Σάββατο 29 Απριλίου 2017

» Γιατί ο Χριστός ενώ είπε "Μή μου άπτου" στην Μαρία την Μαγδαληνή, επέτρεψε στον Θωμά την ψηλάφισή Του; Και γιατί παραγγέλνει συνάντηση στην Γαλλιλαία;


Γιατί ο Χριστός ενώ είπε "Μή μου άπτου" στην Μαρία την Μαγδαληνή, επέτρεψε στον Θωμά την ψηλάφισή Του; Και γιατί παραγγέλνει συνάντηση στην Γαλλιλαία;

Σχετικά με την φράση του «Μη μου άπτου», υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Μια από αυτές, λέει ότι ο Χριστός την εμποδίζει να Τον αγγίξει, επειδή καταλαβαίνει ότι η Μαρία η Μαγδαληνή, νομίζει πως μετά την ανάστασή Του θα είναι όπως πρώτα με τους μαθητές του. (και ότι θα συνέχιζε να μένει μαζί τους, ξανά, σωματικώς). Όμως ο Χριστός θέλει με αυτό να της στρέψει την προσοχή, ότι αυτό πλέον αλλάζει. Δεν θα είναι μαζί τους ως φθαρτός άνθρωπος, αλλά αντί γι’ Αυτόν, θα είναι πλέον μαζί τους βοηθός το Άγιο Πνεύμα. Κι εκείνος θα επιβλέπει το Χριστιανικό έργο ως άφθαρτος άνθρωπος από τον ουρανό. Γι’ αυτό αναφέρει ότι θα ανεβεί προς τον Πατέρα Του. Για να μην της αφήσει ψευδαισθήσεις ότι όλα θα είναι, όπως πρώτα.
Τα δύο τώρα γεγονότα, (της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και του Αποστόλου Θωμά), μεταξύ τους δεν πρέπει να συγχέονται, γιατί στον κάθε ένα από τους δυο, ο Χριστός,  τους έδωσε εκείνο που μπορούσαν να καταλάβουν, να νοιώσουν την συγκεκριμένη στιγμή. Τους εξισορόπησε δηλαδή τις ανάγκες τους. (ας σκεφτούμε μόνο το γεγονός ότι η Μαρία η Μαγδαληνή αρχικά, Tον Πέρασε …για τον κηπουρό, ενώ αμέσως μετά δεν απίστησε διόλου. Ο δε Απόστολος απίστησε. Έτσι την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή, ήθελε να την ανυψώσει στον ουρανό, τον δε Απόστολο Θωμά να τον ανορθώσει από την απιστία στην πίστη – Τρεμπέλας – Υπόμνημα ει το Ιω. Ευαγγέλιον, σελ 698-699)
Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής γράφει για το «μη μου άπτου»: οὐκ ἀξία (δηλ η Μαρία) τῆς τούτου κατά πνεῦμα καθέστηκεν ἐπαφῆς, καί ταῦτα τοῖς φαινομένοις αὐτόν ἐπιζητοῦσα· καί σάρκα δι᾿ ἡμᾶς γεγενημένον γινώσκουσα μόνον αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐχί πρεπόντως καί Θεόν ἐκ Θεοῦ τοῦ Πατρός γεγεννημένον γινώσκουσα…
Υπάρχει και μια ακόμα λεπτομέρεια. Το Άγιον Πνεύμα μας λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ενεργούσε στους Μαθητές, όσο μπορούσαν να χωρέσουν, κατά τρεις βαθμούς και καιρούς, ήτοι «αμυδρώς», «εκτυπώτερον» και «τελειότερον».»Αμυδρώς» πριν το πάθος του Χριστού έπειτα ενεργούσε περισσότερο μετά την Ανάσταση, ως «έμπνευσις θειοτέρα». Ο Χριστός, αμέσως μετά την Ανάστασή Του, έδωσε στους Μαθητές το Άγιον Πνεύμα για να τους προετοιμάσει για την μεγάλη λήψη του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Έτσι ο Θωμάς δεν ήταν «έτοιμος» ακόμα για κάτι τέτοιο, κατά την πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του. Όμως την εβδομάδα που προηγήθηκε, πριν την ψηλάφιση, ο Θώμάς κατηχήθηκε από τους υπόλοιπους Μαθητές, που «έλαβαν» ήδη πνεύμα και έτσι έτοιμος την επόμενη φορά, αξιώθηκε εκείνης της μεγάλης εμπειρίας.
Σχετικά με την συνάντηση στην Γαλιλαία το σχετικό χωρίο αναφέρει : «μη φοβείσθε· υπάγετε απαγγείλατε τοις αδελφοίς μου ίνα απέλθωσιν εις την Γαλιλαίαν. κακεί με όψονται». (Μτθ. 28,7).
Δύο βασικοί λόγοι υπάρχουν: Ο ένας, ότι, στην Γαλιλαία ζούσαν οι περισσότεροι μαθητές (οι εβδομήκοντα) και ο δεύτερος γιατί εκεί ακόμα δεν υπήρχε ο φόβος των Ιουδαίων.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας σημειώνει: «Λαθραίως κρυπταζομένοις εν Ιερουσαλήμ εφάνη. εν γε μην τη Γαλιλαία ουκετ’ επικεκρυμένως, ουδέ άπαξ, ουδέ δεύτερον. αλλ’ ουδέ εγκεκλεισμένοις (οι Μαθητές) δια τον φόβον των Ιουδαίων, συν πολλή δε τη παρρησία την θεοφάνειαν αυτού και της θεότητος την ένδειξιν εποιείτο…» (PG 22, στ 1004)

