Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Κυριακή του τυφλού, Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh


Τυφλού-Christ-healing-the-blind_Исцеление слепорожденного_axali-agtqma-tvalxiluli
Κυριακή του τυφλού 14 Μαΐου 1972 Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Στο τέλος του σημερινού αναγνώσματος, υπάρχουν λέξεις που τις προσπερνάμε πολύ συχνά. Ο τυφλός λέει στον Χριστό, «Και ποιος είναι ο Υιός του Θεού;» κι ο Χριστός απαντά «Τον έχεις δεί, είναι εκείνος που μιλάει μαζί σου».
Για μας, οι πρώτες αυτές λέξεις είναι τόσο φυσικές• το πρώτο γεγονός στην ζωή μας, το πρώτο γεγονός σε μια συνάντηση είναι όταν δούμε ένα πρόσωπο, αλλά τι θαύμα ήταν γι’ αυτόν τον άνθρωπο που δεν είχε ξαναδεί τίποτα στον κόσμο και ο οποίος με το άγγιγμα του ζωοδότη Χριστού, ξαφνικά βλέπει! Κι το πρώτο πρόσωπο που είδε ήταν ο Κύριος και Θεός Του, ο Χριστός, ο Υιός του Θεού.
Θυμάμαι έναν Ρουμάνο συγγραφέα να λέει στην βιογραφία του, πόσο καθοριστική, πόσο βαθειά εντύπωση του έκανε το πρόσωπο του πρώτου ανθρώπου που θυμάται. Θυμάται τον εαυτό του σαν παιδί, και επάνω του το ανείπωτα όμορφο πρόσωπο του πατέρα του ο οποίος ήταν ιερέας, να τον κοιτάζει, με όλη την ανθρώπινη αγάπη, μ’ όλη την τρυφερότητα, όλο το βάθος μιάς ανθρώπινης ματιάς. Και λέει ότι αυτή ήταν η πρώτη εικόνα του, η εικόνα που ένα ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να έχει όταν φωτίζεται από μιάν εσωτερική αγάπη, μια κατανόηση, ένα βάθος και την αιωνιότητα, μια εικόνα Θεού. Εδώ αυτός ο άνθρωπος είδε τον Θεό με τα χαρακτηριστικά Εκείνου που ήταν Θεός και που είχε γίνει Υιός του Ανθρώπου.
Θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή σας σε κάτι διαφορετικό. Σε μια άλλη περίπτωση που διαβάζουμε στην ιστορία του παραλυτικού που θεραπεύτηκε από τον Χριστό• και η Εκκλησία, ψάλλοντας ύμνους στον Θεό γι αυτή την περίπτωση λέει, «Καθώς αυτός ο άνδρας δεν βρήκε κανέναν να δείξει έλεος, συμπόνια, ενδιαφέρον, ο Υιός της Μαρίας, ο ίδιος ο Θεός, έσκυψε να τον συναντήσει στην ανάγκη του» Επειδή αυτός ο άνθρωπος δεν βρήκε άλλον άνθρωπο να του δείξει ευσπλαχνία, να δείξει συμπόνια, να τον νοιαστεί, ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν. Τώρα ζούμε σ’ άλλη εποχή, ζούμε σε καιρούς που ο Θεός έχει πράγματι γίνει άνθρωπος και ζεί ανάμεσα μας, κι ακόμα περισσότερο: μας έκανε ζωντανά μέλη του σώματος Του, μια σαρκωμένη, συγκεκριμένη παρουσία της Ενσάρκωσης Του, ναούς του Πνεύματος, τόπο της Παρουσίας Του. Τώρα κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάγκη μπορεί την ίδια στιγμή να βρεί στον καθένα από μας κάποιον που κινείται από συμπόνια, που έχει μάθει το έλεος και κατάλαβε από τον Θεό που έγινε άνθρωπος, και την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, καθώς μας συναντά, θα μπορούσε να δεί την αγάπη του Θεού στα μάτια μας, και να αντιληφθεί, την ενεργή, εφευρετική, δημιουργική ενέργεια της θεϊκής ευεργεσίας στα λόγια μας και τις πράξεις μας.
Από τότε που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, ήλθε και για τον άνθρωπο ο καιρός• αλλά όχι για τον άνθρωπο που αποκόπηκε από τον Θεό, που χωρίστηκε από Αυτόν, έγινε ξένος γι’ Αυτόν, αλλά μία υπέροχη περίοδος όπου στη ζωή του ανθρώπου, σ’ εκείνους που έχουν ανακαλύψει τον Χριστό, που πίστεψαν σ’ Αυτόν, που έγιναν ένα με Εκείνον – εκείνοι στους οποίους έχει εμπιστευθεί την φροντίδα του κόσμου Του – οι άνθρωποι μπορούν να δεχτούν μαζί την θεία και την ανθρώπινη ευσπλαχνία και να γνωρίσουν την ανθρώπινη συμπόνια, την αγάπη, την χαρά.
Δεν είναι αυτό ένα σπουδαίο κάλεσμα, δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να μας κάνει ικανούς για μεγάλα πράγματα; Ο χρόνος του Θεού και ο χρόνος του ανθρώπου είναι ένας, όχι μόνο μέσα από τον Υιό του Θεού, αλλά και μέσα από την μυστηριακή σαρκωμένη παρουσία που ο καθένας μας συμβολίζει, η παρουσία του Θεού στην σάρκα, στην ανθρώπινη συμπόνια, στην ανθρώπινη αγάπη, κι αυτό είναι μια σοβαρή αξίωση και μια πρόκληση που το Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει. Έχουμε για τον πλησίον μας και για όσους βρίσκονται πιο μακριά, αυτό το είδος της ανθρωπιάς; Νέα ανθρωπιά, νέα πλάσματα, νέοι άνθρωποι με μια φρεσκάδα μιάς ζωής ανακαινισμένης, της ζωής του Θεού. Αυτό είναι εκείνο που καλούμαστε να γίνουμε. Ας προβληματιστούμε πάνω σ’ αυτό, ας πάρουμε μια απόφαση, ας κάνουμε μια κίνηση κι ας γίνουμε μια εικόνα του Θεού, όχι μόνο με την αγάπη να λάμπει στα μάτια μας, όχι μόνο με τα λόγια που θα πούμε, αλλά επίσης σε κάθε ενέργεια και πράξη, τότε ο ανθρώπινος χρόνος θα γίνει η ημέρα του Υιού του Θεού, η ημέρα του Κυρίου. Αμήν Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Απόδοση Κειμένου: http://www.agiazoni.gr/article.php?id=80292633030942769016
Δόξα… Και νυν… Ήχος πλ. δ’ Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ, Χριστέ ο Θεός, ο τον εκ μήτρας του φωτός εστερημένον, διά της σης αχράντου προσψαύσεως, φωτίσας κατ´ άμφω και ημών τα όμματα, των ψυχών αυγάσας, υιούς ημέρας δείξον, ίνα πίστει βοώμέν σοι· Πολλή σου και άφατος, η εις ημάς ευσπλαγχνία, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Θεουπόλεως: ''Η κραυγή του τυφλού είναι η κραυγή του κόσμου'' (ΦΩΤΟ)

theoupoleos-2
Συκιές Νεάπολης | Κωνσταντίνος Τζιαφέρης

Αρχιερατική Θεία Λειτουργία τελέστηκε σήμερα, Κυριακή του Τυφλού στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους Συκεών Θεσσαλονίκης.
Στην Θεία Λειτουργία προεξήρχε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Θεουπόλεως κ. Παντελεήμων, πλαισιούμενος από τους εφημερίους του Ναού.
Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο Επίσκοπος Θεουπόλεως, ο οποίος αναφέρθηκε στην σημερινή Ευαγγελική Περικοπή της Θεραπείας του τυφλού της Ιεριχούς τονίζοντας ότι: ''Ο τυφλός είχε ακούσει για Αυτόν που κάνει θάυματα. Που θεραπέυει ανθρώπους και ειχε πιστέψει σ' Αυτόν. Γι αυτο και κραυγάζει ''Ιησού Υιέ Δαυίδ ελεησόν με.''
Σε άλλο σημείο ο Θεοφιλέστατος ανέφερε χαρακτηριστικά: ''Και οι κραυγές του είναι πραγματικές αλλα και συγχρόνως και συμβολικές. Είναι οι κραυγές της σύγχρονης κοινωνίας, μιάς κοινωνίας βρώμικης από το πολύ κακό και τη αμαρτία. Μιάς κοινωνίας, που ζητά εκείνον που θα την καθαρίσει, θα ξεπλύνει, θα εξαφανίσει τη βρωμία και τις πληγές της αμαρτίας. Η κραυγή του τυφλού ειναι η κραυγή του κόσμου, που ζεί μέσα στο σκοτάδι, που παρά τα φώτα του πολιτισμού, της προόδου της επιστήμης, παραμένει τυφλός, όπως πρίν τον ερχόμο του Χριστού και αναζητά το φως. Όμως το φώς υπάρχει! Ο Χριστός υπάρχει! Πολύ δυστυχώς δεν τον γνωρίζουν.''
''Ζουν μακριά Του. Ζουν στο σκοτάδι. Είναι ανάγκη κάποιος - κάποιοι σήμερα να μιλήσουν στους ανθρώπους γι' Αυτόν. Γι'Αυτόν που είπε «Εγώ ειμί το φώς του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φώς της ζωής». Είναι ανάγκη να απομακρυνθούν τα παράσιτα που εμποδίζουν ώστε,όπως η κραυγή του τυφλού να μην φτάσει στα αυτία του Χριστού, έτσι και η φωνή του πονεμένου σήμερα ανθρώπου να μην φθάνει εις Αυτόν που χαρίζει ελπίδα. Εις Αυτόν που διδάσκει υπομονή και επιμονή. Εις Αυτόν που συστήνει να ζυμώνουμε την πίστη μας με τα δάκρυα και τον πόνο για να μπορούμε να αντέχουμε στις δυσκολίες, έχοντας εμπιστοσύνη, στην αγάπη Του, την αγαθοσύνη και την παντοδυναμία Του'', συμπλήρωσε ο κ. Παντελεήμων.
Κλείνοντας ο Θεοφιλέστατος το μεστό του λόγο υπογράμμισε: ''Μόνο τότε μπορούμε να ελπίζουμε για την σωτηρίας μας. Και μόνο τότε θα χαλκεύσουμε τον χαρακτήρα των παιδιών μας για να μάθουν πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς Θεό.''

theoupoleos-1
theoupoleos-3
theoupoleos-4
theoupoleos-5
theoupoleos-6
theoupoleos-7
theoupoleos-8
theoupoleos-9
theoupoleos-10
theoupoleos-11
theoupoleos-12
theoupoleos-13

