Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 26 Απριλίου 2015 - Των Μυροφόρων

 

 


myrofores᾿Αναστήθηκε.
Δὲν εἶναι ἐδῶ.
Νά καὶ τὸ μέρος 
ὅπου
τὸν εἶχαν βάλει.

 
 
(Μαρκ. ιε´ 43 - ιστ´ 8)
 Τ καιρῷ κείν, λθν ᾿Ιωσφ π᾿Αριμαθαίας, εσχήμων βουλευτής, ς κα ατς ν προσδεχόμενος τν βασιλείαν το Θεο, τολμήσας εσλθε πρς Πιλτον καὶ τήσατο τ σμα το᾿Ιησο. Ο δὲ Πιλτος θαύμασεν εδη τέθνηκε, κα προσκαλεσάμενος τν κεντυρίωνα πηρώτησεν ατν ε πάλαι πέθανε· κα γνος π το κεντυρίωνος δωρήσατο τ σμα τ᾿Ιωσήφ. Καὶ γοράσας σινδόνα κα καθελν ατν νείλησε τ σινδόνι κα κατέθηκεν ατν ν μνημεί, ν λελατομημένον κ πέτρας, κα προσεκύλισε λίθον π τν θύραν το μνημείου. Η δ Μαρία Μαγδαλην κα Μαρία ᾿Ιωσῆ θεώρουν πο τίθεται. Κα διαγενομένου το σαββάτου Μαρία Μαγδαλην κα Μαρία το᾿Ιακώβου κα Σαλώμη γόρασαν ρώματα να λθοσαι λείψωσιν ατν. Κα λίαν πρω τς μις σαββάτων ρχονται π τ μνημεον, νατείλαντος τοῦ λίου. Καὶ λεγον πρς αυτάς· Τίς ποκυλίσει μν τν λίθον κ τς θύρας το μνημείου; Καὶ ναβλέψασαι θεωροσιν τι ποκεκύλισται λίθος· ν γρ μέγας σφόδρα. Κα εσελθοσαι ες τ μνημεον εδον νεανίσκον καθήμενον ν τος δεξιος, περιβεβλημένον στολν λευκήν, καὶ ξεθαμβήθησαν. Ο δ λέγει ατας· Μὴ κθαμβεσθε· ᾿Ιησον ζητετε τν Ναζαρηνν τν σταυρωμένον· γέρθη, οκ στιν δε· δε τόπος που θηκαν ατόν. ᾿Αλλ᾿πάγετε επατε τος μαθητας ατο κα τ Πέτρτι προάγει μς ες τν Γαλιλαίαν· κε ατν ψεσθε, καθς επεν μν. Καὶ ξελθοσαι φυγον π το μνημείου· εχε δ ατς τρόμος καὶ κστασις, κα οδεν οδν επον· φοβοντο γάρ. 
 
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκενο τν καιρό, ᾿Ιωσήφ, να ξιοσέβαστο μέλος το συνεδρίου, πο καταγόταν π τν ᾿Αριμαθαία, κα περίμενε κι ατς τ βασιλεία το Θεο, τόλμησε ν πάει στν Πιλτο κα ν το ζητήσει τ σμα το᾿Ιησο. Ο Πιλτος πόρησε πο᾿Ιησος εχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τν κατόνταρχο κα τν ρώτησε ν εχε πεθάνει πρα. Οταν πρε τν πάντηση π τν κατόνταρχο, χάρισε τ σμα στν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκενος γόρασε να σεντόνι, κατέβασε τν ᾿Ιησο, τν τύλιξε μ’ ατ κα τν τοποθέτησε σ’ να μνμα ποὺ ταν λαξεμένο σ βράχο· μετ κύλησε να λιθάρι κι κλεισε τν εσοδο το μνήματος. Η Μαρία Μαγδαλην κα Μαρία μητέρα το᾿Ιωσ παρακολουθοσαν πο τν βαλαν. Οταν πέρασε τ Σάββατο, Μαρία Μαγδαλην καὶ  Μαρία μητέρα το᾿Ιακώβου, κα Σαλώμη, γόρασαν ρώματα, γι ν πνε ν’ λείψουν τ σμα το᾿Ιησο. Ηρθαν στ μνμα πολ πρω τν πομένη το Σαββάτου, μόλις νέτειλε λιος. Κι λεγαν μεταξύ τους· «Ποις θ μς κυλήσει τν πέτρα π τν εσοδο το μνήματος;» Γιατὶ ταν πάρα πολ μεγάλη. Μόλις μως κοίταξαν πρς τ κε, παρατήρησαν τι πέτρα εχε κυλήσει π τν τόπο της. Μόλις μπκαν στ μνμα, εδαν ναν νεαρ μ λευκ στολ ν κάθεται στ δεξιά, κα τρόμαξαν. Ατς μως τος επε· «Μν τρομάζετε. Ψάχνετε γι τν ᾿Ιησοῦ π τ Ναζαρέτ, τν σταυρωμένο. ᾿Αναστήθηκε. Δν εναι δ. Νά κα τ μέρος που τν εχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα κα πετε στος μαθητές του κα στν Πέτρο· “πηγαίνει πρν π σς στν Γαλιλαία κα σς περιμένει· κε θ τν δετε, πως σς τ επε”». Ο γυνακες βγκαν κι φυγαν π τ μνμα γεμάτες τρόμο κα δέος· δν επαν μως τίποτα σ κανέναν, γιατὶ ταν φοβισμένες.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ – 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015

