Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.

Ομιλίες στο βιβλίο της Αποκάλυψης του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου από το μακαριστό γέροντα π. Αθανάσιο Μυτιληναίο.





ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ : ΑΓΩΝΑΣ α.Φ.188 
http://www.agonas.org
Ερμηνεία εις την Αποκάλυψη 1η συνέχεια από τη 4η Ομιλία που έγινε στις 9-11-1980
Ὁμιλία 4η στήν Ἀποκάλυψη
Ἀποκ. 1, 4β-5α
Ἀ­νά­λυ­ση τοῦ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος». – Ἡ «χά­ρις» καί ἡ «εἰ­ρή­νη» ἀ­πό τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.
«Ἰ­ω­άν­νης ταῖς ἑ­πτὰ ἐκ­κλη­σί­αις ταῖς ἐν τῇ Ἀ­σί­ᾳ· χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρὴ­νη ἀ­πὸ Θε­οῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος, καὶ ἀ­πὸ τῶν ἑ­πτὰ πνευ­μά­των, ἃ ἐ­νώ­πι­ον τοῦ θρό­νου αὐ­τοῦ,
»καὶ ἀ­πὸ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ὁ μάρ­τυς ὁ πι­στός, ὁ πρω­τό­το­κος τῶν νε­κρῶν καὶ ὁ ἄρ­χων τῶν βα­σι­λέ­ων τῆς γῆς. τῷ ἀ­γα­πῶν­τι ἡ­μᾶς καὶ λού­σαν­τι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἡ­μῶν ἐν τῷ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ,
»καὶ ἐ­ποί­η­σεν ἡ­μᾶς βα­σι­λεί­αν, ἱ­ε­ρεῖς τῷ Θε­ῷ καὶ πα­τρὶ αὐ­τοῦ, αὐ­τῷ ἡ δό­ξα καὶ τὸ κρά­τος εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων· ἀ­μήν.»1
«Χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη ἀ­πὸ Θε­οῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος, καὶ ἀ­πὸ τῶν ἑ­πτὰ πνευ­μά­των, ἃ ἐ­νώ­πι­ον τοῦ θρό­νου αὐ­τοῦ, καὶ ἀ­πὸ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.»
Ἔ­χου­με ἐ­δῶ μί­α θαυ­μά­σι­α, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἀ­να­φο­ρά, ὅ­πως θά δοῦ­με, στόν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό.
Ἡ σύν­τα­ξη «ἀ­πὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» εἶ­ναι σό­λοι­κη, δη­λα­δή ἀ­σύν­τα­κτη πρό­τα­ση. Θά ἔ­πρε­πε νά ἦ­ταν «ἀ­πὸ τοῦ ὄν­τος»· ὄ­χι «ἀ­πὸ ὁ ὢν». Ὅ­πως ὁ­μοί­ως σό­λοι­κο, μά­λι­στα φο­βε­ρά ὑ­περ­βο­λι­κό, εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τό «ὁ ἦν». Ἐ­κεῖ­νο τό «ἦν» εἶ­ναι ὁ πα­ρα­τα­τι­κός τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί, πού θά πεῖ ἦ­ταν. Καί βά­ζει ἄρ­θρο στό ρῆ­μα... ἄρ­θρο στό ρῆ­μα! σάν νά λέ­γα­με ὁ παί­ζω... ὁ γρά­φω...! Τε­λεί­ως ἀ­σύν­τα­κτο καί ἄ­γνω­στο στή γλῶσ­σα μας.
