Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ανθρωπομορφισμός στην Αγία Γραφή


Ανθρωπομορφισμός στην Αγία Γραφή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Του Αγίου Λουκά
Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

Πριν λίγες μέρες σας μίλησα για την οργή, ένα πάθος που όλοι μας έχουμε. Υπάρχουν αρκετοί χριστιανοί που σκέφτονται και λένε το εξής «Δεν είναι τόσο μεγάλο πάθος η οργή, αφού ο ίδιος ο Θεός οργίζεται». Πράγματι υπάρχουν στην Αγία Γραφή αρκετά χωρία όπου γίνεται λόγος για την οργή και τον θυμό του Θεού. Στον έκτο ψαλμό διαβάζουμε, «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξεις με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με» (Ψα. 6, 2). Όπως βλέπετε αυτός ο ψαλμός του Δαβίδ πραγματικά μιλάει για την οργή και τον θυμό του Θεού. Άραγε έχουν δίκαιο αυτοί που δικαιολογούν το πάθος τους, λέγοντας ότι και ο Θεός οργίζεται;
Όχι, καθόλου δεν έχουν δίκαιο, δεν κατανοούν κάτι που εμείς πρέπει να το ξέρουμε πολύ καλά. Όχι μόνο σ' αυτό τον ψαλμό του Δαβίδ, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία υπάρχουν στην Αγία Γραφή οι ανθρωπομορφικές παραστάσεις. Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Θεός έχει το κεφάλι, τα αυτιά, τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια και τους μυς. Ότι κινείται, κοιμάται και ξυπνάει, κάθεται και περπατάει. Όλα αυτά όμως δεν πρέπει να τα καταλαβαίνουμε κυριολεκτικά, αλλά να βλέπουμε την συγκατάβαση του Θεού προς την δική μας ανθρώπινη αδυναμία.
«Πνεύμα ο Θεός» (Ιω. 4, 24). Ο Θεός είναι απερίγραπτος, ακατανόητος, μπροστά του τρέμουν οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι. Δεν έχει, βέβαια, ο Θεός την μορφή άνθρωπου. Δεν έχει ούτε τα πόδια, ούτε τα χέρια, διότι αυτά είναι τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος και ο Θεός είναι Πνεύμα. Τότε γιατί η Άγια Γραφή έτσι τον περιγράφει;

Διότι προσαρμόζεται στην αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας. Επειδή οι δυνατότες του νου μας είναι πολύ περιορισμένες και ο νους μας είναι πολύ στενός, γι' αυτό μπορούμε να σκεφτόμαστε μόνο ανθρωπομορφικά. Δεν μπορεί η σκέψη μας να είναι εντελώς ελεύθερη από τις ανθρωπομορφικές παραστάσεις. Πώς μπορούμε να φανταστούμε τον Θεό, το Άγιο Πνεύμα, Παντοδύναμο και Παντογνώστη; Γι' αυτό ακριβώς το λόγο και περιγράφεται ο Θεός στην Αγία Γραφή ανθρωπομορφικά.
Όμως σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να καταλαβαίνουμε τις περιγραφές αυτές κυριολεκτικά. Όταν διαβάζουμε στην Αγία Γραφή ότι ο Θεός έχει μάτια και αυτιά, ότι βλέπει και ακούει δεν πρέπει να έχουμε στο νου μας δικά μας ανθρώπινα μάτια και αυτιά, αλλά να καταλαβαίνουμε ότι έτσι εκφράζεται η παντα¬χού παρουσία του Θεού και η παγγνωσία του.
Όταν ακούμε για τα αυτιά και τα μάτια του Θεού πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι γι' Αυτόν δεν υπάρχει τίποτα κρυφό, ότι χωρίς να έχει μάτια και αυτιά τα βλέπει και τα ακούει όλα βλέπει την καρδιά του κάθε ανθρώπου και ακούει κάθε λέξη και κάθε σκέψη μας.
Όταν διαβάζουμε για τα χέρια και τα πόδια του δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως ο Θεός έχει χέρια και πόδια. Αλλά να το καταλαβαίνουμε συμβολικά ότι δηλαδή ο Θεός δεν παύει ποτέ να ενεργεί. «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιω. 5, 17).
Το έργο αυτό του Θεού η Αγία Γραφή το δηλώνει συμβολικά με τη λέξη «χέρια» διότι σύμφωνα με τη δική μας ανθρώπινη αντίληψη όλα όσα γίνονται γίνονται με τα χέρια. Όταν ακούμε για τα πόδια του Θεού δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως ο Θεός περπατάει όπως περπατάμε εμείς οι άνθρωποι και πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο. Ο Θεός είναι Πνεύμα και είναι πανταχού παρών. Δεν έχει ανάγκη να πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο γιατί βρίσκεται παντού. Γι' αυτό δεν χρειάζεται πόδια.
Τα πόδια, λοιπόν, του Θεού δηλώνουν την πανταχού παρουσία του. Πρέπει να ξέρουμε ότι Αυτός βρίσκεται πάντα και παντού σε κάθε τόπο, σε όλο το σύ¬μπαν. Ότι προνοεί για όλα και φροντίζει για την δημιουργία του. Την Θεία Πρόνοια και την Θεία Οικο¬νομία πρέπει να φέρνουμε στο νου μας κάθε φορά όταν ακούμε για τα χέρια και τα πόδια του Θεού.
Όταν διαβάζουμε για τον βραχίονα του Θεού πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι η λέξη αυτή δηλώνει την δύναμη του Θεού. Όπως και για έναν άνθρωπο που έχει δυνατά χέρια εμείς λέμε ότι είναι δυνατός. Αυτό λοιπόν να το θυμόμαστε πάντα και να μην υποκύπτουμε στον πειρασμό να βλέπουμε τον Θεό ανθρωπομορφικά. Ο Θεός είναι μέγας, ακατανόητος και απερίγραπτος. Είναι αείδιος, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανάγαθος και δίκαιος!
Να το θυμόμαστε λοιπόν και έτσι να Τον βλέπουμε. Και τότε κανείς δεν θα μπορέσει να πει ότι έχει δικαίωμα να οργίζεται επειδή και ο ίδιος ο Θεός οργίζεται. Να το θυμόμαστε και να αλλάξουμε τις ανθρωπομορφικές μας ιδέες περί Θεού, διότι έτσι βλέπουν τον Θεό οι ειδωλολάτρες, οι όποιοι προσκυνούν τα είδωλα είτε με τη μορφή ανθρώπου, είτε των διαφόρων ζώων και τεράτων, όπως το βλέπουμε ακόμα και σήμερα στους ναούς των ινδουιστών.
Να μην ξεχνάμε, λοιπόν, ότι ο Θεός μας είναι ά¬πειρος και ακατανόητος, ότι είναι Πνεύμα....

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ - ΤΟΜΟΣ Β'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ

 



Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Μτθ. κε΄ 31-46
Σήμερα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι ἡ τρίτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου. Τήν πρώτη Κυριακή εἴδαμε τό Θεό νά ἀκούει τήν προσευχή τοῦ ταπεινοῦ τελώνη καί νά τόν ἀνυψώνει. Τή δεύτερη εἴδαμε τό Θεό νά δέχεται τή μετάνοια τοῦ Ἀσώτου. Εἴδαμε ἕνα Θεό φιλάνθρωπο καί ἀγαθό. Σήμερα, Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω ὁρίστηκε νά θυμόμαστε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, πού θά γίνει ὅταν θά ’ρθει ὁ Χριστός στή Δευτέρα Παρουσία. Γιατί πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο φιλάνθρωπος ἀλλά καί δίκαιος. Δέν εἶναι μόνο πατέρας ἀλλά καί κριτής. Καί εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, πού μᾶς μιλάει καθαρά γιά τή μεγάλη καί ἐπιφανῆ ἡμέρα, πού ὁ Θεός θά κρίνει τόν κόσμο, δηλαδή γιά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Εἶναι πάλι καί οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας πού δογμάτισαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως κι ἐμεῖς ὁμολογοῦμε μέ βεβαιότητα τήν πραγματικότητα τῆς Κρίσεως, «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας καί νεκρούς, οὗ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τόν ἀδιάψευστο λόγο Του, μιλᾶ καθαρά στήν εὐαγγελική περικοπή, πού ἀκούσαμε, γιά τό γεγονός τῆς μέλλουσας κρίσης: «ὅταν θά ’ρθεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή δόξα του καί μαζί του ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τότε θά καθίσει στόν ἔνδοξο θρόνο του. Καί θά συναχθοῦν μπροστά του ὅλα τά ἔθνη καί θά ξεχωρίσει τούς ἀνθρώπους τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον, καθώς ξεχωρίζει ὁ τσοπάνης τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια, καί θά βάλει τά πρόβατα ἀπό τά δεξιά του καί τά κατσίκια ἀπό τά ἀριστερά του».
Ἄν τήν πρώτη φορά ὁ Χριστός ἦλθε ταπεινός στή γῆ «ἵνα σώση τόν κόσμον» τώρα θά ἔλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ ἵνα κρίνη τόν κόσμον». Ὁ κριτής, λοιπόν, Χριστός παρουσιάζεται ὡς βασιλιάς, πού θά ἔλθει μέ δόξα καί συνοδεία ἀγγέλων γιά νά καθίσει σέ θρόνο. Κι ὁ θρόνος συμβολίζει τήν ἐξουσία του, ἀφοῦ εἶναι Θεός καί νίκησε τό θάνατο. Γι’ αὐτό ἔχει ἐξουσία καί θά κρίνει ζωντανούς καί κεκοιμημένους.
Στήν παραβολή τονίζεται ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστός θά κρίνει ὅλα τά ἔθνη, ὅλους τους ἀνθρώπους, χριστιανούς καί μή, πιστούς καί ἄπιστους, δίκαιους καί ἁμαρτωλούς, πλούσιους καί πένητες, δούλους καί ἐλεύθερους. Καί γι’ αὐτό ἔμειναν μακριά ἀπό τό εὐαγγέλιό του, ὅλοι θά βρεθοῦν μπροστά του, γιατί «ἔρχεται κριτής, ὁ μέλλων κρῖναι πάσαν τήν οἰκουμένην».
Ἡ βάση τῆς κρίσεως, τώρα, τό κριτήριο θά εἶναι ἡ ΑΓΑΠΗ. Ἡ στάση μας, δηλαδή, ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας. Νά πῶς τό λέει τό εὐαγγέλιο: «θά πεῖ ὁ Χριστός σ’ ἐκείνους πού θά βρεθοῦν στά δεξιά του: ἐλᾶτε εὐλογημένοι ἀπό τόν πατέρα μου νά κληρονομήσετε τή Βασιλεία…. Γιατί πείνασα καί μοῦ δώσατε ψωμί, δίψασα καί μοῦ δώσατε νερό, ξένος ἤμουν καί μέ μαζέψατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἀρρώστησα καί μέ ἐπισκεφτήκατε, φυλακισμένος καί ἤρθατε νά μέ δεῖτε».
Τά ἀντίθετα θά πεῖ καί σ’ ἐκείνους πού θά βρεθοῦν στά ἀριστερά του: «πηγαίνετε οἱ καταραμένοι στό αἰώνιο πῦρ…. γιατί πείνασα καί δέ μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί δέ μοῦ δώσατε νά πιῶ, ξένος ἤμουν καί δέ μέ πήρατε σπίτι σας, γυμνός καί δέ μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί στή φυλακή καί δέν ἤρθατε νά μέ δεῖτε».
Πολύ ἁπλά πράγματα, ὅπως φαίνεται, θά ζητήσει ὁ δίκαιος κριτής ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα ροῦχο, μία φιλοξενία, μία ἐπίσκεψη στόν ἄρρωστο καί τό φυλακισμένο. Σ’ αὐτά περιορίζεται ὁ κριτής γιά νά μήν πεῖ κανείς πώς ἤθελε νά ἀγαπᾶ καί δέν μποροῦσε, γιατί ἦταν φτωχός. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «μήν τεντώνεις τά χέρια σου στόν οὐρανό, ἀλλά στά χέρια τῶν φτωχῶν. Ἄν ἐκτείνεις τά χέρια σου στά χέρια τῶν φτωχῶν ἔπιασες τήν κορυφή τοῦ οὐρανοῦ». Ἡ σωτηρία μας, συνεπῶς, περνάει μέσα ἀπό τό ἐνδιαφέρον μας, τήν ἀγάπη μας, τό δόσιμό μας πρός τό διπλανό μας. Καί πρέπει νά γνωρίζουμε, σύμφωνα μέ τό εὐαγγελικό κείμενο, ὅτι ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι νά μπορῶ νά βλέπω τόν ἴδιο τό Χριστό στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὁποιοσδήποτε κι ἄν εἶναι αὐτός˙ «ἐφόσον ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Στά προβλήματα τοῦ ἀδελφοῦ βλέπουμε τόν ἴδιο τό Χριστό, γιατί ὁ ἴδιος πῆρε πάνω του τά παθήματά μας˙ «Αὐτός πῆρε τίς ἀσθένειές μας καί βάσταξε τίς ἀρρώστιες μας». Ὅποιος ὑπηρετεῖ, λοιπόν, τούς ἄλλους, ὑπηρετεῖ τό Χριστό, μοιάζει μέ τό Χριστό. Συμμετέχει στίς θλίψεις τῶν ἀδελφῶν του Χριστοῦ καί στά προβλήματά τους. Ἀντίθετα, κάθε φορά πού ἀρνούμαστε τήν ἀγάπη γιά τόν ἐμπερίστατο ἀδελφό, ἀρνούμαστε τόν ἴδιο τό Θεό. Γι’ αὐτό, ἄν ἀδιαφορήσουμε καί δέν ἀγαπήσουμε τόν συνάνθρωπο, τότε θά κριθοῦμε ἀπό τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀγάπη λοιπόν, γίνεται τό διαχρονικό μέτρο τοῦ Θεοῦ πού θά μᾶς κρίνει.
Πολλές φορές, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τό νόημα τῆς παραβολῆς διαστρεβλώνεται, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τό ἀντιλαμβάνονται μ’ ἕναν τρόπο πού πανικοβάλλει καί τρομοκρατεῖ μέ ἀπειλές, καταδίκες καί τιμωρίες. Ὅμως, ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μέ τίς ἐπιλογές του καί τίς συμπεριφορές του. Ὁ Χριστός ἀποδέχεται τή δική μας ἀπόφαση. Ἀπό τή δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση του. Εἶναι φοβερό βέβαια γιά τόν καθένα μόνο νά τό σκεφθεῖ, ὅτι μπορεῖ νά βρεθεῖ μακριά ἀπό τό Θεό ἐκείνη τήν ὥρα τῆς κρίσης. Γιατί οἱ μή μετανοήσαντες θά ζοῦν αἰώνια τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ θά στεροῦνται τό Θεό, πού εἶναι τό φῶς, θά ζοῦν στό σκοτάδι καί θά ὑποφέρουν αἰώνια. Ἀντίθετα οἱ δίκαιοι θά ἀπολαμβάνουν τή δόξα, τή χαρά, τή λαμπρότητα, ὅλα ἐκεῖνα τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας ζωῆς, τά ὁποία, ὅμως, γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κοριν. β,9).
Γιά νά ἀξιωθοῦμε, λοιπόν, αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν εἶναι καιρός, ὅσο ὁ Θεός μᾶς χαρίζει ἡμέρες ζωῆς, ὡς γνήσιοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί νά κάνουμε πράξη τήν ἀγάπη, νά τήν ἐκφράζουμε καθημερινά, νά τήν ἀκτινοβολοῦμε, νά τήν κάνουμε μήνυμα καί ἐλπίδα. Ἔτσι μόνο θά ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα πώς τήν ὥρα τῆς κρίσεως θ’ ἀκούσουμε μαζί μέ τούς δίκαιους τό «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου κληρονομήσατε τήν ἠτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν» Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΛΟΥΚΑ ΙΕ΄ 11-32)Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
(ΛΟΥΚΑ ΙΕ΄ 11-32)
 Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Ιεροκήρυξ της Ι. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
email: p.ioil@freemail.gr