 



Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μαρκ. ιε΄43 – ιστ΄8)
 Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς λαμπρῆς καὶ πανεφρόσυνης ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι πανηγύρι διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες τὴς κύριας ἑορτῆς. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴς Ἀναστάσεως. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ πιὸ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντας ἐνώπιόν μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναίκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές: ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆφ, καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ ἀκοῦν τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν στιγματισμένος. Τὸν ἐχθρεύονταν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Κι ὁπωσδήποτε περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθεῖς κάποιον περιφρονημένο, παρὰ μόνον ἐὰν τὸν ἀγαπᾶς εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά.
Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ὀνομάζουν πλάνο, τρελλό, φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν καταφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν ἐκτιμοῦν, τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες ὧρες. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλάτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν μὲ χτυποκάρδι τὴν κάθε κίνηση. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους χέρια. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους τὴν καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμάτες ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχοναι «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἀκρίβεια τὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τῶν ἀρχόντων μὲ τὴν ἔχθρα, οὔτε τῶν στρατιωτῶν μὲ την σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας μὲ τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ μεγάλη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη, ποὺ εἶναι «κραταιὰ ὡς ὁ θάνατος».
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πρότυπα καὶ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ της ἀγάπη. Ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ σκέπτεται συνεχῶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό της. Φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μυροφόρες, ποὺ παρευρίσκονταν ὅπου περιόδευε ὁ Χριστός. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ταπεινή, ὑπάκοη, ἐξυπηρετική; Τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ στὴν ἐμφάνισή της, σεμνὴ στὸ ντύσιμο, διακριτικὴ στὴν συμπεριφορά της; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ προσφέρει στὴν Ἐκκλησία, στὴν καθαριότητα τοῦ ναοῦ, στὶς δραστηριότητες τοῦ Φιλοπτώχου τῆς Ἐνορίας, στὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν περίτρανα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴ δίνη τῆς ἀπιστίας τοῦ κόσμου, ποὺ βιώνει τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἐκεῖνες φωνάζουν αὐθεντικά: «Χριστός Ἀνέστη»! Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Πάσχα (2)

 



Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Πάσχα (2)
Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Πάσχα.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 16η Απριλίου 2015.
(2ον)
Συνεχίζοντες τον ερμηνευτικό σχολιασμό της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής του Πάσχα και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων στίχων της περικοπής.
 «Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»( 1,5).
Ο Θεός Λόγος, το Φως το αληθινό, η πηγή του πνευματικού φωτός, έχει την δύναμη να διαλύει το πνευματικό σκότος, που είναι η αμαρτία, η πλάνη, ο θάνατος, όπως ακριβώς το αισθητό φως διαλύει με την παρουσία του το αισθητό σκοτάδι. Όταν εσαρκώθη, ήρθε σαν Φως στον κόσμο. Ήρθε και εφώτισε τούς «εν σκότει...εν χώρα και σκιά θανάτου»  καθημένους ανθρώπους. Με τον Σταυρό και την ταφή Του κατέβηκε και διέλυσε το σκότος του άδου, με την ανάστασή Του δε, ενίκησε το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Το φως της αληθινής θεογνωσίας εξαπλώθηκε με το κήρυγμα των αποστόλων και των Πατέρων και διέλυσε την πλάνη της ειδωλολατρικής και ηθικής σήψεως και διαφθοράς. Ενώ όμως το φως της αλήθειας και της ζωής, ο σαρκωμένος Λόγος, φωτίζει τούς δεκτικούς θείου φωτισμού, δεν εγκολπώνονται δυστυχώς όλοι αυτό το Φως, όσοι δηλαδή είναι ανεπίδεκτοι, επειδή αγαπούν την αμαρτία και το ψεύδος.  Και όχι  απλώς δεν το δέχονται, αλλά το αποστρέφονται, το μισούν και το πολεμούν και ζητούν να το συγκαλύψουν και εξουδετερώσουν, διότι ελέγχει τα σκοτεινά τους έργα. Από τότε που ήλθε στον κόσμο το Φως της αληθείας, ο Χριστός, αμέτρητοι ήταν αυτοί που επολέμησαν, Αυτόν και την Εκκλησία του. Γραμματείς και φαρισαίοι, ρωμαίοι και βυζαντινοί αυτοκράτορες, αιρετικοί, μαρξιστές, άθεοι, μασώνοι και πολλοί άλλοι. Όλες αυτές οι δυνάμεις του σκότους δεν κατώρθωσαν τελικά να νικήσουν το Φως, τον Χριστό και την Εκκλησία του, όπως αποδεικνύει η ιστορία. Ήδη από τον στίχο αυτό ο ευαγγελιστής υπαινίσσεται την σάρκωση του Λόγου και παρουσιάζει το έργο του σαν μια πάλη του φωτός προς το σκότος.
«Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης» (1,6).
Αφού μέχρις εδώ ομίλησε για την προαιώνια ύπαρξη και Θεότητα του Λόγου εν είδει εισαγωγής, στη συνέχεια, θέλοντας να ομιλήσει σαφέστερα για την σάρκωσή Του και την φανέρωσή Του μέσα στον χρόνο και την ιστορία, στρέφει τον λόγο στον Πρόδρομό Του. Στο εκλεκτό εκείνο σκεύος της εκλογής που προανήγγειλε την έλευσή Του στον κόσμο, που προετοίμασε και προπαρασκεύασε τον λαό του Θεού για να τον υποδεχθή και πιστεύση σ’ Αυτόν. Μάλιστα η έλευσή Του είχε προφητευθεί από τον προφήτη Μαλαχία. Αποστέλλεται από τον Θεό ως πλήρες όργανο του Θεού  και επομένως τίποτε δεν λέγει και τίποτε δεν πράττει από μόνος του, αλλ’ όσα το Άγιο Πνεύμα τον  πληροφορήσει.  
«Ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού» (1,7).
 Ήλθε να μαρτυρήσει, να φανερώσει το Φως, τον Χριστό. Ο Δεσπότης φανερώνεται και συσταίνεται από τον δούλο. Αν και ο ίδιος δεν είχε την ανάγκη της μαρτυρίας του δούλου, καταδέχεται να μαρτυρηθή από αυτόν, από πολλή ταπείνωση, μόνο και μόνο για να οδηγηθούν οι άνθρωποι στην πίστη ευκολώτερα προς αυτόν. Βέβαια το φως με το να φωτίζει, μαρτυρεί  από μόνο του την παρουσία του, χωρίς να έχει ανάγκη μάρτυρος. Ο Θεός όμως εξ’ αιτίας της σκληροκαρδίας και απιστίας των Ιουδαίων συγκαταβαίνει μέχρις αυτού του σημείου, ώστε να μη έχουν καμιά δικαιολογία την ημέρα της κρίσεως, για την απιστία τους. Ο Θεός θέλει όλοι να πιστεύσουν και όλοι να σωθούν. Ούτε όμως τότε επίστευσαν όλοι, παρά ένα μικρό μόνο μέρος, ούτε αργότερα και μέχρι σήμερα δέχονται όλοι το Φως της αληθείας, τον Χριστό. Ο άνθρωπος επλάσθη ελεύθερος και αυτεξούσιος. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία της προαιρέσεώς του. Τελικά αυτοί που μένουν στο σκότος της πλάνης, μένουν όχι εξ αιτίας της ελλείψεως του φωτός, αλλά γιατί αγαπούν την αμαρτία και το ψεύδος μάλλον, παρά το Φως και την αλήθεια.
«Ουκ ην εκείνος το φως, αλλ’ ίνα μαρτυρήση περί του φωτός» (1,8). 
Φαίνεται σαν περιττή επανάληψη ο στίχος αυτός, διότι αφού ήρθε να μαρτυρήσει, δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτός το Φως, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι ο Πρόδρομος δεν είχε μέσα του θείον φως, αφού όλοι οι άγιοι αναδείχθηκαν «φως του κόσμου». Το Φως όμως αυτό το είχαν κατά μετοχήν. Ο ευαγγελιστής τοποθετώντας το άρθρο, το αντιδιαστέλλει από το κατά μετοχήν Φως, εννοώντας το προαιώνιον Φως, την πηγήν του φωτός. Εκτός αυτού επειδή πολλοί από τον λαό εταύτιζαν τον Ιωάννη με τον Μεσσία και υπήρχε φόβος να γίνει σύγχυση, ο ευαγγελιστής θέλοντας να προλάβει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, επαναλαμβάνει και τονίζει, ότι δεν ήταν εκείνος το Φως. Εξ άλλου αυτήν την υπόνοια του λαού την προλαμβάνει και ο ίδιος ο Πρόδρομος, όπως θα δούμε παρά κάτω στο στίχο 20.
