» και των καθισταμένων στο τοπικό ιερατείο επισκόπων και διακόνων η πρεσβυτέρων. Η ειδοποιός όμως διαφορά μεταξύ τους σε επίπεδο αξίας και αυθεντίας, καίτοι απέρρεε από την ιδιαιτερότητα της αποστολικής χειροτονίας, εκφράζεται σαφέστερα ήδη και κατά την αποστολική εποχή με την υπερέχουσα αυθεντία των χειροτονημένων από τους αποστόλους συνεργούς τους στην άσκηση του δικαίου των χειροτονιών. Πράγματι, το τοπικό ιερατείο (επίσκοποι και διάκονοι), καίτοι είχε λάβει αποστολική χειροτονία, δεν είχε λάβει και την αυθεντία να χειροτονή κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως επιβεβαιώνεται από όλη την αποστολική γραμματεία. Αντιθέτως, όσοι από τους συνεργούς των αποστόλων στο αποστολικό έργο είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, αυτοί είχαν την αυθεντία να χειροτονούν κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως και οι απόστολοι, καίτοι, εφ' όσον ζούσαν οι απόστολοι, ασκούσαν την εξουσία αυτή μόνο κατ' εντολήν των αποστόλων.
Χαρακτηριστικοί τύποι της υπερέχουσας αυθεντίας των χειροτονημένων συνεργών των αποστόλων στην καινοδιαθηκική γραμματεία είναι οι μαθηταί του αποστόλου Παύλου Τιμόθεος και Τίτος, οι οποίοι ανήκαν στον στενώτερο κύκλο των εμπίστων συνεργατών του αποστόλου των εθνών, όπως φαίνεται και από το περιεχόμενο των επιστολών του προς αυτούς, και είχαν την εξουσία να επιλέγουν και να χειροτονούν το τοπικό ιερατείο μετά από την κατάλληλη δοκιμασία των χειροτονουμένων (Α Τιμ., 3, 1-13. 5, 22. Β Τιμ. 4, 9-11. Τιτ. 1,5-9.3, 12-14). Η εξαιρετική αυτή αυθεντία των δύο συνεργών, όπως και πολλών άλλων συνεργών του αποστόλου των εθνών, να χειροτονούν το τοπικό ιερατείο (επισκόπους και διακόνους) απέρρεε όχι βεβαίως μόνο από την εμπιστοσύνη η την εντολή του αποστόλου προς αυτούς, αλλά κυρίως από την αποστολική χειροτονία για την ένταξή τους στην υπεύθυνη άσκηση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής. Υπό την έννοια αυτή, ο απόστολος Παύλος συνδέει το μέγεθος της αποστολής του Τιμοθέου με τη χειροτονία του: «Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε. Μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστών εν λόγω εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία. Έως έρχομαι πρόσεχε η αναγνώσει, τη παρακλήσει, τη διδασκαλία. Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου...» (Α Τιμ. 4, 11-14). Υπό το αυτό πνεύμα συνδέεται προς την αποστολική χειροτονία και η επανάληψη της προτροπής του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο: «Υπόμνησιν λαμβάνων της εν σοι ανυποκρίτου πίστεως..., δι' ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου...» (Β Τιμ. 1,5-6).
Οι μαρτυρίες αυτές έχουν απόλυτη αξία για την ορθή ερμηνεία της άρρηκτης σχέσεως όχι μόνο της χειροτονίας προς την αποστολική διαδοχή, αλλά και των {κρειττόνων χαρισμάτων} προς τη χειροτονία των διαδόχων των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, γι' αυτό και η προτεσταντική Θεολογία αμφισβήτησε όχι μόνο την παύλεια προέλευση των αποστολικών αυτών επιστολών, αλλά και αυτή ακόμη τη χρονολόγησή τους στην αποστολική εποχή. Αντιθέτως, η εκκλησιαστική συνείδηση της μεταποστολικής εποχής είδε πάντοτε στις αποστολικές αυτές επιστολές τις υποθήκες του αποστόλου των εθνών προς τους συνεργούς και διαδόχους του στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, ενώ το περιεχόμενο των σχετικών με τη χειροτονία μαρτυριών επιβεβαιώνει την αποστολική τους προέλευση. Πράγματι, η περιγραφή του τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής με την «επίθεσιν των χειρών» των αποστόλων (χειροτονία), μετά την αναγκαία δοκιμασία, είναι ο μόνος τρόπος μεταβιβάσεως εξουσιών από τους αποστόλους σε όσους επιλέγοντο να υπηρετήσουν το αποστολικό έργο όχι μόνο σε τοπική (τοπικό ιερατείο), αλλά και σε οικουμενική προοπτική (φορείς των κρειττόνων χαρισμάτων). ’λλωστε, η εξ αρχής επιφυλακτική στάση του αποστόλου Παύλου έναντι της παροδικής εκδηλώσεως των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστών, όπως συνάγεται από την προς Κορινθίους επιστολή του (Α Κορ., 12), ήταν μία γενικότερη τάση κατά την αποστολική εποχή, γι' αυτό και ο μεν απόστολος των εθνών προτρέπει τους πιστούς να επιθυμούν «τα κρείττονα χαρίσματα» («ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα»), η δε Εκκλησία περιόρισε σταδιακά την ανεξέλεγκτη εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστών. Έτσι, ο όρος {χάρισμα} στο τέλος της αποστολικής εποχής όχι μόνο χρησιμοποιείται σπανιότερα, αλλά και συνδέεται κατά κανόνα με τη χειροτονία.