Περι Μυροφόρων Γυναικών. Η Θεοτόκος είδε πρώτη τον Αναστάντα Χριστό;


Περι Μυροφόρων Γυναικών. Η Θεοτόκος είδε πρώτη τον Αναστάντα Χριστό;

Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου.Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι’ έλαβαν από το Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι’ έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα. Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.
Η ανάσταση του Κυρίου είναι ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως και ανάπλαση και επάνοδος προς την αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ που καταβροχθίσθηκε από το θάνατο λόγω της αμαρτίας και δια του θανάτου επανήλθε προς τη γη από την οποία πλάσθηκε.Όπως λοιπόν εκείνον στην αρχή δεν τον είδε κανείς άνθρωπος να πλάττεται και να παίρνει ζωή, αφού δεν υπήρχε κανείς άνθρωπος εκείνη την ώρα, μετά δε τη λήψη της πνοής ζωής με θείο εμφύσημα πρώτη από όλους τον είδε μια γυναίκα, γιατί μετά από αυτόν πρώτος άνθρωπος ήταν η Εύα. Έτσι το δεύτερο Αδάμ, δηλαδή το Κύριο, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς, κανείς άνθρωπος δεν τον είδε, αφού δεν παρευρισκόταν κανείς δικός του και οι στρατιώτες που φύλαγαν το μνήμα ταραγμένοι από το φόβο, είχαν γίνει σαν νεκροί, μετά δε την ανάσταση πρώτη απ’ όλους τον είδε μια γυναίκα.Υπάρχει κάτι συνεσκιασμένο από τους ευαγγελιστές, το οποίο θα αποκαλύψω στην αγάπη σας. Πραγματικά πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, όπως ήταν σωστό και δίκαιο, είδε τον αναστάντα και απόλαυσε την ομιλία του και άγγισε τα άχραντα πόδια του, έστω και αν οι ευαγγελιστές δεν τα λέγουν φανερά, μη θέλοντας να φέρουν ως μάρτυρες τη μητέρα, για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους. Επειδή τώρα ομιλώ προς πιστούς θα διευκρινήσω τα σχετικά. Αφού λοιπόν οι μυροφόρες ετοίμασαν τα μύρα και τα αρώματα, κατά την εντολή, το Σάββατο ησύχασαν. Ο Λουκάς αναφέρει: «Τη πρώτη της εβδομάδος, όρθρο βαθύ, ήρθαν στο μνήμα, η Μαρία Μαγδαληνή, η του Ιακώβου, η Ιωάννα και άλλες μαζί τους.» Ο Ματθαίος λέγει: «αργά το Σάββατο, ξημερώνοντας την πρώτη της εβδομάδος και δύο μυροφόρες προσήλθαν». Ο Ιωάννης λέγει: «Το πρωϊ, ενώ ήταν σκοτεινά και ήταν μόνο η Μαρία Μαγδαληνή». Ενώ ο Μάρκος αναφέρει: «Πολύ πρωϊ της πρώτης της εβδομάδος και ήταν τρείς οι προσερχόμενες μυροφόρες». Πρώτη της εβδομάδος που αναφέρουν όλοι οι ευαγγελιστές είναι η Κυριακή. Αργά το βράδυ, όρθρο βαθύ, πολύ πρωϊ και πρωϊ σκοτεινά ακόμη, ονομάζουν το χρόνο γύρω από τον όρθρο, ανάμικτο από φως και σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια να διαφωνούν κάπως οι ευαγγελιστές μεταξύ τους τόσο για την ώρα, όσο και για τον αριθμό των γυναικών.Οι μυροφόρες ήταν πολλές και ήλθαν στον τάφο όχι μια φορά, αλλά και δυό και τρεις φορές, συντροφιά μεν, αλλ’ όχι οι ίδιες, κατά τον όρθρο μεν όλες, αλλ’ όχι τον ίδιο χρόνο ακριβώς.Όπως εγώ υπολογίζω και συνάγω από όλους τους ευαγγελιστές, πρώτη απ’ όλους ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί τη Μαγδαληνή Μαρία. Το συμπεραίνω από τον ευαγγελιστή Ματθαίο. Γιατί λέγει, «ήλθε η Μαγδαληνή Μαρία και η άλλη Μαρία», που ήταν οπωσδήποτε η Θεομήτωρ, «για να δουν τον τάφο. Και έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί άγγελος Κυρίου ήλθε, σήκωσε τη μεγάλη πέτρα από το μνημείο και κάθησε πάνω της. Ήταν η μορφή του σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι και από το φόβο τους ταράχθηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί». Νομίζω ότι για τη Θεοτόκο ανοίχθηκε ο ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αυτή πρώτη και μέσω αυτής έχουν ανοιχθεί σ’ εμάς όλα, είτε στον ουρανό είτε στη γη) γι’ αυτήν άστραψε ο άγγελος να δεί τον άδειο τάφο και το μέγα θαύμα των ενταφίων χωρίς τον αναστάντα Κύριο. Και προφανώς ο ευαγγελιστής αυτός άγγελος ήταν ο Γαβριήλ, που ανάφερε την ανάσταση δείχνοντας το κενό μνημείο και λέγοντας στις μυροφόρες να την αναγγείλουν στους μαθητές. Και τότε «εξήλθαν με φόβο και χαρά μεγάλη». Εγω νομίζω και πάλι ότι τον φόβο έχει ακόμη η Μαρία Μαγδαληνή και οι άλλες γυναίκες, ενώ η Θεομήτωρ απέκτησε τη μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τα χαρμόσυνα λόγια του αρχαγγέλου τα οποία πίστευσε και από τα τόσα αξιόπιστα γεγονότα, του σεισμού, της μετάθεσης του λίθου, του άδειου τάφου, των άλυτων ενταφίων αδειανών από το σώμα. Και τέλος πρώτη η Θεοτόκος αναγνώρισε τον αναστάντα και προσέπεσε στα πόδια του και έγινε απόστολος προς τους Αποστόλους, όταν επιστρέφοντας εμφανίσθηκε ο Ιησούς στις μυροφόρες, λέγοντας το: «Χαίρετε».
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Πηγή: http://www.monipetraki.gr/pentikostario2.html