«Ήν το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (1, 9).
Αυτό το Φως, για το οποίο ήρθε να μαρτυρήσει ο Ιωάννης, υπήρχε προαιωνίως και ανάρχως ως Θεός Λόγος και προτού να σαρκωθή. Το ονομάζει «αληθινόν» για να το ξεχωρίσει από το άλλο, το αισθητό, που είναι κτιστό, ενώ αυτό είναι άκτιστο. Με τη φράση «ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» ο ευαγγελιστής εννοεί, ότι ο Θεός δίδει σε κάθε άνθρωπο τις προϋποθέσεις για την μέθεξη του Θείου Φωτός. Τελικά όμως φωτίζονται, μόνον όσοι θέλουν να δεχθούν αυτόν τον φωτισμό, καθώς εσημειώσαμε προηγουμένως στο στίχο 5. Όσοι επομένως με τη θέλησή τους κλείνουν τα μάτια της ψυχής των και μένουν στο πνευματικό σκοτάδι, δεν είναι η αιτία του σκοτισμού τους η έλλειψη φωτός, αλλά η κακή τους προαίρεση.  Αυτό το αληθινό Φως, που καταυγάζει την ψυχή, λαμβάνει ο κάθε πιστός κατά το άγιον βάπτισμα. Δυστυχώς όμως και μετά το βάπτισμα ο Χριστιανός επανέρχεται και πάλι στην αμαρτία, που σκοτίζει την ψυχή. Τώρα πλέον δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η μετάνοια, δια της οποίας και μόνον καθαίρεται και φωτίζεται η ψυχή, όπως διατυπώνει πολύ ωραία ένα τροπάριο του αναστασίμου κανόνος: «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως». Οι άγιοι Πατέρες με την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και την λοιπή ασκητική αγωγή έφθαναν τελικά στη μέθεξη του Θείου Φωτός. Ο Άγιος Γρηγόριος, ο Παλαμάς, εμπόνως προσευχόμενος στο άγιον Όρος έλεγε: «φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος».
«Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (1,10).
 Ήταν παρών αοράτως μέσα στον κόσμο και προτού να σαρκωθή. Ήταν στον κόσμο χωρίς να περιορίζεται απ’ αυτόν, διότι ως άπειρο πνεύμα δεν περιορίζεται από τον φθαρτό και πεπερασμένο κόσμο. Αντίθετα πληροί αυτόν, τον κυβερνά, συντηρεί και προνοεί γι’ αυτόν, αφού άλλωστε είναι εκείνος που τον εδημιούργησε εκ του μηδενός.  Όταν εσαρκώθη, ο κόσμος των διεφθαρμένων από την αμαρτία ανθρώπων, δεν τον ανεγνώρισε, ούτε τον εδέχθη, ούτε τον επίστευσε, αλλά τον απέρριψε. Με την λέξη: «κόσμος» υπονοούνται οι άνθρωποι εκείνοι, που ζουν προσκολλημένοι στην αμαρτία και την ματαιότητα αυτής της ζωής. Και προτού να σαρκωθή βρισκόταν στον κόσμο κυβερνώντας και συντηρώντας αυτόν, αλλά και μετά την ανάληψή του βρίσκεται παρών μέσα σ’ αυτόν διά του μυστικού σώματός Του, της Εκκλησίας, της οποίας είναι κεφαλή και αρχηγός. Είναι ακόμη και μυστηριακώς παρών, κάτω από τα είδη του άρτου και του οίνου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θα συνεχίζει να παραμένει μέσα στις ψυχές των πιστών μαθητών του, που αποτελούν το σώμα της Εκκλησίας, μέχρι της συντελείας των αιώνων: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28.20).  Γιατί όμως οι διεφθαρμένοι από την αμαρτία άνθρωποι δεν τον ανεγνώρισαν; Διότι τούς ετύφλωσε η αγάπη και η προσκόλληση στις ηδονές και στη δόξα της παρούσης ζωής. Οι δίκαιοι και οι προφήτες και όσοι γενικά ήσαν άξιοι, τον ανεγνώρισαν και προτού ακόμη σαρκωθή, όσοι έζησαν στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης.  Η αγάπη προς τον κόσμο και η προσκόλληση σ’ αὐτόν μας αποξενώνει από τον Θεό, τυφλώνει τους ψυχικούς οφθαλμούς μας.
«Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (1,11).
Ως ιδικοί του μπορούν να θεωρηθούν και όλη η ανθρωπότης, διότι είναι δημιούργημά του, αλλά και ειδικώτερα οι Εβραίοι ως περιούσιος λαός του, τον οποίον αυτός εδιάλεξε από όλους τούς λαούς και μόνο αυτοί επίστευαν στον αληθινό Θεό.  Σ’ αυτόν εμπιστεύθηκε την Διαθήκη του, τον νόμο του και τις επαγγελίες του για την έλευση του Μεσσία. Αυτοί όμως τον απέρριψαν και τον απέκρουσαν, διότι θέλησαν να επιτύχουν την δικαίωση και την σωτηρία, όχι διά μέσου της πίστεως στον Χριστό, αλλά από την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου.  Εφθόνησαν τους εθνικούς, όταν είδαν ότι σώζωνται και αυτοί εξ’ ίσου δωρεάν διά της Χάριτος, όπως και εκείνοι, χωρίς να υπερέχουν σε τίποτε απέναντί τους.  Μέχρι τότε υπερηφανεύονταν απέναντι στούς εθνικούς  και τούς αποστρέφονταν ως ακαθάρτους και εσκοτισμένους. Πόσο ολέθριο κακό η υπερηφάνεια! Αδύνατο να δεχθεί ο πιστός μέσα του τον Χριστό, χωρίς το ταπεινό φρόνημα. Διότι Εκείνος «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν».  