3. Η αποστολική χειροτονία και η τάξη των προφητών
Υπό το πνεύμα αυτό, οι μαρτυρίες των δύο επιστολών του αποστόλου Παύλου προς τον συνεργό του Τιμόθεο αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη σχέση της χειροτονίας προς την αποστολική διαδοχή, όπως επίσης και για τον τίτλο, τον οποίο έφεραν οι διάδοχοι των αποστόλων. Και οι δύο μαρτυρίες συνδέουν τη χειροτονία με το χάρισμα, αλλ' όμως στην πρώτη μαρτυρία («μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας», η δε χειροτονία «μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου», ενώ στη δευτέρα μαρτυρία («αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι, δια της επιθέσεως των χειρών μου») το μεν χάρισμα ήταν «χάρισμα του Θεού», η δε χειροτονία σε αυτό έγινε «δια της επιθέσεως των χειρών» του αποστόλου Παύλου και όχι «του πρεσβυτερίου». Είναι προφανές ότι «το χάρισμα του Θεού», το οποίο δόθηκε στον Τιμόθεο «δια της επιθέσεως των χειρών» του αποστόλου Παύλου η δια προφητείας μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου», δέν είναι βεβαίως τό χάρισμα τού βαπτίσματος, ούτε η παροδική έμπνευση τών ελευθέρων χαρισμάτων αφ' ενός μέν γιατί δόθηκε κατά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή καί τού πρεσβυτερίου, αφ' ετέρου δέ γιατί ήταν πλέον μόνιμο κτήμα τού Τιμοθέου («ο εστιν εν σοί») καί συνδεόταν μέ τήν εξαιρετική αυθεντία γιά τή διαφύλαξη ανόθευτης τής παρακαταθήκης τής πίστεως, η οποία ήταν ουσιαστικό στοιχείο τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.
Εν τούτοις, είναι πολύ σημαντική η συσχέτιση στήν πρώτη μαρτυρία τής δόσεως τού {χαρίσματος τού Θεού} στόν Τιμόθεο «διά προφητείας μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου» (Α΄ Τιμ. 4, 13-14), γιατί η φράση «διά προφητείας» είναι δυσερμήνευτη, αφού είναι συστατικό στοιχείο τόσο τής δόσεως τού χαρίσματος, όσο καί τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή καί τού «πρεσβυτερίου». Οι προτεινόμενες ερμηνείες τής φράσεως «διά προφητείας» τείνουν συνήθως νά τήν αποσυνδέσουν από τή χειροτονία καί νά τή συνδέσουν μέ τό ελεύθερο «χάρισμα τής προφητείας» (E. Schweizer, Church Order in N.T., London 1963), αλλά η όλη διατύπωση τής μαρτυρίας αποκλείει καί τίς δύο επιλογές τής προτεσταντικής κυρίως βιβλικής θεολογίας. Αντιθέτως, αφού η χορήγηση τού χαρίσματος «διά προφητείας» συνδέεται άρρηκτα πρός τή χειροτονία («μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου»). Ο όρος «προφητεία» χρησιμοποιείται από τόν απόστολο Παύλο καί σέ άλλη συνάφεια γιά τήν αποστολή τού Τιμοθέου: «Ταύτην τήν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τάς προαγούσας επί σέ προφητείας, ίνα στρατεύη τήν καλήν στρατείαν» (Α΄ Τιμ. 1, 18). Καί οι δύο αναφορές στόν όρο «προφητεία» συνδέονται προφανώς μέ τήν άμεση υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος γιά τήν αποτελεσματική άσκηση τού αποστολικού έργου. Έτσι, η φράση «διά προφητείας» στή χειροτονία τού Τιμοθέου σημαίνει ότι η χειροτονία έγινε «διά τής επιλογής ή τής ενεργείας τού αγίου Πνεύματος», όπως καί στή σχετική περίπτωση επιλογής από τό άγιο Πνεύμα τού Παύλου καί τού Βαρνάβα γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη (Πράξ. 13, 1-3).
Υπό τήν έννοια αυτή, η συγκεκριμένη φράση «διά προφητείας» στή συνάφεια τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο ή τό πρεσβυτέριο ή καί τούς δύο, μετά από υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος, δηλώνει ότι ο Τιμόθεος μέ τήν αποστολική χειροτονία εντάχθηκε μέ εξέχουσα καί μόνιμη αυθεντία στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Η σύνδεση τής επιλογής τού Τιμοθέου «διά προφητείας» πρός τή χειροτονία («μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου») δέν εξουδετερώνει ή σχετικοποιεί τήν μαρτυρία γιά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο. ’λλωστε, οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι εχειροτονούντο από τούς συνεργούς τών αποστόλων (Τιμόθεο, Τίτο κ.ά.), δέν είχαν αυτόνομη ή αυτοδύναμη εξουσία νά χειροτονούν, αφού μία τέτοια εξουσία είναι τελείως άγνωστη τόσο στήν καινοδιαθηκική γραμματεία, όσο καί στή γραμματεία τής μεταποστολικής εποχής. Είναι προφανές ότι η χειροτονία τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο έγινε σέ ευχαριστιακή σύναξη τής τοπικής εκκλησίας τής Εφέσου, στήν οποία συμμετείχαν ή παρίσταντο όχι μόνο συνεργοί τού αποστόλου τών εθνών, αλλά καί τό τοπικό ιερατείο, γι' αυτό καί μέ τόν συνδυασμό τών δύο σχετικών μαρτυριών, η συμμετοχή τού πρεσβυτερίου καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας γιά τή μετάδοση τού χαρίσματος (R. Buttmann, Theology of the N.T., 2, 107). Η αποστολική λοιπόν χειροτονία «διά προφητείας» ενέτασσε τόν Τιμόθεο σέ υψηλότερη αυθεντία από εκείνη τού τοπικού ιερατείου, η οποία τόν κατέτασσε αμέσως μετά τούς αποστόλους καί τού παρείχε τήν εξουσία νά χειροτονή τό τοπικό ιερατείο στά πλαίσια τής ασκήσεως τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.
Η σημαντικότερη λοιπόν τάξη μετά τούς αποστόλους ήταν, κατά τήν αποστολική καί τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή, η τάξη τών προφητών (Πραξ. 13, 1-3. 15, 22, 32. Α΄ Κορ. 12, 28-31. Εφεσ., 2, 19-21. 3,5 4, 11-13 Διδαχή κ.λπ.). Ο E. Schweizer αναγνωρίζει ότι, «από τή μετακίνηση τών Γαλιλαίων στά Ιεροσόλυμα μέχρι τή φυγή τους στήν Πέλλα, η πορεία τής Εκκλησίας καθορίσθηκε κατ' ουσίαν από τίς υποδείξεις τού αγίου Πνεύματος διά μέσου τών προφητών καί τών υπολοίπων μελών τής Εκκλησίας (Church Order in N.T., 50), αλλά, καίτοι δέχεται τή σχέση τών συνεργών τών αποστόλων πρός τή τάξη τών προφητών, απορρίπτει τή χειροτονία τού Τιμοθέου, παρερμηνεύοντας τίς γνωστές μαρτυρίες τών πρός Τιμόθεον επιστολών (ένθ' αν., 181). Αντιθέτως, ο R. Buttmann (Theology of the N.T., 2, 161-162) όχι μόνο απέκλεισε κάθε δυνατότητα αποσυνδέσεως χαρίσματος καί ιερωσύνης, αλλά καί υποστήριξε ότι στήν τάξη τών προφητών υπήρχαν προφήτες, οι οποίοι είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, γι' αυτό καί υποστήριξε ότι «τότε πραγματοποιήθηκε τό αποφασιστικό βήμα. Εφεξής τό λειτούργημα (=τών προφητών) εθεωρείτο καταστατικής σημασίας γιά τήν Εκκλησία. Η όλη Εκκλησία στηρίζεται πλέον στούς λειτουργούς, τό λειτούργημα τών οποίων ανατρέχει μέ αδιάκοπη διαδοχή στούς αποστόλους» (ένθ' ανωτ., 2, 107). Υπό τήν έννοια αυτή, η εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής θεωρούσε αυτονόητο τό γεγονός ότι οι συνεργοί τών αποστόλων διαδέχθηκαν μέ αποστολική χειροτονία τούς αποστόλους στήν αυθεντική συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής καί, όπως συνάγεται από όλες τίς άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, αποτελούσαν μία εξέχουσα αυθεντία γιά όλες τίς τοπικές εκκλησίες ως «αυτήκοοι» τών αποστόλων.
Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικό ότι από τό πλήθος τών μαθητών καί συνεργών τών αποστόλων μόνον οι δοκιμώτεροι ελάμβαναν τήν αποστολική χειροτονία καί πρωθούντο στήν τάξη τών διαδόχων τών αποστόλων. Πράγματι, η μακρά δοκιμασία ήταν κατά τόν απόστολο Παύλο αναγκαία, γι' αυτό προέτρεπε καί τόν Τιμόθεο νά μή χειροτονή «νεόφυτον, ίνα μή τυφλωθείς εις κρίμα εμπέση τού διαβόλου» (Α΄ Τιμ. 3, 6). ’λλωστε, είναι γνωστό ότι καί ο ίδιος ο απόστολος τών εθνών απέφευγε τήν εσπευσμένη χειροτονία τών συνεργών του καί επέμενε στή μακρά δοκιμασία, γι' αυτό καί μόνο λόγοι από τόν κύκλο τών μαθητών του είχαν λάβει τήν εξουσία νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο (Τιμόθεος, Τίτος, Σίλας, Τυχικός, Λουκάς, Μάρκος, Αρτεμάς, Κρήσκης κ.ά.). Υπό τήν έννοια αυτή πρέπει νά ερμηνευθή η καθυστέρηση τής χειροτονίας τού εξέχοντος μαθητού του Απολλώ καί τού νομικού Ζηνά, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τόν απόστολο Παύλο στή Νικόπολη γιά νά λάβουν τήν αποστολική χειροτονία: «Όταν πέμψω Αρτεμάν πρός σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν πρός με εις Νικόπολιν, εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνάν τόν Νομικόν καί Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. Μανθανέτωσαν δέ καί οι ημέτεροι καλών έργων προίστασθαι εις τάς αναγκαίας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι» (Τίτ., 3, 12-14). Από τή μαρτυρία αυτή συνάγονται, κατά τήν προσωπική μας ερμηνευτική προσέγγιση τού κειμένου, ως εύλογα συμπεράσματα αφ' ενός μέν ότι οι αντικαταστάτες τού Τίτου στήν Κρήτη Αρτεμάς καί Τυχικός είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία καί μπορούσαν, όπως ο Τίτος, νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, αφ' ετέρου δέ ότι ο Ζηνάς καί ο Απολλώς δέν είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία μέχρι τά τελευταία έτη τής αποστολικής δράσεως τού Παύλου. Πράγματι, κατά τή γνώμη μας, αυτό υποδηλώνουν οι δύο χαρακτηριστικές προτάσεις τού κειμένου («ίνα μηδέν αυτοίς λείπη» – «ίνα μή ώσιν άκαρποι») γιά τήν αιτιολόγηση τής σπουδής τού αποστόλου τών εθνών («σπουδαίως πρόπεμψον»), παρά τίς προτεινόμενες από τούς βιβλικούς διάφορες ασαφείς ή καί αβάσιμες ερμηνείες τού συγκεκριμένου κειμένου.