Αγιοπατερικό σχόλιο στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής του Τυφλού

Αγιοπατερικό σχόλιο στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της  Κυριακής του Τυφλού
«Επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ. Ύπαγε νίψαι εις την κολυμβή­θραν του Σιλωάμ». Επιχρίει με πηλό τον πηλό ο Σωτήρ, το όμοιο αναπληρώνοντας με το όμοιό του (αφού δηλαδή από πηλό έγινε και το ανθρώπινο σώμα). Πάντως μπορεί να πη κανείς ότι για τούτο έχρισε ο Κύριος με πηλό τους οφθαλμούς του τυφλού, για να κάμη σ’ όλους φανερό, ότι αυτός ο ίδιος είναι που έπλασε και τον Αδάμ με πηλό. Γιατί όμως έστειλε τον τυφλό στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Μήπως εκεί βούτηξε και τον Αδάμ; Άκου με σύνεση:Όταν ο Κύριος έπλασε με τον πηλό τον Αδάμ, τότε δεν παρευρίσκετο κανείς από τους αντιλέγοντας Ιουδαίους. Και αφού δεν υπήρχε κανείς που να αντιλέγη, ο Κύριος με λιγώτερη επίδειξη και εμφάνιση κατασκεύασε τον λογικό ανδριάντα (τον άνθρωπο). Τώρα όμως, επειδή υπάρχουν πολλοί που αντιλέγουν, μακραίνει την διαδικασία του θαύματος (δηλαδή την περιοδεία του τυφλού), για να δείξη πιο δυναμική την εξουσία Του, ώστε να κάμη τους αντιλέγοντας να παραδεχθούν και παρά τη θέλησή τους το θαύμα. Γι’ αυτό λοιπόν απέστειλε τον χρισμένο με πηλό τυφλό να νιφθή στον Σι­λωάμ. Για να ακολουθήσουν, οι βλέποντες, τον τυφλό που έτρεχε και έτσι να γίνη αυτός που δεν έβλεπε, οδηγός αυτών που έβλεπαν και εν συνεχεία αυτοί που έτρεξαν να δουν, να γίνουν μάρτυρες του θαύματος.
(Μέγας Αθανάσιος)
«ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
http://www.impantokratoros.gr/kyriakh-tyflou.el.aspx

Ομιλία στον εκ γενετής τυφλό Αστερίου Επισκόπου Αμασείας


Ομιλία  στον εκ γενετής τυφλό Αστερίου Επισκόπου Αμασείας
Μόλις ακούσαμε τον υιό της βροντής, τον Ιωάννη, ή μάλλον το Άγιον Πνεύμα που από ψαρά και χειροτέχνη τον έκαμε συγγραφέα και κήρυκα πραγματικά θείων και υψηλών υποθέσεων, να μας εκθέτει το θαύμα της σωματικής και πνευματικής αναβλέψεως του εκ γενετής τυφλού. Στο προηγούμενο κεφάλαιο ανέλυσε την πολλή και εκτεταμένη διάλεξη του Κυρίου, με την οποία καθοδηγούσε τον απειθή και δύστροπο εβραϊκό λαό στην θεογνωσία του Πατρός και του Υιού, απομακρύνοντας το νου τους από την έννοια του μονοθεϊσμού· τους άνοιγε την πόρτα για να περάσουν από την νομική παράδοση στη χάρη, οδηγώντας τους ομαλά από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, όπως κάποτε από τήν έρημο προς την πλούσια και εύφορη γη.
Αλλά αν και φανέρωνε ποικιλοτρόπως και την ιδική του προΰπαρξη, ότι δηλαδή υπάρχει προαιωνίως και βρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια με τον Πατέρα, και φώναζε με σαφήνεια στα αυτιά των κωφών: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί», εκείνοι δεν αντελήφθησαν τη δύναμη του λόγου, ούτε εκείνο, το οποίο δεν παραδέχθηκαν· το ήλεγξαν με κάποια επιστημονική αντίρρηση αλλά αντί των λόγων πήραν τις πέτρες και ενώ βρίσκονταν ακόμη μακρυά από το σταυρό, γύμναζαν τα φονικά τους χέρια για τη δολοφονία. Εκείνος όμως που πάντοτε προτιμούσε τη μακροθυμία μπροστά στον υβριστή και βλάσφημο λαό, απέφυγε την οργή και την οχλαγωγία τους· απέδρασε, όχι όμως με τρόπο ταπεινό, αλλά θεϊκό· στάθηκε μεταξύ τους, τόσο κοντά ώστε να τον φθάνουν με τα χέρια τους, αλλά δεν τον έβλεπαν, και ενώ άγγιζε τους εξοργισμένους, δεν φαινόταν. Είχαν μείνει τότε εμβρόντητοι, φονεύοντας με την προαίρεση, χωρίς όμως να βρίσκουν τρόπο να εκτονώσουν την οργή τους, όμοιοι με τους άπειρους κυνηγούς, οι οποίοι, εάν φοβίσουν και διώξουν το κυνήγι παράκαιρα και το ελάφι βρει διέξοδο σε κάποιο δάσος και διαφύγει κρυφά, περιπλανώνται χωρίς λόγο στην κοιλάδα περιφέροντας τα δίκτυα ασκόπως, τραβώντας μαζί τους και τα σκυλιά ματαίως. Εγώ δε, αν και κατά τα άλλα είμαι αχρείος, δεν λησμόνησα πως είμαι δούλος και οφείλω να εξεγερθώ κατά των υβριστών υποστηρίζοντας το Δεσπότη μου. Γι’ αυτό και θα φωνάξω στους Εβραίους σαν να είναι σήμερα παρόντες και έχουν καταληφθεί από μανία: Λιθοβολείτε, ελεεινοί, τον Ευεργέτη; Και ποιός σας ξεδίψασε κάποτε από μία πέτρα; Πετάτε λίθους σ’ αυτόν που νομοθέτησε τη ζωή σας με τις λίθινες πλάκες; Στο λίθο τον εκλεκτό και πολύτιμο που προφήτευσε ο Ησαΐας; Στο λίθο το νοητό που αποσχίσθηκε από τον απότομο βράχο χωρίς ανθρώπινο χέρι, όπως ο θεσπέσιος Δανιήλ σας δίδαξε; Λιθοβολείτε το «λίθον τον ακρογωνιαίον», ο οποίος συνένωσε τους δύο τοίχους, της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης; Και αν εσείς δεν πιστέψετε, «δυνατός ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» δηλαδή να συνάξει στο Χριστό λαό περιούσιο, τους απερίτμητους εθνικούς. Αυτή την επαγγελία δέχθηκε και ο Αβραάμ, όταν ο Θεός του είπε ότι «ευλογηθήσονται εν σοι πάντα τα έθνη»· διότι βλέποντας ο Θεός με την άγνωστη σε μας πρόγνωσή του το μέλλον, χάρισε στον αρχηγό της πίστεως ως τέκνα όλους εκείνους που επρόκειτο στο μέλλον να πιστέψουν. Επειδή προέβλεπε την επανάσταση των Εβραίων, αλλά και τους λίθους έβλεπε, που θα σήκωναν εναντίον του τα ψευδώνυμα τέκνα του, τα είχε συμπεριλάβει στους αποκηρυγμένους. Και επειδή κηρύττοντάς τους την αλήθεια, δεν τους έπειθε να ευσεβούν, ενώ ήταν παρών, κρύφτηκε και καθώς τον έβλεπαν, εξαφανίσθηκε, ώστε με αυτή τη θαυματουργία του να τους κάνει να δεχτούν ότι πράγματι ήταν ο Χριστός και Θεός από τον Αβραάμ παλαιότερος.

