Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Η περί τών Αγίων Γραφών διδασκαλία Αγίου Ισιδώρου τού Πηλουσιώτη Ειρήνη Αρτέμη


Πτ. Θεολογίας, Μphil. Θεολογίας - πτ. Φιλολογίας



Πηγή: http://www.egolpion.com/?parent=4FBEB2E9&window=2135331494#_ftn38



ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

            Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης μελέτησε την Αγία Γραφή με μεγάλη προσοχή. Μέσα από τις επιστολές του ερμηνεύει διάφορα βιβλικά χωρία η διευκρινίζει βιβλικά θέματα. Ο λόγος της Γραφής αποτελεί για τον Πατέρα αλάνθαστο οδηγό για να ξεπεράσει το σκόπελο κάθε αιρετικής διδασκαλίας, η οποία απειλεί τη σωτηρία των πιστών εν Χριστώ. Συγχρόνως με βάση τα θεόπνευστα έργα της Βίβλου μπορεί να διακηρύττει ότι υπάρχει Ένας Θεός με Τρία Πρόσωπα. Υπογραμμίζει την ενότητα της ουσίας Του και συγχρόνως μιλά για τη διάκριση των Υποστάσεών Του. Γνωρίζει φυσικά ότι ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει την ακατανόητη φρόνηση, δηλαδή τη σοφία του Θεού, αφού εκείνη υπέρκειται των ορίων της ανθρώπινης διανοίας. Τέλος με τη βοήθεια των αγιογραφικών χωρίων μπορεί να αναπτύσσει διεξοδικά στις επιστολές του θέματα εκτός από δογματικά, ηθικά, ασκητικά, παιδαγωγικά και ερμηνευτικά: « ... υπομιμνήσκων και νουθετών, και απλώς πάσι τοις αυτόν ερωτώσι τας της θείας Γραφής ρήσεις σοφώτατα ερμηνεύων»[1].

            Στις Γραφές βρίσκει ο πιστός εν Χριστώ τα εφόδια για να αγωνισθεί για την κοινωνική και ηθική προκοπή του αλλά κυρίως για να μπορέσει να κατακτήσει την πνευματική κατά Θεόν πρόοδον και τελείωσή του. Η εμβριθής μελέτη των Γραφών παρέχει στο έλλογο ον τη δυνατότητα να διατηρήσει άσβεστη τη φλόγα της πίστεως. Αποτελεί τον ασφαλή οδηγό για την πορεία του εν Χριστώ βίου σύμφωνα με όσα απεκάλυψε ο Τριαδικός Θεός στην Π.Δ. η δίδαξε ο ενανθρωπήσας Λόγος στην Κ.Δ. και κήρυξαν οι Απόστολοι.

            Μέσα από τις επιστολές του φαίνεται ο σεβασμός τον οποίο τρέφει ο άγιος πατήρ για την Π. και Κ. Διαθήκη, τις οποίες θεωρεί ισόκυρες πηγές της Βίβλου. Εκείνες διακηρύττουν σθεναρά και αδιαμφισβήτητα την ύπαρξη του ενός και συνάμα Τριαδικού Θεού. Ταυτόχρονα λοιδωρούν εκείνους τους αιρετικούς όπως τον Μαρκίωνα οι οποίοι διαστρέβλωναν την αλήθεια και «έχθραν ταις δυσί Διαθήκαις κατασκευάζουσι ξένον είναι του νόμου τον Χριστόν σχεδιάζοντες»[2].



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Ι. Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

            Η Αγία Γραφή, η Παλαιά και Καινή Διαθήκη[3], είναι βιβλία, τα οποία περιέχουν την αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια. Δεν αναφέρουν απλά ιστορίες η κάποια γεγονότα τα οποία έλαβαν μέρος στο παρελθόν σε ένα λαό η σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Είναι η αποκάλυψη του ενός και συγχρόνως Τριαδικού Θεού, του μοναδικού αληθινού Θεού, και του θελήματός Του. Το Άγιο Πνεύμα κινεί και εμπνέει τους συγγραφείς στην καταγραφή του περιεχομένου της θείας αποκάλυψης. Σκοπός της φανερώσεως του Πανάγαθου Θεού και του Νόμου Του είναι να βγεί ο άνθρωπος από την αχλύ της σκιάς και της άγνοιας, στην οποία είχε βυθιστεί. Με τον τρόπο αυτό θα απολυτρωθεί από τα δεσμά της αμαρτίας και θα μπορέσει να ξανακερδίσει τη βασιλεία του Θεού και τα αγαθά της αρχέγονης καταστάσεως. Τα τελευταία τα έχασε εξαιτίας της παρακοής των Πρωτοπλάστων και της πτώσεως τους, η οποία διαδραματίστηκε στον Παράδεισο. Με αρωγό τις δύο Διαθήκες, όσοι επίπονα προσπαθούν να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Τριαδικού Θεού, πετυχαίνουν να έχουν καθαρότητα στον τρόπο ζωής τους. Γίνονται δεκτικοί του φωτισμού της καρδίας και του καταυγασμού του λογισμού τους από τον Τριαδικό Θεού. Έτσι κάνουν κτήμα τους τις αλήθειες της ορθής πίστεως. Χειραγούνται, λοιπόν, στην τριήμερη ανασταση του Κυρίου, η οποία ονομάζεται και Βασιλεία των Ουρανών[4].

Οι εκδόσεις του αρχαίου κειμένου της Παλαιάς και της Καινής διαθήκης που αποδέχεται επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία Kαι σχόλια για μεταφράσεις που κυκλοφορούν σήμερα Τού Papyrus 52



Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή ερώτημα ενός φίλου, σχετικά με το ποιες εκδόσεις του αρχαίου κειμένου της Αγίας Γραφής θα πρέπει να εμπιστεύεται ένας Ορθόδοξος. Στην απάντησή μας θα επεκταθούμε και σε μερικά σχόλια για κάποιες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής που κυκλοφορούν σήμερα.

[Σημείωση: επειδή στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε και σε ηλεκτρονικές εκδόσεις κειμένων της Αγίας Γραφής, οφείλουμε να ενημερώσουμε τους Ορθοδόξους αναγνώστες για τις δογματικά και θεολογικά παραμορφωμένες μεταφράσεις των «Μαρτύρων του Ιεχωβά», οι οποίες έχουν υποστεί ακραία επεξεργασία (αφαίρεση ή προσθήκη λέξεων, αλλαγή σύνταξης και στίξης κ.λπ., κ.λπ.) προκειμένου να υποβαθμίσουν το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού και να ταιριάξουν με την αντιεκκλησιαστική και αντιτριαδική πολεμική της Εταιρείας «Σκοπιά»: αυτές είναι οι μεταφράσεις με τίτλους όπως «Μετάφραση Νέου Κόσμου» ή συντομογραφικά «ΜΝΚ» ή στα αγγλικά, «New World Translation» ή «New World Translation of the Holy Scriptures» και συντομογραφικά «NWT», όπως και «The Kingdom Interlinear Translation of the Greek Scriptures» ή στα ελληνικά «Διάστιχη Μετάφραση της Βασιλείας των Ελληνικών Γραφών». Επίσης, οι χρήστες Η/Υ και άλλων φορητών συσκευών (κινητά κ.λπ.) που κινούνται στο διαδίκτυο και αναζητούν κάποια έκδοση της Αγίας Γραφής, εκτός από τους παραπάνω τίτλους, να υποψιάζονται και κάθε μεταφορά τους (συχνά αθέλητη) σε ιστοσελίδες που η γραμμή διεύθυνσης περιλαμβάνει τις εξής λέξεις: Jehovah’s Witnesses (=Μάρτυρες του Ιεχωβά), Watchtower (=Σκοπιά), jw (=αρχικά των λέξεων Jehovahs Witnesses)]

Τι λέει ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος για την Αγία Γραφή ως πηγή της πίστεως π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου


Αντωνίου Αλεβιζόπουλου: «Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων» Αθήνα 1994 3η Έκδοσις σελ. 15 – 19.

Μερικές φορές, ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, στα βιβλία του, αναφέρει την Αγία Γραφή "Λόγο του Θεού". Και αυτό έχει χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους που έχουν Προτεσταντικές επιρροές, για να πουν ότι "αφού ο π. Αντώνιος, ως υπεύθυνος κατά των αιρέσεων το αναφέρει αυτό, άρα είναι η Αγία Γραφή ο Λόγος του Θεού". Όμως, όταν γράφει κάτι τέτοιο ο π. Αντώνιος, άλλο έχει στη σκέψη του, και όχι την εν λόγω Προτεσταντική αίρεση. Αλλά ως λόγο του Θεού αντιλαμβάνεται το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, του οποίου έκφραση είναι ΚΑΙ η Αγία Γραφή, και όχι μόνο αυτή. Αυτό φυσικά δεν το λέμε έτσι ξεκάρφωτα, αλλά θα το διαπιστώσετε  διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα από βιβλίο του.