4. Η τάξη τών προφητών καί η αποστολική διαδοχή
Είναι όμως εύλογο τό ερώτημα: Οι λαμβάνοντες τήν αποστολική χειροτονία μαθητές καί συνεργοί τών αποστόλων γιά τήν ένταξή τους στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής ποίο τίτλο έφεραν; Σέ ειδική μελέτη μας (Τό πολίτευμα τής Εκκλησίας καί η τάξις τών προφητών, 1984) υποστηρίξαμε, μέ πολλά επιχειρήματα από τή γραμματεία τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, ότι οι χειροτονούμενοι συνεργοί τών αποστόλων ενετάσσοντο στήν τάξη τών προφητών καί έφεραν τόν τίτλο τού προφήτου μέχρι τό τέλος τής αποστολικής εποχής (70 μ.Χ.), ενώ μετά τόν θάνατο τών αποστόλων χρησιμοποιούσαν καί τόν τίτλο τού αποστόλου, όπως συνάγεται από τήν εναλλαγή τών δύο τίτλων (προφήτης-απόστολος) γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή (μεταξύ τών ετών 70 καί 90 μ.Χ.). Πράγματι, ο τίτλος «προφήτης» στήν παύλεια γραμματεία, όταν συνδέεται μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, δηλώνει ηγετικά πρόσωπα τόσο στήν τοπική, όσο καί στήν οικουμενική προοπτική, όπως συνάγεται από τή σημαντική μαρτυρία τών Πράξεων γιά τήν τάξη τών Προφητών τής εκκλησίας τής Αντιοχείας, οι οποίοι, κατ' εντολήν τού αγίου Πνεύματος επέλεξαν τούς Βαρνάβα καί Παύλο γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη: «Ήσαν δέ τινες εν Αντιοχεία κατά τήν ούσαν εκκλησίαν, προφήται καί διδάσκαλοι, ότε Βαρνάβας καί Συμεών, ο επικαλούμενος Νίγερ, καί Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος καί Σαύλος. Λειτουργούντων δέ αυτών τώ Κυρίω (=σέ ευχαριστιακή σύναξη) καί νηστευόντων είπε τό Πνεύμα τό άγιον: αφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαύλον εις τό έργον ο προσκέκλημαι αυτούς. Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενου καί επιθέντες αυτοίς τάς χείρας απέλυσαν...» (Πράξ. 13, 1-3).
Η εντυπωσιακή επιτυχία τής πρώτης αποστολικής περιοδείας τού αποστόλου Παύλου στά έθνη (47-48 μ.Χ.) ενέπνευσε τίς αποφάσεις τής Αποστολικής συνόδου (49 μ.Χ.), οι οποίες ενέκριναν τίς προτάσεις τού αποστόλου Παύλου καί τών Προφητών τής Αντιοχείας γιά τήν οικουμενική προοπτική τού Ευαγγελίου. Οι αποφάσεις τής συνόδου επιδόθηκαν στούς Παύλο καί Βαρνάβα, αλλά παραλλήλως επιλέχθηκαν καί δύο εξέχοντα μέλη τής τάξεως τών προφητών τής εκκλησίας Ιεροσολύμων γιά τήν αποστολή τών αποφάσεων στήν όλη Εκκλησία τής Αντιοχείας. «Τότε έδοξε τοίς αποστόλοις καί τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή εκκλησία, εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών, πέμψαι εις Αντιόχειαν, σύν τώ Παύλω καί Βαρνάβα, Ιούδαν τόν επικαλούμενον Βαρσαβάν καί Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς... Οι μέν ουν απολυθέντες ήλθον εις Αντιόχειαν καί, συναγαγόντες τό πλήθος, επέδωκαν τήν επιστολήν, αναγνόντες δέ εχάρησαν επί τή παρακλήσει. Ιούδας τε καί Σίλας, καί αυτοί προφήται όντες, διά λόγου πολλού παρεκάλεσαν τούς αδελφούς καί επεστήριξαν. Ποιήσαντες δέ χρόνον απελύθησαν μετ' ειρήνης από τών αδελφών πρός τούς αποστόλους...» (Πράξ. 15, 22, 30-32). Επομένως, η τάξη τών προφητών ήταν ήδη κατά τήν πρώιμη αποστολική εποχή τόσο στά Ιεροσόλυμα, όσο καί στήν Αντιόχεια μία εξέχουσα τάξη, η οποία συμμετείχε κατ' εντολήν τών αποστόλων στό ευρύτερο αποστολικό έργο καί είχε τήν αυθεντία, όπως ο Ιούδας καί ο Σίλας, νά ανακοινώνουν στίς τοπικές εκκλησίες τίς αποστολικές αποφάσεις ή καί νά τίς υποστηρίξουν μέ τή διδασκαλία τους. Έτσι εξηγείται καί η ιεραρχημένη κατάταξη τών προφητών από τόν απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 12, 28-31 Εφ., 4, 10-12) αμέσως μετά τούς αποστόλους.