Κυριακή των Μυροφόρων


Κυριακή των Μυροφόρων

«Ταχύ πορευθείσαι είπατε τοις μαθηταίς αυτού ότι ηγέρθη από των νεκρών» – Κυριακή των Μυροφόρων  
τoυ Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Από τις 6 το απόγευμα της Μ. Παρασκευής ανέτειλε λειτουργικά η ημέρα του Σαββάτου, οπότε απαγορεύονταν τόσο οι αποκαθηλώσεις από τους σταυρούς όσο και το να θάπτονται οι νεκροί (έξω από την πόλη όπως συνηθιζόταν). Γι’ αυτό και έπρεπε να επισπευστούν  οι διαδικασίες και το νεκρό σώμα του Ιησού να ταφεί.
Ο  Ιωσήφ και ο Νικόδημος, μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου και κρυφοί μαθητές του Χριστού, με κίνδυνο την καριέρα τους, τη φήμη τους, τα ειρωνικά σχόλια εναντίον τους, την υποτίμησή τους στα μάτια των άλλων συναδέλφων τους, πραγματοποίησαν το άλμα της έμπρακτης πίστης και με θάρρος ο καλοκάγαθος και δίκαιος Ιωσήφ ζήτησε από τον Πιλάτο να του δοθεί το άπνουν ένδοξο σώμα του Ιησού. Εφοδιάστηκαν με αρώματα και κατάλευκο σεντόνι και αφού πρόσφεραν έτσι τις καθιερωμένες τιμές στον μεγάλο νεκρό, τον τύλιξαν στο σεντόνι και τον εναπέθεσαν σε πέτρινο ολοκαίνουργιο μνήμα, που προοριζόταν για τον Ιωσήφ (Ματθ. 27,60). Πραγματοποιήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο η προφητεία του Ησαΐα που έλεγε: «Ο τάφος Του ορίστηκε με τους κακούργους (τους σταυρωμένους εκ δεξιών και αριστερών του Ιησού ληστές). Όμως στο θάνατό Του στάθηκε με τον πλούσιο» (53, 9) [δηλαδή τοποθετήθηκε στον τάφο του προαναφερόμενου βουλευτή Ιωσήφ]. Δόθηκε διαταγή μάλιστα από τον Πιλάτο, κατόπιν παράκλησης των αρχιερέων και Φαρισαίων, να φρουρείται ο τάφος μέχρι και την τρίτη ημέρα, μήπως και κλαπεί το σώμα του Ιησού από τους μαθητές Του. Πράγματι ο λίθος του τάφου σφραγίστηκε και άφησαν και φρουρά ένοπλων ρωμαίων στρατιωτών (Ματθ. 27,62-66). Επαληθεύτηκε επομένως και η προφητεία του Ψαλμού 15,10, στον οποίο περιγράφεται η τριήμερη ταφή και ανάσταση του Ιησού, με τα λόγια: «Στον άδη δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου, ούτε ο γνήσιος πιστός σου θα αφήσεις να αντικρύσει τη φθορά (σωματική αποσύνθεση)». Το σώμα Του, πράγματι, τις τρεις ημέρες του θανάτου του, ως αδιάσπαστα ενωμένο με τη θεότητά Του, δεν γνώρισε αποσύνθεση.  Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Αισχύλος είχε γράψει διάλογο μεταξύ του θεού Ερμή και του Προμηθέα, που αποκαλύπτει την κάθοδο του Χριστού στον άδη: «Δεν θα πάρουν τέλος τα βάσανά σου μέχρις ότου κάποιος Θεός εμφανιστεί που θα θελήσει να κατέβει στον άδη, παίρνοντας πάνω του τα πάθη σου» (Προμηθέας Δεσμώτης, στ. 1026-9). Αυτό επαληθεύτηκε μόνο στη ζωή και τον θάνατο του Ιησού. Τις τρεις ημέρες του θανάτου Του, η ψυχή Του ενωμένη με την θεότητά Του πήγε στον άδη και κήρυξε στα φυλακισμένα εκεί πνεύματα και έσωσε όσους είχαν τις προϋποθέσεις για σωτηρία (Α΄ Πέτρ. 3,18-20).
Την όλη διαδικασία αποκαθηλώσεως παρακολούθησαν λιγοστοί άνθρωποι. Η Θεοτόκος, ο μαθητής Ιωάννης, οι δύο ευσεβείς βουλευτές Ιωσήφ και Νικόδημος, η Μαρία η Μαγδαληνή (σε κανένα σημείο των Ευαγγελίων δεν φαίνεται πως ήταν παραστρατημένη γυναίκα), η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου (Μτθ. 27, 55-56). Συνολικά 7 δηλαδή πρόσωπα. Στη συνέχεια, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσήφ παρακολουθούσαν πού έβαλαν τον νεκρό Ιησού. Είδαν το μνήμα και ότι σ’ αυτό τοποθετήθηκε ο Αρχηγός της ζωής (Λουκ. 23, 55-56). Ως εκ τούτου άτοπη και ανιστορική παραμένει η ορθολογιστική άποψη πως  δήθεν οι μυροφόρες γυναίκες πήγαν κατά λάθος, ξημερώματα Κυριακής, σε άλλο τάφο. Η ζωντανή πίστη των μυροφόρων γυναικών ήταν εκείνη που τους παρακίνησε σε πορεία προς τον τάφο του Ιησού, αφού γνώριζαν εξάλλου ότι ο τάφος ήταν σφραγισμένος και πως φυλούσαν ανύσταχτα οι ρωμαίοι