   Μόνο εάν διαθέτει κανείς πέτρινη καρδιά δεν συγκινείται από την ευαγγελική περικοπή του Ασώτου υιού. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, με την απαράμιλλη θεόπνευστη γραφίδα του, μέσα στο ιερό κείμενο συμπυκνώνει και περιγράφει όλο το Ευαγγελικό μήνυμα.
Ο Άσωτος έζησε ακραίες καταστάσεις. Από την μια την ευλογία του σπιτιού, που όμως δεν είχε εκτιμήσει, παρά όταν το έχασε και το στερήθηκε, και από την άλλη την πίκρα της ξενιτείας που φέρνει η απομάκρυνση από τον «οίκον του Πατρός». Από την μια βίωσε την κακία των «φίλων», την αγριότητα και την βρωμιά των γουρουνιών μαζί με την βασανιστική πείνα, και από την άλλη, αφού πρώτα «εις εαυτόν ελθών» και αφού έλαβε την σωτήρια απόφαση «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», απόλαυσε την αμέριστη και γλυκιά συγχωρητική πατρική αγάπη. Την αγάπη δηλ. αυτή που λησμονεί τα πάντα, αμέσως μετά την οριστική επιστροφή και που κάνει τα πάντα, ώστε ο υιός να αποκατασταθεί στην δόξα της υιοθεσίας ως πραγματικό και γνήσιο τέκνο. Βίωσε δηλ. και τελειώθηκε στην «φυσιολογική» κατάσταση για την οποία και δημιουργήθηκε εξ’ αρχής ο άνθρωπος. Την αγάπη και την δόξα του Θεού!
Αλλ’ αδελφοί μου, αυτή την σωτήρια απόφαση της επιστροφής στο σπίτι του πατέρα, δεν την είχε ανάγκη μόνο εκείνος ο Άσωτος. Την έχουμε ανάγκη εμείς κι εμείς οι ίδιοι, διότι δεν είμαστε τίποτε άλλο, παρά άσωτοι. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Εάν τώρα, δεν έχουμε συναισθανθεί αυτή την πραγματικότητα, τότε η κατάσταση, ομολογουμένως, είναι περισσότερο τραγική απ΄όσο την φανταζόμαστε.
Βεβαίως, θα ισχυριστεί τώρα ενδεχομένως κανείς, ότι εμείς δεν πειράξαμε την περιουσία του πατέρα μας και δεν την δαπανήσαμε «ζώντας ασώτως». Αλλά, μόνο αυτό είναι ασωτία αγαπητοί; Μόνο τα τέκνα των πλουσίων έχουν την «δυνατότητα» να ζουν ασώτως; Ή μόνο στην υλική περιουσία μπορεί να τεθεί λόγος περί ασωτίας; Ένας κατά κόσμο πτωχός, δεν μπορεί να είναι άσωτος υιός; Και φυσικά μπορεί και παραμπορεί, και μάλιστα όταν επεκταθούμε στον λόγο του Θεού που αναφέρεται στα ψυχικά και πνευματικά πλούτη που έχει ο άνθρωπος διά των δωρεών και των ταλάντων που του έχουν χαριστεί, τότε φίλοι μου θα πρέπει εν ταπεινώσει και εκ μέσης καρδίας να αναφωνήσουμε «τις καθαρός από ρύπου»;
Ναι, το μόνο βέβαιο είναι ότι όλοι μας, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα αρπάζουμε ως άσωτοι «το επιβάλλον μέρος της ουσίας» δηλ. ό,τι η αγαθότης του Θεού μας έχει δωρίσει και «φεύγουμε  εις χώραν μακράν». Μακριά από το θέλημα του Θεού, έστω και αν δεν φύγουμε ποτέ από την οικία του σπιτιού μας. Και είθε να το κατανοήσουμε αυτό, όσο το δυνατόν συντομότερα, ειδάλλως κινδυνεύουμε να έχουμε ακόμα χειρότερο κατάντημα. Να φτάσουμε δηλ. στο βάραθρο του πρεσβυτέρου υιού και να βιώνουμε την καταραμένη υπερηφάνεια και τον πλεγματικό εγωϊσμό των δήθεν τέκνων του Θεού, με ξεχειλισμένη την καρδιά από την ύλη της κακίας, η οποία τελικώς είναι και η χειρότερη μορφή ασωτίας.
Δεν χρειάζεται και πολύ να προσπαθήσουμε. Λίγο εάν εστιάσουμε τον φακό της συνειδήσεώς μας σ’ αυτή την καθημερινότητα, θα επισημάνουμε με μεγάλη ευκολία εκείνα τα παραστρατήματα, που αρκετές φορές υποσυνείδητα, δίχως καλά-καλά να το εννοήσουμε, μας απομακρύνουν από την αγάπη του Θεού. Μας φέρνουν ισχυρούς κραδασμούς και έχουμε το αίσθημα ότι οι σχέσεις μας μαζί Του, δεν είναι αυτές που θα έπρεπε. Όλοι λίγο έως πολύ, εάν προσέξουμε θα αισθανθούμε την δυσωδία των χοίρων (=των παθών και των δαιμόνων) και ως ζωντανοί οργανισμοί (=συνείδηση), θα αηδιάσουμε με τον εαυτόν μας και με την εκούσια εργασία μας στο χοιροστάσιο. Αλλά περισσότερο ακόμα θα οικτίρουμε τον εαυτόν μας διότι κάποιες φορές, αφήνουμε τον «μόσχο τον σιτευτό» και τρέχουμε να γευθούμε από τα ξυλοκέρατα των γουρουνιών δηλ. της αμαρτίας. Όντως, περισσότερο αηδιαστική περιγραφή δεν μπορεί να υπάρξει για το «πριγκιπόπουλο» του ουρανού που καταντά αιχμάλωτο στα νύχια του εχθρού και έρμαιο στην ανυπόφορη ατμόσφαιρα των ποικίλων παθών!
Είναι λοιπόν παραπάνω από βέβαιο ότι όλοι αισθανόμαστε την ανάγκη της επιστροφής προς αυτόν τον Πατέρα μας. Δεν έχει και τόση σημασία εάν το ομολογούμε ή όχι. Το γεγονός είναι ότι η ψυχή μας έχει απόλυτη ανάγκη την αποκατάσταση των ομαλών και ευλογημένων σχέσεων με τον στοργικό μας Πατέρα. Τον Κύριό μας και Θεό μας.
Όσο κι αν ορισμένοι δεν θέλουν να το παραδεχτούν (διότι ίσως ακόμα αντέχουν τη δυσωδία των αγριόχοιρων), όλοι μας, στο βάθος του είναι μας, νοσταλγούμε όσο ο,τιδήποτε άλλο, τον όμορφο και ζεστό και ευωδιαστό και κυρίως φωτεινό πατρικό μας οίκο. Απαξάπαντες έχουμε ανάγκη της «συμφωνίας και των χορών»! Και τούτο, ξέρετε, φίλοι μου, σε καμμία των περιπτώσεων δεν αποτελεί πολυτέλεια και «περιττά έξοδα». Η όμορφη Θεϊκή ατμόσφαιρα, είναι η μόνη φυσιολογική ατμόσφαιρα για τον άνθρωπο (και για το σώμα και την ψυχή). Είναι εκ των ων ουκ άνευ η ατμόσφαιρα του πατρικού μας σπιτιού, τόσο για την ίδια την ζωή μας, όσο και για την ψυχική μας ισορροπία. Ακριβώς αυτή η «στολή η πρώτη» και αυτός ο «μόσχος ο σιτευτός» είναι τα μόνα που μας προσφέρουν την ζωή που ποθούμε, δηλ. τη ζωή του Χριστού! Το δε «δακτύλιον εις την χείρα» αποτελεί τον αναγκαίο αρραβώνα της Βασιλείας των Ουρανών, που οπωσδήποτε θα πρέπει να κατέχουμε. Και τα «υποδήματα εις τους πόδας» τι είναι; Τα υποδήματα αυτά φανερώνουν την διάθεση που πρέπει να έχει ο μετανοημένος υιός στο να προσφέρει αγάπη και μήνυμα ειρήνης και αποκαταστάσεως στους πρώην και γιατί όχι και νυν «ασώτους υιούς»! Ποιος άλλος, αλήθεια, μπορεί να προσφέρει τέτοιο και τόσο πλουτισμό και αυτή την δόξα στον άσωτο, παρά ο ίδιος ο Πατέρας;
Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», ο λόγος είναι αποκαλυπτικός και κάτι που, όχι μόνο επιβάλλεται όλο και συχνότερα να το σκεπτόμαστε, αλλά θα πρέπει να το κάνουμε ύμνο και τραγούδι! Να γίνει το άσμα που συνειδητά και υποσυνείδητα θα το μελωδεί η καρδιά μας και θα το συνοδεύει η κιθάρα των αγαθών λόγων και των ευλογημένων έργων. Δηλ. των έργων εκείνων που αποδεικνύουν την έμπρακτη μετάνοια. Και έμπρακτη μετάνοια, φυσικά είναι να επιστρέψουμε όχι από διαφορετικό, αλλά από τον ίδιο δρόμο από τον οποίον ανοήτως φύγαμε. Από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, διότι εκεί καρτερικά μας περιμένει ο Πατέρας και λαχταρά την ευλογημένη στιγμή που θα πέσουμε στα πόδια του λέγοντας το «Πάτερ ήμαρτον» (μέσω του πνευματικού μας), και κυρίως που ο ίδιος θα πέσει (διά της συγχωρητικής ευχής του πνευματικού μας) «επί τον τράχηλον ημών»!
Αδελφοί μου, ο δρόμος είναι πλέον ορθάνοιχτος. Ουδένα κοπάδι αγριόχοιρων (δαιμόνων) και ουδεμία παρέα (φίλων) δύνανται να φράξουν την σωτήρια επιστροφή μας. Τα τυχόν εμπόδια που ίσως υπολογίζουμε, βρίσκονται κυρίως στον χώρο της φαντασίας μας. Ο Θεόπνευστος λόγος ηχεί ως αποκαλυπτική σάλπιγγα στα ώτα όλων ημών των συγχρόνων ασώτων υιών. Μη φοβού, «εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω» (Ησαίας ΜΕ’ 2).
Οπωσδήποτε κάθε φορά, αλλά κυρίως τώρα, την ευλογημένη περίοδο του Τριωδίου, περίοδο περισυλλογής και εσωτερικής καθάρσεως και ειλικρινούς εξομολογήσεως, ας κάνουμε την ευλογημένη κίνηση της αγαπητικής επιστροφής μας προς τον Πατέρα.
Τα πάντα είναι έτοιμα και με λαχτάρα μας περιμένουν. Αρκεί να πούμε το ναι και να συντονίσουμε τα βήματά μας, στους χτύπους της αγάπης του Θεού.
Και ας μη λησμονούμε.
Άγιος, δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλ’ αυτός που αγωνίζεται.
Ο «πίπτων και εγειρόμενος».
Αυτός που πέφτει χίλιες φορές, αλλά σηκώνεται χίλιες-μία.
Αυτός που τελικά βιώνει το «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου».
Αμήν

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Read more: http://www.egolpion.com/331E6392.el.aspx#ixzz3RAUmFXkz

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς



ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ
ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νού και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιο λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιο λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος κουρελιασμένος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιο λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
«Εις εαυτόν δε ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιος είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε; Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου».
 Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 


ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com

Read more: http://www.egolpion.com/aswtou_popovits.el.aspx#ixzz3RAU4p376

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ (Κυριακή του Ασώτου)





ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
 (Κυριακή του Ασώτου)
Alexander Schmemann