Θέσεις της Ορθοδοξίας: Η Θεία Αποκάλυψη
Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη, η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα, αλλά στην ομολογία πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος… Στο σώμα του Χριστού, «στους αγίους» παραδόθηκε η αγία πίστη «άπαξ», μια για πάντα. Όποιος δεν ανήκει σ’ αυτό το σώμα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την Αγία Γραφή (Β΄ Θεσσαλονικείς 3/γ΄ 6. Β΄ Πέτρου 3/γ΄ 16. Ιούδα 3-4). Μ’ αυτή την έννοια η ιερή παράδοση είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, η ιερή μνήμη της Εκκλησίας, που διαφυλάσσεται σαν πολύτιμος θησαυρός (Β΄ Τιμόθεον 1/α΄ 13-14).
Η Αγία Γραφή δεν περιλαμβάνει την πληρότητα της θείας αποκάλυψης. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η σημασία της προφορικής παράδοσης και η φροντίδα για τη μετάδοσή της από γενεά σε γενεά (Ψαλμ. 43/μγ΄ 2. 44/μδ΄ 1. Ιωήλ 1/α΄3). Η Καινή Διαθήκη σημειώνει πως δεν περιέχει την πληρότητα των λόγων και των έργων του Χριστού (Ιω. 21/κα΄ 25).
Η ίδια η Αγία Γραφή κάνει χρήση της παράδοσης (Αριθ.21/κα΄ 14,15. Ματθ. 2/β΄ 23. Πράξεις 20/κ΄ 35. Β΄ Τιμόθεον 3/γ΄ 8. Ιούδα 14). Ο Χριστός δεν παρακίνησε τους μαθητές του να γράψουν βιβλία, αλλά να κηρύξουν, υποσχόμενος πως θα βρίσκεται για πάντα μαζί τους (Ματθ. 28/κη΄ 20) και ότι θα τους στείλει το Πνεύμα το Άγιο για να μείνει μαζί τους (Ιωάννης 14/ιδ΄ 16), να τους διδάξει και να τους υπενθυμίσει το κήρυγμά του  (Ιω. 14/ιδ΄ 25-26). Να τους οδηγήσει «εις όλην την αλήθεια», αποκαλύπτοντας σ’ αυτούς το βαθύτερο νόημα των λόγων του Χριστού. Όλα εκείνα που με τις δικές τους δυνάμεις δεν μπορούσαν να «βαστάξουν» (Ιω. 16/ις΄ 12-15).
Αλλά και οι απόστολοι δεν περιορίσθηκαν στα γραπτά κείμενα. Μετέδωσαν στους πρώτους Χριστιανούς πολύ περισσότερα από εκείνα που κατέγραψαν «δια χάρτου και μελάνης» (Β΄ Ιω. 12. Γ΄ Ιω. 13-14. Α΄ Κορ. 11/ια΄ 34). Μερικά από τα γραφόμενα αποδείχθηκαν ότι έχουν καιρική σημασία, γιατί δεν διατηρήθηκαν στην Εκκλησία: ο αριθμός των διακόνων (Πράξεις 6/στ΄ 3), το τάγμα των χηρών (Α΄ Τιμ. 5/ε΄ 9), το κάλυμμα των γυναικών (Α΄ Κορ. 11/ια΄ 5), το νίψιμο των ποδιών (Ιω. 13/ιγ΄ 14).
…εδώ λοιπόν έχουμε βασική διαφορά με τον Προτεσταντικό κόσμο. Το αξίωμα: «μόνη η Γραφή», αφήνει ακάλυπτη και αυτή την ίδια τη Γραφή, εκτεθειμένη στην «ερμηνευτική αυθεντία» και στο «αλάθητο» του καθενός πάστορα…» (Αντωνίου Αλεβιζόπουλου: «Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων» Αθήνα 1994 3η Έκδοσις σελ. 15 – 19. Και τα ίδια γράφει και το βιβλίο του: «Ρωμαιοκαθολικισμός Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία» σελ. 65 - 70).

Η Εκκλησία ως εγγυήτρια τής Αγίας Γραφής Αστήρικτη η πηγή πίστεως τού Προτεσταντισμού Πώς μπορεί κάποιος να στηρίζει τη ζωή του σε κάτι που εγγυάται ένας αναξιόπιστος κατ' αυτόν εγγυητής;


Οι δεκάδες χιλιάδες θρησκείες τού Προτεσταντισμού στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ισχυρίζονται  (χωρίς αυτό να αληθεύει), ότι στηρίζονται αποκλειστικά στην Αγία Γραφή, την οποία αυθαίρετα ταυτίζουν με τον "λόγο τού Θεού". Όμως αυτός ο βασικός ισχυρισμός προσκρούει σε πλήθος αντιφάσεων και λογικών αλμάτων, που όταν γίνονται φανερά, γκρεμίζουν όλο τους το δογματικό οικοδόμημα.

1. Λογικά άλματα τού Προτεσταντισμού περί Αγίας Γραφής
Σε άλλες μελέτες μας, έχουμε δείξει το ανιστόρητο και το αντιχριστιανικό αυτού τού ισχυρισμού. Εδώ θα επικεντρωθούμε στον ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ αυτού τού κεντρικού Προτεσταντικού δόγματος.
Οι αιρετικοί Προτεσταντικοί ισχυρισμοί ότι δήθεν η Αγία Γραφή είναι "ο λόγος τού Θεού", ή "καταστατικό πίστεως", ή "η μόνη Θεόπνευστη", ή "πρέπει να δεχόμαστε μόνο τη Γραφή", ή "όλα τα άλλα είναι ανθρώπινες παραδόσεις", ή "σε αυτή στηρίζεται η Εκκλησία", ή ότι "έχει 66 βιβλία" και όλα τα σχετικά, όπως έχουμε αποδείξει σε σχετικά μας άρθρα, είναι όχι μόνο αντίθετοι με τη Χριστιανική πίστη, αλλά και ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ τού 16ου μ.Χ. αιώνα!
Αφού λοιπόν όλα αυτά δεν είναι διδασκαλίες τής Γραφής, από μόνα τους διαψεύδουν τους Προτεστάντες εκείνους που ισχυρίζονται ότι δήθεν "ακολουθούν μόνο την Αγία Γραφή". Γιατί αν την ακολουθούσαν, δεν θα δίδασκαν τις ανωτέρω αιρέσεις.
Στο παρόν άρθρο όμως, θα ασχοληθούμε με κάποιες συζητήσεις που είχε συνεργάτης μας με πρόσωπο Προτεσταντικών αρχών, που επιχείρησε (αποτυχημένα), να στηρίξει την πίστη του στα παραπάνω, λαμβάνοντας ως δεδομένη την κοινή βάση που έχουμε με τον Προτεσταντισμό εμείς οι Χριστιανοί, να αποδεχόμαστε κι εμείς την Αγία Γραφή ως Θεόπνευστη.

Είναι τα τέσσερα Ευαγγέλια η μόνη πηγή πίστεως;


Πρόσφατα διαβάσαμε με έκπληξη μια άποψη, που υποστηρίζει ότι η πηγή της πίστεώς μας, είναι τα λόγια του Ιησού Χριστού, που έχουν καταγραφεί στα Ευαγγέλια, από τους τέσσερις ευαγγελιστές. Και με την ευκαιρία αυτή, θα παρουσιάσουμε εδώ τους λόγους που μια τέτοια άποψη είναι εσφαλμένη και αιρετική.
Ο αιρετικός αυτός ισχυρισμός, λέει τα εξής:
"Πηγή της πίστης είναι μόνο ο Ιησούς. Οι τέσσερις ευαγγελιστές είναι άνθρωποι, αλλά διασώζουν τον λόγο του Χριστού. Δεν αναπτύσσουν ερμηνευτική του λόγου του Χριστού, όπως κάνουν όλοι οι υπόλοιποι Χριστιανοί συγγραφείς στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένων και των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης".
Ας απαντήσουμε σε αυτό τον ισχυρισμό:
Πρώτον: Αυτοί όμως που τα λένε αυτά, ξεχνούν ότι ο λόγος του Χριστού μέσω των Ευαγγελιστών, δεν μεταδόθηκε αυτούσιος. Αλλά ο καθένας τον αντιλήφθηκε με τον δικό του τρόπο. Πάντα όταν ακούμε κάτι, μεσολαβεί η προσωπική αντιληπτική διαδικασία, που προσαρμόζει αυτό που ακούμε, στις προσωπικές συνθήκες το καθενός μας.  Αυτούσιο λόγο του Χριστού δεν έχουμε ΠΟΥΘΕΝΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ τεκμηριωμένα. Γιατί κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει, ότι τα λόγια αυτά ειπώθηκαν ακριβώς όπως καταγράφτηκαν. Και μόνο η Εκκλησία μας διαβεβαιώνει, ότι αυτά που καταγράφτηκαν είναι έγκυρα και σωστά, έστω και αν διατυπώθηκαν διαφορετικά. Όλα όσα γνωρίζουμε, πέρασαν μέσα από την αντίληψη και την ΕΡΜΗΝΕΙΑ των Ευαγγελιστών. Και ως απόδειξη, ας δούμε ένα παράδειγμα:
Ο πρώτος μακαρισμός στον Ματθαίο είναι: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5/ε΄ 3).
Όμως ο Λουκάς γράφει κάτι διαφορετικό: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστιν η βαισιλεία του Θεού» (Λουκάς 6/ς΄ 20).
Η διαφορά μεταξύ: «πτωχού τω πνεύματι» και απλώς «πτωχού», είναι μεγάλη. Είναι προφανές ότι εδώ, άλλο κατάλαβε ο Λουκάς, και άλλο ο Ματθαίος από τα λόγια του Χριστού. Είναι προφανές ότι τα όσα έγραψαν, πρώτα τα «φιλτράρισαν» με βάση την προσωπική τους κατανόηση. Και παρά το ότι εδώ αυτό είναι εμφανές, δεν είναι εμφανές αυτό πάντα στα σημεία που δεν γίνεται αντιπαράθεση των λόγων των ευαγγελιστών.
Δεύτερον: δεν είναι μόνο τα Ευαγγέλια που περιλαμβάνουν τον λόγο του Χριστού. Έχουμε για παράδειγμα την Αποκάλυψη, όπου είναι σαφώς γραμμένο: «Εγώ ειμι ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζων, και εγενόμην νεκρός, και ιδού ζων ειμι εις τους αιώνας των αιώνων, και έχω τας κλείς του θανάτου και του άδου. Γράψον ουν α είδες, και α εισι και α μέλλει γίνεσθαι μετά ταύτα» (Αποκάλυψις 1/α΄ 17-19). Άρα έχουμε εδώ σαφέστατα τα λόγια του Χριστού, και μάλιστα ΑΜΕΣΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ.