στρατιώτες. Εφοδιασμένες με αρώματα και μύρα, ξεκίνησαν βαθειά χαράματα της Κυριακής για να ολοκληρώσουν τις θρησκευτικές τιμές στον νεκρό πνευματικό βασιλέα, αφού την ημέρα του Σαββάτου δεσμεύονταν από τις ιουδαϊκές τελετουργικές διατάξεις του Νόμου. Ούτε καν τους περνούσαν από το μυαλό τα λόγια του ιδίου του Κυρίου, όταν προφήτευσε για την ανάστασή Του τα εξής: «Γκρεμίστε τον ναό αυτόν και σε τρεις ημέρες θα τον ανοικοδομήσω» (Ιω. 2,19). Εννοούσε φυσικά το σώμα Του και όχι τον Ναό των Ιεροσολύμων, τον οποίον χρειάστηκαν 46 χρόνια να χτίσουν. Ο ευαγγελιστής Λουκάς επιπλέον αναφέρει ότι ο ουράνιος Σωτήρας των ανθρώπων ανέστησε μόνος Του τον εαυτόν Του, αφού «μετά το θάνατό Του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς (τους αποστόλους) ζωντανός με πολλές αποδείξεις. Για σαράντα μέρες τους εμφανιζόταν και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού» (Πράξ. 1,3).
Βρήκαν όμως με έκπληξη οι γυναίκες την πέτρα κυλισμένη από το μνήμα. Πλησιάζοντας είδαν έναν λευκοντυμένο άγγελο [σύμφωνα με την ερμηνευτική θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και του Λουκ. 24, 4 όπου αναφέρονται δύο άντρες με αστραφτερές στολές], ο οποίος τους γνωστοποίησε την ανάσταση του Κυρίου και τους έδωσε οδηγίες για τους αποστόλους ότι θα τον συναντήσουν στην Γαλιλαία. Οι γυναίκες έφυγαν τρέχοντας από το μνημείο, χωρίς στο δρόμο να μιλήσουν σε κανέναν, ένεκα του θείου τρόμου και της έκστασης που τις κατείχε. Εδώ τελειώνει το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, ενώ η συνέχεια της μεγαλύτερης επανάστασης στα ανθρώπινα και πηγής αφθαρσίας, δηλαδή της ανάστασης του Χριστού, δίδεται από τα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Λουκά, του Ιωάννη και από τις Πράξεις των Αποστόλων. Διαβάζουμε λοιπόν ότι οι απόστολοι έμαθαν για το ελπιδοφόρο και χαρούμενο μήνυμα της Αναστάσεως  από τις Μυροφόρες Γυναίκες. Για τον ζωοποιό τάφο ξεκίνησαν πρώτοι ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Μέσα όμως εισήλθε πρώτος ο έμπειρος και μεγαλύτερος στην ηλικία Σίμων Πέτρος. Εκεί βρήκαν τις πάνινες λουρίδες στο έδαφος και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να είναι τυλιγμένο σε μια μεριά χωριστά. Τότε πίστεψαν συγκλονισμένοι στις πολλές προφητείες της Π.Δ. που λένε ότι ο Μεσσίας θα ανασταινόταν από τους νεκρούς, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού (Ιω. 20,1-10).
Από το σημείο αυτό και ύστερα αρχίζουν οι εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού στους μαθητές Του, αρχής γενομένης από τη Μαρία τη Μαγδαληνή.  Εκεί που έκλαιγε σκύβει να δει μέσα στο μνήμα και βλέπει δύο λαμπρούς αγγέλους να στέκονται εκεί που κειτόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Ο ίδιος δε ο Ιησούς τής εμφανίστηκε αμέσως μετά, ενώ εκείνη νόμιζε πως ήταν ο κηπουρός και ζητούσε απ’ αυτόν το σώμα του Ιησού. Μόνο όταν ο Χριστός τη φώναξε με το όνομά της κατάλαβε ποιος ήταν και του λέγει: «Ραββουνί», που σημαίνει «Διδάσκαλε». Πλησιάζοντας για να τον αγγίξει και να φιλήσει τα πόδια Του, εκείνος την σταμάτησε λέγοντας: «Μη μ’ αγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου». Η Μαρία νόμιζε ότι θα παραμείνει κοντά τους ο Ιησούς με την ταπεινή μορφή που είχε άλλοτε, όσο ήταν μαζί τους. Το «μη μου άπτου» όμως που της είπε σημαίνει ότι από εδώ και πέρα οφείλουν οι μαθητές και όλοι οι χριστιανοί στην ιστορία να σχετίζονται μαζί Του και να τον θεωρούν ως Κύριο και Θεό και όχι ως επίγειο καθοδηγητή και πνευματικό δάσκαλο. Ο Χριστός αμέσως μετά τη στέλνει στους αδελφούς Του (νέα αδελφική σχέση μαζί Του δημιουργείται μέσα στην Εκκλησία Του)  να τους ενημερώσει ότι «ανεβαίνει σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός». Αυτό δείχνει τη θεία