  Την τρίτη Κυριακή της προετοιμασίας μας για τη Μεγάλη Σαρακοστή διαβάζουμε την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ. 1 5, 11 ‐32). Η παραβολή τούτη μαζί με τους ύμνους της ημέρας αυτής μας παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος γιος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και κει σπατάλησε ότι είχε και δεν είχε. Μια μακρινή χώρα! Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που θα πρέπει να αποδεχτούμε και να τον οικειοποιηθούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγιση μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, που ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι είναι εξόριστος από το Θεό και από την αληθινή ζωή, αυτός ποτέ δε θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ο Χριστιανισμός. Και αυτός που νιώθει «σαν στο σπίτι του» σʹ αυτόν τον κόσμο και στη ζωή του κόσμου τούτου, που έμεινε άτρωτος από τη νοσταλγία για μια άλλη πραγματικότητα, αυτός δε θα καταλάβει τι είναι μετάνοια.
Η μετάνοια συχνά ταυτίζεται με μια «ψυχρή και αντικειμενική» απαρίθμηση αμαρτιών και παραβάσεων, όπως μια πράξη «ομολογίας ενοχής» ύστερα από μια νόμιμη μήνυση. Η εξομολόγηση και η άφεση αμαρτιών θεωρούνται σαν να ήταν δικαστικής φύσεως. Αλλά παραβλέπεται κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς το οποίο ούτε η εξομολόγηση ούτε η άφεση έχει κάποιο πραγματικό νόημα ή κάποια δύναμη. Αυτό το «κάτι» είναι ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό, από τη μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Αλήθεια, είναι πολύ εύκολο να εξομολογηθώ ότι δεν νήστεψα τις καθορισμένες για νηστεία μέρες, ή ότι παράλειψα την προσευχή μου ή ότι θύμωσα. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παραδεχτώ ξαφνικά ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή και ότι κάτι πολύτιμο και αγνό και όμορφο έχει ανέλπιστα καταστραφεί στη δομή της ύπαρξής μου. Παρʹ όλα αυτά όμως, αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια και, επί πλέον, είναι μια βαθιά επιθυμία επιστροφής, επιθυμία να γυρίσω πίσω, να αποκτήσω ξανά τα χαμένο σπίτι.
Έλαβα από το Θεό θαυμαστά πλούτη: πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαίρομαι, να την ομορφαίνω με νόημα, αγάπη και γνώση: ύστερα — με το Βάπτισμα — έλαβα τη νέα ζωή από τον ίδιο το Χριστό, τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας. Έλαβα τη γνώση του Θεού και μέσα απ’ αυτή, τη δυνατότητα να γνωρίσω καθετί και τη δύναμη να είμαι «τέκνον Θεού». Και όλα αυτά τα έχασα, τα χάνω καθημερινά, όχι μόνο με τις «συγκεκριμένες αμαρτίες» και τις «παραβάσεις» αλλά με την αμαρτία όλων των αμαρτιών: την απομάκρυνση της αγάπης μου από το Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του Πατέρα.
Η Εκκλησία όμως είναι εδώ παρούσα για να μου θυμίζει τι έχω εγκαταλείψει, τι έχω χάσει. Και καθώς μου τα υπενθυμίζει με το Κοντάκιο της ημέρας αυτής, αναλογίζομαι ότι: «Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως εν κακοίς εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον όθεν σοι την του Ασώτου φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιον σου Πάτερ οικτίρμον δέξαι με μετανοούντα και ποίησαν με, ως ένα των μισθίων σου».
 Και, καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου την επιθυμία της επιστροφής και τη δύναμη να την πραγματοποιήσω: «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ, πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποίησαν με ως ένα των μισθίων σου».
 Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ειδικά μια λειτουργική λεπτομέρεια της Κυριακής του Ασώτου. Στον Όρθρο, μετά τον γιορταστικό και χαρούμενο ψαλμό του Πολυελαίου, ψέλνουμε τον λυπηρό και νοσταλγικό 136ο ψαλμό:
Επί των ποταμών Βαβυλώνας εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών... πώς ασομαι την ωδήν Κυρίου επί γης αλλότριας; εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου˙ κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρύγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι τήν Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου.
Είναι ο ψαλμός της εξορίας. Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη τους, την Ιερουσαλήμ. Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ο ψαλμός του ανθρώπου που συνειδητοποιεί την αποξένωση του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος. Γίνεται εκείνος που ποτέ πια δε θα νιώσει βαθιά ικανοποίηση με τίποτε στον «πεπτωκότα» αυτόν κόσμο, γιατί από τη φύση και από την κλήση του είναι ένας αναζητητής του Τέλειου. Ο ψαλμός αυτός θα ψαλεί δύο ακόμα φορές: τις δύο τελευταίες Κυριακές πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή∙ και την παρουσιάζει σαν ένα μακρινό ταξίδι, σαν μετάνοια, σαν επιστροφή.


ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΆΚΡΙΤΑΣ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ  www.egolpion.com

Read more: http://www.egolpion.com/A7FC8D7D.el.aspx#ixzz3RATQJdjG

Π. Θεόδωρος Ζήσης: ''Ο Θρησκευτικός Όρκος''


Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΟΝ ΟΡΚΟ



Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΟΝ ΟΡΚΟ
     π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης


    Επειδή κάποιοι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας δεν έχουν επαρκή Θεολογική ενημέρωση ως προς το θέμα του Όρκου ενώπιον των Δημοσίων Αρχών παραθέτουμε το άρθρο, που δημοσιεύσαμε στο Ενορικαό μας Περιοδικό τον Νοέμβριο του 2009.

Η πρόσφατη ορκωμοσία της νέας Κυβερνήσεως έφερε πάλι στην επικαιρότητα το θέμα τού όρκου. Σε μια ενορχηστρωμένη από αντιχριστιανικούς κονδυλοφόρους προσπάθεια έγινε ευθεία επίθεση κατά τού ιερού έθους της ορκωμοσίας των μελών τού Ελληνικού Κοινοβουλίου και αναζωπυρώθηκε η συζήτηση ενός θέματος που η Ορθοδοξία έχει επιλύσει τελεσίδικα, με αποτέλεσμα ο πολύς κόσμος, που έχει χάσει την σχέση του με την Ορθόδοξη πνευματικότητα, να επηρεασθή, να συγκατανεύση και εν τέλει να επιζητήση την κατάργηση τού όρκου.

Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη περίπτωση μιάς μεγάλης εφημερίδος της Κυριακής 25 Οκτωβρίου, η οποία φιλοξένησε πολλά άρθρα κληρικών και λαικών με θέμα τον όρκο, στα οποία άρθρα όλοι, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, κατέληξαν στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι πρέπει να καταργηθή ο όρκος!

Το παράδοξο είναι ότι στην λογικοφανή βαττολογία ενεπλάκησαν και εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία εν γνώσει τους ή εν αγνοία τους (ο Θεός οίδεν) έγιναν “νεροκουβαλητές” της αντιχριστιανικής κουστωδίας!
Οι συζητήσεις περί τού όρκου χρονολογούνται εδώ και πολλές δεκαετίες, πολλοί δε Πνευματικοί δεν δίστασαν κατά το παρελθόν να επιβάλλουν μεγάλα πνευματικά επιτίμια σε χριστιανούς για το λόγο και μόνο ότι παρεστάθησαν σε δικαστήρια, αδιακρίτως τού άν ορκίσθηκαν αληθώς, εκλαμβάνοντες και μόνη την παρουσία του χριστιανού στο δικαστήριο ως πνευματικά αξιόποινη πράξη, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν και οι Πνευματικοί με την αδιακρισία τους αυτή στο να πληθυνθή η ανομία στην πατρίδα μας και να γίνουν περισσότερο αδίστακτοι οι παντός είδους πονηρευόμενοι, αφού πλέον είχαν  την βεβαιότητα ότι οι χριστιανοί, εμποδιζόμενοι από τον όρκο, δεν θα διεκδικούσαν το δίκαιό τους στα δικαστήρια.

Το εντυπωσιακό είναι ότι την αθεολόγητη νοοτροπία τους υπέρ της καταργήσεως τού όρκου στηρίζουν  –όπως ισχυρίζονται οι πολέμιοι τού όρκου–  στην Αγία Γραφή, ενώ κάθε άλλο παρά αυτό η Αγία Γραφή υποστηρίζει. 

Συγκεκριμένα, στηρίζονται αποκλειστικά στα λόγια του Χριστού, που παρατίθενται στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στους στίχους 33 έως 37 του πέμπτου κεφαλαίου: «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως· μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού· μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιόν εστι των ποδών αυτού· μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. Έστω δε ο λόγος υμών ναί ναί, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρούεστιν». 

Αυτό το απόσπασμα των λόγων του Χριστού οπωσδήποτε εκφράζει με έμφαση ότι πρέπει να προσέχη διαρκώς οάνθρωπος τα λόγια του στις καθημερινές του συναλλαγές με τους συνανθρώπους του και να μη λησμονή ότι έχει ελλιπή πνευματική όραση, πράγμα που τον εμποδίζει να διακρίνη με απόλυτο τρόπο την αλήθεια από το ψεύδος. Δεν εξαντλεί, όμως, ο λόγος αυτός του Χριστού ολόκληρη την Αγία Γραφή ως προς το θέμα τού όρκου, διότι, το απόσπασμα αυτό, δεν είναι η μοναδική αναφορά της Αγίας Γραφής στο θέμα τού όρκου, ούτε περιέχει το απόσπασμα αυτό καθ’ εαυτό την ερμηνεία και τις προεκτάσεις  που θέλει ο Θεός να δώσει στο μέγα αυτό θέμα. Η ερμηνεία κάθε φράσεως της Αγίας Γραφής δίδεται με ολόκληρη την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη και όχι αυτοτελώς από την ίδια τη φράση. Ιδιαιτέρως δε πιστοποιείται ο νούς της Αγίας Γραφής με τις Πράξεις, δηλαδή την πρακτική των Αγίων Αποστόλων και την ερμηνεία τού Αγίου Πνεύματος, όπως αυτή φθάνει σε μας μέσα από «τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου».

Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην εξαγωγή συμπερασμάτων, όταν διαβάζουμε την Αγία Γραφή, αλλιώς κινδυνεύουμε να απολυτοποιήσουμε μια φράση εις βάρος του νοήματος του Θείου Λόγου. Όπως, παραδείγματος χάριν, εάν απολυτοποιήσουμε την προτροπή του Χριστού «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 5,7) θα πρέπει να απενεργοποιήσουμε μέσα μας τη λειτουργία της «κρίσεως», η οποία, όμως είναι στοιχείο του«κατ’ εικόνα» που ελάβαμε από το Θεό. Άνθρωπος χωρίς «κρίση», είναι ένας άνθρωπος άνους που δεν μπορεί να ξεχωρίση τον λόγο του Θεού από τις συμβουλές του διαβόλου, που δεν μπορεί να διακρίνη το καλό από το κακό.

Το σωστό συμπέρασμα από την προτροπή αυτήν του Χριστού είναι ότι πρέπει να γνωρίζουμε πως είναι προτιμότερο να μη εκφέρουμε κρίση για τους ανθρώπους, τον χαρακτήρα και τις προθέσεις τους, γιατί η κρίση των περισσοτέρων ανθρώπων δεν έχει βάθος, δεν γίνεται με πνευματική όραση αλλά είναι επιφανειακή και εμπαθής. Αυτό το επιβεβαιώνει οίδιος ο Χριστός λέγοντας μέςω του Ευαγγελιστού Ιωάννου στο κεφάλαιο 7, στ.24 «μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Συγχρόνως, μας αποκαλύπτει ο Χριστός, με τον ίδιο Ευαγγελιστή, σε άλλο σημείο, και μια άλλη διάσταση του ρήματος «κρίνω», που σημαίνει «καταδικάζω»: «Εάν τις μου ακούση τωνρημάτων και μη πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν· ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (12,47).Καί πάλι σε άλλο σημείο: «Υμείς κατά την σάρκα κρίνετε·εγώ ου κρίνω ουδένα. Καί εάν κρίνω δε εγώ, η κρίσις ηεμή αληθής εστιν». (8,15-16)

Αυτά τα ίδια κριτήρια πρέπει να ισχύσουν και στην έρευνά μας για το θέμα τού όρκου, εάν θέλουμε να αντλήσουμε το πνεύμα τού αγίου Ευαγγελίου. Γιατί σαφώς το πνεύμα του Ευαγγελίου δεν είναι η κατάργηση των επιταγών της Παλαιάς Διαθήκης αλλά η κατάργηση των αυθαιρέτων δοξασιών, με τις οποίες οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι είχαν επιφορτίσει και ουσιαστικά είχαν αλλοιώσει το Θέλημα και την Ποιμαντική του Θεού. Ο Χριστός δεν κατήργησε καμμιά, ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΜΙΑ  από τις προσταγές της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί ο Λόγος του Θεού δεν μετατρέπεται, ούτε τελειοποιείται και πολύ περισσότερο δεν καταργείται. Εξ άλλου αυτό το εδήλωσε απερίφραστα ο Χριστός για να μη έχουμε επ’ αυτού την παραμικρή αμφιβολία: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τούςΠροφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι»! (Ματθ. 5,17).

Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να συλλαβίσουμε την Αγία Γραφή με τη βοήθεια των Αγίων μας, γιατί μόνο συλλαβίζοντάς την μπορούμε να αποφύγουμε τα βιαστικά συμπεράσματα.

Κάνοντας έναρξη τού αγιοσυλλαβισμού μας, κρίνουμε απαραίτητο να επισημάνουμε τα κίνητρα όλων εκείνων  που συνδυασμένα πολεμούν για την κατάργηση τού όρκου από τη δημόσια ζωή του τόπου μας. Τα κίνητρα είναι προφανή: Ο αποχριστιανισμός της πατρίδος μας και όχι, βεβαίως, η περιφρούρηση του κύρους της Αγίας Γραφής, ούτε το όψιμο ενδιαφέρον αποχριστιανισμένων ανθρώπων για την περιφρούρηση της πνευματικής ακεραιότητος των χριστιανών! Είναι πασιφανές ότι ζητούν την κατάργηση τού όρκου για να εξαλειφθή κάθε αναφορά στον Θεό και για να εμποδισθή κάθε ανάμειξη του Θεού στη ζωή των ανθρώπων.

Ωστόσο, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά και η μέθοδος που χρησιμοποιούν κάποιοι λόγιοι Κληρικοί –μεγαλόσχημοι και μικρόσχημοι– για να καταδικάσουν τον όρκο, χωρίς να τους απασχολή ότι, τελικά,συμπράττουν επί του πρακτέου με τους εχθρούς του Χριστού και της πνευματικής ζωής.

Δεν φαίνεται να τους απασχολούν τα αρνητικά Ποιμαντικά αποτελέσματα που θα προκύψουν από την τυχόν κατάργηση του Δημοσίου όρκου, γιατί έχουν στρέψει εξ ολοκλήρου την προσοχή τους στην αποστήθιση και κωδικοποίηση της Θεολογίας και όχι στην βιωματική εφαρμογή της, από την οποία αντλούμε την βεβαιότητα για την αλήθεια ή την πλάνη των πιστευμάτων μας. Αν κάναμε τον κόπο να εξετάσουμε τα πρακτικά αποτελέσματα των τάχα θεολογικών επιλογών μας, θα είχαμε διαπιστώσει ότι μεγάλο μέρος της διαφθοράς των σημερινών ανθρώπων  οφείλεται στις τάχα βαθυστόχαστες και τάχα Πατερικές θεολογικές μας θεωρίες και απόψεις!

Αν κάναμε τον κόπο να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα της Ποιμαντικής μας θα είχαμε διαπιστώσει ότι, με την τακτική που ακολουθούμε, όχι μόνο αδυνατούμε να διδάξουμε ως Ποιμένες τους πολιτικούς αλλά και αγόμεθα και φερόμεθα από αυτούς και, ουσιαστικά, οι πολιτικοί είναι αυτοί που μας καθορίζουν την Ποιμαντική μας και, κατά συνέπεια, και την Ποιμαντική του λαού μας. Αυτή είναι και ηεξήγηση του γιατί πολλοί Ποιμένες δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει στην πράξη ηαντικατάσταση της εν Ονόματι του Θεού διαβεβαιώσεως των Δημοσίων Λειτουργών με την διαβεβαίωση του καθενός στη ... συνείδησή του(!), ενώόλοι γνωρίζουμε πως οι περισσότερες συνειδήσεις στις μέρες μας έχουν ταυτίσει απόλυτα το κακό με το καλό,αφούέχει γίνει πιά δημόσια αποδεκτό δόγμα ότι καλό είναι αυτό που εκφράζει και αρέσει στον καθένα!

Αυτή η υποτίμηση των ποιμαντικών αποτελεσμάτων λειτούργησε αρνητικά στους μέχρι σήμερα συνηγόρους της καταργήσεως τού όρκου και, παρ’ ότι είναι λόγιοι και συγγραφείς θεολογικών πραγματειών, αποφεύγουν συστηματικά, όταν διαπραγματεύονται το θέμα τούόρκου, να κάνουν διάκριση μεταξύ τού εφάμαρτου όρκου, που δίδεται σαν “ψωμοτύρι” στην καθημερινή συναλλαγή και συναναστροφή μεταξύ των ανθρώπων, και τού όρκου που δίδεται ενώπιον των Κρατικών Αρχών.

Έτσι, χρησιμοποιούν πληθύν Πατερικών εδαφίων, ιδίως τού Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που αναφέρονται αποκλειστικά στους εφάμαρτους όρκους, που ανταλλάσουν καθημερινά μεταξύ τους οι χριστιανοί, πράγμα το οποίο βεβαίως και πρέπει να καταδικάζουμε όλοι, διότι αποτελούσε και αποτελεί μάστιγα της πνευματικής ζωής και κατάρα για την ψυχή και τη συνείδηση τούανθρώπου. Τέτοιου είδους όρκοι δεν έχουν καμμιά θέση στη ζωή του χριστιανού, διότι δεν πρέπει να ενδιαφέρη τον αληθινό χριστιανό ποιός θα τον πιστέψη στις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις ή συναλλαγές του, αφού οιανθρώπινες σχέσεις δεν δημιουργούνται με ορκωμοσίες, αληθινές ή ψεύτικες, αλλά με απόλυτη εμπιστοσύνη τούενός στην πνευματική και ηθική ακεραιότητα τού άλλου. Εξ άλλου, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπολογίζουμε το εάν και κατά πόσον οοποιοσδήποτε μας πιστεύει ή μας αμφισβητεί, γιατί ο χριστιανός πρέπει να υπολογίζη την επικοινωνία και τη σχέση μόνο με τους ανθρώπους εκείνους που αρκούνται στο «ναί ναί» και στο «ου ου».

Εάν, λοιπόν, εξακολουθήσουμε να συναγωνιζόμαστε στις παραθέσεις Πατερικών κειμένων, αντιπαραθέτοντες και κείμενα  που δεν απαγορεύουν τον όρκο αλλά τον ευνοούν, όπως λόγου χάριν διαβάζουμε στα Θεολογικά Έπη τού Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ότι «όρκος πίστωσις εμμέσω (=με τη μεσολάβηση) Θεώ· τούτου δε τήρησίς τις η ευορκία (= ο αληθής όρκος)» και ότι η Αγία Γραφή «ου τον όρκον καταλύει, ζητεί δε τ’ αληθή», τότε θα κάνουμε παράλληλες συζητήσεις χωρίς να αγγίξουμε την ουσία του θέματος που δεν είναι γενικά ο όρκος αλλά ο όρκος ενώπιον των Κρατικών Αρχών.

Άρα, για να συνεννοηθούμε μέσα στο πνεύμα της Αγίας Γραφής πρέπει να περιορισθούμε αυστηρά στον όρκο ενώπιων των Δημοσίων Αρχών και να μη αναμειγνύουμε στη συζήτησή μας τους καθημερινούς όρκους μεταξύ των ανθρώπων, που δίδονται “στο πόδι” ή “στην καρέκλα”, στην προσπάθεια για την μεταξύ τους επιβεβαίωση της αξιοπιστίας τους.

Ο όρκος ενώπιον των Δημοσίων Αρχών επέχει θέση ομολογίας πίστεως. Διακηρύσσει ενώπιον ανθρώπων –που έχουν ή δεν έχουν δεσμούς με τη χριστιανική πίστη– ότι οορκιζόμενος αυτοδεσμεύεται με με μεγαλύτερους περιορισμούς από αυτούς που απαιτεί η κρατική νομοθεσία, δεδομένου ότι με την ορκωμοσία αυτή μαρτυρεί ότι δεσμεύει τον εαυτό του –πέραν των δεσμεύσεων των νόμων του Κράτους– και με την πνευματική δέσμευση του Νόμου του Θεού.

Η ομολογία πίστεως είναι και τεκμήριο αξιοπιστίας για εκείνους που δεν γνωρίζουν προσωπικά τον ομολογούντα αλλά είναι και μία πνευματική ευκαιρία τούομολογούντος να συνειδητοποιήση ότι, ορατά μεν ομολογεί ενώπιον ανθρώπων, κατ’ ουσίαν όμως ομολογεί ενώπιον του Θεού, πράγμα το οποίο τον βοηθεί να ανοίξη το στόμα του μετά συνέσεως και να περιορισθή εις «μόνην την αλήθειαν». Εάν ο επισήμως διδόμενος όρκος δεν ήταν μυσταγωγία και πράξη ποιμαντικής, που βοηθάει πνευματικά τον άνθρωπο, δεν θα μας έδιδε πρώτος το παράδειγμα της ορκωμοσίας ο Ίδιος ο Θεός με το να ορκισθή στον ίδιο τον Εαυτό Του, αφού δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος για να ορκισθή: «Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε, ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται. Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».(Ψαλμ. 109(110),3). Αυτός ο όρκος–διαβεβαίωση του Θεού επιβεβαιώνεται και με τον Ψαλμό 130(131): «Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν» (στ.11).

