Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

O Μέγας Φώτιος και ο σύγχρονος Οικουμενισμός



O Μέγας Φώτιος και ο σύγχρονος Οικουμενισμός
Ο ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Ὑπὸ τοῦ κ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Πανηγυρικὸς Λόγος ἐκφωνηθεὶς ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας Δογμάτων καὶ Συμβολικῆς κ. Ἀνδρέου Θεοδώρου ἐν τῇ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κατὰ τὴν συνοδικὴν θείαν Λειτουργίαν ἐν τῷ Καθολικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης τὴν 6ην Φεβρουαρίου 1970, ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Φωτίου.
Ἡ 6η Φεβρουαρίου εἶναι ἡ ἡμερομηνία, τὴν ὁποίαν ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία ἡμῶν ὥρισεν εἰς μνήμην Φωτίου τοῦ Μεγάλου. Δι’ ὃ καὶ ἡμεῖς σήμερον, ἀγαλλομένῳ ποδὶ καὶ σκιρτώσῃ καρδίᾳ, προσήλθομεν εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναόν, ἵνα, ἐν ἱεροπρεπεῖ καὶ κατανυκτικῷ καὶ ἡσυχίῳ μοναστικῷ περιβάλλοντι, τιμήσωμεν τὸν ἑορταζόμενον Ἅγιον, ὅστις, διαγράψας τροχιὰν αἰγλήεσσαν καὶ λαμπροφόρον ἐν τῷ πνευματικῷ στερεώματι τῆς Ἐκκλησίας, κατέστη ἀστὴρ παμφαὴς καὶ πολύφωτος, ἀποστίλβων τὴν θεσπεσίαν μαρμαρυγὴν καὶ τὸ ἀείζωον πνευματικὸν κάλλος τῆς Ὀρθοδοξίας, καταλάμπων δὲ τοῖς ἑαυτοῦ μεγαλείοις ἐν οἷς ἐθαυμάστωσεν αὐτὸν ὁ Κύριος, ἅπαν τὸ οἰκουμενικὸν πλήρωμα τῆς γεραρᾶς καὶ σεπτῆς ἡμῶν Μητρὸς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερὰ μνήμη τοῦ Φωτίου συνεδέθη πρὸς στιγμὰς ἐξόχως κρισίμους καὶ χαλεπὰς διά τε τὴν Ἀνατολικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος ἡμῶν. Συνεδέθη ἡ μνήμη αὐτοῦ πρὸς τὸ θλιβερὸν Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν, ἢ μᾶλλον πρὸς τὴν ἀπόσχισιν τῆς ἐν τῇ Δύσει Παπικῆς Ἐκκλησίας ἐκ τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐπισυμβᾶσαν ὑπερμεσούσης τῆς Θ’ μ.Χ. ἑκατονταετηρίδος. Τὸ πελώριον ἠθικὸν ἀνάστημα τοῦ Φωτίου, ἐφ’ οὗ, ὡς ἐπὶ πέτρας ἀκλινοῦς, προσκρούσαντα διελύθησαν εἰς ἀφροὺς τὰ μανιώδη κύματα τοῦ παπικοῦ ἐπεκτατισμοῦ, καὶ ὅπερ τοσοῦτον σθεναρῶς ἐταπείνωσε τὴν ἐν τῇ Δύσει «ἐπηρμένην ὀφρύν» τοῦ παπικοῦ δεσποτισμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας, ἐπέσυρεν, ὡς ἦτο φυσικόν, ἐν μὲν τῷ Βυζαντίῳ τὰς πολυειδεῖς κατ’ αὐτοῦ συκοφαντικὰς δυσφημήσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν ἀντιπάλων αὐτοῦ, ἐν δὲ τῇ Δύσει τὴν ἄκρατον μῆνιν τῶν ὑποτελῶν τοῦ παπισμοῦ, οἵτινες προσεπάθησαν ποικιλοτρόπως νὰ ἀμαυρώσουν τὴν φήμην του, καὶ νὰ παραστήσουν αὐτὸν ὡς τὸν πρῶτον καὶ κύριον ὑπαίτιον τοῦ ἐπισυμβάντος ἐκκλησιαστικοῦ Σχίσματος. Καὶ ἡ μὲν Ὀρθόδοξος Ἀνατολή, παραμερίσασα τὰς κατὰ τοῦ Φωτίου παντοειδεῖς ἐπιθέσεις τῶν ἀντιπάλων του, ἐδικαίωσε τοῦτον πανηγυρικῶς καὶ ἐν Συνόδοις Ἐκκλησιαστικαῖς καὶ ἄλλως, ἰδοῦσα ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ Φώτιον τὸν Μέγαν, τὸν σθεναρὸν καὶ συνετὸν ἀμύντορα τῶν πατρίων καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν ἄκαμπτον ὑπερασπιστὴν τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῆς, ὃν κατεχώρισεν εἰς τὰς τάξεις τῶν Ἁγίων της καὶ κατέταξεν εἰς τὴν εὐγενῆ χορείαν τῶν λαμπρῶν ἀθλητῶν καὶ προμάχων τῆς πίστεως. Ἡ δὲ ἐπιστήμη τῆς Ἱστορίας, ἰδίᾳ ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν καὶ μάλιστα ἐν τῷ προσώπῳ διαπρεπῶν ῥωμαιοκαθολικῶν ἱστορικῶν ἐπιστημόνων καὶ θεολόγων, μετὰ ἀπὸ μακρᾶς καὶ ἐνδελεχεὶς ἐρεύνας καὶ σπουδάς, ἀποκαθῆρε τὴν μνήμην τοῦ ἱεροῦ ἀνδρός, ἀπαλλάξασα τοῦτον τῆς μομφῆς ἐπὶ κυρίᾳ ὑπαιτιότητι ἐν τῷ δημιουργηθέντι ἐκκλησιαστικῷ Σχίσματι.
* * *
Βεβαίως τὰ πρωταγωνιστήσαντα ἐν τῷ Σχίσματι πρόσωπα, Πάπας Νικόλαος Α’ καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φώτιος, δὲν ἦσαν οἱ εφευρέται καὶ δημιουργοὶ τοῦ Σχίσματος, τὸ ὁποῖον, ὡς γνωρίζομεν, δὲν ἐξέσπασεν ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρία ἐν τῷ πνευματικῷ ὁρίζοντι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δύο τούτων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν συνηντήθησαν καὶ συνεκρούσθησαν ὑπερμεσοῦντος τοῦ Θ’ μ.Χ. αἰῶνος, δύο κόσμοι σαφῶς διακεκριμένοι ἀλλήλων καὶ ἐν πολλοῖς ἀντίθετοι. Ἐκ τῆς συγκρούσεως δὲ ταύτης προῆλθε μὲν καθ’ ἱστορικὴν ἀναγκαιότητα ὁ φοβερὸς τοῦ Σχίσματος κεραυνός, τοῦτον ὅμως ἠρέμα καὶ βαθμηδὸν παρεσκεύασαν καὶ ἐν τέλει ἐδημιούργησαν σύννεφα πολλὰ καὶ πυκνά, συσσωρευθέντα ἐν τῷ πνευματικῷ ὁρίζοντι τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πάπα Νικολάου Α’ εὗρε τὸν κλασσικώτερον ἐκπρόσωπον αὐτοῦ εἷς κόσμος συγκεκριμένος καὶ ἴδιος μὲ σαφῆ καὶ ἔντονον ἐκκλησιαστικὴν καὶ πνευματικὴν ἰδιορρυθμίαν. Ἐν τῷ προσώπῳ Νικολάου Α’ ἀπέμαξε τὸ ἐντελέστερον ἰδεῶδες αὐτοῦ ὁ Παπισμός, ὑφ’ ὃν κυρίως νοοῦμεν τὸ πνεῦμα, τὰς τάσεις καὶ τὴν ἰδιομορφίαν, ἅτινα προσεκτήσατο βαθμηδὸν ἐν τῇ ῥοῇ τῶν αἰώνων ἡ ἐν τῇ Δύσει Χριστιανοσύνη. Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Νικολάου εὗρε τὴν ἀποκορύφωσιν καὶ τὴν τελείωσιν αὐτοῦ εἷς ἀντιβιβλικὸς δεσποτισμός, ὅστις, βοηθοῦντος εἰς τοῦτο τοῦ λατινικοῦ συγκεντρωτικοῦ, ἀπολυταρχικοῦ καὶ ἐπεκτατικοῦ πνεύματος, ἤρχισε νὰ κάμνῃ ἐνωρίτατα τὴν ἐμφάνισιν αὐτοῦ ἐν τῇ Δύσει, ἤδη ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ἀρχαίων παπῶν Βίκτωρος Α’ καὶ Στεφάνου Γ’ . Τὰ πρεσβεῖα