Πράγματι, ο τίτλος τού «προφήτη», όπως καί η τάξη τών προφητών, είχε καθιερωθή στήν αποστολική εποχή καί συνδεόταν μέ τούς εξέχοντες συνεργούς τών αποστόλων στό αποστολικό έργο, γι' αυτό καί, μετά από μακρά δοκιμασία, ελάμβαναν μέ αποστολική χειροτονία τήν αυθεντία νά ασκούν καί αυτοτελώς αποστολικό έργο. Ωστόσο, ο τίτλος «προφήτης», καίτοι προέρχεται από τόν παλαιοδιαθηκικό τίτλο, διαφοροποιείται πλήρως στήν καινοδιαθηκική γραμματεία, ιδιαίτερα δέ στίς επιστολές τού αποστόλου Παύλου, τόσο ως πρός τήν έννοια, όσο καί ως πρός τό περιεχόμενο. Πράγματι, στήν Καινή Διαθήκη ο τίτλος καθιερώθηκε γιά τή σαφή διάκριση τής τάξεως τών προφητών από τήν τάξη τών αποστόλων όχι μόνο κατά τήν αυθεντία, αλλά καί κατά τόν τρόπο εντάξεώς τους στό αποστολικό έργο. Έτσι, οι μέν απόστολοι αντλούσαν τό εξαιρετικό τους κύρος στήν Εκκλησία από τήν προσωπική τους εκλογή καί τήν άμεση εντολή πρός αυτούς από τόν Ιησού Χριστό, ενώ οι προφήτες όφειλαν τήν εξέχουσα θέση τους στήν προσωπική τους επιλογή από τούς αποστόλους καθ' υπόδειξη τού αγίου Πνεύματος. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ σημαντική κατά τήν αποστολική εποχή, όπως φαίνεται καί από τήν αποδιδόμενη έμφαση στίς περιγραφές τής κλήσεως τού αποστόλου Παύλου μέ τό όραμα τής Δαμασκού (Πράξ. 9, 1-30. Α΄ Κορ. 9, 1-7. 15,8-11. Α΄ Τιμ. 1, 12-17 κ.λπ.). Έτσι, μόνον οι απόστολοι είχαν λάβει άμεση εντολή καί προσωπική αυθεντία αμέσως από τόν Ιησού Χριστό γιά τό έργο τού ευαγγελισμού τής οικουμένης, ενώ οι προφήτες ελάμβαναν τήνεντολή αυτή από τό άγιο Πνεύμα κατά τήν αποστολική χειροτονία καί τήν ασκούσαν κατ' αναφοράν πρός τούς αποστόλους, τουλάχιστον μέχρι τόν θάνατο τών αποστόλων. Η διάκριση δηλαδή τού τίτλου τών αποστόλων από τόν τίτλο τών προφητών αναφερόταν κυρίως στήν εκλογή τών μέν πρώτων από τόν ίδιο τόν Ιησού Χριστό, τών δέ προφητών από τό άγιο Πνεύμα καί τήν αποστολική χειροτονία γιά τό ίδιο αποστολικό έργο, αλλά από διαφορετικό επίπεδο αυθεντίας.
Είναι λοιπόν ευνόητον ότι οι μαθηταί καί συνεργοί τών αποστόλων, οι οποίοι εντάχθηκαν «διά προφητείας» τού αγίου Πνεύματος καί τής αποστολικής χειροτονίας στήν εξέχουσα τάξη τών προφητών, ανέλαβαν μετά τόν θάνατο τών αποστόλων τήν αυτοτελή ευθύνη τής συνεχίσεως τού αποστολικού έργου, γι' αυτό καί δέν θεωρούσαν αυθαίρετη ή καταχρηστική τήν εναλλαγή τών τίτλων «απόστολος» καί «προφήτης», όπως συνάγεται από τήν εναλλακτική χρήση τών δύο τίτλων γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή. Βεβαίως, τό προνόμιο αυτό απέκτησαν κυρίως διά τής αποστολικής χειροτονίας, η οποία τούς καθιστούσε διαδόχους τών αποστόλων στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Υπό τό πνεύμα αυτό πρέπει νά κατανοηθή καί η παραγγελία τού αποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο νά τηρήση «τήν εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι τής επιφανείας τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α΄ Τιμ., 6, 14), η οποία ίσχυε γιά όλους τούς χειροτονημένους συνεργούς του. Ωστόσο, η χειροτονία τών μαθητών τών αποστόλων στήν τάξη τών προφητών δέν αναφερόταν σέ κάποια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, αφού ως διάδοχοι καί συνεχιστές τού έργου τών αποστόλων όφειλαν νά ακολουθήσουν τό υπόδειγμα ή καί τίς εντολές τους. Πράγματι, όπως ο Τιμόθεος, καίτοι άσκησε αποστολικό έργο σέ πολλές περιοχές, κατά τήν εντολή τού αποστόλου Παύλου, εν τούτοις δέν συνδέθηκε μόνιμα μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, έτσι καί οι λοιποί συνεργοί τών αποστόλων άσκησαν τό αποστολικό τους έργο σέ ευρύτερες περιφέρειες, οι οποίες προφανώς τούς είχαν υποδειχθεί από τούς αποστόλους. Ενώ λοιπόν ήσαν καθολικοί διάδοχοι τών αποστόλων στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, εν τούτοις συνέδεσαν τό αποστολικό τους έργο μέ συγκεκριμένη περιφέρεια, όπως συνάφεια από τίς σχετικές μαρτυρίες καί τήν εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής.