Ο Απόστολος Παύλος μας αναλύει τα λόγια αυτά στην προς Εβραίους επιστολή του: «Τω γαρ Αβραάμ επαγγειλάμενος ο Θεός, επεί κατ’ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι, ώμοσε καθ’ εαυτού ... άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι, και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν οόρκος εν ω περισσότερον βουλόμενος ο Θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού, εμεσίτευσεν όρκω, ίνα διά δύο πραγμάτων αμεταθέτων, εν οις αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ισχυράν παράκλησιν έχωμεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος». (6,13-18)

Ομοίως και ο Απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στην ομολογία του Δαυίδ για τη σάρκωση του Θεού λέγει ότι «Προφήτης ουν υπάρχων και ειδώς ότι όρκω ώμοσεν αυτώο Θεός εκ καρπού της οσφύος Αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου Αυτού». (Πράξεις 2,30)

Ο Άγιος Απόστολος Παύλος δεν αρκείται μόνο στο να αναφέρεται στον όρκο του Θεού αλλά κάνει και ο ίδιος πολλές φορές χρήση τού όρκου-ομολογία, διαβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους πιστούς μέσω των Επιστολών του: «μάρτυρα τον Θεόν επικαλούμαι επί την εμήν ψυχήν» (2Κορ.1,23),«μάρτυς γαρ μου εστιν ο Θεός, ω λατρεύωεν τω πνεύματί μου» (Ρωμ.1,9),"μάρτυς γαρ μου ο Θεός ότι επιποθώ υμάς" (Φιλιπ.1,8),«ούτε γαρ ποτε εν λόγω κολακείας εγεννήθημεν, καθώς οίδατε, ούτε εν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς»(2Θεσ.2,5)

Την παράδοση της ορκωμοσίας ενώπιον Θεού και ανθρώπων ως ομολογίας Πίστεως και κατά συνέπειαν και ως βεβαίωση αξιοπιστίας παρέλαβε η Εκκλησία μας και καθώρισε το Τυπικό της ορκωμοσίας των Αυτοκρατόρων της Ρωμαιοσύνης, παράδοση η οποία διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας για την ορκωμοσία των Πολιτικών Αρχών.

Σαν επιβεβαίωση τούότι τα όσα έγραψα δεν αποτελούν  αυθαίρετες δικές μου κατασκευές, επικαλούμαι ως μάρτυρα τον μεγάλον άγιόν μας, τον άγιον Νεκτάριον, ο οποίος έζησε στην εποχή μας, εποχή που ίσχυε ο όρκος ενώπιον των Δημοσίων Αρχών. Γράφει στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», ερμηνεύοντας την εντολή τού δωδεκαλόγου, «Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω...» με το φως της Καινής Διαθήκης, με το Φως των λόγων του Χριστού:

«Τι απαγορεύει η εντολή αύτη;
-Απαγορεύει να αναφέρωμεν το όνομα του Θεού εν παντί λόγω προς πίστωσιν της αληθείας του λόγου ημών, ως ανάξιον προς το θείον μεγαλείον. Αλλ’ όταν η επίκλησις του θείου Ονόματος γένηται προς δόξαν Θεού, προς αίνον και ευχαριστίαν, ουδεμία υπάρχει απαγόρευσις· διότι σκοπός της απαγορεύσεως ήτο η ευλάβεια προς το θείον όνομα.

Τίνες παραβαίνουσι την εντολήν ταύτην;
- α) Οι βλάσφημοι, β) οι ψεύδορκοι και επίορκοι και γ) οι ψευδοπροφήται.

Κατά την εντολήν ταύτην επιτρέπεται ο όρκος;
-Μάλιστα·ο αληθής όρκος ο λαμβανόμενος επί βεβαιώσει ζητουμένης αληθείας ενώπιον της Προισταμένης αρχής επιτρέπεται· διότι εν τοιαύτη περιπτώσει ου μόνον ουδεμία ανευλάβεια επιδεικνύεται εκ της λήψεως του θείου Ονόματος προς βεβαίωσιν και πίστωσιν της της αληθείας, αλλά μάλιστα ευλάβεια μεγίστη επιδεικνύεται υπό πάντων κατά την προφοράν του θείου Ονόματος, εγειρομένων και μετά θρησκευτικής ευλαβείας ακροωμένων του θείου Ονόματος. Όθεν επειδή ο διδόμενος όρκος φέρει χαρακτήρα θρησκευτικόν και επιδεικνύει ευλάβειαν και τιμήν προς το θείον Όνομα επιτρέπεται· δέον όμως να γίνηται πάντοτε μετά θρησκευτικής ευλαβείας, μετά καθαράς συνειδήσεως, εν φόβω Θεού, και μετά πάσης ειλικρινείας, διότι ουαί τοις λαμβάνουσι το Όνομα του Θεούεπί ματαίω χάριν ωφελείας και ιδιοτελείας, και κλοπής και αρπαγής, και των λοιπών πονηρών σκοπών.»

Πιστεύω ότι ο άγιος Νεκτάριος τα είπε όλα...

   
   ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:
Νοέμβριος 2009  Αριθμ. Τεύχους 89 
 



Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
Αλλ εάν οι την αλήθειαν επιζητούντες απιστούσι τοις υπ' αυτού λεγομένοις;
- Τούτο ουδ όλως επιτρέπει αυτώ την αθέτησιν της εντολής, ούτος, οφείλει να εμμένη εν τη διαβεβαιώσει της αληθείας δια του ναι, και ου.
Απαγορεύει ο Σωτήρ και τον υπό των αρχών και εξουσιών απαιτούμενον όρκον;
- Εκ των υπό του Σωτήρος ειρημένων δεν εξακριβούται το τοιούτον. Εκ του σκοπού όμως δι ον ερρήθησαν μάλλον καταφαίνεται, ότι ο Σωτήρ απηγόρευσε τον όρκον τον προς αλλήλους και ουχί τον όρκον τον διδόμενον ενώπιον των αρχών και εξουσιών τον υπό του νόμου απαιτούμενον προς πίστωσιν της αληθείας και διαβεβαίωσιν των αρχών. Διότι και αυτός ο Σωτήρ εξορκισθείς υπό του αρχιερέως να μαρτυρήση ει αυτός εστιν ο Χριστός, εδέχθη τον όρκον, και ωμολόγησεν ότι αυτός εστιν (Ματ. κς´ 63). Επίσης και ο Απόστολος Παύλος γράφων προς ωμαίους επικαλείται μάρτυρα τον Θεόν προς πίστωσιν των λόγων αυτού, ότι μνείαν ποιείται πάντοτε αυτών επί των προσευχών αυτού (Ρωμ. α´ 9). Ωσαύτως και προς τους Κορινθίους γράφων μάρτυρα τον Θεόν επικαλείται προς πίστωσιν των λόγων του ότι φείδεται αυτών (Β´ Κορινθ. α´ 23). Και ο άγγελος της Αποκαλύψεως ώμοσεν εν τω ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων, ος έκτισε τον Ουρανόν και τα εν αυτώ και την Γην και τα εν αυτή, και την θάλασσαν και τα εν αυτή. (Αποκάλ. Ι´ 6).
Πόθεν άλλοθεν δύναται να εξαχθή ότι ο Σωτήρ δεν απηγόρευσεν απολύτως τον όρκον;
- Εκ των εξής. α´) εκ της εντολής, ην λαμβάνει ουχί αμέσως εκ του δεκαλόγου, αλλ εκ του Λευϊτικού (ιθ´ 12). Εκεί δε απαγορεύεται το ομνύειν τω ονόματι του Θεού επ αδίκω, και βεβηλούν το όνομα αυτού, ένεκεν αθετήσεως του όρκου δοθέντος προς τον πλησίον (ιδέ Αριθ. λ´ 3 ιδέ και Δευτερονόμ. κγ´ 23) και περί παντός πράγματος. Τούτο ο Σωτήρ ονομάζει επιορκίαν. Εκ τούτου δηλούται, ότι πρόκειται περί της προς αλλήλους αμοιβαίας πίστεως και εμπιστοσύνης. β´) Εκ του ότι δεν φαίνεται ότι ο Σωτήρ απολύτως απηγόρευσε το λαμβάνειν το όνομα του Θεού εις βεβαίωσιν της αληθείας εν τω δέοντι χρόνω. Τουναντίον φαίνεται, ότι τούτο επέτρεψε δια του ιδίου παραδείγματος, όπερ ηκολούθησαν και οι μαθηταί αυτού. Εάν ο Σωτήρ προϋτίθετο να απαγορεύση απολύτως τον όρκον τον τε επί ματαίω λαμβανόμενον και τον επί δικαίω πάντως θα συνεπλήρου την εντολήν δι ετέρας σαφούς απαγορεύσεως, τοιαύτη δε σαφής απαγόρευσις δεν εγένετο υπό του Κυρίου. ητέον δε και τόδε, ότι ο Σωτήρ ενταύθα εξ ηθικών και ουχί δογματικών ορμάται αρχών. Ώστε ο όρκος επί δικαίω ενώπιον αρχών επιτρέπεται».
Περί Όρκου: Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», του Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως, του θαυματουργού. Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη. Σελ. 127.
 
π. Θεόδωρος Ζήσης: ''Ο Θρησκευτικός Όρκος''



 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/BBFFA15F.el.aspx#ixzz3R8rJmXzd

Ο άγιος άσωτος και ο φιλόστοργος πατέρας - μ. Μωυσέως Αγιορείτου

 




Και ο Θεός θέλει "πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν..."

Άσωτος δεν είναι μόνο ο νέος που πορνεύει, αλλά εκείνος που την περιουσία που έλαβε από τον Θεό, τα τάλαντα και τα χαρίσματα, τα σπαταλά για την ευχαρίστησή του, την καλοπέρασή του, τη φιλαυτία και φιλοδοξία του.

 Όλοι μας δηλαδή κατά κάποιο τρόπο είμαστε μικροί ή μεγάλοι άσωτοι. 

Ξεφύγαμε από το αρχοντικό του πατέρα μας και κατοικούμε σε καλύβια και παράγκες, μετανάστες, πρόσφυγες, ξένοι, ανέστιοι, με πείνα και δίψα μεγάλη και γύμνια πνευματική.