τιμῆς, ἅτινα ἡ Καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία πρεπόντως ἀπένειμε τῷ Πάπᾳ ὡς ἐπισκόπῳ τῆς περιπτύστου παλαιᾶς Ῥώμης, τῆς παλαιφάτου καὶ λαμπρᾶς πρωτευούσης τῆς Ῥωμαϊκῆς Αυτοκρατορίας καὶ εὐκλεοῦς πόλεως τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων κατὰ παρεκδοχὴν τοῦ νοήματος βιβλικῶν χωρίων ἀπέβησαν σὺν τῷ χρόνῳ πρεσβεῖα ἐξουσίας καὶ ἀρχῆς. Ὃν δὲ τρόπον ὁ Πέτρος, κατὰ τὴν γνώμην τῶν παπικῶν, ὑπῆρξεν δῆθεν θείῳ δικαίῳ ὁ πρῶτος τοῦ συλλόγου τῶν Ἀποστόλων, οὕτω καὶ ὁ Πάπας, ὁ δῆθεν διάδοχος αὐτοῦ εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τῆς Ῥώμης, κληρονομῶν τὸ πρωτεῖον ἐκείνου ἔδει νὰ ἡ θείῳ δικαίῳ, ἀντί PRIMUS INTER PARES, κατὰ τὴν ὀρθήν τοῦ τίτλου ἔννοιαν, PRIMUS SUPER OMNES, ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου, συγκεντρῶν ἐν ἑαυτῷ ἅπασαν τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησία διδακτικήν, νομοθετικήν, δικαστικὴν καὶ διοικητικὴν ἐξουσίαν, τῇ αὐθεντίᾳ τοῦ ὁποίου ἔδει νὰ ὑποτάσσωνται ἅπαντες ἐνεξαιρέτως οἱ ἐπίσκοποι καὶ αὐταὶ ἀκόμη αἱ Σύνοδοι Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Οὕτως ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εὑρεθεῖσα μακρὰν τοῦ συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς καὶ εἰς ἐν καὶ μόνον Πατριαρχεῖον ὀργανωθεῖσα, ἐτράπη ἰδίαν ὁδόν, ἐνσαρκώσασα βαθμηδὸν ἐν ἑαυτῇ τὸ πνεῦμα καὶ τὰς τάσεις τῶν ἀρχαίων Λατίνων, καταστάσα ἐν τούτῳ αὐτόχρημα λατινική. Τὸ ἀπολυταρχικὸν τοῦτο πρωτεῖον τοῦ Πάπα, ὑποδαυλιζόμενον ἀείποτε καὶ ἀναρριπιζόμενον ὑπὸ τοῦ ἐπεκτατικοῦ λατινικοῦ πνεύματος, ἔμελλε συντόμως νὰ ἔχῃ τὰς  φυσιολογικὰς ἐπεκτάσεις αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ πολιτικοῦ πεδίου. Κρατυνθὲν ἐκκλησιαστικῶς καὶ λαμπρυνθὲν ἐν τῇ συνειδήσει τῶν βαρβάρων λαῶν τῆς Δύσεως, παρ’ οἷς σπουδαίως εἰργάσθη πολιτιστικῶς ὁ Πάπας, τὸ παπικὸν τοῦτο πρωτεῖον ἔμελλε, ἰδίᾳ ἀφ’ ὅτου ἱδρύθη ἐν τῇ Δύσει τὸ παπικὸν κράτος καὶ τεχνηέντως ἐκραταιώθη ἡ ἐξουσία τοῦ Πάπα διὰ τῶν θρυλικῶν πλαστογραφιῶν καὶ Ψευδοϊσιδωρείων Διατάξεων καὶ τῆς Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεᾶς, νὰ προσλάβῃ καὶ κοσμικὴν αἴγλην καὶ λαμπρότητα, τοῦθ’ ὅπερ ἄριστα ὑφηγεῖται ἡ βραδύτερον διατυπωθεῖσα περὶ δύο ξιφῶν (πνευματικοῦ καὶ πολιτικοῦ) θεωρία τοῦ Παπισμοῦ. Τὸ διττὸν τοῦτο πρωτεῖον στενοχωρούμενον καὶ οἱονεὶ ἀσφυκτιῶν ἐν τῇ Δύσει, ἐζήτει ἀφορμὴν νὰ ἐκχυθῇ ἀσυγκράτητον καὶ λάβρον καὶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ, εὑρὸν ἐπὶ τέλους τὸν κλασσικώτερον ἐνσαρκωτὴν αὐτοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ θρυλικοῦ Πάπα τοῦ Σχίσματος Νικολάου Α’.