Η Αγία Γραφή κατά τους Πατέρες Ισόκυρος μάρτυρας θείας αποκαλύψεως με την κτιστή δημιουργία



Πηγή: Από το βιβλίο " Η ερμηνεία της Αγίας γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων",  Ι. Παναγόπουλος, εκδόσεις Άθως.

Κατ’ αρχήν στους Πατέρες δεν αναγνωρίζουμε την άποψη, που χαρακτηρίζει σήμερα την δυτική και δυτικίζουσα νεορθόδοξη θεολογία, ότι δηλαδή η Γραφή αποτελεί την αποκλειστική και περιεκτική καταγραφή της θείας αλήθειας, με άλλα λόγια την επαρκή έκθεση αιωνίων θείων αληθειών, εντολών και δογμάτων, που εξαντλούν τη θεία αποκάλυψη.
Η άποψη αυτή θεσμοποιεί απελπιστικά την αγ. Γραφή σε ιερό κείμενο, αυτάρκες καθαυτό, σε «αρχείο» και «αντικειμενικό» κριτήριο της θείας γνώσεως και παιδείας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκπροσωπούν εντελώς διαφορετική άποψη. Χωρίς να αναπτύσσουν κάποια θεωρία για την φύση και τον χαρακτήρα της Γραφής, ανατρέχουν στην ιστορία της θείας οικονομίας και αφορμώνται πρώτιστα από τα γεγονότα, τα οποία μαρτυρεί η Γραφή. Έτσι κατανοείται και η άλλως παρεξηγήσιμη άποψή τους, ότι η κτιστή δημιουργία αποτελεί ισόκυρο με την Γραφή μάρτυρα της θείας αποκαλύψεως!
Η κοινή σε όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς παράδοση για την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής αφορά στην ουσία τα δια της Γραφής υποδηλούμενα και μαρτυρούμενα γεγονότα της θείας οικονομίας, τα οποία τελεί αυτός ο Θεός, και λιγότερο την γραπτή μορφή της θείας αποκαλύψεως. Η γραπτή αυτή μορφή είναι «σύμφωνη» με τα γεγονότα αυτά και συνεπώς δευτερογενής· είναι η ανθρώπινη, ιστορική έκφραση της θείας αποκαλύψεως, η οποία ασφαλώς ανταποκρίνεται κατά σύμμορφο και ακόλουθο τρόπο με την “θειότητα” των γεγονότων, που διαδηλώνει. Αυτή ακριβώς η “συμφωνία” γράμματος και πράγματος αποτελεί την ιδιάζουσα θεόπνευστη “φύση” της Αγίας Γραφής και φυσικά καθορίζει και τον τρόπο της ερμηνείας της. Συνεπώς η Γραφή ισχύει για την Εκκλησία ως “ιερά γραφή”, επειδή ακριβώς αποσκοπεί εις την “ωφέλειαν”, δηλαδή στην κατά Χριστό μόρφωση του βίου των πιστών. Αυτή η “ωφέλεια” είναι “ο σκοπός” της Γραφής και όχι η ενημέρωση απλώς για τα γεγονότα η πρόσωπα, που εξιστορεί.

Είναι η Αγία Γραφή ο Λόγος του Θεού; Απάντηση σε Προτεσταντικές παρανοήσεις π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών


 
Απομαγνητοφώνηση: Θ. Φ. Δ.

Πηγή: Απόσπασμα ομιλίας του π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, όπως αυτή έγινε στην Εκκλησία του Αγ. Αντύπα στο Γουδί, στις 1-11-07

Απάντηση του π. Γεωργίου στην Ερώτηση:
"Μπορούμε να αποκαλούμε την Αγ. Γραφή Λόγο του Θεού; Και αν ναι, εννοούμε το γράμμα η το περιεχόμενο του ευαγγελίου;"
 
Λοιπόν, το πρώτον: Ο δυτικός κόσμος , κυρίως η προτεσταντική πλευρά του δυτικού Χριστιανισμού, μας έμαθε με την απολυτοποίηση της φράσης "λόγος του Θεού". Το μάθαμε στα κατηχητικά , το πήραμε κ' εμείς και λέμε "Η Αγία Γραφή [είναι] ο Λόγος του Θεού".  Έμμεσα είναι ο λόγος του Θεού. Δηλαδή αυτό που λέει η Αγία Γραφή, ο Θεός το ορίζει. Αλλά αν μιλήσουμε με ακρίβεια  επιστημονική, οχι! Tο γράμμα της Αγίας Γραφής δεν είναι ο Λόγος του Θεού.
 
Διότι ο Θεός δεν ομιλεί καμιά γλώσσα, πρώτα απ' όλα. Ούτε Εβραϊκά. Το πρόβλημα ετέθη από τον Γρηγόριο Νύσσης. που συνεχίζει τον Κρατύλο του Πλάτωνος από πλευράς γλωσσολογικής. Ο Δεύτερος μεγάλος Έλληνας γλωσσολόγος είναι ο Γρηγόριος ο Νύσσης, στα έργα του κατά Ευνομίου. Δεν γράφει καμιά γλωσσολογία σαν τον Μπαμπινιώτη, αλλά , απαντά σε ερωτήματα γλωσσολογικά.
 
Επομένως λοιπόν, το πρόβλημα είναι το εξής: Το ότι δεν είναι η Γραφή, αυτή καθαυτή ως γράμμα , ως βιβλίο, "Λόγος του Θεού". [Αν το αποδεχτούμε αυτό] τότε την μεταβάλλουμε σε "Κοράνιο". Ο καημένος ο Μωάμεθ είπε ότι ο Θεός , δια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, του έδωσε το Κοράνιο! Το πέταξε ο Αλλάχ από ψηλά (ευτυχώς που δεν πήρε κανένα κεφάλι..). Το ότι είναι τυπωμένο βιβλίο, ούτε καν να το πεις! Ξέρετε, έχει συνέπειες. Έχω πάει πολλές φορές και στο Ιράν και στο Ιράκ κτλ για συνέδρια και είμαστε πάντα προσεκτικοί. Όταν μιλούμε για την Τριαδικότητα του Θεού, σηκώνονται οι μεγάλοι Θεολόγοι τους (γιατί έχουν κ' αυτοί τους Θεολόγους τους..) και σου λέει "Παντρεύτηκε ο Θεός και έκανε γιό"; Το καταλαβαίνει ανθρωποπαθώς. Τι να του πεις τώρα; Δεν μπορείς να σκεφθείς; Του λες "όχι έτσι...". Γιατί με έβαλαν εμένα 2-3 φορές να τα αναλύσω, [και] λέω "Παναγία μου! Σε εμένα έτυχε να τους μιλήσω περί Αγίας Τριάδος;!". [Τα λέω αυτά] και λόγω της αμαρτωλότητάς μου και λόγω του ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ , οι άνθρωποι. Έχουν άλλες "προσλαμβάνουσες παραστάσεις".
 
Λοιπόν, για να το ολοκληρώσω: Η Γραφή , αυτή καθαυτή, ως γράμμα, ως κείμενο, δεν είναι Λόγος του Θεού. [Αυτά] μας τα ανέλυσε ο παπαγιάννης ο Ρωμανίδης. Ξέρετε ο Ρωμανίδης (αιωνία του η μνήμη!) έφερε στην επιφάνεια την αγιοπατερική παράδοση. Δεν είναι ότι βρήκε δικά του [θεολογικά εφευρήματα] , γιατί όταν λένε "ε, είναι του Ρωμανίδη....", αμ δεν είναι του Ρωμανίδη! Είναι Παλαιά, Καινή Διαθήκη, Οικουμενικές σύνοδοι, οι Πατέρες και μητέρες της Εκκλησίας! Είναι η εμπειρία των Αγίων. Αυτό έκαμε ο παπαγιάννης ο Ρωμανίδης. Ηρθε και μας ταρακούνησε ,τα νερά που ήτανε λιμνάζοντα. Ετσι , λοιπόν, λέει ότι η Γραφή τι είναι; "λόγος περί του λόγου του Θεού". [Είναι] ιερό βιβλίο! Που καταλήγουμε όμως; Αυτό που λέγει ένας Άγιος της Εκκλησίας: [Ότι] εάν καούν αυτομάτως όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής (παλαιάς και καινής διαθήκης)  , ένας Άγιος θα [μπορέσει να] ξαναγράψει την Αγία Γραφή , εν Αγίω Πνεύματι. Είναι "φορέας" της Αγίας Γραφής, της Αποκαλύψεως του Θεού. Θα [μπορούσε να] ξαναγραφεί η Γραφή! Γι' αυτό λέμε πως η παραβολή του Ασώτου είναι το ευαγγέλιο του ευαγγελίου: Αν δεν είχε σωθεί τίποτε άλλο, μόνο η παραβολή του ασώτου, ξέρουμε ότι υπάρχει Θεός, γιατί υπάρχει, ο άνθρωπος [και] η σχέση του με τον Θεό, όλα τα μυστήρια της πίστεως λύνονται εκεί.