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων (Γ)

 



Ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων (Γ)
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής του Θωμά.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 18η Απριλίου 2015.
(3ον)
Συνεχίζοντες τα ερμηνευτικά σχόλια στις Πράξεις, προχωρούμε στην ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής του Θωμά. Είναι μια περικοπή από το 5ο κεφάλαιο των Πράξεων, στίχοι 12-20. Στην περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει συνοπτικά την θαυμαστή ιεραποστολική δράση των αποστόλων, που συνοδευόταν με πολλά θαύματα, καθώς επίσης και το γεγονός της δευτέρας φυλακίσεως των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου και της διά θαύματος απελευθερώσεώς των.
«Διά δε των χειρών των αποστόλων εγίνετο σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά και ήσαν ομοθυμαδόν άπαντες εν τη στοά Σολομώντος» (5,12). Στην πρώτη παράγραφο της περικοπής από τον στίχο 12 μέχρι το στίχο 16, ο Λουκάς μας περιγράφει σε γενικές γραμμές πως προχωρούσε το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, πως εξαπλωνόταν το ευαγγέλιο με το κήρυγμα των αποστόλων, αλλά  και με πολλά «σημεία και τέρατα», τα οποία επιβεβαίωναν την γνησιότητα του κηρύγματος των. Η φράση «σημεία και τέρατα», όπως και η λέξη «δυνάμεις» στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης σημαίνουν γενικά τα θαύματα. Λέγονται σημεία διότι σημαίνουν, δείχνουν την παρουσία του Θεού. Είναι τα αποδεικτικά στοιχεία της παρουσίας του Θεού. Λέγονται τέρατα, διότι υπερβαίνουν τους νόμους της φύσεως. Λέγονται δε και δυνάμεις διότι αποκαλύπτουν την δύναμη του Θεού. Όλα αυτά τα θαύματα γινόταν αφορμή να πιστεύσουν πλήθη ανθρώπων στο κήρυγμα των αποστόλων και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Τα δε θαύματα αυτά δεν ήταν ένα και δύο, αλλά πολλά. Και δεν γινόταν μόνον από τον Πέτρο, αλλά από όλους τους αποστόλους. Στο βιβλίο του ο Λουκάς περιέγραψε με λεπτομέρειες μόνον ένα από αυτά, αυτό της θεραπείας του χωλού, (Πραξ.3,1-11), επειδή ήταν πολύ μεγάλο και εντυπωσιακό και επειδή είχε σαν συνέπεια να εκδηλωθεί για πρώτη φορά στη ζωή της Εκκλησίας η αντίδρασις και ο διωγμός από την πλευρά των εχθρών της. Οι απόστολοι ενώ κηρύττουν την ανάσταση του Χριστού, παράλληλα παρουσιάζουν τα διαπιστευτήρια, τα αποδεικτικά στοιχεία της αναστάσεως, που είναι τα θαύματα. Και τούτο διότι θαυματουργούν, επικαλούμενοι το όνομα του αναστάντος Χριστού. Τα θαύματα ακόμη μαρτυρούν, την παρουσία του Θεού μέσα τους, την παρουσία του αγίου Πνεύματος, το οποίο ενεργεί δια μέσου αυτών. Και ότι το άγιο Πνεύμα είναι εκείνο, που τους αποστέλλει, τους κατευθύνει, τους δίνει τη  δύναμη να κηρύξουν. Και γενικά ό,τι κάνουν, δεν το κάνουν από μόνοι τους, αλλά πίσω από αυτούς είναι ο ίδιος ο Θεός. Έτσι επαληθεύεται ο προφητικός λόγος του Κυρίου «σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσι» (Μαρκ.16,17-18). «Και ήσαν ομοθυμαδόν άπαντες εν τη στοά Σολομώντος». Γύρω από το ναό του Σολομώντος υπήρχαν στοές, αίθουσες διαλέξεων, σε μια από τις οποίες, την πιο μεγάλη, είχαν την συνήθεια να συγκεντρώνονται οι πιστοί, για να ακούσουν την διδασκαλία των αποστόλων, ενώ την Θεία Λειτουργία τελούσαν κατ’ οίκον, μακρυά από τα βλέμματα των απίστων. Ο βασιλιάς Σολομών, υιός του βασιλέως Δαυΐδ, ήταν ο πρώτος που έκτισε ναό, που πήρε το όνομά του. Αυτός όμως ο ναός καταστράφηκε το 6ο π.Χ. αιώνα, (587 π.Χ.), από τους βαβυλωνίους και τον ξανάκτισε ο Ζοροβάβελ το 516 π.Χ.. Ξανακαταστράφηκε και τον ξανάκτισε ο Ηρώδης ο Α΄ το 20 π.Χ., αυτός που έσφαξε τα νήπια. Για τελευταία φορά καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. και από τότε δεν ξανακτίσθηκε. Πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού είναι σήμερα κτισμένο το μουσουλμανικό τέμενος του Ομάρ. Αναμένεται να ξανακτισθή, σύμφωνα με τις Γραφές, (Β΄ Θεσσαλ.2,4), για τελευταία φορά στην εποχή του Αντιχρίστου.