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και το ευαγγέλιό του.



Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος και το ευαγγέλιό του.
 Ο ευαγγελιστής Ματθαίος και το ευαγγέλιό του.
Εν Πειραιεί τη 16η Νοεμβρίου 2015
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Ξεχωριστή θέση, αγαπητοί μου αδελφοί, μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας μας κατέχει η αποστολική μορφή του αγίου ενδόξου αποστόλου και ευαγγελιστού Ματθαίου. Και τούτο, διότι ο άγιος Ματθαίος δεν υπήρξε μόνον απόστολος του Χριστού, προερχόμενος από τον κύκλο των δώδεκα, αλλά και ευαγγελιστής, συγγραφέας του πρώτου ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης. Επί πλέον ο τρόπος της κλήσεώς του στο αποστολικό αξίωμα και η ριζική μεταστροφή του μας εμπνέει και μας διδάσκει. Μας διδάσκει πόσο μεγάλη είναι η δύναμις της μετανοίας, η οποία μπορεί να παραλάβει τον αμαρτωλό από τον πυθμένα της κακίας και να τον ανυψώση μέχρι την κορυφή της αγιότητος.
Ο απόστολος Ματθαίος ήταν Εβραίος στην καταγωγή, υιός του Αλφαίου, (διάφορος από τον Αλφαίο τον πατέρα του Ιακώβου), που το αρχικό του όνομα ήταν Λευΐς, ενώ μετά την κλήση του στο αποστολικό αξίωμα έλαβε από τον Χριστό το όνομα Ματθαίος, που στα ελληνικά μεταφραζόμενο σημαίνει Θεοδώρητος. Καταγόταν πιθανώς από την Καπερναούμ και ήταν τελώνης το επάγγελμα, δηλαδή τελωνιακός υπάλληλος. Ανήκε στην υπηρεσία του Ηρώδη Αντίπα και εισέπραττε τους φόρους της Καπερναούμ, ή και όλης της περιφερείας, προφανώς για λογαριασμό κάποιας τελωνιακής εταιρείας, η οποία είχε εξαγοράσει από τον Ηρώδη την είσπραξη των φόρων. Η ριζική μεταστροφή του Ματθαίου, η απόφασίς του δηλαδή να εγκαταλείψει το επάγγελμα του τελώνου, ένα επάγγελμα, που ήταν συνώνυμο με την πλεονεξία, που του εξασφάλιζε πολλά πλούτη και ανέσεις, και να ακολουθήσει την γεμάτη στερήσεις, θλίψεις και κινδύνους ζωή του Χριστού και των αποστόλων αποτελεί ένα θαύμα της Χάριτος του Θεού. Αποτελεί μια πνευματική νεκρανάσταση μιάς ψυχής, που ήταν θαμένη στο μνήμα της φιλαργυρίας, που επαληθεύει τον λόγο του Κυρίου «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».