Ακούστε, λοιπόν, λέγω, τυφλοί αληθώς και ανόητοι. Ποιός είναι αυτός που βρίσκεται μπροστά σας χωρίς να βλέπεται; μήπως είναι εκείνος που μιλούσε στο Μωυσή χωρίς να φαίνεται; Επειδή και τότε φαινόταν φωτιά και βάτος, άφωνα και τα δύο· αλλ’ όμως και φωνή ακουόταν και λόγια διδακτικά, και το μέλλον με ακρίβεια προφητεύετο. Όποιος διαθέτει νου πρέπει από τη συγγένεια των γεγονότων να αναγνωρίσει το πρόσωπο.
Έτσι παραλογίζονταν οι ανόητοι Εβραίοι, και ο Κύριος και Σωτήρας μας σαν κάποιος ιατρός σοφός και επιμελής, αφού το πάθος δεν υποχώρησε με τη πρώτη επέμβαση, μεταχειρίζεται άλλο τρόπο θεραπείας. Θέλει να θεραπεύσει τους διανοητικά τυφλούς διά μέσου ενός σωματικά τυφλού που έτυχε να βρίσκεται εκεί, ο οποίος δεν τυφλώθηκε από κάποια αρρώστια, αλλά από λάθος της φύσεως είχε έλθει έτσι στη ζωή.
Βλέποντας, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο στάθηκε, έτοιμος να τον θεραπεύσει με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη λογική και τέχνη. Επειδή η ιατρική και η θεραπευτική της ασχολείται με τα νοσήματα εκείνα τα οποία παρουσιάζονται, όταν ήδη η φύση έχει φέρει στο φως έναν άρτιο οργανισμό. Δεν ασχολείται όμως με τη θεραπεία μιας σωματικής βλάβης η οποία έχει γεννηθεί μαζί με τον άνθρωπο, αλλά ούτε και όλα τα νοσήματα που συμβαίνουν αργότερα μπορεί να θεραπεύσει.  Το μαρτυρούν αυτό οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, των οποίων κανένας ιατρός επανόρθωσε τη στέρηση των μελών, γι’ αυτό ακριβώς και οι μαθητές συμπονώντας για το πάθημα και βλέποντας έναν άνθρωπο που δεν είχε δοκιμάσει τη μεγαλύτερη απ’ όλες απόλαυση του φωτός, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αίτια της κακώσεως αυτής.
Ρώτησαν λοιπόν τον Κύριο με απλότητα, για να μάθουν εάν από δική του αμαρτία ή από ευθύνη των γονέων του ήλθε έτσι στη ζωή. Και τα δύο όμως σκέλη της ερωτήσεως έχουν κάτι λανθασμένο· διότι δεν θα κατακρινόταν εξαιτίας των γονέων του, αφού ο Θεός δεν τιμωρεί άλλον αντί άλλου· ούτε βέβαια πλήρωνε για δικά του αμαρτήματα, αφού γεννήθηκε έτσι τυφλός· επειδή κανείς δεν αμαρτάνει πριν από τη γέννηση. Η ερώτηση λοιπόν δεν ήταν τόσο επιτυχής· να δούμε όμως πώς αποκρίθηκε η Αλήθεια, ο Κύριος μας, στην ερώτηση. Αυτό το πάθος, μαθητές μου, λέγει, δεν προήλθε από αμαρτίες, αλλά αποτελεί ετοιμασία μελλοντικής οικονομίας, ώστε αυτός που θεωρείται κοινός άνθρωπος να ενεργήσει υπεράνθρωπα και ο Κτίστης των όλων, μετά την πρώτη να βρει αφορμή για νέα δημιουργία· έτσι από το μερικό να επιβεβαιώσει το γενικό και ο σκληρός και δύστροπος λαός να πεισθεί να τον προσκυνά αντί να τον πετροβολά.
Ας φωτισθούν λοιπόν τα μάτια που δεν βλέπουν, για να λάμψει στις ψυχές των ασύνετων ο ήλιος της δικαιοσύνης. Ας γίνει αυτό το παράδοξο, να πλασθούν οφθαλμοί, για να μάθουν οι επαναστάτες ότι ο λεγόμενος υιός του Ιωσήφ, εάν πράγματι είχε πατέρα τον ξυλουργό. Θα μπορούσε μεν να διορθώσει ένα σπασμένο σκαμνί ή να κολλήσει τα ξύλα που έχασαν την επαφή τους ή να στερεώσει κάποια σπασμένη δοκό,  αλλά δεν θα μπορούσε να φτιάξει ένα μέλος ανθρώπου και μάλιστα το ομορφότερο, το μάτι, το οποίο δημιουργείται από τη φύση με τον πιο προσεκτικό και πολύπλοκο τρόπο. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να το κάνει εκτός από αυτόν που έχει εξαρχής την εξουσία πάνω στη φύση. Και εάν κάποιος θελήσει να ερευνήσει με προσοχή τα ανθρώπινα μέλη, ιδιαιτέρως σ’ αυτό το μέρος του σώματος θα διαπιστώσει την παντοδύναμη και ποικίλη σοφία του Θεού, ο οποίος τίμησε τη μικρή περιοχή που καταλαμβάνει αυτό το μέλος επιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη. Διότι από όλα τα άλλα, αυτό το μέλος περισσότερο το διακρίνει μία χάρη και είναι απαλότατο και άσαρκο, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας το τρυφερό με το στερεό και το μαλακό με το σκληρό. Είναι διανθισμένο και με διάφορα χρώματα. Το κέντρο του είναι ζωγραφισμένο μαύρο· διασπά όμως τη μονοχρωμία ένας συνδυασμός από ποικιλόχρωμους ομόκεντρους κύκλους που το περιβάλλει ώστε το κεντρικό τμήμα έχει και το βαθύτερο χρώμα, ενώ η περιφέρεια προχωρεί βαθμιαία προς μία ξανθότερη απόχρωση. Αυτούς τους κύκλους τους περιβάλλει ένας χιτώνας χρώματος λευκού γυαλιστερός και λαμπερός, που έχει όμως και κάτι για να μειώνει τη λευκότητα, μοιάζει δε με κρύσταλλο καθαρό. Το κόκκινο βρίσκεται στην άκρη, εκεί που αναβλύζει το δάκρυ, ώστε να δίνει χάρη στο λευκό και στο μαύρο. Επίσης, είναι εσωτερικά τόσο λείος και διαφανής και ομοιογενής ως προς την πυκνότητα, ώστε να δημιουργεί είδωλα των μορφών που βρίσκονται εμπρός του και να αποτυπώνει σαν ακριβής καθρέπτης τα χαρακτηριστικά των συνομιλητών. Γι’ αυτό και ο κεντρικός κύκλος ονομάζεται κόρη, αφού στο μάτι που βλέπει τον απέναντί του σχηματίζεται ανθρωπινή μορφή. Όπως δεν είναι δυνατόν σ’ αυτόν που βλέπει σε καθρέπτη να μην δει μέσα στο υλικό τα δικά του χαρακτηριστικά, έτσι και σ’ εκείνον που βλέπει κατά πρόσωπο έναν άνθρωπο είναι αδύνατον να μη σχηματίσει στο μάτι  τη μορφή του. Οι άνθρωποι λοιπόν καθώς βλέπονται μεταξύ τους γίνονται ο ένας καθρέπτης του άλλου.
Αξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν το μάτι· αυτό μου αποκαλύπτει το Θεό, εξετάζοντας με ακρίβεια όλη την κτίση και υποδεικνύοντας από τα έργα τον τεχνίτη. Αυτό από τα ορατά εξηγεί τα αόρατα. Με αυτό γνώρισα τον ήλιο και έμαθα τη διακόσμηση του ουρανού, ζωγράφισα την ομορφιά των αστέρων, την υπόσταση της γης, τη φύση της θάλασσας· των σπόρων τη διαφορά, των φυτών την ποικιλία και των χρωμάτων τη διαφορετική χροιά· του σκότους την κατήφεια και του φωτός τήν λαμπρότητα, και όλα γενικώς όσα ο Θεός έκτισε επαινώντας τα ως «καλά λίαν». Ώστε, εάν δεν υπήρχε το μάτι, η κτίση θα γήρασκε χωρίς να έχει αυτόπτες μάρτυρες, αφού κανείς δεν θα έβλεπε τη σοφία και τη δύναμη του Θεού που υπάρχει μέσα της.
Εξαιτίας λοιπόν αυτής της θαυμαστής λειτουργίας της οράσεως κτίστηκαν και τώρα αυτοσχέδιοι οφθαλμοί, ώστε να απομακρύνουμε εμείς τις μικροπρεπείς έννοιες που μας προξενεί η σάρκα του Μονογενούς, αποβάλλοντας από τη ψυχή με τη μεγαλειώδη αυτή ενέργεια κάθε ταπεινή και γήινη υπόληψη περί αυτού και να μάθουμε ότι το μακάριο φως και κάλλος της θεότητας το δέχθηκε ένα πήλινο σκεύος, διακονώντας όπως ο λύχνος διακονεί το φώς.
Πραγματοποιεί δε με τα ίδια του τα χέρια τη θεραπεία ο Κύριος και δεν χρησιμοποιεί το λόγο μόνο για να ενεργήσει, αυτός που με πρόσταγμα μόνο δημιούργησε όλο τον κόσμο και με δύο μικρές λέξεις θεράπευσε τον παράλυτο. Αλλά και με το στόμα και με τα χέρια και με πολλή φροντίδα θεραπεύει την τυφλότητα, ώστε από τις ενέργειές του να προξενήσει στους άπιστους τη βεβαία πίστη. Έφτυσσε στο έδαφος και με τον τρόπο αυτό έφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας και τη γη για την θεραπεία, ώστε να δείξει πως με εκείνο το χώμα από το οποίο είχε πλασθεί αρχικά ολόκληρο το σώμα δημιουργείται αυτή τη στιγμή και το μέρος αυτό που του λείπει. Το αναμιγνύει δε με σάλιο και κολλά έτσι τους διάχυτους κόκκους, ώστε να έχουν συνοχή, για να μας δείξει φανερά ότι με τη δύναμη του στόματός του ο Λόγος κατόρθωσε τα πάντα. Επειδή «τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Αλλά και για έναν άλλο λόγο θεραπεύει με σάλιο: για να συνεφέρει προς κατάνυξη και φόβο αυτούς που λίγο αργότερα πρόκειται να τον βρίζουν φτύνοντάς τον. Και όμως δεν μείωσε το θράσος των μαινόμενων, αλλά υπέμεινε εμπτυσμούς πολλούς εκείνος που τα κατόρθωσε όλα αυτά με το πτύσμα.
Με την πρώτη αυτή λοιπόν ενέργεια φανερώνει τη δημιουργική του δύναμη και προστάζοντας τον τυφλό να πλυθεί στου Σιλωάμ την κολυμβήθρα μας δείχνει την διά του ύδατος σωτηρία, την οποία χάρισε ο απεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ερμηνεύεται απεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε αληθινά, όταν εξέλθουμε από το μυστικό νερό του βαπτίσματος· τότε μας λαμπρύνει το φως της χάριτος, όταν η δύναμη αυτού του μυστηρίου αποπλύνει την ακαθαρσία και τις κηλίδες των αμαρτιών. Και όλοι όσοι με την εντολή του Σιλωάμ λουζόμαστε, βλέπουμε το πνευματικό φως «το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Ω του θαύματος και της μεγάλης ευεργεσίας! Έφυγε από την κολυμβήθρα ο προ ολίγου τυφλός, στολισμένος στο πρόσωπο με την προσθήκη των οφθαλμών και βλέποντας καθαρά τις ηλιακές ακτίνες. Με έκπληξη είδαν οι γείτονες και οι γνωστοί το γεγονός· θορυβήθηκαν από τον πρωτοφανή τρόπο της θεραπείας· περιεφερόταν στη πόλη ο άνθρωπος βλέποντας, για να βλέπεται από όλους το πρωτάκουστο και παράδοξο έργο εκείνου που γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, του μικρού βρέφους το οποίο στη φάτνη τυλίχθηκε με σπάργανα. Επειδή αυτά είναι που έκαναν τους Ιουδαίους να απιστούν στη θεότητα.
Ω, σεις, λοιπόν, ανόητοι και παχυκάρδιοι, βάλετε στον νου σας όλους τους ανθρώπους των αιώνων. Αρχίστε απ’ τον Αδάμ και ερευνήστε όλους τους μεταγενεστέρους· βρίσκετε να έγινε σε κάποιον άλλο αυτό που συνέβη τώρα; Υπάρχει στο κόσμο παράδειγμα παρόμοιας θεραπείας; Αλλά σεις επιμένετε να διασύρετε τον Κύριο μου και τον αποκαλείτε τέκνο του ξυλουργού – «ουχ ούτος έστιν ο του τέκτονος υιός»; – του οποίου γνωρίζετε τους αδελφούς και την κατοικία. Απαριθμείστε όλα τα ταπεινά, φιλονικείστε, υποτιμείστε τον, όσο θέλετε. Αν όμως τίποτε παρόμοιο δεν έγινε ποτέ από άνθρωπο, ούτε ο κόσμος γνώρισε άλλο περιστατικό, τότε ανοίξτε τα μάτια σας και αντικρίστε την αλήθεια, κατακρίνοντας την άγνοιά σας. Νιφτείτε και σεις στον Σιλωάμ για να μην πεθάνετε τυφλοί.
Αλλά από ό,τι φαίνεται, καθόλου δεν συνήλθαν. Ούτε με τα λόγια θέλησαν να μάθουν, ούτε η πράξη τους δίδαξε, ούτε τα θαύματα τους προξένησαν σεβασμό· αντιθέτως, από την περήφανη αχαριστία τους επιχειρούσαν με μύριους τρόπους όλα να τα εξαφανίσουν και να τα διασύρουν. Αλλά η κακουργία στρεφόταν εναντίον τους· διότι όσο απιστούσαν και με τις ερωτήσεις τους προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα γεγονότα, τόσο περισσότερο βεβαιωνόταν η αλήθεια. Έπαθαν ό,τι και τα θηρία εκείνα τα οποία πληγώθηκαν από κάποιον, αλλά επειδή δεν έχει εισχωρήσει βαθειά στα σπλάγχνα τους το μαχαίρι, ορμούν εξαγριωμένα στον άνθρωπο εκείνον αποτελειώνοντας μόνα τους τη σφαγή.
Την εριστικότητά τους την έδειξαν κατ’ αρχήν ψάχνοντας εάν τους παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο τυφλός ή άλλος αντί για εκείνον. Γι’ αυτό σαφώς τους διαβεβαίωνε ο άνθρωπος αναγγέλλοντάς τους και τη διαδικασία της θεραπείας, ότι δηλαδή το φάρμακο της τυφλώσεως ήταν ο πηλός, με τον οποίο τον έχρισε ο Ιησούς- και όταν ξέπλυνε το πηλό στη κολυμβήθρα, βρήκε το φως του. Αυτά περιεργάζονταν οι γείτονες και τα έμαθαν· τα αναζητούσαν και οι Φαρισαίοι και δεν πείθονταν.
Δεύτερο τέχνασμα με το οποίο αποπειράθηκαν να διαστρεβλώσουν το γεγονός ήταν η προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο Χριστός εκείνος που τον θεράπευσε. Επειδή δε ο άνθρωπος ανακήρυττε το Σωτήρα και με την ομολογία του κηρύγματος ανταπέδιδε τη χάρη διαφημίζοντας τον ευεργέτη, εκείνοι του έκλειναν το στόμα και με το μυαλό ζαλισμένο, επειδή δεν είχαν τί να κάνουν, επανέρχονται πάλι στην ίδια συζήτηση. Περιεργάζονται εάν ήταν τυφλός εκ γενετής, αναζητούν τους γονείς του ανθρώπου και εξετάζουν το κάθε τι με ακρίβεια, όχι για να βεβαιώσουν το γεγονός, αλλά για να βρουν κάποια αφορμή να διαψεύσουν το θαύμα και κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία να ανατρέψουν την ορμητικότητα του πλήθους που πίστευσε.
Τί υπερβολή κακίας! Να πολεμούν την αλήθεια και να διασύρουν, αντί να προσκυνούν, τον ευεργέτη· αντί να θαυμάζουν τη δύναμή του, προσπαθούν να τα παρουσιάσουν σαν ασήμαντα γεγονότα. Πεισθείτε και από τους γονείς, Φαρισαίοι, για το ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε μαζί με την τύφλωση· τρέξτε πάλι στον τυφλό και δεύτερη και τρίτη φορά, για να σας αποκαλύψει εκείνος την κακία και την επιβουλή που κρύβουν αυτά τα επιχειρήματα. Αλλά σεις όταν δοκιμάσετε την πρώτη απογοήτευση, προχωρείτε στη δεύτερη· όταν δοκιμάσετε τη δεύτερη, στη τρίτη, και ούτω καθεξής. Ακολουθείτε τη πορεία της κακούργας αλεπούς. Είστε από παντού περικυκλωμένοι με τα δίκτυα της αλήθειας· αδυνατείτε να αρνηθείτε το θαύμα, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Παρ’ όλα αυτά δεν αμελείτε με κάθε τρόπο να περιπλέκετε το πράγμα, υφαίνοντας τον ιστό της αράχνης με όλη σας τη τέχνη· ανίσχυρη όμως και ανώφελη είναι η επιβουλή σας. Προγονική η αρρώστια σας. Άπιστων πατέρων όμοια τέκνα. Έτσι αντιμετώπιζαν κι εκείνοι τα θαύματα της Αιγύπτου. Εσώζοντο από πολέμους παραδόξα και ανέλπιστα και απιστούσαν σ’ αυτόν που χάριζε τη σωτηρία· τρέφονταν με τροφές που υπερέβαιναν τη φύση και ήσαν πιο αχάριστοι κι από αυτούς που λιμοκτονούν· υποδέχονταν το μάννα που τους αποστέλλονταν από τον ουρανό και ποθούσαν τη δυσωδία των σκόρδων και των κρεμμυδιών της Αιγύπτου. Με στήλη νεφέλης σκεπάζονταν την ημέρα για να μη ταλαιπωρούνται από το κάψιμο του ήλιου και με στήλη φωτεινή φωτίζονταν τη νύχτα, απολαμβάνοντας άλλο, νέο φωστήρα έκτος από τη σελήνη· και σαν να μην είχαν ευεργετηθεί με καμία θεϊκή ενέργεια, όταν ο Μωυσής είχε ανεβεί στο όρος για να του δοθεί ο νόμος και καθυστερούσε να επιστρέψει, αυτοί ζητούσαν και εύρισκαν νέους και ανύπαρκτους θεούς. Είστε όντως κληρονόμοι της αχαριστίας τους· και τον νόμο δεν αγαπήσατε, και τη χάρη μισείτε· σας χρειάζεται ράβδος, φτιαγμένη όχι από καρυδιά, για επιστασία, άλλα από σίδηρο.
Βλέπετε έναν άνθρωπο που αν και τον είδε το φως, αυτός βρίσκεται στο σκοτάδι μέχρι τέτοια ηλικία. Δεν ξέρει τί είναι η όραση και οδηγείται από ξένους οφθαλμούς. Κάθε ήμερα κάθεται μπροστά στο ναό φανερώνοντας τη συμφορά του, για να προσελκύσει πολλούς σε ελεημοσύνη και έχει όλη τη πόλη μάρτυρα του πάθους του. Σε μία στιγμή τον βλέπετε να θεραπεύεται και να αναβλέπει, όχι με συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, ούτε με χρήση χειρουργικών εργαλείων, αλλά μόνο με λάσπη κι αυτή από πτύσμα· και πώς δεν θαμβώνεστε, δεν εκπλήττεσθε, δεν πέφτετε στη γη να προσκυνήσετε αυτόν που από τη γη έπλασε τα μάτια, σεβόμενοι την θεϊκή ενέργεια; Αντιθέτως, σεις κινδυνεύετε να σκάσετε από το φθόνο και ζηλεύετε το Θεό σαν αντίζηλο, σαν δημιουργοί το Δημιουργό, σαν κοινό άνθρωπο το Θεάνθρωπο; Και διαβάζετε μεν της Παλαιάς Διαθήκης τα βιβλία, όσα γράφτηκαν εκεί για να οικονομήσουν το λαό, και όσα διδάσκουν περί των βασιλέων και της ιστορίας τους, πείθεστε δε και παραδέχεστε όσα γράφουν για τον καθένα. Ότι τον Μωυσή λίγο έλειψε να τον εκλάβουν ως Θεό και τον Ελισαίο τον υπερθαύμαζαν και τον διδάσκαλό του τον Ηλία πολύ τον εξυμνούσαν και όλους τους αγίους κάθε γενεάς, οι οποίοι έλαβαν τις ενέργειες του Θεού και πραγματοποίησαν τα μεγάλα και πασίγνωστα, τους τιμάτε ως αγγέλους. Σε τίποτε δεν αμφισβητείτε τους αρχαίους, ούτε απιστείτε στις διηγήσεις των πατέρων σας, μολονότι οι άνθρωποι εκ φύσεως δίνουν λιγότερη πίστη στην ακοή. Αυτό όμως που συνέβη στις ήμερες σας με τα μάτια εκείνου, το είδατε με τα δικά σας μάτια . Μπορείτε δε και με τα δάκτυλα να το ψηλαφήσετε και να ακούσετε με ακρίβεια την εξιστόρησή του, αυτό με τόση απιστία και αχαριστία κακοτρόπως το επιβουλεύεσθε, καταπατώντας τις προφητείες και προσπαθώντας να διαψεύσετε την εκπλήρωσή τους. Αφού όσα βλέπουμε τώρα να πραγματοποιούνται, είχε προφθάσει ο Ησαΐας να μας τα διδάξει λέγοντας: «Ιδού ο Θεός ημών κρίσιν (δικαιοσύνη) ανταποδίδωσι, και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. Τότε ανοιγήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται, τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων (τότε θα πηδά σαν ελάφι ο κουτσός και δυνατή θα γίνει η γλώσσα των κωφαλάλων). Αυτά δεν είναι λόγια του Πέτρου και του Ιωάννη, ούτε κάποιου από τα πρόσωπα που υποπτεύεσθε, ώστε να απιστήσετε στην αλήθεια υποθέτοντας ότι χαρίζονται στον Κύριο και κάνουν διαφήμιση· είναι λόγια της δικής σας προφητείας, εάν βέβαια αναγνωρίζετε τους Προφήτες σας, και μάλιστα τον μεγαλύτερο από τους Προφήτες και διδασκάλους του Νόμου.
«Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/08/
Εἰκόνα: Ἱ.Μ. «Ἀναστάσεως Χριστοῦ-Ἐμμαούς» Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ; Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9,1-38) Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου



ΘΑ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Καὶ πα­ρακαλῶ κάντε λίγη ὑπομονὴ ν’ ἀ­κούσετε λό­για κάποιου ποὺ μιλάει ἀπὸ πίστι στὸ Χριστό. Ἐὰν δὲν πίστευα, δὲν θὰ μιλοῦσα.
Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώ­που, θὰ βρῇς πολλοὺς πόθους, ἐπιθυμίες, ὄνειρα. Ἡ πιὸ ζωηρὰ ἐπιθυμία ποιά εἶναι· ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ζῇ εὐτυχής, ἐπιθυμεῖ τὴν εὐτυχία. Ὅ­λοι κυνηγοῦμε τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ εἶναι ἡ εὐτυχία; Ποιός εἶναι ὁ εὐ­τυ­χὴς ἄνθρωπος; Ἐ­δῶ διαφέρουν οἱ γνῶμες. Μήπως εἶναι εὐτυ­χὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξ­­­ουσία, ἢ ὁ δυνα­τὸς ποὺ τὸν φοβοῦνται ὅ­λοι, ἢ ὁ πλούσιος μὲ τὶς λί­ρες καὶ τὰ βαπόρια, ἢ αὐτὸς ποὺ πέφτει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἡδο­νὲς καὶ διασκεδάσεις; Δυστυ­χισμένε κόσμε, ποὺ τρέχεις νὰ σβή­σῃς τὴ δί­ψα σου στὰ βαλτόνερα αὐτά, θέλεις τὴν εὐ­τυχία; Θὰ σοῦ τὸ πῶ, ἀλλ’ ὑπάρχουν αὐ­τιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν; Παλαιότερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀποτέλεσμα. Τώρα;… Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἄ­κου­σε τί συν­ι­στᾷ ἡ Ἐκκλησία.
Θὰ σᾶς δώσω μιὰ συνταγή, καὶ ἂν τὴν ἐκ­τε­λέσετε θὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Ἡ συνταγὴ εἶναι σὲ μιὰ λέξι τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Δὲ θὰ σᾶς τὴν πῶ· εἶστε ἔξυπνοι. Σᾶς τὸ ἀναθέτω, ὡς μία μικρὰ πνευματικὴ ἄ­σκησι, ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἀντὶ κοσμικὰ περιοδικά, διαβάστε ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ τὸ σημερι­νὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 9,1-38) νὰ βρῆτε τὴ λέξι αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συν­ταγὴ τῆς εὐτυχίας.