  «Των δε λοιπών ουδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς, αλλ’  εμεγλυνεν αυτούς ο λαός» (13). Οι «λοιποί» είναι αυτοί που δεν επίστευσαν, αυτοί που σάρκαζαν, που ειρωνεύονταν, που προσπαθούσαν να εμποδίσουν το έργο των αποστόλων. Όλοι αυτοί μετά την παραδειγματική τιμωρία του θανάτου του Ανανίου και της Σαπφείρης, δεν τολμούν να τα βάλουν με τους αποστόλους, δεν τολμούν ούτε καν να τους πλησιάσουν. Το ρήμα κολλώμαι σημαίνει προσκολλώμαι, συναναστρέφομαι με κάποιους. Δεν τολμούν λοιπόν να προσκοκολληθούν, να συναναστραφούν με τα μέλη της Εκκλησίας, η με τους αποστόλους. Δεν τολμούν να υποκριθούν και να παραστήσουν τους πιστούς ενώ είναι άπιστοι, διότι κινδυνεύουν να πάθουν ό,τι έπαθε ο Ανανίας και η Σαπφείρα. Τους έπιασε φόβος και τρόμος. Εδώ βλέπουμε πόσο ωφέλιμο ήταν για την Εκκλησία αυτό το θλιβερό περιστατικό, (του Ανανία και της Σαπφείρης), όπως επίσης και την φροντίδα του Θεού όχι μόνο για την αύξηση της Εκκλησίας και την εξάπλωση του ευαγγελίου, αλλά και για την ζωτικότητα και καθαρότητά της. Λαμβάνει μέτρα ο Θεός να μην σπείρει ο πονηρός ζιζάνια μέσα στον αγρό της Εκκλησίας, να απομακρυνθούν οι υποκριτές, οι διπλωμάτες, που παρίσταναν τον χριστιανό, για να επιτύχουν τούτο, η εκείνο το υλικό όφελος. Από την άλλη μεριά ο λαός εμεγάλυνε τους αποστόλους, τους τιμούσε, απέδιδε σ’ αυτούς σεβασμό, τους θεωρούσε ως αληθινούς προφήτες και απεσταλμένους του Θεού.
    «Μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών τε και γυναικών» (14). Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι όλο και περισσότεροι Εβραίοι, επίστευαν στο Χριστό και γίνονταν μέλη της Εκκλησίας. Όλοι αυτοί που επίστευαν, ήταν οι καλοπροαίρετοι, αυτοί που πραγματικά μετανοούσαν, αυτοί που εμεγάλυναν και τιμούσαν τους Αποστόλους και τους θεωρούσαν ως αληθινούς δούλους του Θεού. Λέει ότι «πλήθη ανδρών και γυναικών» επίστευσαν στον Κύριο. Πόσος έγινε τώρα ο αριθμός των πιστών; Προηγουμένως μας είπε, ότι πίστεψαν 3000, ύστερα άλλες 2000. Τώρα δεν βάζει νούμερο. Πως να βάλει; Δεν μπορούσε πια να τους μετρήσει. Είναι τόσο μεγάλη η αύξηση, τόσο μεγάλο το άπλωμα της Εκκλησίας, που ο Λουκάς πλέον σαν να μας λέει, ότι δεν μπορώ να κρατήσω πια λογαριασμό. Βάζει απλώς «πλήθη ανδρών και γυναικών». Δίπλα στους άνδρες είναι και οι γυναίκες με πνευματική ισότητα, με τα ίδια πνευματικά δικαιώματα. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές, που οφείλονται στη φύση, στον διαφορετικό ψυχικό κόσμο της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα. Δεν υπάρχει όμως πνευματική διαφορά σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου Παύλου «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ.3,28). Εξ άλλου και  ο ίδιος ο Χριστός ετίμησε και εξύψωσε το πρόσωπο και τη θέση της γυναικός μέσα στην Εκκλησία, διότι όπως γνωρίζουμε, μαζί με το κύκλο των μαθητών είχε και κύκλο μαθητριών, κάτι που αποτελούσε πρωτοφανή καινοτομία για τα δεδομένα της εποχής εκείνης.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής του Θωμά - O Λόγος της Εκκλησίας και το περιεχόμενο αυτού