πλέον υιοθεσία όλων μας μέσω της ανάστασης Του. Πήγε τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους ανήγγειλε: «Είδα τον Κύριο» και διηγήθηκε όλα όσα έγιναν (Ιω. 20, 11-18). Έκτοτε το νόημα της χριστιανικής ζωής είναι η αγιοπνευματική πράγματι συνάντηση και καρδιακή κοινωνία με τον Χριστό δια της χάριτός Του και δια των μυστηρίων της Εκκλησίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποκαλύπτει άνωθεν ένα μυστικό, που αναφέρουν μόνο συνεσκιασμένα τα Ευαγγέλια γιατί δεν θα έπειθε τους δύσπιστους αν το ανέφεραν ευθέως. Ποιο είναι αυτό; Ότι πρώτη απ’ όλες ήλθε στον τάφο του Υιού και Θεού της η Θεοτόκος, έχοντας μαζί της την Μαρία την Μαγδαληνή. Η Θεοτόκος είδε μόνο τον σεισμό από την Ανάσταση και το άνοιγμα του τάφου και μόνο εκείνη έμεινε χωρίς φόβο (οι άλλες έφυγαν αμέσως κατατρομαγμένες) κοιτώντας με μεγάλη συγκίνηση τα γενόμενα. Σαφώς και δέχεται ο ιερός Πατήρ ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν που μίλησε στις γυναίκες και ανήγγειλε την Ανάσταση του Κυρίου. Η Παναγία μητέρα Του, συνοδευόμενη από τις άλλες Μυροφόρες, επέ­στρεψε μετ’ ολίγον και ιδού ο Χριστός τις συνάντησε λέγοντας το «Χαίρετε». Η Θεοτόκος, όταν συνάντησε τον Υιό της, πρώτη από όλες τις άλλες τον αναγνώρι­σε και απήλαυσε τη θεία ομιλία Του. Πρώτη άγγιξε τα άχραντα πόδια Του, και όλα αυτά, λέγει ο ιερός Πατήρ, δεν τα αναφέρουν οι Ευαγγελιστές γιατί δεν θα τα δέχονταν οι άπιστοι όλων των αιώνων, αφού θα ηρνούντο την από την μητέρα Του μαρτυρία της Αναστάσεώς Του (Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία ΙΗ’, «Εις την Κυριακήν των Μυροφόρων», ΕΠΕ τόμ. 9).
Ο Όσιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης αναφέρει αναλυτικά ότι οι κυριότερες Μυροφόρες ήσαν επτά: η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη κόρη του Ιωσήφ του Μνήστορος, η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά επιτρόπου του βασιλιά Ηρώδη, η Μαρία η αδερφή του Λαζάρου, η αδερφή της η Μάρθα, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Σωσσάννα (‘Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας’, τόμ. 14ος, σελ. 38 και ‘Θησαυρός Δαμασκηνού’, σελ. 130). Η Μαρία η Μαγδαληνή υπερείχε όλων και τιμήθηκε από τον Κύριο με το να γίνει απόστολος στους αποστόλους Του, κήρυκας στους μαθητές Του, ευαγγελίστρια στους Ευαγγελιστές. Γνωστοποίησε πρώτη δηλαδή στον κύκλο των μαθητών Του την ζωηφόρα έγερσή Του από τον τάφο και αυτό παραχωρήθηκε ύστερα από θεία Οικονομία. Διό­τι, αφού από μια γυναίκα (την Εύα) ήλθε η λύπη στον κόσμο, από μία γυ­ναίκα (την Παναγία) κυοφορήθηκε ως άνθρωπος ο ίδιος ο Υιός του Θεού, και από μια γυναίκα και πάλι (την Μαρία την Μαγδαληνή)  διακηρύχθηκε το μέγιστο και λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως (βλ. Κοντάκιον, Κυριακής Μυροφόρων, ήχος β’).
Η Μαγδαληνή υπήρξε δια βίου παρθένος. Και η καθαρότητα της ψυχής της φαινόταν όπως μέσα από καθαρό κρύσταλλο (Μοδέστου, αρχιεπισκ. Ιεροσολύμων «Εις τας Μυροφό­ρους» εκ της Βιβλιοθήκης Φωτίου, αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως και Ρ.G. 104, 244). Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν ότι ταξίδεψε στη Ρώμη, ομολόγησε την Θεότητα του Χριστού στον ίδιο τον αυτοκράτορα Τιβέριο, επέστρεψε στην Παλαιστίνη, συντρόφευσε την Θεοτόκο μέχρι την Κοίμησή της, συνεργάστηκε με τον απόστολο Πέτρο, εξορίστηκε και κήρυξε το ευαγγέλιο στη Μασσαλία, έδρασε ως απόστολος στην Αίγυπτο, Συρία και Φοινίκη, και κατέληξε στην Έφεσο, μαζί με τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου και κοιμήθηκε, και απ’ όπου μεταφέρθηκε άφθαρτο το λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη, το 890, από τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Σοφό. Στη μονή της Σιμωνόπετρας, στο Άγιο Όρος, φυλάσσεται άφθαρτο το χέρι της, που διατηρείται για αιώνες σε φυσική κατάσταση, ελαστικό, και σε θερμοκρασία ζωντανού σώματος. Η εκκλησία μας την τιμά ως ισαπόστολο και Μυροφόρο και γιορτάζει τη μνήμη της στις 22 Ιουλίου και στις 4 Μαΐου ημέρα ανακομιδής (δηλ. μεταφοράς) των λειψάνων της. Επίσης την συνεορτάζει μαζί με τις άλλες Μυροφόρες Άγιες Γυναίκες, την τρίτη Κυρια­κή μετά το Πάσχα, την Κυριακή των Μυροφόρων.