Οι τελώνες στην εποχή του Χριστού ήταν περιβόητοι για την πλεονεξία και φιλαργυρία τους, την  σκληρότητα και την απανθρωπιά τους, που έφθανε κατά την είσπραξη των φόρων, μέχρι χρησιμοποιήσεως βίας και μέχρις αρπαγής και λεηλασίας ξένης περιουσίας. Γι’ αυτό και εθεωρούντο ως πρόσωπα ιδιαιτέρως μισητά και άξια πάσης αποστροφής, επέσυραν δε επάνω τους την γενική κατακραυγή του λαού και τους βαρύτερους χαρακτηρισμούς. Ο φιλόσοφος Θεόκριτος «ερωτηθείς ποία των θηρίων εστί τα χαλεπώτατα είπεν: «Εν μεν ταις όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε ταις πόλεσιν τελώναι και συκοφάνται». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον περί μετανοίας λόγον του λέγει: «Τι γαρ τελώνου χείρον; ειπέ μοι. Των αλλοτρίων συμφορών εστί πραγματευτής, των άλλοτρίων πόνων συμμεριστής. Και τον μεν κάματον ουκ επιβλέπει, το δε κέρδος συμμερίζεται. Ώστε εσχάτη η αμαρτία του τελώνου…».
Από όσα είπαμε παρά πάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ποιά περίπου ήταν η ζωή του ευαγγελιστού Ματθαίου προτού  να γνωρίσει τον Χριστόν. Ο Ματθαίος αν και είχε παρασυρθεί σε βάθος κακών, αν και έφθασε στο έσχατο όριο της αμαρτίας, είχε όμως στο βάθος της ψυχής του κάποια στοιχεία καλής προαιρέσεως, διατηρούσε κάποιους σπινθήρες ειλικρινείας και αγάπης προς την αλήθεια. Και αυτούς ακριβώς τους σπινθήρες διέκρινε ο παντογνώστης Κύριος, ώστε τελικά να τον καλέσει στο αποστολικό αξίωμα. Είναι δε η κλήσις αυτή η πλέον καταπληκτική και θαυμαστή από τις κλήσεις όλων των άλλων μαθητών. Θεωρείται σχεδόν βέβαιον, ότι ο Ματθαίος πληροφορήθηκε περί του Χριστού ήδη από την  αρχή της δημοσίας του δράσεως. Πιθανόν να είδε κάποια από τα θαύματά του και να άκουσε ορισμένες διδασκαλίες του πρίν τον καλέσει ο Χριστός. Η προσωπικότης του Κυρίου, η ακτινοβόλος μορφή του, η πραότητά του, η καλωσύνη του, η γλυκύτητα των λόγων του, η καταδεκτικότητα του προς όλους, ακόμη και προς τους πλέον αμαρτωλούς, επέδρασαν κατά τρόπον ισχυρότατον μέσα στην ψυχή του. Έβλεπε, ότι αυτός ο διδάσκαλος δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλλους ραβίνους και νομοδιδασκάλους, στους οποίους διέκρινε την έπαρση και την αλαζονεία, τον φαρισαϊσμό και την υπο- κρισία. Είχε κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο, που τον έκανε να ασκεί γοητεία και έλξη προς το πρόσωπό του. Όλα αυτά επέδρασαν ευεργετικά μέσα στην ψυχή του. Ο σπόρος της διδασκαλίας του Χριστού βρήκε κατάλληλο έδαφος μέσα του και βλάστησε. Το φως των λόγων του διέσχισε το πυκνό σκοτάδι της ψυχής του. Η καρδιά του Ματθαίου άρχισε σιγά σιγά να μαλακώνει. Η Χάρις του Θεού έφερε την σωτήρια μεταβολή. Κατώρθωσε αυτό το μεγάλο θαύμα. Να ξεκολλήσει την καρδία του από την λατρεία του χρήματος και να την προσκολλήσει στην αγάπη του Χριστού. Ο καρδιογνώστης Κύριος, όταν είδε την σωτήρια μεταβολή και αφού βεβαιώθηκε, ότι είναι πλέον ώριμος και δεν θα αρνηθεί την πρόσκλησή του, τότε πλέον τον εκάλεσε. Μετά το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού, ακολουθούμενος από τους μαθητάς του, έρχεται στον τόπο όπου καθόταν ο Ματθαίος και εισέπραττε τους φόρους. Τον πλησιάζει, τον κυττάζει στα μάτια και του απευθύνει μόνο δύο λέξεις «ακολούθει μοι». Και ο Ματθαίος αμέσως εκείνη την ώρα χωρίς χρονοτριβή, «καταλιπών άπαντα ηκολούθησεν αυτώ». Αφού τα εγκατέλειψε όλα, δηλαδή βιβλία, χρήματα καταμετρούμενα, εμπορεύματα συσκευαζόμενα, ή μεταπωλούμενα, τον ακολούθησε. Δεν αφήσε την ευκαιρία που του εδόθη να πάει χαμένη. Αυτός που άρπαζε ξένες περιουσίες, αρπάζει τώρα και την βασιλεία των ουρανών. Ο βιαστής και απαιτητής των πτωχών και αδυνάτων αποδεικνύεται τώρα βιαστής και του παραδείσου, ώστε να επαληθεύεται σ’ αυτόν ο λόγος του Χριστού: «η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτής». Τον καλεί την ώρα που εργαζόταν στο τελωνείο, όπως προηγουμένως εκάλεσε και τους άλλους ψαράδες μαθητές, την ώρα που κατάρτιζαν τα δίχτυα τους.