 



Αποστολικό ανάγνωσμα  Κυριακής του Θωμά - O Λόγος της Εκκλησίας και το περιεχόμενο αυτού
Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος
Ο  ΛΟΓΟΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΚΑΙ  ΤΟ  ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ  ΑΥΤΟΥ
Αποστολικό ανάγνωσμα
Κυριακής του Θωμά
(Πραξ. ε' 12-20)
Σε κάθε εποχή, αλλά κυρίως στη δική μας που τόσα ρεύματα έχουν διαπεράσει τον κόσμο και συνεχίζουν να κυκλώνουν την οικουμένη, τίθενται δύο ερωτήματα.
α) Έχει λόγο η Εκκλησία; και β) ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο αυτού του λόγου - κηρύγματος που εάν έχει, οφείλει να καλλιεργεί η Εκκλησία;
Όντως ερωτήματα που κάνουν τους εντός της Εκκλησίας να “βασανίζουν το θέμα” ώστε να απαντήσουν υπεύθυνα. Υπεύθυνα, δοθέντος ότι τους τελευταίους καιρούς, παρά το πλήθος των “κηρύκων”, φαίνεται να απουσιάζει το ριζοσπαστικό κήρυγμα της Αναστάσεως και να επέρχεται ένας συμβιβασμός προς το πνεύμα τού κόσμου, συν το ότι ο θεσμός των ιεροκηρύκων δείχνει να συρρικνώνεται δραματικά.
Ας αφήσουμε όμως τους εχθρούς τής Εκκλησίας που σκοπό έχουν να καταργήσουν το ζωντανό της κήρυγμα - παρά τα γλυκόλογα και τους “αδελφικούς ασπασμούς”, και ας μη λησμονούμε ότι σε κάθε εποχή και οπουδήποτε υφίσταται ο “φιλοπρωτεύων Διοτρεφής” (Γ' Ιωαν. 9), και με δέος ας ακούσουμε μέσω τού Αποστολικού αναγνώσματος τον Άγγελο Κυρίου. Το λειτουργικό πνεύμα όπου “διά της νυκτός ήνοιξε τας θύρας τής φυλακής, εξαγαγών τε αυτούς (τους Αποστόλους) είπε· πορεύεσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης” (Πραξ. ε' 19-20).
Μάλιστα! Στα δύο ερωτήματα, εάν δηλ. υφίσταται κήρυγμα της Εκκλησίας και ποιο το περιεχόμενό του, μας απαντά ο Θεός διά του αγίου Αγγέλου. Επαναλαμβάνεται και εδώ με διαφορετικά λόγια η εντολή τού Αναστάντος Κυρίου μας: “πορευθέντες, μαθητεύσατε (=εκχριστιανίσατε), πάντα τα έθνη” (Ματθ. κη' 19).
Αυτή επίσης την πραγματικότητα την βλέπουμε στους χρόνους όπου επικρατούσε ο Νόμος. Εκεί που τα εκλεκτά πνεύματα των Δικαίων και των εκλεκτών εκήρυσσαν και έλεγχαν, προφητεύοντας ταυτοχρόνως τον αναμενόμενο Μεσσία, και φυσικά την ευλογημένη αυτή πραγματικότητα που βιώνει η Εκκλησία στο Νόμο τής Χάριτος. Εκεί που το λειτουργικό Σώμα, μέσα στο Κυριακό Δείπνο δέχεται διά του θείου κηρύγματος το μήνυμα της ελπίδος. Την βεβαιότητα της νίκης εναντίον τού θανάτου και τού διαβόλου.
Ουδέποτε υπήρξε εποχή κατά την οποία η Εκκλησία υποτίμησε το πραγματικό κήρυγμα. Η εκκλησιαστική ιστορία αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα αυτής τής πραγματικότητος.
Εάν κάπου υπήρξε υποτίμησις του λόγου τού Θεού, δηλ. του κηρύγματος, εκεί επήλθε πνευματικός μαρασμός και η άγνοια της αληθείας οδήγησε σε επικίνδυνα μονοπάτια, σε πλάνες, σε αιρέσεις και τέλος σε αυτήν την αποκοπή από την Ορθοδοξία. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο πως όταν κατά καιρούς ξεσπούν περιπέτειες εναντίον τής Εκκλησίας, από τα πρώτα που τίθενται εν περιορισμώ και κατόπιν σε διωγμό, είναι αυτό το κήρυγμα. (Φυσικά όταν γίνεται λόγος περί κηρύγματος, εννοούμε το γνήσιο, πατερικό, απολογητικό, ελεγκτικό, αφυπνιστικό κήρυγμα συμφώνως προς τις προδιαγραφές των μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων οι οποίοι επί καθημερινής βάσεως, ουχί άπαξ αλλά και δις την ημέραν αρκετές φορές, εδίδασκαν το εμπιστευθέν εις αυτούς χριστεπώνυμον πλήρωμα των τοπικών τους Εκκλησιών).
Εκείνο επίσης που είναι ανάγκη να σημειωθεί, είναι πως τις πονηρές ημέρες που ζούμε, όχι μόνο το αυθεντικό εκκλησιαστικό κήρυγμα ολονέν και περισσότερον ολιγοστεύει, αλλά ταυτοχρόνως αναπτύσσεται το νόθο και ξένο προς τις αρχές, τα δόγματα και τον αγιαστικόν (ασκητικόν-ησυχαστικόν) τρόπον ζωής που αδιασπάστως οι άγιοι παραδίδουν από την μία γενεάν εις την άλλην. Το αποτέλεσμα τώρα τούτης τής καταστάσεως όλοι το βιώνουμε. Είναι το να ακούωνται από επίσημα χείλη απόψεις, και δη εκκλησιολογικές, που σε παλαιότερες εποχές οι εκφράζοντες και υποστηρίζοντες παρόμοιες θέσεις θα καλούνταν προς απολογίαν. Έτσι, συν τοις άλλοις, διαμορφώνεται ένα “ξύλινο κήρυγμα” που μπορεί να ακούεται όχι μόνο σε χώρους αιρετικών οίκων, αλλά ακόμα και σε αλλοθρήσκους και γιατί όχι και σε συνάξεις ακόμα αθέων και απίστων, αφού και αυτοί ενδιαφέρονται δήθεν για την “οικολογία” και τα “κοινά προβλήματα της ανθρωπότητας”.  