Είναι η Αγία Γραφή η ΜΟΝΗ πηγή πίστης; Αποτυχημένες Προτεσταντικές παρερμηνείες τής Αγίας Γραφής Μια πρόκληση που ΔΕΝ απαντήθηκε



Κάποτε απευθύναμε μια πρόκληση προς τους απανταχού Προτεστάντες. Τους προκαλέσαμε να μας δείξουν ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ, που να λέει ότι πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγία Γραφή ως πηγή πίστης. Σαν απάντηση μάς έστειλαν τα παρακάτω χωρία, τα οποία αναλύσαμε, και τα εκθέτουμε εδώ για κάθε ενδιαφερόμενο. Όπως όμως θα παρατηρήσει κάθε λογικός άνθρωπος, κανένα απ' αυτά δεν απαντάει στην πρόκλησή μας.
ΣΥΝΕΠΩΣ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΕΙ!
Οι έχοντες την Προτεσταντική άποψη ότι δήθεν πρέπει να δεχόμαστε "ΜΟΝΟ" την Αγία Γραφή ως Λόγο Θεού και τίποτε άλλο, στην απελπισμένη προσπάθειά τους να αποδείξουν τα αναπόδειχτα, παραθέτουν πλήθος εδαφίων, τα οποία όμως δεν λένε τίποτε τέτοιο. Όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης, πρόκειται για εδάφια εντελώς άσχετα με το σύνολο της Αγίας Γραφής, που χρησιμοποιούνται σε μια απελπισμένη προσπάθεια, ελλείψει άλλων εδαφίων.
Στη συνέχεια θα παραθέσουμε λίγα απ' αυτά, ελπίζοντας ότι θα τους κάνουν να τα ξανασκεφθούν με σοβαρότητα, και να αντιληφθούν ότι η πίστη τους αυτή είναι εντελώς αστήριχτη και αντιχριστιανική.
Αποκάλυψις 22/κβ΄ 18,19: "...της προφητείας του βιβλίου τούτου εάν τις επιθή επ' αυτά, επιθήσει ο Θεός επ' αυτόν τας πληγάς... και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, αφελεί ο Θεός ...αυτού από του ξύλου της ζωής..."
Εδώ μιλάει ΜΟΝΟ για το προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης. Αν μιλούσε για όλη την Αγία Γραφή, δεν θα έπρεπε να δεχόμαστε τις τελευταίες επιστολές του Ιωάννου, γιατί γράφτηκαν αργότερα από την Αποκάλυψη! Ούτε άλλωστε τα υπόλοιπα συγγράμματα προσθέτουν στην Αγία Γραφή, καθώς αποτελούν ανεξάρτητα κείμενα, και δεν ισχυρίζονται κάτι τέτοιο.

Γιατί η Αγία Γραφή μιλάει με γρίφους; Για να μας κάνει τη ζωή δύσκολη, ή επειδή υπάρχουν άλλοι λόγοι;



Μία εύλογη απορία δημιουργείται στη σκέψη του αναγνώστη της Αγίας Γραφής καθώς τη μελετάει: Γιατί η Αγία Γραφή είναι τόσο δύσκολη στην κατανόηση; Γιατί μιλάει με γρίφους, με παραβολές, με συμβολισμούς και με κρυφά νοήματα; Δεν θα ήταν καλύτερα, αν όλα αυτά γράφονταν με ξεκάθαρο και αναλυτικό τρόπο, ώστε να μην υπάρχουν παρανοήσεις και αιρέσεις;

Το ότι υπάρχουν σήμερα δεκάδες χιλιάδες χριστιανικές αιρέσεις, που η κάθε μία από αυτές, ερμηνεύει την Αγία Γραφή με τον δικό της τρόπο και που διαφωνεί με τις υπόλοιπες για την ορθή πίστη, κάνει την ανωτέρω απορία να φαίνεται πολύ λογική. Αλλά υπάρχουν μία σειρά λόγοι, που δίνουν απαντήσεις στο ανωτέρω παράδοξο.



1. Εμπειρική πίστη

Ένας πρώτος και πολύ σημαντικός λόγος, είναι το ότι η Χριστιανική πίστη δεν αποτελεί «πακέτο δογμάτων», αλλά ΕΜΠΕΙΡΙΑ! Η Χριστιανική πίστη, είναι πρώτα απ’ όλα, μια ΜΥΗΣΗ, σε έναν άλλο κόσμο, ανώτερο, στον κόσμο του Θεού.

Για να εισέλθει ο άνθρωπος σε αυτό τον καινούργιο ανώτερο κόσμο, δεν αρκεί να διαβάσει μια σειρά κανόνων, ή διδασκαλιών. Δεν είναι νομικίστικη η Χριστιανική πίστη, όπως την έχουν στρεβλώσει οι δεκάδες χιλιάδες Προτεσταντικές θρησκείες, φτιάχνοντας η κάθε μία, το δικό της δογματικό πακέτο. Για να εισέλθει ο άνθρωπος στον ανώτερο αυτό κόσμο, πρέπει να ΒΙΩΣΕΙ μια σειρά από καταστάσεις και γεγονότα. Πρέπει να δημιουργήσει πρώτα απ’ όλα, μια ΣΧΕΣΗ. Σχέση σταυρική, κάθετα με τον Θεό και κατ’ επέκτασιν (οριζόντια) με τον συνάνθρωπο.

Η Σχέση δεν απομνημονεύεται, δεν απαγγέλλεται, δεν εξαναγκάζεται με νόμους. Η Σχέση οικοδομείται και κερδίζεται μέσα από βιώματα. Η σχέση είναι μια πορεία μύησης σε κάτι πρωτόγνωρο που ολοένα και βαθαίνει και δυναμώνει.

Η Σχέση χρειάζεται περισσότερους του ενός, έτσι ώστε να μην αρκεί ένας αναγνώστης για να την «μελετήσει» και να τη «μάθει». Αλλά πρέπει ο σχετιζόμενος να εισέρχεται σταδιακά μέσα από το ζόφο του αγνώστου, σε μια όλο και στενότερη επαφή και αλληλεπίδραση με το αγαπώμενο ΠΡΟΣΩΠΟ.

Εδώ ακριβώς είναι που έχει αποτύχει πρώτιστα ο Προτεσταντισμός, με το δόγμα «μόνο η Γραφή». Στο ότι κατάργησε τα Μυστήρια, και υποβίβασε τη Μύηση σε «δογματικό πακέτο», που υποτίθεται ότι ο πιστός πρέπει να «μάθει» και να «πιστέψει» για να σωθεί. Όμως το δογματικό πακέτο, δεν σώζει από μόνο του, ακόμα και σωστό αν είναι. Το δογματικό πακέτο, είναι ίσως μία περιγραφή αυτής της ποθούμενης σχέσης, αλλά η ίδια η σχέση αυτή καθεαυτή, είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είναι βίωμα, και προσωπική γνωριμία με τον αγαπώμενο Θεό και κατ’ επέκτασιν αγαπώμενο συνάνθρωπο και κτίση.

Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Γ. Η Κριτική τού Κειμένου


Γεωργίου Γαλίτη ομ. Καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: Περιοδικό Θεολογία  Τόμος 85, Τεύχος 4. Οκτώβριος έως Δεκέμβριος 2014. Σελίδες 20 - 29.

1. Αντικείμενο και βασικοί κανόνες της κριτικής του κειμένου
Στην αλυσίδα των αντιγραφών του ενός κειμένου από κάποιο άλλο, είναι δυνατόν να παρεισφρήσουν λάθη αντιγραφής. Όταν ο γραφέας αντιγράφει πολλές ώρες, είναι φυσικό να οδηγηθεί ενίοτε από την κόπωση σε λάθος ανάγνωση, σε παράλειψη μιας λέξης ή φράσης, σε αντιμετάθεση ή σε άλλα παρόμοια αβλεπτήματα. Μπορεί επίσης κάποιος αντιγραφέας να θελήσει να διορθώσει αυτοβούλως το κείμενο, νομίζοντας άτι ο προηγούμενος γραφέας του κειμένου το οποίο αντιγράφει είχε κάνει λάθος, και άτι αυτή να είναι η αιτία που το κείμενο στο σημείο αυτό είναι δυσνόητο ενώ μπορεί το δυσνόητο να προέρχεται φυσικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Εξ άλλου, δεδομένου ότι πολλές φορές η αντιγραφή γινόταν καθ’ υπαγόρευσιν ενός αναγνώστου προς περισσότερους αντιγραφείς, είναι δυνατόν να άκουσε κάποιος λανθασμένα μια φράση ή λέξη και να έγραψε ό,τι φαντάστηκε ότι είναι το ορθό.
Και φθάνουμε στην τυπογραφία. Αν θέλουμε να τυπώσουμε ένα αρχαίο κείμενο, ποιο αντίγραφο θα επιλέξουμε; Μια φυσική πρώτη απάντηση θα ήταν, το αρχαιότερο. Αν όμως υπάρχει ένας νεώτερος κώδικας, που έχει αντιγράφει από ένα πιο παλιό αντίγραφο (που δεν υπάρχει πια), από εκείνο που αντέγραψε το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο; Κι αν, για τους λόγους που παραπάνω αναφέραμε, ένας παλαιότερος κώδικας έχει περισσότερα λάθη από έναν νεώτερο; πώς θα το γνωρίζουμε αυτό; Άρα, πρέπει να κάνουμε σύγκριση. Και πώς θα βρούμε ποιο είναι το πλησιέστερο προς τα αρχικό κείμενο χειρόγραφο; Ποια μέθοδο θα ακολουθήσουμε, πώς θα εργασθούμε, για να φθάσουμε στο αρχικό χειρόγραφο, πώς θα βρούμε πως ήταν το κείμενο, ει δυνατόν όπως ακριβώς βγήκε από τη γραφίδα του συγγραφέα;
Αυτή η εργασία της αποκατάστασης ενός κειμένου είναι το αντικείμενο της επιστήμης που λέγεται κριτική του κειμένου.

Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Α. Γενικά Εισαγωγικά Γεωργίου Γαλίτη ομ. Καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών





Πηγή: Περιοδικό Θεολογία  Τόμος 85, Τεύχος 4. Οκτώβριος έως Δεκέμβριος 2014. Σελίδες 7 - 13.



1. Φιλολογικά και μη φιλολογικά κείμενα

Όταν μιλάμε για χειρόγραφη παράδοση ενός αρχαίου κειμένου γενικώς, εννοούμε το σύνολο των χειρογράφων αυτού του κειμένου που έχουν διασωθεί και φθάσει μέχρι την εποχή μας.