Η επόμενη συνάντηση του αναστάντος Κυρίου με τους μαθητές Του έγινε, των θυρών κεκλεισμένων (επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές),  στο σπίτι του ευαγγελιστή Μάρκου, την πρώτη και την επόμενη Κυριακή από την ανάσταση, απόντος και παρόντος του αποστόλου Θωμά αντίστοιχα.  Το ότι εμφανίστηκε μπροστά τους εν μέσω κλειστών θυρών μάς επισημαίνει τη φύση του αναστημένου σώματός Του, που έχει διαφορετικές πλέον και ανώτερες ιδιότητες από αυτές που είχε πριν και είναι τύπος των δικών μας αναστημένων σωμάτων κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Αυτή η χαρά και η ειρήνη που τους είπε ως χαιρετισμό είναι εξ ουρανού και είναι υπόθεση του Αγίου Πνεύματος, όπως και η δύναμη της αφέσεως των αμαρτιών που τους χορήγησε στη συνέχεια. Τους έδωσε Πνεύμα Άγιο (ως αρραβώνα της Πεντηκοστής που θα ερχόταν σε μερικές ημέρες) και τους ανακοίνωσε ότι τους στέλνει στον κόσμο για να συγχωρούν ή να κρατούν αμαρτίες (Ιω. 20, 19-29). Όλα αυτά είναι προάγγελοι των θαυμάτων που επακολούθησαν μέχρι σήμερα, των αναστάσεων και των θεραπειών, ένεκα της Χάριτος του Θεού και της ενίσχυσης του Παρακλήτου. Μάλιστα το είχε προαναγγείλει ο Χριστός στη Σαμαρείτισσα (μετέπειτα αγία Φωτεινή) στο πηγάδι του Ιακώβ, όταν της αποκάλυψε ότι στους πιστεύοντες σ’ Αυτόν θα χορηγήσει ζωντανό νερό και εν τη καρδία τους πηγές ύδατος αιώνιας ζωής (Ιω. 4, 10-14). Χωρίς το Άγιο Πνεύμα είναι αλήθεια ότι οι απόστολοι θα παρέμεναν απλοί ψαράδες και ο Χριστιανισμός δεν θα ξεχώριζε από μια ιουδαϊκή αίρεση.
Τα Ευαγγέλια μνημονεύουν και την εμφάνιση του Ιησού στους επτά μαθητές στη θάλασσα της Τιβεριάδος, κατά τη διάρκεια αναποτελεσματικού ψαρέματος. Το πρωί τούς συνάντησε ο Ιησούς και τους ρώτησε αν έχουν τίποτε φαγώσιμο. Στην αρνητική τους απάντηση τούς συνέστησε να ρίξουν τα δίχτυα στα δεξιά του πλοίου για να βρουν ψάρια. Έπιασαν τότε 153 ψάρια και αντιλήφθηκαν ότι ήταν ο Κύριος. Ο Χριστός τούς δίδαξε έτσι ότι δεν πρέπει να μας απογοητεύουν οι αποτυχίες, αλλά να επιμένουμε στην κατά Θεόν ζωή και στις εντολές Του γιατί μόνο η συνεργασία, η επιμονή και η υπομονή εγγυώνται την επιτυχία και το σωστό αποτέλεσμα, που πάντα προέρχονται από τον Χριστό. Ακόμη, ενώ έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, «το δίχτυ δεν είχε σκιστεί». Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία είναι μία παρά το πλήθος των μελών της, αλλά και ότι ο Χριστός παρέχει πάντα θεία προστασία στην Εκκλησία Του (Ιω. 21, 1-14).
Ο Χριστός εμφανίστηκε και την ημέρα της λαμπροφόρου αναστάσεώς Του, το απόγευμα, σε δύο βαδίζοντες προς την πόλη Εμμαούς μαθητές Του, ήτοι στον Λουκά και τον Κλεόπα. Αυτοί (χωρίς να αναγνωρίσουν τον Κύριο) ήταν πολύ λυπημένοι για τον θάνατό Του και ο Χριστός συνοδοιπορώντας μαζί τους, τους ανέφερε πολλές προφητείες για τον Μεσσία και πως έπρεπε να πάθει και να αναστηθεί. Εκείνοι ένοιωθαν την καρδιά τους να καίει όσο τους μιλούσε και ανοίχτηκαν τα μάτια τους και τον αναγνώρισαν μόνο όταν ευλόγησε τον άρτο, την ώρα που κάθισε μαζί τους για φαγητό στο χωριό, οπότε και χάθηκε αίφνης από μπροστά τους. Εκείνοι τότε επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα για να γίνουν κήρυκες του μεγαλύτερου γεγονότος στην ιστορία, της Αναστάσεως δηλαδή του Ιησού Χριστού (Λουκ. 24, 13-35).