Ο νεαρός άσωτος ζητούσε την ευτυχία και βρήκε τη δυστυχία. Νόμιζε πως ήταν τέλεια ελεύθερος κι έγινε δούλος των παθών του, αλυσοδεμένος αιχμάλωτος, ναυαγός στο πέλαγος των θλίψεων. Μέσα στην αθλιότητα βίωσε τη στέρηση της αληθινής αγάπης, της πατρικής ευσπλαχνίας. Όλο το δράμα και την τραγικότητα της πικρής μοναξιάς. [...]

Μέσα από το τέλμα, μέσα από τον βούρκο, μέσα από την τρομερή εκείνη εξουθένωση νοσταλγεί τη θαλπωρή του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Αναπολεί κυρίως τον στοργικό πατέρα. «Εις εαυτόν δε ελθών». Η ανάμνηση της αθωότητος τον επέστρεψε στον εαυτό του. Η αμαρτία τον έκανε να ζει ως εκτός εαυτού. Ξεμεθά, ξυπνά από τον λήθαργο, η μνήμη τον βοηθά...

Η χάρη του Θεού δεν εγκαταλείπει τελείως ποτέ τον άνθρωπο. 

Αποφασίζει να επιστρέψει εκεί που έφυγε. Αυτή η μεγάλη αγάπη του πατέρα τον συνόδευε πάντοτε. Δεν τον έκανε να τη λησμονήσει και ν' απογοητευθεί. Ήταν απόλυτα σίγουρος και βέβαιος για την αγάπη του πατέρα του. Αυτό τον έσωσε.

Τον έσωσε ακόμη η μη αργοπορία και η μη αναβολή. Η σωτήρια σκέψη έγινε αμέσως πράξη. Δεν είχε να ετοιμάσει αποσκευές. Επέστρεφε γυμνός, φτωχός, βρωμερός, μα μετανοημένος. Αυτό ήταν και το πιο σημαντικό. Η μετάνοιά του αποδεικνύεται από την άμεση αποφασιστικότητά του και τα λίγα λόγια που ετοίμασε να πει, δίχως αναλύσεις, περιγραφές και δικαιολογίες. Λόγια λιγοστά, ειλικρινή, ατόφυια, γνήσια κι εγκάρδια.

 Η καλή εξομολόγηση δεν θέλει φλυαρίες. Αρκεί το αληθινό ήμαρτον.

Αποφασίζει να επιστρέψει όχι ως γυιος αλλά σαν υπηρέτης. Κακή αναχώρηση και καλή επιστροφή. Η επιστροφή θέλει ταπείνωση. Η ταπείνωση δίνει μετάνοια. Ξέρει καλά πού επιστρέφει ο άσωτος. Δεν αμφιβάλλει διόλου για τη μακροθυμία και ευσπλαχνία του πατέρα του. Ελπίζει στην αγάπη του. Δεν λαθεύει. Πιστεύει ότι θα τον συγχωρήσει. Δεν αστοχεί. Παίρνει τον δρόμο της επιστροφής με σταθερό βήμα και δάκρυα μετανοίας. Τα δάκρυα τον δροσίζουν, τον καθαρίζουν, τον ωραιοποιούν.

Επιστρέφοντας αντικρίζει θέαμα απρόσμενο κι εξαίσιο. 

Από μακριά βλέπει τον πατέρα του στο κατώφλι της εξώθυρας να τον αναμένει. Πού ήξερε ο πατέρας ότι εκείνη την ώρα θα επιστρέψει και τον περίμενε; Μα από την ώρα που έφυγε τον ανέμενε. Τόση ήταν η αγάπη του.

Έτσι λέγουν οι άγιοι πατέρες· η ευαγγελική αυτή περικοπή μόνο αν σωζόταν από όλο το ευαγγέλιο, αρκούσε για τη σωτηρία του ανθρώπου.

 Η δε παραβολή δεν θα έπρεπε να λέγεται του άσωτου υιού αλλά του εύσπλαχνου πατέρα.

Ο γυιος συγκλονίσθηκε από την απρόσμενη υποδοχή. Γνώριζε ότι τον αγαπούσε ο πατέρας του αλλά δεν είχε καταλάβει ότι τον λάτρευε. Αγωνίζεται με τρεμάμενη φωνή, από τον συγκλονισμό της πλημμύρας της θείας αγάπης, να καταθέσει τα φτωχά λόγια που έχει ετοιμάσει: Πατέρα, αν μπορώ και μου επιτρέπεις να σε λέω πια πατέρα, ήμαρτον, συγχώρεσέ με, έκανα πράγματι μεγάλο λάθος, δεν μπορώ να είμαι πια παιδί σου, ας γίνω υπηρέτης σου. Αυτοκαταδικάζομαι, αυτοαποκληρώνομαι, είμαι ανάξιος, είμαι αισχρός, αγάπησα τα αμαρτωλά πάθη, αποστράφηκα τις αρετές, κατεφρόνησα τ' αγαθά...

Ο πατέρας άκουσε καλά τα λόγια της ειλικρινούς μετανοίας του παιδιού του κι ευφράνθηκε χαρά μεγάλη ο Μακρόθυμος, ο Πολυέλαιος, ο Πολυεύσπλαχνος, ο Φιλάνθρωπος και Φιλότεκνος και είπε στους υπηρέτες να τον πλύνουν, να τον καθαρίσουν, να τον στολίσουν και να γίνει πανηγύρι για την επιστροφή του, γιατί ήταν νεκρός και αναστήθηκε ο χαμένος στην πικρή περιπέτεια της ξενιτειάς. [...] «Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτωντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε. Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μόσχος ο σιτευτός. 

Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η Θεία Λειτουργία, η σύναξη και η ζωή της Εκκλησίας.» (αρχιμ. Βασίλειος Ιβηρίτης)

Για κάθε άσωτο υπάρχει μετάνοια και σωτηρία. Ο ουράνιος πατέρας πάντα αναμένει. Δεν κουράζεται να περιμένει. Δίνει πολλές ευκαιρίες γι' αυτή τη σωτήρια επιστροφή. Ο Θεός θέλει όλους τους ανθρώπους να τους σώσει και να έλθουν σ' επίγνωση. Δεν φθάνει όμως μόνο αυτό. Θέλει απαραίτητα και ο κάθε άνθρωπος να θέλει να σωθεί και να κάνει κάτι γι' αυτό και να το δείχνει με κάποιο τρόπο. Δεν υπάρχει καμιά αμαρτία που να μη συγχωρεί ο Θεός όσο μεγάλη κι αν είναι. Διαφορετικά θα φαινόταν πιο δυνατός ο δαίμονας και θα ματαιωνόταν το σχέδιο της σωτηρίας. Δεν θα σωθούν αυτοί που πεισματικά και αμετανόητα δεν θέλουν να σωθούν. Το αμάρτημα της αμετανοησίας αποτελεί και τη φοβερή βλασφημία του Αγίου Πνεύματος. Κανείς λοιπόν αμαρτωλός ποτέ να μην απελπισθεί.

Ο άσωτος μας παρακινεί σ' επιστροφή. Η πράξη του είναι η καλύτερη διδαχή προς μίμηση. Ο μετανοημένος άσωτος εισέρχεται καθαρός, φωτεινός, χαρούμενος στο πανηγυρικό τραπέζει του σπιτικού του. 

Ο πατέρας του για τη μετάνοιά του τον αποκατέστησε πλήρως. 

Έτσι μιλάμε για άγιο άσωτο. Γιατί; 

Γιατί είχε μεγάλη ταπείνωση και αληθινή μετάνοια και σώθηκε.

Κατά την επιστροφή του ασώτου απουσίαζε εργαζόμενος στα κτήματα, ο μεγαλύτερος αδελφός του. Επιστρέφοντας κι αυτός κατάκοπος απρόσμενα παρατηρεί αλλαγή και ρωτά ένα μικρό υπηρέτη τι ακριβώς συμβαίνει. Εκείνος με τη σειρά του εξιστορεί τα καθέκαστα. Το πιο φυσικό θα ήταν να χαρεί και να τρέξει να τον ασπασθεί και να συμφάγει και να συγχαρεί για την έκτακτη επιστροφή και τη μεγάλη αυτή ευλογία. Αντίθετα παρουσιάζει εικόνα θλιβερή. Οργίζεται ο δίκαιος, θυμώνει ο καλός, ζηλοφθονεί ο αδελφός, αυτός που θεωρούνταν ότι μισούσε τις ηδονές οδυνάται, νικιέται από το κακό. Η οργή του ήταν τόσο μεγάλη που δεν ήθελε να μπει στο σπίτι του.

Πληροφορείται ο πατέρας την κατάσταση του μεγαλύτερου γυιου του κι εξέρχεται, όπως εξήλθε για την προϋπάντηση του ασώτου, για την υποδοχή του δίκαιου και προσπαθεί με όλη του την αγάπη και κατανόηση να τον πείσει να εισέλθει στη χαρά του οίκου τους για την επιστροφή του απολωλότος προβάτου, του αδελφού του. Αδυνατεί να τον πείσει ο πατέρας. 

Το πάθος έχει κυριεύσει τον πρεσβύτερο αδελφό, δεν θέλει επ' ουδενί να εισέλθει και να συνευφρανθεί μετά των άλλων. Επιμένει στην αδικαιολόγητη άρνησή του πεισματικά. Καταντά ακατανόητος. Εκφράζει με πόνο την πίκρα του. Γίνεται απαιτητικός, φιλόνικος, αφιλάδελφος, ζηλιάρης, φθονερός, σκληρόκαρδος, θρασύς, ασεβής. Δεν κάμπτεται στα παρακάλια του πατέρα του. Αισθάνεται προδομένος, αδικημένος, προσβλημένος, θιγμένος. 

Η παραβολή κλείνει δίχως να μας πει ότι τελικά πείσθηκε ο πρεσβύτερος και εισήλθε στο σπίτι. Μάλλον δεν εισήλθε. Αν εισήρχετο θα λεγόταν οπωσδήποτε.