Τα αρχαία κείμενα, που έχουν διασωθεί σε χειρόγραφα, μπορούμε να τα διακρίνουμε, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σε φιλολογικά και μη φιλολογικά κείμενα.

Φιλολογικά λέγονται κείμενα γραμμένα στον έντεχνο λόγο και απευθυνόμενα στο πολύ κοινό, όπως π.χ. λόγοι, πραγματείες, επιστολιμαίες διατριβές, ιστορικές αφηγήσεις, τραγωδίες, έπη κ.λ.π.

Μη φιλολογικά είναι τα ιδιωτικής φύσεως κείμενα, που αφορούν στις σχέσεις των ανθρώπων, και που μπορεί να είναι προσωπικές (επιστολές, προσκλήσεις κ.λπ.) ή αστικές (διαθήκες, συμβόλαια, συμφωνητικά, αποδείξεις κ.λπ.). Κάπου ενδιάμεσα πρέπει να ενταχθούν οι επιγραφές σε μνημεία, αναμνηστικές ή αναθηματικές στήλες κ.λπ, που αφορούν σε γεγονότα που γνωστοποιούνται μ’ αυτόν τον τρόπο ή απλώς αναγράφουν κάτι προς γνώσιν ή υπόμνησιν.

Τα βιβλικά κείμενα, στα οποία αναφέρεται το θέμα μας, ανήκουν κατά ταύτα στα φιλολογικά κείμενα, εφ' όσον ομιλούμε για χειρόγραφη παράδοση. Στα μη φιλολογικά κείμενα δεν αρμόζει ο όρος παράδοση, γιατί αυτά γράφτηκαν για έναν ή περισσοτέρους συγκεκριμένους αναγνώστες για έναν συγκεκριμένο σκοπό και για μια ορισμένη χρονική συγκυρία και μετά, ως αχρείαστα, κατέληξαν στον κάδο των απορριμάτων. Αντίθετα, τα φιλολογικά κείμενα συνεγράφησαν για να διαβαστούν από πολλούς και να διατηρηθούν δια της συνεχούς αντιγραφής, εφ' όσον η άξια τους είναι διαχρονική, και γι' αυτό παραδίδονται αντιγραφόμενα στους μεταγενεστέρους, για να διαβαστούν από ένα ευρύ κοινό και σε βάθος χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει, ότι τα μη φιλολογικά κείμενα είναι άχρηστα. Απ' εναντίας, είναι πηγή πληροφοριών παντοίων για τη γλώσσα, την κοινωνική δομή, την καθημερινότητα, την ιστορία, τη θρησκεία και γενικά τη ζωή της εποχής, που γράφτηκαν τα κείμενα, όπως συμβαίνει π.χ. με τις πολλές δεκάδες χιλιάδων παπύρων της Ελληνιστικής εποχής, που ανακαλύφθηκαν κυρίως περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στην Αίγυπτο. Όμως, αυτά εγράφησαν εφ' άπαξ και δεν αντεγράφησαν, μέχρι να ανακαλυφθούν και να γίνουν αντικείμενο ειδικής ενδελεχούς μελέτης και έρευνας.



2. Υλικά, όργανα, υγρά γραφής

Το υλικό επί του οποίου οι άνθρωποι έγραφαν κείμενα από των αρχαιοτάτων χρόνων, μπορεί να είναι σκληρό ή μαλακό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μάρμαρο, ο λίθος, το μέταλλο, το όστρακο (θραύσμα πήλινου αγγείου ή κεράμου, σπανιότερα ασβεστόλιθος). Τα κείμενα που χαράσσονταν σε σκληρή ύλη ήταν συνήθως επιγραφές. Εδώ μπορούν να καταταχθούν και οι οπτές πλίνθοι, όπου γράφονταν κείμενα με «τύπους» όταν ακόμη αυτές είναι νωπές, π.χ. στη σφηνοειδή γραφή. Ειδικότερα επιγραφές που χαράσσουν άτεχνα με αιχμηρό όργανο διάφοροι επισκέπτες σε αρχαία μνημεία ή σε τοίχους και άλλες επιφάνειες και που περιέχουν συνήθως το όνομά τους, ημερομηνίες, επικλήσεις και λοιπά ιστορικά στοιχεία, πολύτιμα στην ιστορική έρευνα, λέγονται χαράγματα ή graffiti.

Η Παράδοσι του Κειμένου της Αγίας Γραφής Δρος Κωνσταντίνου Σιαμάκη Θεσσαλονίκη 1995.



Όλα τ' αρχαία κείμενα της ανθρωπότητος, τ' αρχαιότερα από την εμφάνισι της τυπογραφίας, παραδίδονται φυσικά σε χειρόγραφα, που φυλάγονται σήμερα σε αρχαιολογικά μουσεία ή κυρίως σε ειδικές βιβλιοθήκες αρχαίων χειρογράφων, οι οποίες είναι είδος μουσείων. Διότι στα μουσεία υπάρχουν συνήθως όλων των ειδών τ' αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ μόνο για τα χειρόγραφα βιβλία υπάρχουν αυτά τα ειδικά μουσεία, οι βιβλιοθήκες αρχαίων χειρογράφων, οι οποίες άλλοτε είναι έτσι αμιγείς, άλλοτε πάλι έχουν τόσο τμήματα αρχαίων χειρογράφων όσο και τμήματα συγχρόνων μας έντυπων βιβλίων. Κάθε αρχαίο κείμενο παραδίδεται σε ένα η περισσότερα αρχαία χειρόγραφα, από τα οποία τυπώνονται στην αρχή η πρώτη έκδοσι κι έπειτα οι αυθεντικώτερες έντυπες εκδόσεις, οι λεγόμενες κριτικές εκδόσεις, έπειτα δε απ’ αυτές ανατυπώνονται όλες γενικά οι έντυπες εκδόσεις. Για παράδειγμα, όλες οι έντυπες εκδόσεις της Κ. Διαθήκης που έγιναν στην Ελλάδα είναι ανατυπώσεις από άλλες έντυπες τέτοιες που έγιναν στην Ευρώπη, μόνο δε η έκδοσι του Β. Αντωνιάδου, που έγινε το 1904 στην Κωνσταντινούπολι από την εκεί ιερά σύνοδο και ανατυπώνεται σήμερα από την ιερά σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, έγινε κατ' ευθείαν από 125 αρχαία χειρόγραφα. Ή οι εκδόσεις των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που γίνονται στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης της Αγγλίας και της Λειψίας της Γερμανίας γίνονται από αρχαία χειρόγραφα, ενώ σχεδόν όλες οι εκδόσεις των που γίνονται στην Ελλάδα είναι ανατυπώσεις των αγγλικών και γερμανικών εκείνων εκδόσεων. Επίσης τα περισσότερα συγγράμματα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των 15 πρώτων αιώνων, της προτυπογραφικής δηλαδή εποχής, τα εξέδωκαν από χειρόγραφα διάφοροι ευρωπαίοι, συνήθως Γάλλοι και Γερμανοί ρωμαιοκαθολικοί, ενώ οι περισσότερες ελληνικές εκδόσεις ανατυπώνονται από τις ξένες εκείνες, αν και στην Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια έγιναν εκδόσεις μερικών πατερικών κειμένων κι από χειρόγραφα.
Τ' αρχαία χειρόγραφα ενός κειμένου, τα παραθέματα του (citata, τσιτάτα) σε άλλα κείμενα επίσης αρχαία αλλά νεώτερα του, και οι τυχόν σωζόμενες αρχαίες μεταφράσεις του που παραδίδονται επίσης σε αρχαία χειρόγραφα, αποτελούν τη χειρόγραφη παράδοσι αυτού του κειμένου. Κάθε έντυπη έκδοσι ενός αρχαίου κειμένου προέρχεται άμεσα η έμμεσα από τη χειρόγραφη παράδοσί του.

Αναλογία όντος και αναλογία πίστεως Του πρωτοπρ. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+) Καθηγητή Πανεπιστημίου


Πλατωνικές (και όχι μόνο) ιδέες που εισέδυσαν στη Δύση, οδήγησαν σε μια αγκίστρωσή της σε εξωχριστιανικά αξιώματα. Μια τέτοια ιδέα ήταν η "αναλογία τού όντος". Και ενώ στην Ανατολή δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ τέτοιες αγκιστρώσεις σε φιλοσοφήματα, στη Δύση συζητήθηκε το ζήτημα ευρέως.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι μεταξύ Θεού και κτισμάτων ουδεμία ομοιότης υπάρχει.  Και, εφ’ όσον ουδεμία ομοιότης υπάρχει, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Τώρα η μεταφυσική θεώρηση* της θεολογίας ποια είναι; Για να υπάρχει μεταφυσική η οντολογία στην θεολογία, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κάποια αναλογία μεταξύ κτιστού και ακτίστου.


Στην φιλοσοφική και θεολογική παράδοση της Δύσεως, υπάρχουν δύο αναλογίες., δηλαδή δύο διαφορετικές συσχετίσεις. Στην Ορθόδοξη Θεολογία, αντιθέτως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Γιατί; Απλούστατα , διότι οι Πατέρες τονίζουν ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου  η μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει και καμία αναλογία μεταξύ τους, δηλαδή συσχέτιση η σύγκριση. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε μέσω των κτισμάτων να γνωρίσουμε το άκτιστο, δηλαδή τον Θεό, Αυτόν η την ενέργεια του.


Στην Δυτική παράδοση η αναλογία, που έχουν δεχθεί οι Δυτικοί ότι υπάρχει, έχει δύο μορφές: Είναι η αναλογία του όντος (analogia entis) και η αναλογία της πίστεως (analogia fidei).