Ἀλ­λά πρό­κει­ται, ἀ­γα­πη­τοί μου, γιά ἕ­ναν σκό­πι­μο σο­λοι­κι­σμό, πού δέν ἔ­χει τί ἄλ­λο πα­ρά νά προ­κα­λέ­σει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀ­να­γνώ­στου. Αὐ­τό τό βλέ­που­με ὅ­τι πρό­κει­ται γιά ἕ­ναν σκό­πι­μο σο­λοι­κι­σμό καί ὄ­χι ἁ­πλῶς για­τί προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­γράμ­μα­το ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι ἡ πα­ρα­κά­τω σύν­τα­ξη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ὀρ­θή, πού λέ­ει: «χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη... ἀ­πὸ τῶν ἑ­πτὰ πνευ­μά­των», σω­στά, γε­νι­κή, «...καὶ ἀ­πὸ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ», πο­λύ σω­στά. Συ­νε­πῶς, ἐ­νῶ τά πα­ρα­κά­τω εἶ­ναι σέ σω­στή σύν­τα­ξη, αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­σύν­τα­κτο.
Ὅ­πως λοι­πόν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μαστε, ὁ ἱ­ε­ρός Συγ­γρα­φέας θέ­λει μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο νά ἐκ­φρά­σει τό ἄ­κλι­το· διότι «ἀ­πό ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν» –«ὁ ὢν» θά πεῖ ὁ Ὑ­πάρ­χων· εἶ­ναι με­το­χή τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί. Ὅ­πως σᾶς εἶ­πα, τό ἦν εἶ­ναι πα­ρα­τα­τι­κός τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί. Θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει ὁ ἱ­ε­ρός Συγ­γρα­φέ­ας τό ἄ­κλι­το καί ἀ­ναλ­λοί­ω­το καί αἰ­ώ­νιο τῆς Θε­ό­τη­τος, πού ἐκ­προ­σω­πεῖται ἐ­δῶ ἀ­πό τόν Πα­τέρα, ὅπως φα­νέ­ρω­νε καί τό ὄ­νο­μα Jah­ve, τό τε­τρα­γράμ­μα­το αὐ­τό ἱ­ε­ρό καί μυ­στη­ρι­ῶ­δες ὄ­νο­μα, Jah­ve, πού θά πεῖ Κύ­ριος ἤ ὁ Ὢν. Οἱ Ἑ­βδο­μή­κον­τα με­τα­φρά­ζουν «Κύ­ριος», ἀλ­λά ὁ­μοί­ως ἀ­να­φέ­ρουν καί τό «ὁ ὢν», ὁ Ὑ­πάρ­χων.
Αὐ­τό τό ὑ­περ­φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο, στόν μέν λό­γο ἐκ­φρά­ζε­ται μέ ἕ­ναν σο­λοι­κι­σμό, στόν δέ χῶ­ρο τῆς ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τό ἀν­τιρ­ρε­α­λι­στι­κό. Γι’ αὐ­τό θά δεῖ­τε πολ­λούς Παν­το­κρά­το­ρες, σέ τρούλ­λους ζω­γρα­φι­σμέ­νους, ἤ σέ φο­ρη­τές ἀ­κό­μη εἰ­κό­νες –χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός μάλιστα ὁ Παν­το­κρά­τωρ τῆς Μο­νῆς Δαφ­νί­ου– ἔ­χει ἕ­να ἐ­ξαμ­βλω­μέ­νο χέ­ρι, ἕ­να χέ­ρι μέ ρό­ζους, πλα­τύ, φο­βε­ρό! Δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τό ὡ­ραῖ­ο χέ­ρι, τό να­του­ρα­λι­στι­κό, τό φυ­σι­κό, τό χυ­τό, τό ὄ­μορ­φο, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο τό ἐ­ξαμ­βλω­τι­κό χέ­ρι. Εἶ­ναι πράγ­μα­τι τοῦ ἁ­γι­ο­γρά­φου λά­θος; χον­δρο­ει­δής ἄ­γνοι­α νά το­πο­θε­τη­θεῖ ζω­γρα­φι­κά; Ἄ­πα­γε! Ἐ­πί­τη­δες τό κάνει· για­τί θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει, μέ αὐ­τό τό ἐ­ξαμ­βλω­μέ­νο χέ­ρι, ἕ­να χέ­ρι ὑ­περ­φυ­σι­κό, πού εὐ­λο­γεῖ ὑ­περ­φυ­σι­κά. Δέν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο χέ­ρι· εἶ­ναι θεῖ­ο χέ­ρι. Καί πῶς θά ἐκ­φρά­σει τό ὑ­περ­φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο; πα­ρά μέ κά­τι τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἀν­τιρ­ρε­α­λι­στι­κό, ἀν­τι­να­του­ρα­λι­στι­κό. Γι’ αὐ­τόν τόν λό­γο δέν μᾶς πα­ρα­ξε­νεύ­ει τό ὅ­τι βρί­σκου­με στόν λό­γο γιά τήν ἔκ­φρα­ση τοῦ ὑ­περ­φυ­σι­κοῦ στοι­χεί­ου τόν σο­λοι­κι­σμό, τό ἀ­σύν­τα­κτο, αὐ­τό τό «ἀ­πὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος».
Ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας Και­σα­ρεί­ας γρά­φει σχε­τι­κά τό ἑ­ξῆς: «Χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη ἀ­πὸ τῆς τρι­συ­πο­στά­του Θε­ό­τη­τος.». Δη­λα­δή ὁ χαι­ρε­τι­σμός πρός ἐ­σᾶς τούς πα­ρα­λή­πτες, πού εἶ­στε οἱ ἑ­πτά Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, καί ὁ χαι­ρε­τι­σμός εἶ­ναι ″ἡ χά­ρις καί ἡ εἰ­ρή­νη ἀ­πό τήν τρι­συ­πό­στα­τη Θε­ό­τη­τα″. Δη­λα­δή τό «ἀ­πὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς οἱ πε­ρι­πτώ­σεις τῶν τριῶν Προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Καί ἐ­ξη­γεῖ ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας καί λέ­ει: «Διὰ μὲν γὰρ τοῦ, ὁ ὢν, ὁ Πα­τὴρ δη­λοῦ­ται· ὁ χρη­μα­τί­σας τῷ Μω­ϋ­σῇ, Ἐ­γώ εἰ­μι, [λέ­γων,] ὁ ὢν· διὰ δὲ τοῦ, ὁ ἦν, ὁ Λό­γος, ὃς ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρὸς τὸν Θε­όν· διὰ δὲ τοῦ, ὁ ἐρ­χό­με­νος, ὁ Πα­ρά­κλη­τος, ὁ ἀ­εὶ ἐ­πι­φοι­τῶν τοῖς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τέ­κνοις δι­ὰ τοῦ ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος.» 2. Ὡ­ραῖ­α τά λέ­ει ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας, θαυ­μά­σι­α.
Λέ­ει λοι­πόν ὅ­τι ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν»..... Ἐ­γώ θά ἔ­λε­γα αὐ­τό. Ὅ­ταν λέ­ει «ἀ­πὸ Θε­οῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν...», ἐ­κεῖ, ἀ­πό τό «ἀ­πὸ Θε­οῦ», θά βά­ζα­με ἄ­νω-κά­τω τε­λεί­α, θά βά­ζα­με εἰ­σα­γω­γι­κά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὅ­ταν θέ­λου­με νά ποῦ­με τόν τίτ­λο μιᾶς ἑ­ται­ρεί­ας ἤ ὅ,τι ἄλ­λο, μιᾶς φρά­σε­ως στε­ρε­ό­τυ­πης, τήν ἀ­φή­νου­με στή σύν­τα­ξή της, ὅ­πως εἶ­ναι, καί τήν βά­ζου­με σέ εἰ­σα­γω­γι­κά γιά νά ἐκ­φρά­σου­με αὐ­τό κα­τά ἀ­ναλ­λοί­ω­το τρό­πο. Ἔ­τσι λοι­πόν αὐ­τή ἡ ἔκ­φρα­ση, «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος», εἶ­ναι κα­τά κά­ποιο τρό­πο ἐ­πε­ξή­γη­ση τῆς λέ­ξε­ως Θε­ός. Αὐ­τό εἶ­ναι. Καί πράγ­μα­τι, ἀ­κοῦ­στε το –ὅ­ταν θέ­λου­με νά τό δοῦ­με πιό ἀ­να­λυ­τι­κά.