Τραγικό φαινόμενο. Το καλό, υπάκουο, φρόνιμο, ήσυχο, του σπιτιού παιδί παρουσιάζεται μισάδελφος, αμετάπιστος, ζηλόφθονος, υποκριτής και πείσμονας. Έκρυβε πάθος, έπαιζε κρυφτό, είχε μάσκα, είχε αυτάρκεια, είχε αυτοπεποίθηση, απαιτητικότητα. Δεν είχε ταπείνωση και δεν είχε αγάπη. Φοβερό, ήταν αμετανόητος.  

Ήταν πιο άσωτος από τον άσωτο. Αυτός είναι τελικά ο άσωτος. Παρουσιάζει στοιχεία της νοοτροπίας του Φαρισαίου της περασμένης παραβολής. Οι Φαρισαίοι εξοργίζονταν στη στάση του Χριστού απέναντι των αμαρτωλών. Ενοχλούνταν και δεν έκρυβαν καθόλου την αντίδρασή τους.

Ο πρεσβύτερος υιός, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι ένα φοβερά τραγικό πρόσωπο. Προσέξτε παρακαλώ. Ζητά ανταμοιβή για την εργασία του. Καυχιέται για την ηθική του μεγαλοσύνη κι αισθάνεται ασύγκριτα καλύτερος του αδελφού του. Δεν έχει καμιά διάθεση να συμμετάσχει στη χαρά του πατέρα για την επιστροφή του χαμένου αδελφού. Η συμπεριφορά του πρεσβύτερου αδελφού είναι απαράδεκτη, απάνθρωπη, αποκαλύπτει το μεγάλο εσωτερικό του κενό, την ψυχική του ανισορροπία, την πνευματική του ανωριμότητα, τη σκληρότητα της καρδιάς του. Δεν επηρεάσθηκε διόλου από τη φιλοστοργία του πατέρα του. Δεν μαθήτευσε στην αγάπη του. Τα γεγονότα τον ξεσκέπασαν, τον ξεμασκάρεψαν, τον παρουσίασαν γυμνό από κάθε αρετή.

Συνηθίζεται οι ανήθικοι να μιλούν πολύ για ηθική και οι ευσεβοφανείς για ακριβή τήρηση της παραδόσεως. Οι δικαιούντες εαυτούς θέλουν ένα τιμωρό Θεό των αμαρτωλών και βραβευτή των κατακτήσεών τους. Ο Θεός βραβεύει τη μετάνοια κι αγαπά υπέρμετρα την ταπείνωση. Έχουμε δύο άσωτους υιούς τελικά. Ο πρώτος, ο νεότερος, μετανοεί κι επιστρέφει με δάκρυα στο σπίτι του. Ο δεύτερος, απρόσμενα, καταφαίνεται άσωτος δίχως ν' απομακρυνθεί από το σπίτι του. Ασωτεύει στην αυλή του, στον λογισμό του, κάνει σπήλαιο ληστών την καρδιά του. Μάλιστα ο δεύτερος δεν εισέρχεται καθόλου στο σπίτι του. Κρίμα. Αυτοαδικήθηκε, αυτοκαταδικάσθηκε, απομονώθηκε, πνίγηκε στους ζοφερούς λογισμούς του.

Πάνω από τους δύο γυιους υπάρχει ο φιλόστοργος πατέρας. Κατανυκτική και συγκινητική υπέρμετρα η όλη παρουσία του. Σέβεται την ελευθερία και των δύο. Δεν καταπιέζει κανένα. Δεν επιμένει. Δεν φωνάζει. Δεν απειλεί. Αναμένει ελπιδοφόρα. Τρέχει πρώτος ν' ασπασθεί τον μετανοημένο επιστρέφοντα. Άμετρη η χαρά του. Μεγάλη η λύπη του για το πείσμα του πρεσβύτερου υιού του. Ας μας μείνει ανεξίτηλη η εικόνα αυτή της πλήρους αγάπης του ουράνιου πατέρα μας. Θα μας είναι χρήσιμη στις πτώσεις μας. Ο αναμένων με ανοιχτές αγκάλες πάντα πατέρας θα μας παρακινεί για σημαντικές και σωτήριες αποφάσεις επιστροφής. Η απαράμιλλη αυτή εικόνα δίνει θάρρος και δύναμη σε πολλούς παρασυρμένους. 

Η παρουσίαση ενός αυστηρού, θυμωμένου, 
ταραγμένου κι εκδικητικού Θεού δεν είναι ορθόδοξη.

                                                                                       


Η μετάνοια δεν δίνει απλά άφεση αμαρτιών αλλά και κοινωνία με τον ζώντα Θεό, συμμετοχή στη χαρά της ουράνιας βασιλείας του από τη ζωή διά του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Η ποιότητα, το μέγεθος, η αξία και η γνησιότητα της φιλοθεΐας μας κρίνεται κι εξαρτάται από την ολοσχερή και θυσιαστική φιλανθρωπία και φιλαδελφία μας. Ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής είναι ένας σκέτος, στυγνός και ακέραιος Φαρισαίος. Απαιτεί από τον Θεό να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και να δικαιώνει τους ιδίους.

Ο άγιος άσωτος μοιάζει με τον όσιο τελώνη της περασμένης παραβολής. Μετανοημένοι, ταπεινοί, ήσυχοι, φρόνιμοι, ένδακρεις, αθόρυβοι, αληθινοί και οι δύο. Τους αγαπάμε γιατί τους μοιάζουμε. [...] Είναι γλυκά και ωραία τα δάκρυα της μετανοίας. Της ζηλοφθονίας είναι πικρά και άχαρα. [...] Δάκρυσε και ο Τελώνης και ο Άσωτος. Ο Φαρισαίος και ο Πρεσβύτερος υιός δεν δάκρυσαν καθόλου. Γιατί; Γιατί είχαν εγωισμό. Ο εγωισμός δεν αφήνει να δακρύσεις. [...] Το Άγιον Πνεύμα δίνει τ' αληθινά δάκρυα στον ταπεινά προσευχόμενο.

Ο πρεσβύτερος υιός είχε κάποια καλά πάνω του. Δεν είχε όμως αγάπη. Η βασική αυτή έλλειψη του 'κλεβε και το κέρδος των καλών του. Άνθρωπος του Θεού δίχως αγάπη δεν υπάρχει. Πίστη και καθαρός βίος δεν αρκούν δίχως την αγάπη. Η έλλειψη αγάπης έκανε τον μεγαλύτερο αδελφό να μη χαίρεται που βρέθηκε ένας χαμένος και αναστήθηκε ένας νεκρός και μάλιστα ο αδελφός του. Τα βάζει με τον ίδιο τον πατέρα του. Τον θεωρεί άδικο, σπάταλο, υπερβολικό, απλοχέρη και μονομερή. [...] Δεν υποπτεύεται ότι έχει ο ίδιος ανάγκη μετανοίας, ότι έχει ανάγκη αγάπης, γιατί αν ο Θεός του φερθεί αυστηρά θα πρέπει να καταποντιστεί.

Λησμονά ο δυστυχισμένος πρεσβύτερος υιός ότι ο πατέρας του είναι η όντως αγάπη, η αυτοαγάπη, η αυτοαγαθότητα. Και η δικαιοσύνη του είναι διαφορετική από των ανθρώπων. 

Δεν έχει καταλάβει καλά τόσα χρόνια τι πατέρα έχει. Συμβαίνει μερικές φορές, αδελφοί μου, να ζούμε χρόνια μέσα στην Εκκλησία και να μην έχουμε πάρει χαμπάρι για το τι ακριβώς συμβαίνει. Να μένουμε σ' εξωτερικά σχήματα και τύπους κι ούτε καν να υποψιαζόμαστε το βάθος, την ουσία. Μπορεί κι εμείς να μην έχουμε ακόμη νιώσει βαθιά στην καρδιά μας ποιανού πατέρα παιδιά είμαστε και να μένουμε επιφυλακτικοί, μεμψίμοιροι, σχολαστικοί, απρόσεκτοι κι εντελώς τυπικοί.

Θα ήταν πολύ τολμηρό να ρωτήσω· εμείς με ποιο γυιο είμαστε; Με τον νεότερο ή με τον πρεσβύτερο; Ας ελέγξουμε μόνοι μας, ευθαρσώς και αυστηρώς τον εαυτό μας. Μη βιαστούμε να απαντήσουμε. Μη νομίζετε πως είναι εύκολη η απάντηση. Άλλοτε πάμε από τη μία πλευρά και άλλοτε από την άλλη. Κάποτε αντιπροσωπεύουμε ή εκπροσωπούμε τον ένα ή τον άλλο. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή και προσευχή.

 Να μας φωτίσει ο Θεός να διακρίνουμε την κατάστασή μας.

 Έχουμε ανάγκη φωτισμού για να δούμε ξεκάθαρα ποιοι ακριβώς είμαστε...

[...] Ο σύγχρονος άνθρωπος αν δεν ασωτεύει εξωτερικά, ασωτεύει εσωτερικά με το ν' αυτοδικαιώνεται και ν' αυτοθεώνεται, να πάσχει στον ατομισμό και την απομόνωση. Το τραγικό είναι να ζει κανείς εντός της Εκκλησίας και να είναι εκτός, όπως ο πρεσβύτερος υιός και να μη συμμετέχει του εξαίσιου συμποσίου της πίστεως.

Ο Θεός πατέρας υπομένει, ανέχεται, ελπίζει, αναμένει, δίνει ευκαιρίες πολλές και συχνές. Δεν μαλώνει τα παιδιά του, δεν τα ξεσυνερίζεται, δεν τα διώχνει, τους καλομιλά, τους κατανοεί, τους συμπεριφέρεται άψογα. Η στάση του μας συντρίβει. Η αγάπη του μας αναστατώνει αναστάσιμα. Μ' ένα τέτοιο πατέρα δεν δικαιολογούμαστε να καθυστερούμε μακριά κι έξω από το σπίτι. 

Καλούμεθα σ' επιστροφή άμεση στο σπίτι μας, στον εαυτό μας. 
 -----------------------------------------------------------------------------------
μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο όσιος τελώνης και ο άγιος άσωτος, εκδ. «Εν πλω», Αθήνα:2008, σ.44-68
                                                                                  
h-agaph-panta-elpizei.blogspot.gr