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Σταύρου Φωτίου, ‘Ορθόδοξα μηνύματα’, εκδ. Γρηγόρης, 2000, Αθήνα
Θεόδωρου Ρηγινιώτη, «Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Κ.Δ.», Εκδ. Πύρρα
Μιχαήλ Χούλη, «Ιησούς, ο Χριστός», Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, εκδ. Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, 2006
Μιχαήλ Χούλη, ‘Η αλήθεια για τον Κώδικα ντα Βίντσι’, περιοδικό Διάλογος, τ. 42, Αθ. 2005
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Θεσσαλονίκη, www.impantokratoros.gr/ C92EE7A9. el. aspx, ‘Βίος της Αγίας ενδόξου Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής’
Γιώργη Κρόκου, ‘Το ημερολόγιο της αιωνιότητας’, Αθ. 1992

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Προς Εμμαούς

titlos_7_emmaous
Την ίδια μέρα δύο από τους μαθητές πήγαιναν σ’ ένα χωριό που το έλεγαν Εμμαούς. Βάδιζαν και συζητούσαν στεναχωρημένοι για τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών. Κι ενώ περπατούσαν, ο ίδιος ο Ιησούς τους πλησίασε, αλλά εκείνοι δεν τον αναγνώρισαν. «Γιατί είστε τόσο στεναχωρημένοι;» τους ρώτησε. «Ποια ζητήματα συζητούσατε μεταξύ σας;».
Ο ένας μαθητής, ο Κλεόπας, τον ρώτησε ξαφνιασμένος: «Εσύ μένεις στα Ιεροσόλυμα και δεν έμαθες τι έγινε εκεί αυτές τις μέρες; Δεν άκουσες για το Ναζωραίο που ήταν προφήτης αναγνωρισμένος από το Θεό κι από τους ανθρώπους, πως τον καταδίκασαν οι αρχιερείς σε θάνατο και τον σταύρωσαν; Εμείς ελπίζαμε πως αυτός θα σώσει τον Ισραήλ. Αλλά σήμερα είναι η τρίτη ημέρα από τη σταύρωση και την ταφή και τίποτα δεν έγινε. Κάποιες γυναίκες από τον κύκλο του Ιησού μας αναστάτωσαν. Είπαν ότι πήγαν πρωί-πρωί στον τάφο και δεν βρήκαν το σώμα του. Μας είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων οι οποίοι τους είπαν ότι ο Κύριος ζει. Μερικοί δικοί μας έτρεξαν στον τάφο για να βεβαιωθούν. Πράγματι ήταν κενός (:άδειος) αλλά τον Ιησού δεν τον είδαν».
7_Emmaous
Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ω! πόσο ανόητοι είστε, πόσο αργεί η καρδιά σας να πιστέψει όλα όσα είπαν οι προφήτες! Αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας για να δοξαστεί;» Κι άρχισε από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών να αναφέρει και να εξηγεί όσα αναφέρονταν στον Μεσσία. Όταν πλησίασαν στο χωριό, δηλαδή στους Εμμαούς, αυτός προσποιήθηκε πως θα πήγαινε μακρύτερα. Εκείνοι τον παρακάλεσαν να μείνει κοντά τους μια που κόντευε να νυχτώσει. Μπήκε λοιπόν μαζί τους στο χωριό. Κάθισαν κάπου να φάνε. Πήρε τότε το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε σε κομμάτια και τους το μοίρασε. Τότε άνοιξαν τα μάτια της ψυχής τους και κατάλαβαν ποιος είναι, αλλά εκείνος έγινε άφαντος. Οι μαθητές είπαν μεταξύ τους: «Αλήθεια, δεν φλεγόταν η καρδιά μας, καθώς μας μιλούσε στο δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;». Αμέσως γύρισαν στην Ιερουσαλήμ για να βρουν τους υπόλοιπους μαθητές. Ήταν όλοι συγκεντρωμένοι κι έλεγαν ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σίμωνα.
Κι ενώ συζητούσαν όλοι αναστατωμένοι στάθηκε ο Ιησούς ανάμεσά τους και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς!» Αυτοί ταράχτηκαν και νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα. Εκείνος όμως για να πιστέψουν τους είπε: «Γιατί αμφιβάλλετε; Κοιτάξτε τα χέρια και τα πόδια μου. Ψηλαφήστε με για να βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι πνεύμα. Το πνεύμα δεν έχει σάρκες και οστά , όπως βλέπετε πως έχω εγώ». Εκείνοι από τη χαρά τους δεν μπορούσαν ακόμη να τον πιστέψουν γι’ αυτό τους λέει: «Έχετε εδώ τίποτα φαγώσιμο;». Αυτοί του έδωσαν ένα κομμάτι από ψημένο ψάρι και λίγη κερήθρα με μέλι κι ο Ιησούς τα πήρε και τα έφαγε μπροστά σε όλους. «Όλα αυτά που βλέπετε είναι η πραγματοποίηση των λόγων που σας έλεγα, όταν ήμουν μαζί σας και σας δίδασκα» τους είπε. Τότε φωτίστηκε το μυαλό τους και κατάλαβαν όσα έλεγαν οι Γραφές και οι προφήτες για τον Ιησού.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 2 Απριλίου 2017