* * *

Ἔρχομαι τώρα στὸ θέμα μας, στὸ ἐρώτη­μα «ποιός εἶναι εὐτυχής;». Ἡ ἀπάντησις εἶναι· εὐτυχὴς εἶναι …ὁ τυφλός! Ὁ τυφλὸς εὐτυ­χής; θὰ ρωτήσετε. Δὲ λέω, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάθε τυφλὸς εἶναι εὐτυχής· ἀλλὰ λέω, ὅτι εὐ­τυχὴς εἶναι ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ τὸν τιμᾷ ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ τοῦ ἀ­φιερώ­νει μία Κυριακή· σήμερα εἶναι Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.
Ὁ τυφλὸς λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχέστερος ἄν­θρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί; Γιὰ τρεῖς λόγους.
1. Ὁ πρῶτος λόγος· διότι βγῆκε ἀπ’ τὸ σκο­τάδι. Ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, εἶ­χε στερηθῆ χρό­νια τὸ φῶς, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μά­τια καὶ εἶδε. Σκεφτῆτε το αὐτό. Ἐμεῖς ἀνοί­γουμε τὰ μάτια μας χιλιάδες φορές, δι­αρ­κῶς, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκ­­τιμοῦμε. Αὐτὸς τὴ στι­γμὴ ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ σκοτάδι φαντάζεστε τί ἔνιωσε; Θὰ θαύμασε καὶ θὰ εἶπε «Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο εἶχα διαβάσει τὸ ἑξῆς. Κάποιος βασιλιᾶς ἤθελε ὁ διάδο­χός του νὰ γί­νῃ ἄξιος κυβερνήτης, νὰ γνωρίζῃ πρόσωπα καὶ πράγματα καὶ νὰ τὰ ἐκ­τιμᾷ σωστά. Δὲν τὸν ἄφησε λοιπὸν στὸ πα­λάτι, οὔ­τε τοῦ ἐπέ­τρε­ψε νὰ διασκεδάζῃ μὲ διεφθαρμένα γύναια φορτωμέ­νος γαλόνια καὶ παράσημα. Ἦταν βα­­σιλιᾶς τοῦ πα­λιοῦ καιροῦ, κ’ ἤθελε νὰ παι­δαγωγήσῃ τὸ παιδί του σωστά· κ’ ἕνα ποτήρι νε­ρὸ ἂν πίνῃ, νὰ εὐχαριστῇ τὸ Θεό· κ’ ἕνα λουλούδι ἂν κόβῃ, νὰ θαυμάζῃ τὸν Πλάστη. Γι’ αὐ­τὸ τί ἔκανε. Μόλις γεννήθηκε, τὸ πῆ­ρε καὶ τὸ πῆγε σὲ μιὰ σπηλιά, ὅπου δὲν ἔφτανε ἀκτίνα ἡ­λίου. Μὴ ῥωτᾶτε πῶς ἔζησε τὸ παιδὶ ἐκεῖ, εἶναι ἱστορία μεγάλη· ὅποιος ἐν­διαφέρεται νὰ μάθῃ, ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο μας Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης (Ἀθῆναι 19912). Ἕνα μόνο σᾶς λέω· ὅ­τι μέσα στὴ σπηλιὰ ὁ δι­άδοχος ἔ­μεινε δέκα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε τίποτε ἀπολύ­τως. Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, ὁ βασιλιᾶς δι­έ­ταξε καὶ τὸν ἔ­βγαλαν ἔξω. Τότε θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ συνε­χῶς ρωτοῦσε γιὰ τὸ κάθε τί· «Πατέ­ρα, τί εἶν’ αὐτό;». Ἔβλεπε τὸν ἥ­λιο, «ποιός τὸν ἔκανε;». Εἶδε τὴ θάλασσα, «ποιός τὴν ἔκανε;». Ἔβλεπε τὰ δέντρα ν’ ἀνθίζουν, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν καὶ νὰ κελαηδοῦν, τ’ ἀρ­νάκια νὰ βόσκουν, ἔβλεπε… Καὶ συνεχῶς ρωτοῦ­σε «Ποιός τά ’κανε ὅλ’ αὐτά;»· καὶ δὲν ἔ­παυε νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή του Τυφλού)



Μοναδική στην Κ. Διαθήκη θεραπεία τυφλού από γεννησιμιού του είναι αυτή που μας αφηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην περικοπή 9, 1 – 38· Αρκετές άλλες περιπτώσεις θεραπείας τυφλών μας διασώζουν και οι υπόλοιποί ευαγγελιστές όχι τόσο γιατί η τυφλότητα ήταν ασθένεια ευρύτατα διαδεδομένη στην Παλαιστίνη και στην αρχαία Ανατολή γενικότερα ή γιατί η συμπάθεια του Ιησού προς το είδος αυτό των ασθενών ήταν μεγάλη, αλλά γιατί τα θαύματα αυτά αποδεικνύουν την μεσσιανικότητά του και συγχρόνως αποτελούν σημεία μιας νέας πραγματικότητας που φέρνει στον κόσμο ο Χριστός. Οι προφήτες της Π. Διαθήκης, περιγράφοντας το έργο του αναμενόμενου Μεσσία, αναφέρουν ανάμεσα στις διάφορες πτυχές του και την ανάβλεψη τυφλών. Αυτός λοιπόν που έχει την εξουσία να ξαναδίνει το φως στους τυφλούς δεν είναι άλλος από τον Μεσσία.
Η απόδοση όμως του φωτός στους τυφλούς, πέραν της αποδεικτικής σημασίας της για την μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού, έχει και ένα άλλο βαθύτερο νόημα: Είναι σημάδι μιας νέας καταστάσεως πραγμάτων που εισβάλλει μέσα στον κόσμο του σκότους και της τυφλότητας. Ο Χριστός ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων για να μπορέσουν να διαπιστώσουν τη νέα ζωή που αυτός προσφέρει σαν δώρο στον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι μολονότι έχουν το σωματικό φως δεν αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Χριστού τον αποκαλυπτόμενο θεό που εισέρχεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για να την σώσει από την καταστροφή, ενώ από την άλλη μεριά οι ευαγγελιστές μας διασώζουν περιπτώσεις τυφλών που αναγνωρίζουν στον Ιησού τον Μεσσία και μετά την σωματική θεραπεία τους διακηρύσσουν σ’ όλους την πίστη τους. Έτσι δικαιώνεται η φράση του Ιησού που ακολουθεί στο ευαγγέλιο του Ιωάννου ευθύς μετά την περικοπή που διαβάζεται σήμερα: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται».
Η παρουσία του Χριστού ως Φωτός του κόσμου και εν συνεχεία του Ευαγγελίου του που διακηρύσσει η Εκκλησία δημιουργούν κρίση μέσα στον κόσμο βέβαια όχι με την έννοια της κατακρίσεως των ανθρώπων αλλά με την έννοια της υποχρεώσεως που δημιουργείται μέσα στον κάθε άνθρωπο να λάβει θέση απέναντι αυτού του φωτός. Από την στάση δε που παίρνει ο καθένας απέναντι στο φως κρίνεται ήδη και προδικάζεται το μέλλον του. Χρειάζεται τόλμη για να δει κανείς κατάματα το φως, να αντικρύσει τη γύμνια του χωρίς να την επενδύει με ψεύτικα και συμβατικά ρούχα, χρειάζεται θάρρος για να συνειδητοποιήσει δυσάρεστες πλευρές του εαυτού του που η ύπαρξή τους τον πληγώνει, να πει το όχι σε πολλές διεφθαρμένες επιθυμίες του που τον συνδέουν με προσωπική ωφέλεια στη ζωή, και παράλληλα να πει το ναι στην πρόσκληση του Θεού. Και την τόλμη αυτή την προσφέρει το φως το ερχόμενο στον κόσμο «διά τού Ιησού Χρίστου».
Το φως αυτό έρχεται σαν μια νέα δημιουργία και ανάπλαση του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό στη διήγηση της θεραπείας ότι ο Ιησούς πλάθει πηλό και επιχρίει τα κλειστά μάτια του τυφλού στέλνοντάς τον μετά να πλυθεί στη δεξαμενή τού Σιλωάμ. Όπως ο θεός, κατά την αρχική δημιουργία του κόσμου (σύμφωνα με τήν σχετική διήγηση της Π. Δια­θήκης) πλάθει με χώμα τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιησούς με τον ίδιο τρόπο αναδημιουργεί το καταστραμμένο από την φθορά της αμαρτίας πλάσμα. Και όπως ο Θεός προστάζει το «γεννηθήτω φως», έτσι και ο Υιός του Θεού με την ίδια δημιουργική δύναμη δίνει το φώς στον τυφλό και ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων να δουν την αλήθεια που αυτός αποκαλύπτει για να σώσει τον κόσμο.

Κυριακή του Τυφλού: Σπουδαίο πράγμα το φως, σπουδαιότερο όμως το φως της σαρκωμένης Αλήθειας!



  Ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετὴς καὶ ἡ μόνη ἐργασία ποὺ μποροῦσε νὰ κάνῃ, γιὰ νὰ βγάζῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἦταν ἡ ἐπαιτεία. Δὲν ὑπῆρχαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπηρεσίες μέριμνας καὶ φορεῖς ἐπαγγελματικῆς ἀποκατάστασης ἀτόμων μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες. Εἰδικὰ στὸν χῶρο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ μιὰ τέτοια ἀσθένεια θεωρεῖτο κατάρα ἀπὸ τὸν Θεό, τιμωρία γιὰ πλῆθος ἁμαρτιῶν τοῦ ἰδίου ἢ τῶν γονέων του. Γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀπετέλεσε ἀφορμὴ νὰ φανερωθῇ ἡ θεϊκὴ δύναμή Του.
Τὸ πιό συγκινητικὸ τμῆμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος εἶναι ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο ὁ πρώην τυφλὸς διδάσκει τοὺς φαρισαίους. Τοῦ συνέβη αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε στὴν δοξολογία, «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς», ἀφοῦ διὰ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ ἐξωτέρου φωτὸς στὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἔλαμψε καὶ τὸ ἐσώτερον. Φωτίστηκε διπλᾶ, στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ αἰσθητὸ φῶς, ἂν δὲν ἀναγνωρίσῃς Αὐτὸν ποὺ προσφέρει καὶ τὸ ὑπὲρ αἴσθησιν; ὅταν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον-Θεὸς φυλάξοι-ὁδεύῃς πρὸς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον; Ἂς ἔχῃς καὶ χίλια μάτια· ἄχρηστα εἶναι, ὅταν ἡ ψυχή σου δὲν βλέπῃ τὴν ἀλήθεια. Κάποτε τὰ σωματικὰ μάτια θὰ γίνουν χῶμα· ἡ ψυχή μας ὅμως, ἀδελφοί μου, εἶναι αἰώνια. Ἔβλεπαν οἱ φαρισαῖοι, ἀλλὰ τί κέρδισαν; Δὲν ἔβλεπε ὁ τυφλός, ἀλλὰ τί ἔχασε;
Θὰ μπορούσαμε ἀσφαλῶς νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ πρώην τυφλὸς κέρδισε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ φῶς του. Διεῖδε στὴν θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του ἕνα ἄλλο φῶς, ἕνα μυστικὸ φῶς, ποὺ δὲν εἶχαν τὴν δύναμη νὰ ἐννοήσουν οἱ φαρισαῖοι. Καὶ τοὺς ἔβαλε, ὅπως λέμε, τὰ γυαλιά! Μὲ παῤῥησία κήρυξε τὴν θεϊκὴ ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰσέπραξε ἀπὸ τοὺς πορωμένους τὸν χλευασμό. Αὐτὴ ἦταν ἡ δεύτερη ὁμολογία. Ἡ πρώτη ὁμολογία τότε ποιά ἦταν; Θὰ σᾶς πῶ σὲ λίγο. Ἡ τρίτη ὁμολογία ἔγινε ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν Τὸν προσκύνησε, ἀφοῦ ἔμαθε ἀπὸ Ἐκεῖνον πὼς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Σχολεῖο δὲν πῆγε, γράμματα ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν μποροῦσε νὰ μάθῃ, καὶ ὡς διδάσκαλος ὁμίλησε. Ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ ζητιάνευε τὸ πρίν, πλάτυνε τὸ στόμα καὶ μοίραζε ἀφειδῶς μετὰ τὴν ἀλήθεια. Σχήματα καὶ χρώματα τοῦ κόσμου ἐκείνη τὴν ὥρα ἄρχισε νὰ βλέπῃ μὲ τὰ μάτια καὶ τὸν ἀσχημάτιστο ἔνιωσε μὲ τὴν καρδιά. Γιατὶ ἦταν σίγουρος πὼς τὸ θαῦμα ἔγινε μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. «Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ ἄνθρωπος νὰ ἀνοίξῃ μάτια τυφλοῦ ἐκ γενετῆς; Ἂν δὲν ἦταν ἐκ Θεοῦ, δὲν θὰ μποροῦσε Αὐτὸς ποὺ μὲ θεράπευσε νὰ κάνῃ τίποτα». Λόγια γεμάτα σοφία καὶ βεβαιότητα, μὲ θάῤῥος εἰπωμένα ἀπέναντι στὶς ἀπειλὲς καὶ τὴν ψυχολογικὴ βία τῶν φαρισαίων.
Ἡ πρώτη λοιπὸν ὁμολογία ἦταν τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια μὲ τὸν πηλὸ ποὺ ἔφτιαξε μὲ χῶμα καὶ σάλιο Του καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ πλυθῇ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Θὰ μποροῦσε ἕνα λόγο νὰ πῇ καὶ νὰ εἶχε θεραπευθεῖ. Ὅμως ἀφήνει τὸ θαῦμα νὰ τὸ ὁλοκληρώσῃ ὁ τυφλός. Θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ μὴν πήγαινε, νὰ μὴν πίστευε, ἀφοῦ ἤξερε πὼς «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγενημένου». Σταδιακὰ ἐν πρώτοις ὡς ἐμπιστοσύνη, ἕπειτα ὡς ἀκλόνητη πίστη καὶ τελικῶς ὡς γνώση, ὁμολογεῖ ὅτι ἡ παρέμβαση στὰ μάτια του προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό.
Διδακτικὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος τῆς σημερινῆς θεραπείας. Ἔφτυσε ὁ Χριστὸς καὶ ἔδειξε ὅτι ἡ θεία χάρις ἐκπορεύεται «ἐκ τοῦ στόματος Αὑτοῦ». Ἡ κολυμβήθρα ἦταν κοντά, νερὸ ὑπῆρχε, ἀλλὰ δὲν τὸ χρησιμοποίησε, γιὰ νὰ φτιάξῃ τὸν πηλό. Θέλησε νὰ δώσῃ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του. Ὅπως στὴ δημιουργία ἐνεφύσησε στὸν χωματένιο ἄνθρωπο, δίνοντάς του ψυχὴ ζῶσα, ἔτσι καὶ στὴν ἀναδημιουργία τῶν ἀνενεργῶν ὀφθαλμῶν ἔφτυσε χαμαί, ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του τὸν πηλὸ καὶ τοὺς ἐπέχρισε ὁ ἴδιος.
Σπουδαῖο πρᾶγμα τὸ φῶς, ἀδελφοί μου· σπουδαιότερο ὅμως τὸ φῶς τῆς γνώσεως τῆς σαρκωμένης ἀλήθειας. Τὸ πρῶτο συντονίζει τὴν ἐν τῷ κόσμῳ δράση μας, τὸ δεύτερο ἀνοίγει τὴν ὑπερκόσμιο πύλη τῆς σωτηρίας μας. Ἂν ἐθελοτυφλοῦμε καὶ δὲν διαβλέπουμε μέσα στὰ ὁρατὰ ἢ ἀκόμη καὶ στὰ ἀόρατα τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής τους, ἂν δὲν βλέπουμε πίσω ἀπὸ τὰ ὄντα τὸν λόγο τῶν ὄντων καὶ πέρα ἀπ’ αὐτὸν τὸν Θεὸ Λόγο, τότε ζοῦμε στὸ πνευματικὸ σκοτάδι καὶ ἀλίμονό μας!
Ἄς ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας, γιὰ νὰ δοῦμε ποιός εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ποὺ φωτίζει καὶ ἁγιάζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 

Κυριακή του τυφλού: Κάθε δοκιμασία αποβλέπει στην πνευματική πρόοδο.


Το Ευαγγέλιον της σημερινής Κυριακής, ευλογημένοι μας Χριστιανοί, μας διηγείται ένα από τα σημαντικότερα θαύματα του Κυρίου. Ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης, που αντιλαμβάνεται την μεγάλη αξία του θαύματος, εκθέτει όλες τις φάσεις και τις λεπτομέρειες της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού. Αλήθεια πόσο μεγάλη και ευεργετική είναι η δύναμη του Θεού. Ενας δυστυχής άνθρωπος που δεν είχε ποτέ του αντικρίσει το φώς, δεν γνώριζε το γαλάζιο χρώμα του ουρανού, δεν ήξερε τη θάλασσα, τα δένδρα, τα πουλιά, δεν γνώριζε τα πρόσωπα των φίλων και συγγενών του, αυτός ο άνθρωπος με την θαυματουργική δύναμη του Κυρίου βρήκε το φώς του. Ανοιξε διάπλατα τα μάτια του και κοίταζε, θαύμαζε, και έκανε την ψυχή του ένα απέραντο πέλαγος ευτυχίας.
Εκφράζοντας μια απορία οι μαθητές του Χριστού μας, τον ρωτούν ποιός αμάρτησε για να γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος τυφλός. Και ο Κύριος απαντά πως αιτία της δοκιμασίας του δεν είναι κανείς από τους δικούς του, αλλά για να δοξασθεί ο  Θ ε ό ς.  Ώστε λοιπόν, αποκαλύπτει ο  ίδιος ο Κύριος, πώς σε κάθε δοκιμασία δοξάζεται ο Θεός. Και η δόξα του Θεού είναι συνυφασμένη με του ανθρώπου την πρόοδο και την ευτυχία. Σ΄αυτό αποβλέπει ο πόνος. Αυτό απεργάζεται η δοκιμασία. Πρώτο αποτέλεσμα η σωτηρία του ανθρώπου. Βαθύτερη συνέπεια η δόξα του Θεού.