5. Αποστολική διαδοχή καί τοπική εκκλησία
Στά πλαίσια αυτά κατανοείται τό γεγονός ότι οι «προφήτες» τής Διδαχής ασκούσαν τό αποστολικό τους έργο ως περιοδευτές σέ μία ευρύτερη περιφέρεια, η οποία τούς είχε προφανώς υποδειχθεί από τούς αποστόλους ή συγκέντρωνε γιά διάφορους λόγους τό προσωπικό τους ενδιαφέρον. Μπορούσαν όμως νά εγκατασταθούν καί σέ μία τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργούσε πλέον ως κέντρο τού αποστολικού τους έργου στήν ευρύτερη περιφέρεια είτε λόγω γήρατος ή καί γιά λόγους υγείας. Βεβαίως, καί στίς δύο περιπτώσεις ήταν προφανής η υπερέχουσα αυθεντία τους έναντι τού τοπικού ιερατείου (επισκόπων καί διακόνων), όσο καί η εξέχουσα θέση τους στή ζωή τής Εκκλησίας, αφού ως περιοδευτές μπορούσαν νά τελούν τή θεία Ευχαριστία σέ όποια τοπική εκκλησία επισκέπτοντο (Διδαχή, 10, 7: «τοίς δέ προφήτης επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν») ενώ, αν εγκαθίσταντο σέ κάποια από αυτές, καθίσταντο «οι αρχιερείς» αυτής («αυτοί γάρ εισίν οι αρχιερείς υμών») καί είχαν τό δικαίωμα νά λαμβάνουν τή «δεκάτη» τών αγαθών γιά τή συντήρησή τους («πας προφήτης αληθινός, θέλων καθήσθαι πρός υμάς, άξιός εστι τής τροφής αυτού... Πάσαν ουν απαρχήν... τοίς προφήταις, αυτού γάρ εισιν οι αρχιερείς υμών, εάν δέ μή έχητε προφήτην, δότε τοίς πτωχοίς...»). Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η εγκατάσταση ενός «προφήτη» σέ κάποια από τίς τοπικές εκκλησίες τής αποστολικής του ευθύνης συνέδεε τήν αποστολική αυθεντία τών «προφητών» μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, στήν οποία υπήρχε ήδη ένα τοπικό ιερατείο (επίσκοποι καί διάκονοι), γι' αυτό καί η μόνιμη εγκατάσταση τών προφητών σέ τοπικές εκκλησίες μπορούσε νά προκαλέση ποικίλες αντιδράσεις.
Πράγματι, οι αντιδράσεις όπως συνάγεται από τή Διδαχή, μπορούσαν νά στρέφονται εναντίον τής μόνιμης εγκαταστάσεως τού προφήτη στήν τοπική εκκλησία ή καί εναντίον τού τοπικού ιερατείου γιά τήν αμφισβήτηση τής αναγκαιότητάς του μετά τήν εγκατάσταση τού προφήτη. Υπό τήν έννοια αυτή, ο συντάκτης τής Διδαχής προτρέπει μέ μεγάλη έμφαση τίς τοπικές εκκλησίες όχι μόνο νά δεχθούν μέ ιδιαίτερες τιμές τήν εγκατάσταση σέ αυτές κάποιου προφήτη, αλλά καί νά μήν υποτιμήσουν τό τοπικό ιερατείο λόγω τής υπερέχουσας αυθεντίας τού προφήτη: «Χειροτονήσατε ουν ευατοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους. Υμών γάρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών καί διδασκάλων. Μη ουν υπερίδητε αυτούς, αυτοί γάρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητών καί διδασκάλων...» (Διδαχή, 15, 1-2). Είναι προφανές ότι ο συντάκτης τής Διδαχής είχε προσωπική γνώση τών συνήθων παρενεργειών στήν τοπική εκκλησία από τήν εγκατάσταση σέ αυτή ενός προφήτη, αφού η εξέχουσα αυθεντία του θά υποβάθμιζε τόν ρόλο τού τοπικού ιερατείου, γι' αυτό επιμένει μέ έμφαση στήν παραπληρωματική σχέση τής «λειτουργίας» τού τοπικού ιερατείου πρός τή «λειτουργία» τών προφητών. Υπό τήν έννοια αυτή, οι ειδήσεις τής Διδαχής αποτελούν συστηματική ανάπτυξη τών αποσπασματικών μαρτυριών τών παυλείων επιστολών γιά τήν ειδικότερη σχέση τών προφητών πρός τήν αποστολική διαδοχή καί επιβεβαιώνονται από τίς σχετικές μαρτυρίες τής περίφημης επιστολής τού Κλήμη Ρώμης πρός τήν εκκλησίαν τής Κορίνθου (95 μ.Χ.).
Η μόνιμη λοιπόν εγκατάσταση προφήτη σέ κάποια τοπική εκκλησία δέν ήταν αδιάφορη γιά τό τοπικό ιερατείο, τό οποίο εκαλείτο νά αναδιαρθρώση σέ νέες πλέον βάσεις τήν παρουσία καί τήν λειτουργία του στήν τοπική εκκλησία. Η κατηγορηματική δήλωση τού συντάκτη τής Διδαχής ότι οι προφήτες «εισίν οι αρχιερείς υμών» προσλαμβάνει κατά τήν εφαρμογή της στήν τοπική εκκλησία καθοριστική σημασία γιά τήν ταυτότητα καί γιά τή δομή τού τοπικού ιερατείου. Η «σύγκρασις» τής υπερέχουσας καί υπερτοπικής αυθεντίας τού χειροτονημένου περιοδευτή προφήτη μέ τό τοπικό ιερατείο ήταν δυνατή μόνο μέ τήν ιεράρχηση τής συμμετοχής τους στήν αποστολική λειτουργία τής «επισκοπής» σέ κάθε τοπική εκκλησία.