 Ωστόσο η εγκατάλειψις του Ματθαίου και το απότομον της αποφάσεώς του υπερβαίνει κατά πολύ σε δύναμη την εγκατάλειψη των άλλων μαθητών. Ο Ματθαίος εγκαταλείπει μια μεγάλη περιουσία και μια άνετη ζωή με πολλές απολαύσεις και ηδονές, ενώ οι φτωχοί ψαράδες της Γαλιλαίας, μια μικρή περιουσία, και ένα ταπεινό επάγγελμα, με το οποίο εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Η τόσο απλή κλήσις του Ιησού και η τόσο απλή απάντησις του Ματθαίου και μάλιστα την ώρα της εργασίας, ερμηνεύουν την δύναμιν Εκείνου ο οποίος κατώρθωσε να τον αποσπάση από το πάθος της φιλαργυρίας και την ισχυρή  έλξη που άσκησε επάνω του. Όπως δε παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος «Ω λόγου δύναμις! εισήλθε το άγκιστρον και τον αιχμάλωτον στρατιώτην εποίησε, τον πηλόν χρυσόν ειργάσατο. Εισήλθε το άγκιστρον και ευθέως αναστάς ηκολούθησεν αυτώ. Εις το βάθος ήν της πονηρίας και εις την αψίδα ανέβη της αρετής».
Ο Ματθαίος, σύμφωνα με την Παράδοση, μετά την Πεντηκοστή εκήρυξε το ευαγγέλιο κατ’ αρχήν και για πολύ καιρό στην Παλαιστίνη, όπου έγραψε και το ευαγγέλιό του. Ο ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί επίσης, ότι εκήρυξε και στην Ινδία και πιθανόν και σε άλλους τόπους, χωρίς να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος. Ο Ρουφίνος, ο Ευχέριος, και ο Σωκράτης ομιλούν περί Αιθιοπίας. Άλλοι κάνουν λόγον περί Πόντου, Περσίας, Συρίας, Μακεδονίας και Ιρλανδίας. Δεν είναι επίσης βέβαιο αν επεσφράγισε το αποστολικό του έργο με μαρτυρικό θάνατο.  Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Νοεμβρίου.