Παίρνοντας θέση σ΄αυτή την πραγματικότητα, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σωστά το πρόβλημα του κακού, το πρόβλημα του πόνου στη ζωή μας. Και εξηγούμαστε. Όταν έρθει η δύσκολη στιγμή, η θλίψη και η στενοχώρια, να τα αντιμετωπίσουμε με ηρεμία και με πίστη. Πρώτα υπάρχει η ώρα της ευθύνης για τον πόνο που δοκιμάζουμε και η αναγνώριση της αιτίας στην αμαρτωλή ζωή μας. Ακολουθεί η μετάνοια. Η αίτηση συγνώμης από το Θεό και η προσπάθεια της τήρησης και εφαρμογής του μηνύματος του Ευαγγελίου. Τότε μπορούμε να υποφέρουμε τις δοκιμασίες με παρηγοριά. Με την ελπίδα πως εφ΄όσον πονέσαμε για το λάθος μας και αλλάξαμε πορεία εκ ζητώντας το θέλημα του Θεού, θα λυτρωθούμε. Θα περάσουμε με ανακούφιση τη στενοχώρια μας και θα γίνεται βεβαιότερη η προσδοκία της λύτρωσης. Θα δοξάζουμε το Θεό, γιατί και τα οδυνηρά επιτρέπει για να ξαναβρίσκουμε το σωστό δρόμο στη ζωή και να απολαμβάνουμε τη χαρά και την ευλογία της παρουσίας Του.
Στην άλλη περίπτωση, που δεν είναι κάποια συγκεκριμένη αμαρτία μας αιτία του κακού, πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην αγάπη του Κυρίου. Επιτρέπει τη δοκιμασία για παιδαγωγικό σκοπό, για τον καταρτισμό μας στην αρετή, για να φέρνουμε τη σκέψη μας πιό συχνά σε Εκείνον, να εξαγιάζουμε τη ζωή μας, ώστε να οδηγηθούμε στη βασιλεία Του. Το ίδιο και σε αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να υποτάσσουμε τον εαυτό μας στο θέλημα του Θεού.
Ο άνθρωπος που η πίστη του στο Θεό όμως κλονίζεται την ώρα της δοκιμασίας μοιάζει με χαμένο. Τραγική η κατάστασή του. Με χαμένες τις ελπίδες του απογοητεύεται. Ολα τον ενοχλούν, όλα του φταίνε. Χάνει κάθε διάθεση και ενδιαφέρον για τις τακτικές του απασχολήσεις, παραμελεί τον εαυτό του και τις εργασίες του. Νιώθει πώς είναι άχρηστος. Πως τίποτε δεν μπορεί να τον ωφελήσει, να τον βοηθήσει για να βρεί περιεχόμενο και σκοπό στη ζωή του.

Κήρυγμα στην Κυριακή του τυφλού πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός



Η ανακαίνιση της ύπαρξης του τυφλού από τον Χριστό με το δόσιμο της όρασης αποτελεί για όσους πιστεύουμε στο Θεό μία αφορμή να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο της πίστης μας. Αυτό φαίνεται  από το πώς αντιδρούμε στην αμφισβήτησή της τόσο από τους άλλους, όσο και από τον εαυτό μας.
 Ο τυφλός, μόλις ξαναβρήκε το φως του, κλήθηκε από το κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον, το οποίο μέχρι τότε γνώριζε την τυφλότητά του, να δώσει εξηγήσεις για το θαύμα που βίωσε. Η απάντηση του περιβάλλοντος για το πώς και ποιος έκανε το θαύμα ήταν η απόρριψη του Χριστού. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι ο παραβάτης του Σαββάτου θα είχε τέτοια δύναμη ή τέτοια παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να μπορεί να θαυματουργεί. Έτσι, το περιβάλλον του πρώην τυφλού ζητά από αυτόν να δοξάσει το Θεό. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει το θαύμα και γι’ αυτό το αποδέχεται παθητικά. Κατ’ αυτούς δεν μπορεί να συμμετέχει ο Χριστός σ’ αυτό.
       Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των γονέων του πρώην τυφλού. Στα επίμονα ερωτήματα των Ιουδαίων οι γονείς απαντούν για το γιο τους: «αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε» (Ιωάν. 9, 21). Η στάση τους είναι διπλωματική. Γνωρίζουν Ποιος θεράπευσε το παιδί τους. Δεν θέλουν όμως να το ομολογήσουν δημόσια, γιατί προτιμούν να μην απορριφθούν από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Επιλέγουν να μην λάβουν θέση πάνω στην Αλήθεια, για να μπορούν να κρατήσουν τη θέση τους στην κοινωνία. Ένας κοντόφθαλμος υπολογισμός. Απουσία θάρρους. Βλέπουν αυτό που τους ανήκει, δηλαδή την κοινωνική θέση, και αρνούνται αυτό που έλαβαν, την θεραπεία του παιδιού τους. Δεν θέλουν να πιστέψουν στο Χριστό και να προχωρήσουν με γενναιότητα στην ομολογία, αλλά και την ίδια στιγμή κρύβονται πίσω από το παιδί τους.
               Εκείνο όμως δεν κάνει πίσω. Εκείνο γνωρίζει την Αλήθεια. Ξέρει Ποιος τον θεράπευσε και, καθώς έχουν ανοιχτεί και τα μάτια της ψυχής του, ομολογεί ότι ο θεραπευτής του είναι εκ του Θεού. Δεν κρύβεται. Δεν το  ενδιαφέρει η τιμωρία. Δεν προτιμά να κρατήσει την κοινωνική του θέση, αλλά και δεν θέλει να μοιραστεί μια κολοβωμένη χαρά, μια κολοβωμένη αλήθεια. Αποδέχεται το να γίνει αποσυνάγωγος, γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός δεν δέχεται τους χλιαρούς. Και επιβεβαιώνει την θέση των γονιών του. Όντως έχει ηλικία. Όχι όμως για να παίζει παιχνίδια ιδιοτέλειας, αλλά για να μαρτυρεί την αλήθεια.
               Οι χριστιανοί συχνά καλούμαστε στη ζωή μας να αποδείξουμε ότι έχουμε ηλικία. Κι αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρόνια της ζωής μας, αλλά κυρίως με την πνευματική μας κατάσταση. Η πνευματική ηλικία του ανθρώπου αποδεικνύεται από την πίστη στην Αλήθεια που είναι ο Χριστός. Αποδεικνύεται από την δίψα η Αλήθεια να μη μένει κρυμμένη. Αποδεικνύεται από την θέληση να μη μείνουμε προσαρμοσμένοι στα δεδομένα της εποχής μας και στην κοινωνική μας θέση. Αποδεικνύεται από τον τρόπο που ζούμε την πίστη μας. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την καύχησή μας για τα πνευματικά μας κατορθώματα, που δεν είναι εκ Θεού κατάσταση, αλλά με την ταπεινή, σταθερή και ευλογημένη απόφασή μας να μην αρνηθούμε ό,τι μας έχει δώσει ο Θεός.
              Κι αυτή η ομολογία γίνεται ενώπιον του κόσμου. Γιατί η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας είναι μία δημόσια μαρτυρία της πίστης μας. Σε έναν κόσμο που θεωρεί την χριστιανική πίστη ιδιωτική υπόθεση και σπεύδει να γελοιοποιήσει όποιον αποδέχεται την αγάπη του Θεού, ο χριστιανός που εκκλησιάζεται, που συμμετέχει στη ζωή της ενορίας του, που αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, που αγαπά, που δεν ανταποδίδει το κακό, που είναι έτοιμος να συγχωρήσει, που αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του, που δεν φοβάται την περιθωριοποίηση, που έχει τελικά το πνευματικό θάρρος να δει τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής, που αντιστέκεται στο κακό, δείχνει ότι έχει βρει την οδό της Βασιλείας του Θεού και έχει απαλλαγεί από το σκοτάδι του να έχει μάτια και να μην βλέπει.
              Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πνευματική μεθηλικίωση. Αυτή που επιτυγχάνεται δια της προσευχής και της εμπιστοσύνης στο Θεό, όπως επίσης και δια των μυστηρίων της πίστης μας. Χρειάζεται όμως και η νίκη κατά της μικροδιοτέλειας και της διπλωματίας που αρνείται να κρατήσει  την Αλήθεια. Χρειάζεται η απαγκίστρωση από το πνεύμα της αθεΐας, όπως επίσης και της προσκόλλησης στους τύπους των όσων νομίζουμε ότι είναι η Αλήθεια. Και είναι επίπονος ο δρόμος αυτός. Γιατί χρειάζεται αυτοσυνειδησία  και την ίδια στιγμή παραίτηση από την ευκολία να απορρίπτουμε τους άλλους που βλέπουν και ζούνε την Αλήθεια. Χρειάζεται παραίτηση από την οίηση ότι εμείς γνωρίζουμε και κανείς άλλος και από τη νοοτροπία να ποιούμε αποσυναγώγους  από την ψυχή και τη ζωή μας όσους τολμούν να μας υποδείξουν οδούς προς το Χριστό. Χρειάζεται τελικά η εμπιστοσύνη στο Χριστό και σ’ αυτούς που Τον ζούνε και παλεύουν γι’ Αυτόν. Σ’ αυτούς που  και ηλικίαν έχουν και είναι διατεθειμένοι να ομολογήσουν το Φως.



Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού-


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΝ_4 πρωτότυπο κείμενο και ερμηνευτική απόδοση
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 – 38
1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.
8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.12 εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα.
13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.
35 Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
.
 .
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
1 Και καθώς επερνούσεν ο Κυριος κάποιον δρόμον της πόλεως, είδε ένα τυφλόν εκ γενετής. 2Και τον ηρώτησαν οι μαθηταί του, λέγοντες· “Διδάσκαλε, ποιός ημάρτησε, αυτός η οι γονείς του, δια να γεννηθή τυφλός; (Το πρώτο είναι αδύνατον, το δεύτερον είναι άδικον. Τοτε διατί εγεννήθη τυφλός;)” 3 Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε αυτός ημάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά εγεννήθη τυφλός, δια να φανερωθούν, με την θαυματουργικήν θεραπείαν, τα έργα του Θεού. 4 Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του Θεού, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον, έως ότου είναι ημέρα. Ερχεται η νύκτα δηλαδή η εκδημία από τον κόσμον αυτόν, κατά την οποίαν κανείς πλέον από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να πραγματοποιή έργα. 5 Εγώ, εφ’ όσον ευρίσκομαι στον κόσμον, είμαι φως του κόσμου με την διδασκαλίαν μου, με τα θαύματά μου, με την ζωήν μου”. 6 Αφού δε είπε αυτά έπτυσε κάτω, έκαμε πηλόν και έβαλε τον πηλόν στους οφθαλμούς του τυφλού 7 και του είπε· “πήγαινε και νίψου εις την δεξαμενήν του Σιλωάμ”-αυτό το όνομα μεταφράζεται εις την ελληνικήν απεσταλμένος. Επήγε τότε εκείνος και ενίφθη και ήλθε στο σπίτι του βλέπων. 8 Οι γείτονες, λοιπόν, και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήτο τυφλός, έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που εκάθητο και εζητούσε ελεημοσύνην;” 9 Αλλοι έλεγαν ότι “αυτός είναι”. Αλλοι δε ότι “κάποιος άλλος , όμοιος με αυτόν είναι”. Εκείνος όμως έλεγεν ότι “εγώ είμαι, ο τέως τυφλός”. 10 Τοτε τον ερωτούσαν εκείνοι “πως ανοίχθησαν και εθεραπεύθηκαν τα μάτια σου;” 11 Απεκρίθη εκείνος και είπεν· “ένας άνθρωπος, λεγόμενος Ιησούς, έκαμε πηλόν, μου άλειψε τους οφθαλμούς και μου είπε· Πηγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Επήγα, ενίφθηκα και απέκτησα το φως μου”. 12 Του είπαν· “που είναι εκείνος;” Τους λέγει· “δεν ξέρω”. 13 Οδηγούν τότε τον τέως τυφλόν προς τους Φαρισαίους. 14 Ητο δε Σαββατον, όταν ο Ιησούς έκαμε τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. 15 Οι Φαρισαίοι τον ηρώτησαν και αυτοί πάλιν, πως απέκτησεν το φως του. Εκείνος δε τους είπεν· “ένας άνθρωπος έβαλε πηλόν επάνω εις τα μάτια μου και εγώ ενίφθηκα και τώρα βλέπω”. 16 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους· “αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργίαν του Σαββάτου”. Αλλοι έλεγαν· “πως είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνη τέτοια καταπληκτικά θαύματα;” Διχογνωμία και διαίρεσις έγινε μεταξύ των. 17