Οπωσδήποτε όσοι ποιμένες έχουν συνείδηση της υψηλής τους αποστολής, όσοι επιτέλους πιστεύουν στον Θεό, γνωρίζουν ότι δεν θα δώσουν λόγο σε ανθρώπους και ανθρωπάκια ποικίλλων θρησκευτικών και πολιτικομματικών αποχρώσεων, αλλά στον ίδιο τον Νικητή τού θανάτου.
Γνωρίζουν ότι το “λαλείτε” τού Αγγέλου προς τους Αποστόλους δεν είναι κάτι που επαφίεται στην διάθεση του εργάτου τού αμπελώνος, αλλά παράγγελμα επιτακτικόν προς τους ιδίους αλλά και προς όσους βρίσκονται στην ιερά αποστολή τής Ορθοδοξίας. Παράγγελμα προς όσους λιτανεύουν τον σταυρόν τής αληθείας και του αποκαλυπτικού Χριστοκεντρικού κηρύγματος.
Οι κήρυκες λοιπόν του θείου λόγου δεν έχουν παρά να εμπνέονται από τα Βιβλικά κείμενα, να ενθουσιάζονται από τα πατερικά ομιλητικά αριστουργήματα και “ευκαίρως ακαίρως” προς κάθε κατεύθυνση να σπείρουν δαψιλώς τον λόγο τού Θεού, όντας βέβαιοι ότι τα εμπόδια που εφεξής θα αντιμετωπίσουν δεν είναι παρά η επιβεβαίωσις του έργου τους. Έργου μεστού από την ευλογία τού Αναστάντος Χριστού.
Ας μη λησμονούν δε ποτέ οι αυθεντικοί κήρυκες του Ευαγγελίου ότι “δεν φοβάται ο λαγός τη βροντή τόσο, όσο φοβείται ο διάβολος τον λόγο τού Θεού”.
Αμήν.
Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος 

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Κεφ. 19


1 Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε. 2 καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλον αὐτόν 3 καὶ ἔλεγον· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα. 4 ἐξῆλθεν οὖν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω. 5 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, 6 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· Σταύρωσον σταύρωσον αὐτὸν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. 7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. 8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη, 9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ.
10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; 11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει. 12 ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· Ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι. 13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ· 14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. 15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα. 16 τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.
17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὑτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, 18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ’ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν. 19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. 20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί. 21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· Μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων. 22 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Ὃ γέγραφα, γέγραφα.
23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι’ ὅλου. 24 εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· Μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.
25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. 26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, 27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. 28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· Διψῶ. 29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. 30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε· Τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. 32 ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· 33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, 34 ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.
35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. 36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. 37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.
38 Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησεν τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 39 ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. 40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. 41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινὸν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· 42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.