Η Ιερά Παράδοση ως πηγή πίστεως Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου


 
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Αποκάλυψη του Θεού" σελ. 30-32.
Τι είναι η Ιερά Παράδοση, και ποια η σχέση της με την Ορθοδοξία, με την Αγία Γραφή και με τη Θεία αποκάλυψη;
Η ίδια η Καινή Διαθήκη μας κάνει λόγο για την Παράδοση που ενεργούσε παράλληλα με την Γραφή και μας αποδεικνύει την αλήθεια ότι και η Γραφή είναι ένα μέρος αυτής της Παραδόσεως.
Πολλά χωρία από την Καινή Διαθήκη θα μπορούσα να παραθέσω. Θα αρκεσθώ όμως στα πιο χαρακτηριστικά. Στους Θεσσαλονικείς γράφει ο Απόστολος: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β' Θεσ. β', 15). Εκτός από τις Επιστολές οι Χριστιανοί καλούνται να εφαρμόσουν και όσα προφορικά τους υπογράμμισε ο Απόστολος.
Στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή ο Απόστολος τους επαινεί γιατί κρατούν τις παραδόσεις: «Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε και καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε» (Α' Κορ. ια', 2).
Στην ίδια επιστολή (Α΄) κάνει λόγο για μια προγενέστερη επιστολή (κεφ. ε΄, 9). Το γράφουμε αυτό για να δούμε ότι υπήρξαν και αλλά κείμενα τα οποία δεν διασώθηκαν για να περιληφθούν στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Στους Χριστιανούς τών Φιλίππων γράφει: «...α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε, και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ’ υμών» (Φιλ. δ', 9). Πρέπει να τηρούν όχι μόνον όσα τους γράφει στην επιστολή, αλλά και όσα άκουσαν και όσα είδαν και όσα παρέλαβαν. Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν περιέχει όση την Αποκάλυψη.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Πολλά έχω υμίν γράφειν, ουκ ηβουλήθην δια χάρτου και μέλανος, αλλά ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη» (Β΄ Ιω., 12). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εδώ, όπως και στην Γ' επιστολή στ', 13, διαβεβαιώνει ότι δεν έγράψε όλα όσα έπρεπε να τους πεί. Επιφυλάσσεται να αναλύσει περισσότερες αλήθειες «στόμα προς στόμα» με την προσωπική επικοινωνία.

Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού Ο λόγος τού Θεού είναι ανέκφραστος Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου


 
Από το βιβλίο: «Η Αποκάλυψη του Θεού» Β΄ Έκδοση 1991. Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ.  20-29.

Πολλοί Χριστιανοί, επηρεασμένοι από τον Προτεσταντισμό, συνηθίζουν να ονομάζουν μερικές φορές την Αγία Γραφή: "λόγο του Θεού", "Θεία αποκάλυψη", "πηγή της πίστεως", κλπ. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο "Η Αποκάλυψη του Θεού", με εκτενείς παραθέσεις από τους μεγαλύτερους συγχρόνους θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από αγίους, δίνουν την Ορθόδοξη θεώρηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και της Θείας Αποκάλυψης.
Όταν λέμε Αγία Γραφή εννοούμε τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που εγράφησαν από τους Προφήτες, Ευαγγελιστές και Αποστόλους. Όπως γνωρίζουμε η δημιουργία του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, που ιδιαίτερα μας απασχολεί, έχει μια μακρά ιστορία. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι κείμενα περιστασιακά, εγράφησαν σε διαφόρους καιρούς και για έναν ορισμένο σκοπό. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο προοριζόταν για τους τελείους Χριστιανούς, τους βαπτισμένους, ενώ τα τρία αλλά Ευαγγέλια προορίζονταν κυρίως για τους κατηχουμένους.
Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου: «Εις την Εκκλησίαν ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ' ό εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού και των κτισμάτων και δη τού διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν διά την κατατρόπωσιν της ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και τών ευαγγελίων τού Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως. Εν συνεχεία εβαπτίζετο γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μυστήρια της βασιλείας τού Χριστού βάσει τού ευαγγελίου τού Ιωάννου, και εστερεοποιείτο εις το στάδιον τού φωτισμού και ηδύνατο να προχώρηση υπό την καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ' α μετέχει ακόμη διά της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν τού Θεού» (Ιωάννη  Σ.  Ρωμανίδη:   Ρωμηοσύνη,   εκδ.   Πουρνάρα,   Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 308, σημ. 59).
Και οι επιστολές τού Αποστόλου Παύλου εγράφησαν και εστάλησαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες για να επιλύσουν σοβαρά θέματα που τις απασχολούσαν. Δεν είχαν πρόθεση οι Απόστολοι να παρουσιάσουν συστηματικά την διδασκαλία την όποια παρέλαβαν από τον Θεό, γι' αυτό και η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται απολύτως με την Αγία Γραφή, όπως θα παρατηρηθή κατωτέρω. Υπάρχουν θέματα τα οποία, λόγω τού ότι δεν αντιμετωπίσθηκαν ως προβλήματα, δεν γράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Στο σημείο αυτό στηρίζονται οι Πατέρες, και ιδίως ο Μ. Βασίλειος, που κάνει λόγο για την Παράδοση που παραλάβαμε και είναι ισοστάσια με την Γραφή.
Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων τών μυστηρίων και ότι η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα», διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να παρουσιάσω την διδασκαλία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, όπως την εκθέτει στον Γ΄ ηθικό του λόγο (SC 122, σελ. 390-440). Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ εκφραστική.
Ο άγιος Συμεών, εξηγώντας το τι ακριβώς είναι τα άρρητα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, όταν ηρπάγη στον Παράδεισο, γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για όσα θίγονται στο σημείο αυτό.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα» (σελ. 404). Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι' αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» (σελ. 404). Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» (σελ. 404).
Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» (σελ. 406). Γι' αυτό τονίζουμε ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους και ακόμη ότι κάθε νέα θεωρία τού Θεού από τους αγίους είναι ουσιαστικά βίωση της Πεντηκοστής. Έτσι η ύψιστη μορφή της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος με την δύναμη και ενέργεια τού Παναγίου Πνεύματος γνωρίζη τον Θεό και ενώνεται μαζί Του.
Η Αποκάλυψη αυτή στον άνθρωπο λέγεται έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι' αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» (σελ. 404). Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» (σελ. 406). Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» (σελ. 406).
Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όπως δίδεται η ευκαιρία σε πολλά σημεία τού βιβλίου αυτού να υπογραμμίσουμε, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» (σελ. 414). Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ' ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» (σελ. 416). Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται (σελ. 400).
Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ' αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ' ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» (σελ. 398-400). Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.
Αυτός όμως ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» (σελ. 396). Ο λόγος, λοιπόν, και το ρήμα είναι άφραστα. Δεν μπορούν τελείως να εκφρασθούν. Με άλλα λόγια οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι' αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν» (σελ. 408).
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος τού Θεού. Δεν ταυτίζεται ο λόγος του Θεού πλήρως με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι λόγος περί τού λόγου τού Θεού, αφού ο λόγος και το ρήμα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη και η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να εκφρασθή τελείως. Η Αγία Γραφή δεν είναι Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Δεν είναι Πεντηκοστή, αλλά λόγος περί της Πεντηκοστής. Βεβαίως η Αγία Γραφή περιλαμβάνει «ρήματα και νοήματα», αλλά η Αποκάλυψη, που δέχεται κάθε άγιος κατά την θεωρία τού Θεού, είναι υπερτέρα της Αγίας Γραφής. Το ίδιο γίνεται, όπως θα σημειωθή πιο κάτω, και στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Η εμπειρία των αγίων είναι υπερτέρα των όρων και αυτών ακόμη τών Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή της πίστεως, γιατί πηγή της πίστεως είναι η εμπειρία και η Αποκάλυψη, που δέχονται οι άγιοι, και επομένως η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθή έξω από την εμπειρία τών θεουμένων αγίων, αυτών δηλαδή που εδέχθησαν και δέχονται στην προσωπική τους ζωή την Αποκάλυψη και έτσι γνώρισαν όλα τα μυστήρια της Βασιλείας τού Θεού. Αυτοί είναι άξιοι και δεκτικοί της Αποκαλύψεως.
Ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει εκφραστικά: «Το κείμενο της Αποκαλύψεως δεν είναι «πηγή» της θεολογίας. Είναι μόνο η θεόπνευστη, έλλογη μαρτυρία περί τού οραθέντος και βιωθέντος και γνωσθέντος, κατά το μέτρο της πίστεως και δεκτικότητος της ζώσης προσωπικότητος η οποία περί αυτού μαρτυρεί και τών ζωντανών προσώπων στα οποία η μαρτυρία αυτή απευθύνεται» (Σύναξη τεύχος 3 σελ. 19).
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει γι' αυτό το σημείο: «Η ιδέα ότι η Γραφή δύναται να ταυτισθή προς την αποκάλυψιν είναι ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Η Γραφή είναι το μοναδικόν κριτήριον της αυθεντικής (γνησίας) Αποκαλύψεως, αλλ' η αποκάλυψις δεν περιορίζεται, ακόμη και χρονικώς, εις την Γραφήν. Η Πεντηκοστή είναι η τελική και υψίστη μορφή της Αποκαλύψεως, ότε το Άγιον Πνεύμα ωδήγησε τους αποστόλους εις πάσαν την αλήθειαν, ως επηγγέλθη τούτο ο Χριστός, αλλ' η Πεντηκοστή δεν είναι γεγονός άπαξ λαβόν χώραν εν τη ιστορία, αλλά συνεχιζόμενη εμπειρία και συμμετοχή εντός της Εκκλησίας εις τον δοξασμόν τού Χριστού και υπό τού Χριστού χορηγηθέντα ως δώρον εις εκείνους, οίτινες επέτυχον διαφόρους βαθμούς τελειότητος δια της μεταβάσεώς των από της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, όστις καταλήγει εις υψηλοτέρας μορφάς θεωρίας, τ. ε. εις την θέωσιν ή την δόξαν.
Άλλαις λέξεσιν, η εμπειρία των αποστόλων κατά την Πεντηκοστήν μεταδίδεται ως ο πυρήν της παραδόσεως από γενεάς εις γενεάν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει εν τω μέσω της ζώντας μάρτυρας τού εν Χριστώ δοξασμού, οίτινες δια τούτο έχουν την κατά το δυνατόν πλήρη κατανόησιν της Αποκαλύψεως της δόξης τού Θεού εν Χριστώ, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Καινή Διαθήκη.
Η Γραφή καθ' εαυτήν δεν αποτελεί την άκτιστον δόξαν τού Θεού εν Χριστώ, και επομένως η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις. Η Γραφή δεν είναι π.χ. Πεντηκοστή, αλλ' ομιλεί περί της Πεντηκοστής. Ουχ ήττον ο δοξασμός των προφητών, τών αποστόλων και τών αγίων εν τη ανθρωπίνη φύσει τού Χριστού είναι η Πεντηκοστή εις διαφόρους βαθμίδας και επομένως είναι αποκάλυψις. Η Πεντηκοστή είναι δια τον άνθρωπον η τελική μορφή τού δοξασμού εν Χριστώ, ουχί μόνον μεταγενεστέρα εμπειρία, αλλά μάλλον συνεχής εμπειρία εντός της Εκκλησίας, περιλαμβάνουσα λέξεις και εικόνας, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τας λέξεις και τας εικόνας. Άλλαις λέξεσι, περιλαμβάνει το σώμα, τον νουν και τας διανοητικάς δυνάμεις, αλλά συγχρόνως και τας υπερβαίνει τελείως. Δια τούτο ακριβώς η εμπειρία της Πεντηκοστής, ήτις υπερβαίνει τας λέξεις, τας εικόνας, το σώμα και τον νουν, δεν δύναται να συλληφθή ή εκφρασθή δια λέξεων. Επομένως, η σημαντικωτέρα όψις της πεντηκοστιανής Αποκαλύψεως δεν δύναται να ταυτισθή προς την Γραφήν, ήτις αποτελείται εκ λέξεων και εικόνων εννοιοφόρων. Δια τούτο και η εμπειρία της Πεντηκοστής εμπεριέχεται εις την Γραφήν και συγχρόνως υπερβαίνει την Γραφήν, εφ' όσον αυτή δεν αποτελή την πεντηκοστιανήν αποκάλυψιν τής δόξης τού Θεού εν Χριστώ δι' Αγίου Πνεύματος καθ' εαυτήν». (Καθ. Ιωάννη Ρωμανίδη: Κριτική θεώρησις τών εφαρμογών τής Θεολο­γίας εις Πρακτικά τού Β' Συνεδρίου Ορθ. Θεολογίας, σελ. 419-420).
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά παρατηρεί: «Η Αγία Γραφή γράφηκε από τους θεούμενους, στους οποίους αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ορθή πίστη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου προ τής σαρκώσεώς Του. Η Καινή Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου ύστερα από τη σάρκωσί Του, όπως επίσης και τη διδασκαλία και τα θαύματά Του.
Η ίδια η Αγία Γραφή δεν είναι η «αποκάλυψη» τού Θεού, γιατί αυτή γίνεται μόνο στους θεούμενους. Είναι βιβλίο «περί τής αποκαλύψεως». Δεν είναι ο λόγος τού Θεού, όπως λένε οι προτεστάντες. Είναι βιβλίο «περί τού λόγου τού Θεού», διότι περιέχει την ορθή πίστη όπως την παραδίνουν οι θεούμενοι, οι οποίοι έτυχαν των θείων αποκαλύψεων αμέσως. Είναι, λοιπόν, η Αγία Γραφή μαρτυρία «περί τής αποκαλύψεως».