Η μόνιμη σύνδεση τού προφήτη πρός κάποια τοπική εκκλησία συνεπαγόταν βεβαίως καί τήν άσκηση από αυτόν τής εποπτείας επί τού καθ' όλου λατρευτικού καί πνευματικού της βίου, εφ' όσον αυτός ήταν πλέον «ο αρχιερεύς» τής τοπικής εκκλησίας, αυτός ασκούσε δηλαδή τό έργο τής επισκοπής. Βεβαίως, η προσαρμογή δέν ήταν αναγκαία αμέσως γιά όλες τίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τού προφήτη, αφού εκείνος μπορούσε νά μεριμνά από μακράν γι' αυτές. Οπωσδήποτε όμως ανέκυψε πρόβλημα, όταν ο προφήτης χειροτόνησε διαδόχους τής αποστολικής του αυθεντίας στίς κατά τόπους εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης του. Οι χειροτονούμενοι από τούς προφήτες στίς κατά τόπους εκκλησίες κατείχαν πλέον σέ αυτές τήν αυθεντία τών προφητών καί ασκούσαν τό έργο τής «επισκοπής». Οι σοβαρές αυτές ανακατατάξεις γιά τή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία τής αποστολικής εξουσίας στήν τοπική έκφρασή της διέρχονται σαφώς από τή μεταβατική υπερτοπική άσκηση τής αποστολικής αυθεντίας από τούς μαθητές καί συνεργάτες τών αποστόλων, τούς προφήτες.
Υπό τήν έννοια αυτή, η κρίση τής εκκλησίας τής Κορίνθου κατέστησε αναγκαία τήν υπεράσπιση τής μονιμότητος όλων τών λειτουργημάτων, τά οποία καθιερώθηκαν από τούς αποστόλους. Έτσι, η πρώτη μαρτυρία γιά τήν αποστολική διαδοχή προέρχεται από τόν συνεργό τού αποστόλου Παύλου Κλήμη Ρώμης, ο οποίος στήν περίφημη επιστολή του πρός τήν εκκλησία τής Κορίνθου (95 μ.Χ.), παρουσιάζει μέ εντυπωσιακή πληρότητα τόσο τήν ανάπτυξη τών λειτουργημάτων, όσο καί τόν τρόπο τής διαδοχής τών αποστόλων. Είναι ευνόητο ότι η μαρτυρία αυτή, αν ερμηνευθή ορθώς, αποδίδει σαφώς καί κατά τρόπο αυθεντικό τό πνεύμα τού αποστόλου Παύλου καί τών άλλων αποστόλων γιά τή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής στή ζωή τής Εκκλησίας: «Οι απόστολοι ημίν ευαγγελίσθησαν από τού Κυρίου Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από τού Θεού εξεπέμφθη. Ο Χριστός ουν από τού Θεού καί οι απόστολοι από τού Χριστού. Εγένετο ουν αμφότερα ευτάκτως εκ θελήματος Θεού. Παραγγελίας ουν λαβόντες καί πληροφορηθέντες διά τής αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί πιστωθέντες εν τώ λόγω τού Θεού μετά πληροφορίας Πνεύματος αγίου, εξήλθον ευαγγελιζόμενοι τήν Βασιλείαν τού Θεού μέλλειν έρχεσθαι. Κατά χώρας ουν καί πόλεις κηρύσσοντες καί τούς υπακούοντας τή βουλήσει τού Θεού βαπτίζοντες, καθίστανον τάς απαρχάς αυτών, δοκιμάσαντες τώ Πνεύματι, εις επισκόπους καί διακόνους τών μελλόντων πιστεύειν... Καί οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους. Καί μεταξύ επινομήν έδωκαν, όπως εάν κοιμηθώσι, διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες τήν λειτουργίαν αυτών. Τούς ουν κατασταθέντας υπ' εκείνων, ή μεταξύ υφ' ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης, καί λειτουργησάντων αμπέμπτως τώ ποιμνίω τού Χριστού μετά ταπεινοφροσύνης, ησύχως καί αβαναύσως, μεμαρτυρημένους τε πολλοίς χρόνους υπό πάντων, τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους καί οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλλωμεν...» (Α΄ Κλήμεντος, 42-44).