Ο απόστολος Ματθαίος με το ευαγγέλιό του που μας άφησε ως πολύτιμον και ανεκτίμητον θησαυρόν γίνεται ένας παγκόσμιος οικουμενικός απόστολος και διδάσκαλος, που μεταφέρει και μεταδίδει το λυτρωτικό μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας σε κάθε γλώσσα και φυλή και έθνος. Γίνεται ένας διαχρονικός απόστολος, που συνεχίζει να ευαγγελίζεται τον Χριστόν επί σειρά 20  αιώνων μέχρι σήμερα. Ευαγγελίζεται και εμάς τους Χριστιανούς του 21ου αιώνος. Όταν διαβάζουμε το ευαγγέλιό του είναι σαν να τον έχουμε ζωντανό μπροστά μας να μας κηρύττει τον Χριστόν. Οι λόγοι του αποπνέουν την Χάρη και την ευωδίαν του αγίου Πνεύματος. Μας καλεί λοιπόν και εμάς να πιστεύσωμε στον Χριστό, όπως επίστευσε και αυτός. Να τον αγαπήσουμε όπως και αυτός τον αγάπησε. Τίποτε να μην προτιμήσουμε περισσότερο από την αγάπη αυτή, όπως και αυτός τίποτε δεν αγάπησε στον κόσμο αυτόν περισσότερο από τον Χριστόν. Μας καλεί ακόμη να ευαγγελιστούμε τον Χριστόν πρώτα στον εαυτό μας. Να μεταφέρουμε το ευαγγελικό κήρυγμα μέχρι το βάθος της ψυχής μας. Η αλήθεια του ευαγγελίου να διαποτίσει όλο τον ψυχικό μας κόσμο. Να μην προβάλουμε καμία αντίσταση στην ευεργετική της επίδραση, ώστε αυτή να επιτελέσει το σωτηριώδες έργο της, την μεταμόρφωση της ψυχής μας. Και όταν αυτό γίνει πραγματικότης τότε θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε και άλλες ψυχές στο δρόμο της σωτηρίας. Πράγμα το οποίο εύχομαι εκ βάθους ψυχής να πραγματοποιηθεί σε όλους μας με τις πρεσβείες του αγίου αποστόλου Ματθαίου,  Αμήν.

Ανθρωπομορφισμός στην Αγία Γραφή Του Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας


Ανθρωπομορφισμός στην Αγία Γραφή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Του Αγίου Λουκά
Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

Πριν λίγες μέρες σας μίλησα για την οργή, ένα πάθος που όλοι μας έχουμε. Υπάρχουν αρκετοί χριστιανοί που σκέφτονται και λένε το εξής «Δεν είναι τόσο μεγάλο πάθος η οργή, αφού ο ίδιος ο Θεός οργίζεται». Πράγματι υπάρχουν στην Αγία Γραφή αρκετά χωρία όπου γίνεται λόγος για την οργή και τον θυμό του Θεού. Στον έκτο ψαλμό διαβάζουμε, «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξεις με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με» (Ψα. 6, 2). Όπως βλέπετε αυτός ο ψαλμός του Δαβίδ πραγματικά μιλάει για την οργή και τον θυμό του Θεού. Άραγε έχουν δίκαιο αυτοί που δικαιολογούν το πάθος τους, λέγοντας ότι και ο Θεός οργίζεται;
Όχι, καθόλου δεν έχουν δίκαιο, δεν κατανοούν κάτι που εμείς πρέπει να το ξέρουμε πολύ καλά. Όχι μόνο σ' αυτό τον ψαλμό του Δαβίδ, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία υπάρχουν στην Αγία Γραφή οι ανθρωπομορφικές παραστάσεις. Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Θεός έχει το κεφάλι, τα αυτιά, τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια και τους μυς. Ότι κινείται, κοιμάται και ξυπνάει, κάθεται και περπατάει. Όλα αυτά όμως δεν πρέπει να τα καταλαβαίνουμε κυριολεκτικά, αλλά να βλέπουμε την συγκατάβαση του Θεού προς την δική μας ανθρώπινη αδυναμία.
«Πνεύμα ο Θεός» (Ιω. 4, 24). Ο Θεός είναι απερίγραπτος, ακατανόητος, μπροστά του τρέμουν οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι. Δεν έχει, βέβαια, ο Θεός την μορφή άνθρωπου. Δεν έχει ούτε τα πόδια, ούτε τα χέρια, διότι αυτά είναι τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος και ο Θεός είναι Πνεύμα. Τότε γιατί η Άγια Γραφή έτσι τον περιγράφει;

Διότι προσαρμόζεται στην αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας. Επειδή οι δυνατότες του νου μας είναι πολύ περιορισμένες και ο νους μας είναι πολύ στενός, γι' αυτό μπορούμε να σκεφτόμαστε μόνο ανθρωπομορφικά. Δεν μπορεί η σκέψη μας να είναι εντελώς ελεύθερη από τις ανθρωπομορφικές παραστάσεις. Πώς μπορούμε να φανταστούμε τον Θεό, το Άγιο Πνεύμα, Παντοδύναμο και Παντογνώστη; Γι' αυτό ακριβώς το λόγο και περιγράφεται ο Θεός στην Αγία Γραφή ανθρωπομορφικά.