Διδαχή την Κυριακή του Τυφλού για την έπαρση και την ταπεινοφροσύνη (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)


theologia
«Eις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιω. 9:39)
ΑΓΑΠΗΤΟΙ αδελφοί! Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μετά τη θεραπεία του εκ γενετής τυ­φλού, για την οποία ακούσαμε σήμερα στο ιερό Ευαγγέλιο, είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί» (Ιω. 9:39). Τέτοια λόγια δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν αδιάφορους τους υπερήφανους «σοφούς» και «δικαίους» του κόσμου τούτου, όπως ήταν οι Φαρι­σαίοι. Εξαιτίας της φιλαυτίας τους και της μεγάλης ιδέ­ας που είχαν για τον εαυτό τους, αισθάνθηκαν θιγμένοι από την παρατήρηση του Κυρίου. Αντέδρασαν, λοιπόν, με μιαν ερώτηση, που εκφράζει την αγανάκτηση και την έπαρσή τους, αλλά συνάμα και τη χλευαστική τους διά­θεση και τον φθόνο τους και την περιφρόνησή τους προς τον Χριστό: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;» (Ιω. 9:40).
Στην απάντηση του Κυρίου καθρεφτίζεται η ψυχική κα­τάσταση των Φαρισαίων, η οποία προκάλεσε την ερώτησή τους: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα ήσασταν ένοχοι· τώρα, όμως, λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας, λοιπόν, παραμένει» (Ιω. 9:41).
Πόσο φοβερή ασθένεια της ψυχής είναι η έπαρση! Στα ανθρώπινα έργα, στερεί από τον υπερόπτη τη βοή­θεια και τη συμβουλή του πλησίον. Και στο έργο του Θεού, στο έργο της σωτηρίας, στέρησε από τους αλαζόνες Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου και στερεί από τους Φαρισαίους κάθε εποχής τον πιο πολύτιμο θησαυ­ρό, τη θεία δωρεά που έφερε από τον ουρανό ο Υιός του Θεού· τους στέρησε και τους στερεί τη θεία αποκάλυψη και τη μακάρια κοινωνία με τον Θεό, κοινωνία που προ­ϋποθέτει την αποδοχή αυτής της αποκαλύψεως.
Οι Φαρισαίοι θεωρούσαν ότι ανήκαν στους ανθρώπους «που βλέπουν», ότι δηλαδή είχαν φτάσει στην αλη­θινή και τέλεια θεογνωσία, δεν χρειάζονταν περαιτέρω πρόοδο και, επομένως, δεν είχαν ανάγκη από καμιά σπουδή ή διδαχή. Γι’ αυτό απέρριπταν τη διδασκαλία για τον Θεό, που τους την παρέδιδε άμεσα ο Ίδιος.
Η αρετή της ταπεινώσεως εναντιώνεται στο πάθος της υπερηφάνειας, το οποίο εκδηλώνεται με ξεχωριστό τρό­πο στο πνεύμα του κάθε ανθρώπου. Όπως η υπερηφάνεια είναι κατεξοχήν ασθένεια του πνεύματος, έτσι και η ταπείνωση είναι κατεξοχήν κατάσταση ευρωστίας του πνεύματος, μια αγαθή και μακάρια κατάσταση. Στην Αγία Γραφή και στα έργα των αγίων πατέρων ονομάζεται συ­χνά και ταπεινοφροσύνη. Τι είναι η ταπεινοφροσύνη; Είναι η ορθή αντίληψη του ανθρώπου για την ανθρώπινη φύση και, επομένως, η ορθή αντίληψη του ανθρώπου για τον εαυτό του.
Το άμεσο αποτέλεσμα της ταπεινώσεως ή ταπεινο­φροσύνης ως ορθής αντιλήψεως για την ανθρώπινη φύ­ση και για τον ίδιο μας τον εαυτό είναι η ειρήνευση της καρδιάς. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι ειρηνικός και απέναντι στους συνανθρώπους του και απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στις κάθε λογής περιστάσεις και απέναντι στον Θεό, είναι ειρηνικός και με τη γη και με τον ουρανό. Η ταπείνωση έχει πάρει το όνομά της από την ειρήνη που γεννά στην καρδιά μας. Την κατάσταση της ηρεμίας, της χαράς και της μακαριότητας, που προκαλείται μέσα μας από την αρετή, την ονομάζουμε τα­πείνωση. Όταν θέλουμε μαζί με την κατάσταση να δεί­ξουμε και την πηγή της, τότε κάνουμε λόγο για ταπεινοφροσύνη.

Κυριακή του Τυφλού - Τρία σημεία του Ευαγγελίου (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)



IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
ΤΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
1. Ὀλίγα λόγια θά σᾶς πῶ, ἀδελφοί χριστιανοί, στό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὀλίγα καί ἁπλᾶ, γιατί δέν ἔχω καί τήν δύναμη νά σᾶς πῶ περισσότερα. Ἡ σημερινή Κυριακή πού τήν ξέρουμε ὡς «Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ», μᾶς μιλάει γιά τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁμολόγησε τόν Χριστό ὁ τυφλός στό τέλος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καί τόν προσκύνησε ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεό (9,38). Ἀλλά, πιό συγκεκριμένα, τό σημερινό Εὐαγγέλιο κηρύττει τόν Ἰησοῦ Χριστό Δημιουργό. Ἔτσι εἶναι, χριστιανοί μου, καί ἔτσι ὁμολογοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό στό «Πιστεύω» μας, ὡς «δι᾽ οὗ τά πάντα ἐγένετο». Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού αὐτήν τήν περίοδο ἀκοῦμε περικοπές ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιό του, λέγει στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό μας ὅτι «πάντα δι᾽ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν» (1,3). 

Ἀλλά ποῦ τό σημερινό Εὐαγγέλιο τοῦ τυφλοῦ λέγει τόν Χριστό ὡς Δημιουργό; Ἀκοῦστε: Ὁ τυφλός πού θεραπεύτηκε, ἀδελφοί, δέν ἦταν τυφλός ὅπως ἄλλοι τυφλοί, πού τούς θεράπευσε ὁ Χριστός, ἀλλά ἦταν τυφλός ἐκ γενετῆς· δηλαδή, δέν εἶχε καθόλου μάτια. Δέν εἶχε καθόλου τά ὄργανα τῶν ματιῶν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λοιπόν, θεραπεύοντάς τον, τοῦ δημιούργησε πρῶτα τά ὄργανα τῶν ματιῶν του. Καί πῶς τά δημιούργησε; Ὅπως τό διαβάζουμε στήν Γένεση ὅτι δημιούργησε ὁ Θεός τόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ. Μέ χῶμα ἀπό τήν γῆ (Γεν. 2,7)! Ἔτσι καί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος καί ἐπέχρισε τόν πηλόν» στήν θέση τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ καί τόν ἔστειλε ἔπειτα στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ καί ἀπέκτησε ὁ τυφλός τό φῶς του (9,6.7). Ὁ Χριστός, χριστιανοί μου, χρησιμοποιήσας τόν σίελό του γιά θεραπεία, ἐδήλωσε μέ αὐτό ὅτι κάθε τι πού ἀνήκει σ᾽ Αὐτόν, καί τό σάλιο Του ἀκόμη, ἔχει θεραπευτική δύναμη! Αὐτός ὁ πηλός μέ τόν σίελο τοῦ Χριστοῦ, αὐτός θεράπευσε τόν τυφλό καί ὄχι τό ὅτι πῆγε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίφθηκε. Στήν κολυμβήθρα πήγαιναν πολλοί καί νίπτονταν, χωρίς ὅμως νά ἀποκτήσουν τήν ὑγεία τους.

Κυριακή του Τυφλού, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιωάνν. 9,1-38 (21-5-2017)



Πεντ 61 Ο Χριστός ιώμενος τον τυφλόν
Ηλιάνας Κάουρα, θεολόγου
Πρωτότυπο Κείμενο
Τω καιρώ εκείνω παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες; Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς∙ Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δε εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ήμέρα εστίν έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ∙ ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον∙ Ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; Άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ουν αυτώ∙ Πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; Απεκρίθη εκείνος και είπεν∙ Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι∙ ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι∙ απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ουν αυτώ∙ Που εστίν εκείνος; Λέγει∙ Ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αύτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ουν ήρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. Ο δε είπεν αυτοίς∙ Πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές∙ Ούτος ο άνθρωπος ουκ εστί παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν∙ Συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες∙ Ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πως ουν άρτι βλέπει; Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον∙ Οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη∙ πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους∙ ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ∙ Δος δόξαν τω Θεώ∙ ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν.  Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν∙ Ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα∙ εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν∙ Τι εποίησέ σου; Πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Άπεκρίθη αυτοίς∙ Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε∙ Τι πάλιν θέλετε ακούειν; Μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; Ελοιδόρησαν αυτόν και είπον∙ Συ ει μαθητής εκείνου∙ ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός∙ τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς∙ Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ∙ Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ∙ Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε: Και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. Ο δε έφη∙ Πιστεύω, Κύριε∙και προσεκύνησεν αυτώ.
Μετάφραση
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»  Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για  τον κόσμο» Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε  ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».  Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν  είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί  θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Σχολιασμός
Μέσα από τα ιερά Ευαγγέλια διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός δίδασκε με λόγους, παραβολές και θαύματα. Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σ’ ένα από τα θαύματα του Ιησού Χριστού το οποίο μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Η διήγηση περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού. Το θαύμα αυτό όπως και τα υπόλοιπα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποτελούν «σημεία» παρέμβασης του Θεού στη ζωή των ανθρώπων αλλά και μια παραβολική διδασκαλία με την οποία αποκαλύπτεται η μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, ο σωτήρας του κόσμου.