Ο σκοπός της Αγίας Γραφής Σκοπός τής Αγίας Γραφής είναι να καταργηθεί με την εμπειρία τής Θεώσεως τού π. Ι. Ρωμανίδη Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική".



Εφ’ όσον η Αγία Γραφή δεν αποβλέπει στο να κάνη επιστήμη και να διδάξη επιστημονικές γνώσεις, τότε ποιος είναι ο σκοπός της;
Βεβαίως, οι θεόπνευστοι συγγραφείς τόσο της Αγίας Γραφής όσο και των πατερικών κειμένων, χρησιμοποιούν τον περιβάλλοντα κόσμο, αποδέχονται τις επιστημονικές και ιστορικές γνώσεις της εποχής τους, αλλά αποβλέπουν στην καθοδήγηση των ανθρώπων, για να φθάσουν στο ύψος της Πεντηκοστής και να αποκτήσουν γνώση και εμπειρία του Θεού.
Η Αγία Γραφή δεν διαβάζεται για να ερευνούμε τις λέξεις για να κατανοηθή ο Θεός. Η Αγία Γραφή είναι ένα βοήθημα για να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, οπότε εκεί θα απόκτηση την γνώση του Θεού. Πρέπει να διακρίνουμε το νόημα της Αγίας Γραφής από τις λέξεις. Το νόημα έχει μεγάλη σημασία για την σωτηρία.
«Ποιος είναι ο σκοπός της Αγίας Γραφής; να την διαβάζουμε σαν φιλόσοφοι και να ψειρίζουμε τις λέξεις και με τα νοήματα τα δικά μας να κατανοήσουμε τον Θεό και να εμβαθύνουμε στο τι θέλει να πη η Καινή Διαθήκη; Ή ο σκοπός της Καινής Διαθήκης είναι να καταργηθή στην εμπειρία της Θεώσεως;».
«Το νόημα είναι το βοήθημα, το οποίο χρειάζεται για να μπορή να φθάση κανείς στην θέωση. Δηλαδή είναι ο δείκτης που μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο στην εμπειρία της Θεώσεως. Γι’ αυτό, η Αγία Γραφή και η πατερική θεολογία και η θεολογία των Συνόδων δεν μπορούν ποτέ να χρησιμοποιηθούν από οποιαδήποτε φιλοσοφία.
Ο μοναδικός σκοπός της γλώσσης της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και των Συνόδων είναι να χρησιμοποιούνται ως πνευματικά μέσα, μέσω των οποίων οδηγείται κανείς, υπό την καθοδήγηση Πνευματικού Πατρός, στα στάδια της τελειώσεως. Δεν έχουν κανένα άλλον σκοπό».
Χρησιμοποιούμε τα ρήματα και τα νοήματα της Αγίας Γραφής ασκητικώς για να φθάσουμε στην θέωση.

Αγία Γραφή:





Αγία Γραφή: Το κορυφαίο βιβλίο τού κόσμου, εμπνευσμένο από τον ίδιο τον Δημιουργό τού κόσμου. Γραμμένο σε μια περίοδο 1500 ετών, από δεκάδες συγγραφείς. Με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία όλων των εποχών. Μεταφρασμένο σε κάθε ανθρώπινη γλώσσα. Και που καθοδηγεί τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι το αγαπούν και το εμπιστεύονται.
Όμως δεν λείπουν ούτε οι παρεξηγήσεις, ούτε οι παρερμηνείες, ούτε οι επιθέσεις εναντίον του από ανθρώπους κακοπροαίρετους, ημιμαθείς και αμαθείς. Έτσι στη σειρά αυτή θεμάτων, αναλύονται πολλά θέματα σχετικά με αυτό, και αφ' ενός θα διορθώσουμε τις παρεξηγήσεις και θα απαντήσουμε στις επιθέσεις αυτές, αφ' ετέρου θα παρουσιάσουμε τη σωστή του διάσταση, και θα προβούμε σε ερμηνείες αρκετών σημείων του.
Σας προσκαλούμε λοιπόν, να γνωρίσετε την Αγία Γραφή, μέσα από την οπτική τής Εκκλησίας τού Χριστού, δηλαδή τού Σώματος εκείνου που συνέγραψε και κατάρτισε το βιβλίο αυτό. Άρα είναι το μοναδικό Σώμα ανθρώπων που μπορεί να εγγυηθεί γι' αυτό, να εξηγήσει τη σωστή του θέση στη ζωή ενός Χριστιανού, και να το ερμηνεύσει ασφαλώς και σωστά.

ίναι Χριστιανικό να δεχόμαστε ΜΟΝΟ ό,τι λέει η Αγία Γραφή; Τι λέει γι' αυτό η ίδια η Αγία Γραφή; Αναίρεση ενός αντιφατικού Προτεσταντικού δόγματος τού 16ου αιώνα




Είναι συχνότατο να ακούμε ανθρώπους διαφόρων Προτεσταντικών ομάδων, να λένε: "Εμείς δεχόμαστε μόνο την Αγία Γραφή. Δεν λέμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο". Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν πλήθος διαφορές μεταξύ αυτών τών ομάδων, ακόμα και μεταξύ τών μελών τής ιδίας ομάδος.

Πώς είναι δυνατόν "να μην ξεφεύγουν από την Αγία Γραφή" οι Προτεστάντες, κι όμως να διαφωνούν μεταξύ τους; Αν η Αγία Γραφή είχε δοθεί από το Θεό ως "καταστατικό πίστεως", ως πλήρης οδηγός για το τι πρέπει να πιστεύουμε, θα έπρεπε να συμφωνούν όλοι στο τι πραγματικά γράφει. Στην πραγματικότητα όμως, οι διαφωνίες τους είναι τεράστιες.
Αν ο Θεός ήθελε να έχουμε την Αγία Γραφή ως μόνο οδηγό πίστεως, θα φρόντιζε να γράφει τα ίδια σε όλες τις γλώσσες, και σε όλες τις μεταφράσεις. Όμως, εκτός από τις διαφορετικές μεταφράσεις τής Ελληνικής και τής Εβραϊκής που αποδίδουν διαφορετικά τις λέξεις, υπάρχουν και διαφορές στις μεταφράσεις από γλώσσα σε γλώσσα. Είναι μάλιστα σύνηθες, να δημιουργούν οι διάφορες θρησκείες, η κάθε μία τη δική της μετάφραση, ώστε να αλλάζουν το περιεχόμενό της, ανάλογα με τις δογματικές τους ιδιαιτερότητες.