Κυριακή Ε’ των Νηστειών - Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας - ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 32-45
Ήσαν δε εν τη οδώ αναβαίνοντες εις Ιεροσόλυμα· και ην προάγων αυτούς ο Ιησούς, και εθαμβούντο, και ακολουθούντες εφοβούντο. και παραλαβών πάλιν τους δώδεκα ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν, ότι Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα...
και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ο εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. Ο δε είπεν αυτοίς· Τι θέλετε ποιήσαί με υμίν;

Οι δε είπον αυτώ· Δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· Ουκ οίδατε τι αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;

Οι δε είπον αυτώ· Δυνάμεθα. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· Το μεν ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ’ οις ητοίμασται. Και ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου. Ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς· Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών.

Ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών.

Απόδοση στη νεοελληνική από Ι. Θ. Κολιτσάρα:

Ανέβαιναν δε τον δρόμον που ωδηγούσε προς τα Ιεροσόλυμα, και ο Ιησούς επροπορεύετο από αυτούς. Και οι μαθηταί καθώς έβλεπαν τον διδάσκαλον να προχωρή προς το μαρτύριον κατελήφθησαν από θάμβος (εμπρός στο μεγαλείο της θυσίας που ακτινοβολούσε η μορφή του”. Και καθώς με σεβασμόν τον ακολουθούσαν, εφοβούντο δι' όσα έμελλον να γίνουν εις Ιεροσόλυμα.

Επήρε πάλιν τους δώδεκα ο Κυριος και ήρχισε να λέγη εις αυτούς όσα έμελλον να του συμβούν. Έλεγε δηλαδή ότι “ιδού αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον, και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης. Και θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν, και την τρίτην ημέραν θα αναστηθή”.

Και έρχονται προς αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, και λέγουν· “διδάσκαλε, θέλομεν να μας κάμης αυτό που θα ζητήσωμεν”. Αυτός δε τους είπε· “τι θέλετε να σας κάμω;” Εκείνοι απήντησαν· “όταν ως ένδοξος βασιλεύς καθίσης στον βασιλικόν θρόνον της Ιερουσαλήμ, δος μας να καθίσωμεν ένας εκ δεξιών σου και ένας εξ αριστερών σου”. Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν ξέρετε τι ζητείτε.

Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου και του μαρτυρίου, το οποίον εγώ πίνω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” Εκείνοι δε χωρίς καλά-καλά να σκεφθούν, του είπαν· “ημπορούμεν”. Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “το μεν ποτήριον του μαρτυρίου, το οποίον εγώ έντος ολίγου πίνω, θα το πίετε και το βάπτισμα της οδύνης και του αίματος και της θυσίας, το οποίον εγώ έντος ολίγου θα βαπτισθώ, θα το βαπτισθήτε.

(Διότι και σεις θα δοκιμάσετε οδύνας και διωγμούς εξ αιτίας της πίστεώς σας εις εμέ). Το να καθίσετε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εις την εξουσίαν μου να το δώσω εις όποιον απλώς μου το ζητήσει, αλλά θα δοθή στους αξίους, εις αυτούς δηλαδή που θα ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιον και θα αγωνισθούν, δια τους οποίους άλωστε και έχει ετοιμασθή”. Οι άλλοι δέκα, όταν ήκουσαν αυτά, ήρχισαν να αγανακτούν δια την φιλόδοξον αυτήν συμπεριφοράν του Ιακώβου και του Ιωάννου.

Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “ξέρετε, ότι αυτοί που προβάλλονται σαν άρχοντες των εθνών, συμπεριφέρονται προς τους λαούς σαν να ήσαν απόλυτοι κύριοι αυτών. Και εκείνοι που κατέχουν ανάμεσα στους ανθρώπους μεγάλα αξιώματα, κάνουν κακήν χρήσιν της εξουσίας των και καταδυναστεύουν αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους των. Δεν πρέπει όμως τέτοια εγωιστική τάσις και συμπεριφορά να παρατηρήται ματαξύ σας. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, πρέπει να γίνη υπηρέτης σας, που να σας εξυπηρετή με αγάπην.

Και όποιος από σας θέλει να γίνη πρώτος, πρέπει να γίνη δούλος όλων και να συμπεριφέρεται με την ταπεινοφροσύνην και την υπομονήν και υπακοήν του δούλου. Διότι και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να εξυπηρετηθή από τους ανθρώπους, αλλά να τους εξυπηρετήση και να δώση την ψυχήν αυτού λύτρον και αντάλλαγμα, δια να ελευθερωθούν πολλοί από την ενόχην της αμαρτίας και τον αιώνιον θάνατον”.