Είναι προφανές ότι ο μαθητής καί συνεργός τού αποστόλου Παύλου αναφέρεται αφ' ενός μέν στήν οργάνωση τών τοπικών εκκλησιών κατά τήν αποστολική εποχή μέ τήν παύλεια ορολογία (επίσκοποι-διάκονοι), αφ' ετέρου δέ στή διαδοχή τών αποστόλων από «δεδοκιμασμένους» καί «ελλογίμους άνδρας», οι οποίοι, όπως καί οι απόστολοι, είχαν τήν εξουσία νά χειροτονούν («καθιστάνειν») τό τοπικό ιερατείο (επισκόπους-διακόνους) κατά τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή (70-95 μ.Χ.). Πράγματι, κατά τόν Κλήμη Ρώμης, κοινό χαρακτηριστικό τών αποστόλων καί τών διαδόχων τους ήταν η εξουσία νά επιλέγουν καί νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, όπως επίσης καί τούς διαδόχους τής αυθεντίας τους στήν «αποστολική λειτουργία τής επισκοπής». Αντιθέτως, τό τοπικό ιερατείο (επίσκοποι-διάκονοι), καίτοι μετείχε στήν «αποστολική λειτουργία τής επισκοπής» μετά τή χειροτονία από τούς αποστόλους ή τούς διαδόχους τους, εν τούτοις δέν είχε λάβει τήν εξουσία νά χειροτονή. Υπό τήν έννοια αυτή, η ορθή ερμηνεία τής κρίσιμης φράσεως γιά τό ζήτημα τής σχέσεως χειροτονίας καί αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαία τή μετατροπή τού πλαγίου σέ ευθύ λόγο, ήτοι: «Καί οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους (επισκόπους-διακόνους). Καί μεταξύ επινομήν έδωκαν (=οι απόστολοι) όπως εάν κοιμηθώσι (=οι απόστολοι) διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες (=μαθητού τών αποστόλων), τήν λειτουργίαν αυτών (=τών αποστόλων). Τούς ουν κατασταθέντας (=επισκόπους-διακόνους) υπ' εκείνων (=αποστόλων) ή μεταξύ υφ' ετέρων ελλογίμων ανδρών (=χειροτονημένων προφητών), συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης,... τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους καί οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλωμεν» (εκτενή καί λεπτομερή θεμελίωση τής ανωτέρω ερμηνείας βλέπε: Β.Ι. Φειδά, τό πολίτευμα τής Εκκλησίας καί η τάξις τών προφητών, Αθήναι 1984 σελ. τού ιδίου, Εκκλ. Ιστορία, τ.Α', Αθήναι 1989, 80 κ.εξ.).
Συνεπώς, οι μαρτυρίες τών επιστολών τού αποστόλου Παύλου γιά τήν τάξη τών προφητών καί τή χειροτονία τών συνεργών του στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής επιβεβαιώνονται από τήν κοινή εκκλησιαστική συνείδηση τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), όπως αυτή εκφράζεται μέ κατηγορηματικό τρόπο στήν εξέχουσα αυθεντία τόσο τών εχόντων αποστολική χειροτονία προφητών τής Διδαχής, οι οποίοι ήσαν «οι αρχιερείς» γιά τίς τοπικές εκκλησίες μιάς ευρύτερης περιφέρειας μέχρι τήν εγκατάστασή τους σέ μία από αυτές, όσο καί τών «δεδοκιμασμένων» ή «ελλογίμων» τής Α΄ Κλήμεντος, οι οποίοι διαδέχθηκαν τούς αποστόλους στό αποστολικό έργο καί είχαν λάβει μέ αποστολική χειροτονία τήν εξέχουσα αυθεντία νά χειροτονούν, όπως οι απόστολοι, τό τοπικό ιερατείο (=επισκόπους καί διακόνους). Η συνέχεια λοιπόν τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής από τό τέλος τής αποστολικής εποχής μέχρι τό τέλος τού πρώτου αιώνα, ήτοι κατά τή σκοτεινή περίοδο τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, θά μπορούσε νά καθορισθή περίπου ως εξής:
α) Κατά τήν αποστολική περίοδο οι απόστολοι υπήρξαν οι καθολικοί επίσκοποι τής Εκκλησίας, στίς δέ κατά τόπους ιδρυόμενες εκκλησίες εγκαθιδρύετο ένα μόνιμο τοπικό ιερατείο (επίσκοποι ή πρεσβύτεροι – διάκονοι), τό οποίο τελούσε πάντοτε υπό τήν εποπτεία τών αποστόλων.
β) Παράλληλα πρός τήν τάξη τών αποστόλων αναπτύχθηκε ήδη κατά τήν αποστολική εποχή η τάξη τών προφητών, η οποία στελεχώθηκε από τούς δοκιμότερους μαθητές καί συνεργάτες τών αποστόλων, άσκησε δέ αποστολικό έργο κατά μέν τήν αποστολική εποχή υπό τήν άμεση εποπτεία τών αποστόλων, μετά δέ τόν θάνατο τών αποστόλων αυτόνομη αποστολική εξουσία σέ μείζονα ή ελάσσονα διοικητική ή γεωγραφική περιφέρεια, οπωσδήποτε όμως σέ περισσότερες από μία τοπικές εκκλησίες.
γ) Η εγκατάσταση τών προφητών σέ κάποια τοπική εκκλησία καί η χειροτονία από αυτούς τών διαδόχων τής αυθεντίας τους στίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τους οδήγησε περί τό τέλος τού πρώτου αιώνα στήν ολοκλήρωση τής διαμορφώσεως τού μονίμου ιερατείου κάθε τοπικής εκκλησίας, όπως επίσης καί στήν τάση καθιερώσεως τού όρου «επίσκοπος» γιά μόνους τούς διαδόχους τής αυθεντίας τών προφητών.
δ) Η κατ' αποστολική διαδοχή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία τών αποστόλων, διά τής υπερτοπικής εξουσίας τών προφητών, στήν τοπική λειτουργία τών επισκόπων κατανοείται ως φυσική μεταβίβαση εξουσιών στή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής, προκάλεσε δέ ποικίλα προβλήματα μέχρι τήν τελική σύνδεση τών κατά διαδοχή φορέων τής αποστολικής εξουσίας μέ τό μόνιμο τοπικό ιερατείο καί μέ τή θεία ευχαριστία τής τοπικής εκκλησίας.