Όμως σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να καταλαβαίνουμε τις περιγραφές αυτές κυριολεκτικά. Όταν διαβάζουμε στην Αγία Γραφή ότι ο Θεός έχει μάτια και αυτιά, ότι βλέπει και ακούει δεν πρέπει να έχουμε στο νου μας δικά μας ανθρώπινα μάτια και αυτιά, αλλά να καταλαβαίνουμε ότι έτσι εκφράζεται η παντα¬χού παρουσία του Θεού και η παγγνωσία του.
Όταν ακούμε για τα αυτιά και τα μάτια του Θεού πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι γι' Αυτόν δεν υπάρχει τίποτα κρυφό, ότι χωρίς να έχει μάτια και αυτιά τα βλέπει και τα ακούει όλα βλέπει την καρδιά του κάθε ανθρώπου και ακούει κάθε λέξη και κάθε σκέψη μας.
Όταν διαβάζουμε για τα χέρια και τα πόδια του δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως ο Θεός έχει χέρια και πόδια. Αλλά να το καταλαβαίνουμε συμβολικά ότι δηλαδή ο Θεός δεν παύει ποτέ να ενεργεί. «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιω. 5, 17).
Το έργο αυτό του Θεού η Αγία Γραφή το δηλώνει συμβολικά με τη λέξη «χέρια» διότι σύμφωνα με τη δική μας ανθρώπινη αντίληψη όλα όσα γίνονται γίνονται με τα χέρια. Όταν ακούμε για τα πόδια του Θεού δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως ο Θεός περπατάει όπως περπατάμε εμείς οι άνθρωποι και πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο. Ο Θεός είναι Πνεύμα και είναι πανταχού παρών. Δεν έχει ανάγκη να πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο γιατί βρίσκεται παντού. Γι' αυτό δεν χρειάζεται πόδια.
Τα πόδια, λοιπόν, του Θεού δηλώνουν την πανταχού παρουσία του. Πρέπει να ξέρουμε ότι Αυτός βρίσκεται πάντα και παντού σε κάθε τόπο, σε όλο το σύ¬μπαν. Ότι προνοεί για όλα και φροντίζει για την δημιουργία του. Την Θεία Πρόνοια και την Θεία Οικο¬νομία πρέπει να φέρνουμε στο νου μας κάθε φορά όταν ακούμε για τα χέρια και τα πόδια του Θεού.
Όταν διαβάζουμε για τον βραχίονα του Θεού πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι η λέξη αυτή δηλώνει την δύναμη του Θεού. Όπως και για έναν άνθρωπο που έχει δυνατά χέρια εμείς λέμε ότι είναι δυνατός. Αυτό λοιπόν να το θυμόμαστε πάντα και να μην υποκύπτουμε στον πειρασμό να βλέπουμε τον Θεό ανθρωπομορφικά. Ο Θεός είναι μέγας, ακατανόητος και απερίγραπτος. Είναι αείδιος, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανάγαθος και δίκαιος!
Να το θυμόμαστε λοιπόν και έτσι να Τον βλέπουμε. Και τότε κανείς δεν θα μπορέσει να πει ότι έχει δικαίωμα να οργίζεται επειδή και ο ίδιος ο Θεός οργίζεται. Να το θυμόμαστε και να αλλάξουμε τις ανθρωπομορφικές μας ιδέες περί Θεού, διότι έτσι βλέπουν τον Θεό οι ειδωλολάτρες, οι όποιοι προσκυνούν τα είδωλα είτε με τη μορφή ανθρώπου, είτε των διαφόρων ζώων και τεράτων, όπως το βλέπουμε ακόμα και σήμερα στους ναούς των ινδουιστών.
Να μην ξεχνάμε, λοιπόν, ότι ο Θεός μας είναι ά¬πειρος και ακατανόητος, ότι είναι Πνεύμα....

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ - ΤΟΜΟΣ Β'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