Περί Θεοπνευστίας Σχέση Θεοπνευστίας και αλαθήτου Του πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+) Καθηγητή Πανεπιστημίου


 
Πηγή: ωαννου Σ. Ρωμανίδου, "Πατερική Θεολογία" , Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, σελ 115 –124, Πρόλογος Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,  Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου.

Δυστυχώς σήμερα στην Ορθοδοξία υπάρχουν επιρροές παπικές και προτεστάντικες. Προσπαθούν να μας πείσουν είτε πως η Αγία γραφή είναι η μόνη πηγή πίστεως, είτε πως μόνο οι "εκπαιδευμένοι" και "διαβασμένοι" μπορούν να την ερμηνεύσουν.
Στην πραγματικότητα το μόνο κριτήριο ερμηνείας Θεόπνευστων γραφών είναι ο Φωτισμός και η Θέωση. Εαν κάποιος δεν βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, τότε η οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας πιθανότατα θα πέσει στο κενό. βεβαίως σε κατάσταση φωτισμού και θέωσης δεν βρίσκονταν μόνο οι αρχαίοι Πατέρες αλλά και οι σημερινοί. Όμως πολλοί σήμερα, ενώ καμία σχέση δεν έχουν με αυτά έχουν την ψευδαίσθηση πως μπορούν να ερμηνεύσουν ΠΛΗΡΩΣ τα Θεόπνευστα κείμενα. Αυτό οφείλεται, απλά στον εγωϊσμό και την υπερηφάνεια τους. Ανθρωποι όπως ο Teillard de Chardin, στην παπική Εκκλησία, εφαρμόζοντας έναν κίβδηλο "επιστημονισμό", κατάφεραν να εισάγουν ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΕΣ αντιχριστιανικές αντιλήψεις. Ορισμένοι δικοί μας "Ορθόδοξοι" θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο.
 
 Όπως λέει και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
"Τι γαρ ακαθαρτότερον, ειπέ μοι, του μετά οιήσεως και υπερηφανίας διδάσκειν επιχειρούντος τα του Πνευματος άνευ Πνεύματος; Τι μιαρώτερον του μη μετανοήσαντος και προκαθάραντος εαυτόν, αλλά τούτο μεν αφέντος δια μόνης δε της ψευδωνύμου γνώσεως και της έξω σοφίας βουλομένου Θεολογείν και περί των όντων και αεί ωσαύτως όντων τολμηρώς διαλέγεσθαι;   " .
(Θεολογικός, 1, 271-277, S.C. 122, 116)
 
Βλέπουμε πως θεωρείται αμαρτία, ΜΙΑΣΜΑ, κατα τον Αγιο, η χωρίς να είμαστε καθαρισμένοι από τα πάθη, Θεολογική ερμηνεία.
 
Αλλού λέει :
"Ει γαρ δια γραμμάτων και μαθημάτων  η επίγνωσις της αληθούς σοφίας και της του Θεού γνώσεως έμελλεν ημίν,  αδελφοί, δίδοσθαι, τις ην άρα χρεία της πίστεως η του θείου βαπτίσματος η της των μυστηρίων αυτών μεταλήψεως; ουδεμία μενούν "
(Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά 3, 84-86, S.C. 51, 106-108)
 
Ας δούμε όμως, τι λέει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης για την έννοια της Θεοπνευστίας.

 ____________________________________

 Ας πάμε τώρα στο θέμα της θεοπνευστίας. Μεταξύ των Προτεσταντών και των Παπικών έχει δημιουργηθή η εντύπωσις, η οποία έχει επηρεάσει πάρα πολύ την μοντέρνα Ορθόδοξη σκέψι ότι την Αγία Γραφή ο Θεός την έδωσε στην Εκκλησία. Σ' αυτό συμφωνούν όλοι και οι Προτεστάντες και οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι. Επί πλέον οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί συμφωνούν στο ότι ο Θεός έδωσε και την Ιερά Παράδοσι στην Εκκλησία. Οι Προτεστάντες στο θέμα της Παραδόσεως δείχνουν ότι αναθεωρούν μερικές από τις σκέψεις τους.

   Συμβαίνει όμως σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίζει ένα παράξενο φαινόμενο: και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παράδοση συναντά κανείς απόψεις, τις οποίες εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια η επιστήμη απέδειξε λανθασμένες με την πρόοδο στην έρευνα που είχαν κατ' εξοχήν οι θετικές επιστήμες. Αυτό βέβαια δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε έναν ο οποίος δεν καταλαβαίνει σωστά τι εννοούν οι Πατέρες όταν μιλάνε για θεοπνευστία. Αυτό το πρόβλημα αφορά κυρίως στην μελέτη της Αγίας Γραφής. 

. Η Θεολογική διατύπωση της διάκρισης Θείου και Θεοπνεύστου



Η όλη διάκριση μεταξύ Θεόπνευστων και Θείων βιβλίων, ή μεταξύ Θεοπνευστίας και Θείας Επιστασίας, δεν είχε αναπτυχθεί και περιγραφεί θεωρητικά από τους Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας. Άλλωστε, γενικότερα οι Πατέρες "δεν αναπτύσσουν κάποια θεωρία για τη σχέση του θείου και του ανθρώπινου στις Γραφές" (Σάβ. Αγουρίδη: "Η έννοια της Θεοπνευστίας, εν "Βιβλικά Μελετήματα", τεύχ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 7). Η διάκριση μεταξύ Θεοπνευστίας και Θείας Επιστασίας, διατυπώθηκε σαφώς κατά τους τελευταίους αιώνες από έγκριτους εκκλησιαστικούς άνδρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας (παράβαλλε Ευ. Αντωνιάδη: "Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας", σελ. 102), αλλά και από ξένους θεολόγους (παράβαλλε Παν. Τρεμπέλα, "Η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής", σελ. 39,40).
Παρά όμως το ότι ακόμα δεν είχε διατυπωθεί και αναπτυχθεί κάτι τέτοιο θεωρητικά, οι Πατέρες και οι Σύνοδοι (τοπικές και Οικουμενικές) της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν στην πράξη τη διάκριση των δύο αυτών εννοιών. Αυτό καθίσταται σαφές σε όσους ασχολούνται με τη σύνδεση των 6 κανόνων που εγκρίθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά φαίνεται και από το σύνολο των ιερών και θείων κανόνων, οι οποίοι παρεμπιπτόντως (αλλά επανειλημμένα) μιλούν ή αναφέρονται στα "θεία" και "θεόπνευστα" βιβλία της Αγίας Γραφής. Τις πληροφορίες αυτές έχει συγκεντρώσει σε ιδιαίτερο τόμο ο Παν. Ι. Μπούμης δρ Θεολογίας Αναπληρωτής καθητητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η διάκριση μεταξύ "Θείων" και "Θεοπνεύστων" βιβλίων, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς σε πιο πρόσφατους αιώνες, φαίνεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (1749-1809). Αυτός κάνοντας διάκριση μεταξύ Αγ. Γραφής και ιερών κανόνων, λέει ότι οι τελευταίοι έχουν γραφτεί "κατ' επιστασίαν Θεού, ου κατ' έμπνευσιν". "Δι' ό ουδέ θεόπνευστοι Γραφαί αυτοί ονομάζονται". Ονομάζονται όμως "Θείοι". Και πιο κάτω λέει: "διακρίνουσι οι Θεολόγοι" μεταξύ Αποκαλύψεως, Εμπνεύσεως και φωτισμού, δηλαδή ελλάμψεως και επιστασίας, δια της οποίας διαφυλάττεται ο γράφων "από κάθε απάτην ή σφάλμα". Προσθέτει μάλιστα, ότι και παλαιότεροι εκκλησιαστικοί άνδρες "λέγουσιν ότι τα μεν μυστηριώδη και κυριώτερα των Γραφών και εξ εμπνεύσεως του Πνεύματος εχαράχθησαν, τα δε ιστορικά με επιστασίαν αυτού μόνην". ("Πηδάλιον", σελ. 112, 113 υποσημείωση).
Ο Άγιος Νικόδημος λέει για τη διαφορά αυτή στο ίδιο μέρος: "η διαφορά οπού είναι ανάμεσα εις τας δύω δόξας αυτάς, ολίγη είναι και παραμικρά. και αι δύω γαρ δόξαι τας κυριότερα της Γραφής φρονούσιν, ότι υπό Πνεύματος ενεπνεύσθησαν και υπηγορεύθησαν, και ότι παρόν εις τους ιερούς συγγραφείς το Πνεύμα, δεν αφήκεν αυτούς εις κανένα να πλανηθούν. Ώστε πάντα τα εν ταις Θείαις Γραφαίς εν τε δόγμασι, και ιστορίαις, και χρονολογίαις, ρήματα Θεού είναι".
Η διαφορά αυτή όμως, όσο μικρή κι αν είναι, πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, όταν ασχολούμαστε με τους κανόνες της Αγίας Γραφής και τις ακριβέστατες διατυπώσεις τους, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή ερμηνεία (ανάλυση) και η εναρμόνισή (αρμονική σύνθεσή) τους. Γιατί "ου μικρόν εν βίω το παρά μικρόν" (Καν. α΄ Διονυσίου Αλεξανδρείας. Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ΄, σελ. 4)