Ὅ­ταν λέ­ει «Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ὤν.» –πό­τε;– ὅ­ταν ὁ Μω­ϋ­σῆς ρώ­τη­σε τόν ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ –εἶ­ναι στό βι­βλί­ο τῆς Ἐ­ξό­δου, στό 3ο κε­φά­λαι­ο, στί­χος 14· εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το χω­ρί­ο αὐ­τό, πα­ρα­κα­λῶ, ἀ­πό ὁ­λό­κλη­ρη τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το χω­ρί­ο! ὅ­πως καί τό 6ο κε­φά­λαι­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως, ὅπως καί τό 6ο τοῦ Ἡ­σα­ΐ­ου· εἶ­ναι πα­ράλ­λη­λα– «Κύ­ρι­ε, ποι­ό τό ὄ­νο­μά Σου; Τί θά πῶ στούς συμ­πα­τρι­ῶ­τες μου ὅ­ταν θά πά­ω στήν Αἴ­γυ­πτο; Θά μοῦ ποῦν: ″Ποι­ός Θε­ός σέ στέλ­νει;″.» Καί ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ρι­ος: «Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ὤν.»3, εἶ­μαι ὁ Ὑ­πάρ­χων.
Ἐ­άν λοι­πόν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι ὁ­μι­λεῖ ἐ­κεῖ ὁ Πα­τήρ, ἐ­δῶ τό­τε, ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν», εἶ­ναι ὁ Πα­τήρ. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἦν»..... εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού δι­α­τυ­πώ­νει ὁ ἴ­διος ὁ ἱ­ε­ρός Εὐ­αγ­γε­λι­στής στό εὐ­αγ­γέ­λιό του, πού λέ­ει: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος». Στήν ἀρ­χή, δη­λα­δή ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος. Συ­νε­πῶς αὐ­τό τό «ὁ ἦν» ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Υἱ­ό. Ὡς πρός δέ τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος», ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Πα­ρά­κλη­το, τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, τό Ὁ­ποῖ­ο ἦλ­θε καί μέ­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἁ­γιά­ζει τά τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ δι­ά τοῦ ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος.
Ἄλ­λά ὅ­μως θά μπο­ρού­σα­με ἀ­κό­μη νά ση­μει­ώ­σου­με τά ἑ­ξῆς. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν», ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἦν» καί ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἐρ­χό­με­νος», αὐ­τά καί τά τρί­α πε­ρι­κλεί­ουν τό ἅπαν τοῦ χρό­νου· ἔ­χουν μέ­σα τό πα­ρόν –ὅ­ταν λέ­ει «ὁ Ὑ­πάρ­χων», Αὐ­τός πού ὑ­πάρ­χει τώ­ρα, καί πάν­τα ὑ­πάρ­χει– ..... Φυ­σι­κά καί μό­νο του τό «ὁ ὢν» πε­ρι­έ­χει μέ­σα του, τό ὄ­νο­μα «ὁ ὢν», καί τό πα­ρόν καί τό πα­ρελ­θόν καί τό μέλ­λον. Ὅ­μως κα­τά ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρο τρό­πο, ἐ­φ’ ὅ­σον ἔ­χου­με τό «ὁ ὢν», ἔ­χου­με τό «ὁ ἦν», δη­λα­δή Αὐ­τός πού ὑ­πῆρ­χε καί Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται, καί πάν­τα ἔρ­χε­ται, ἐδῶ βλέ­που­με νά πε­ρι­κλεί­ε­ται τό ἅ­παν τοῦ χρό­νου, δη­λα­δή τό πα­ρόν, τό μέλ­λον καί τό πα­ρελ­θόν, μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο χρό­νο κι­νεῖ­ται ὁ Θε­ός –μπά!– ξε­περ­νᾶ ὁ Θεός τόν χρό­νο, εἶ­ναι ἔ­ξω καί ἀ­πό τό πα­ρόν καί ἀ­πό τό μέλ­λον καί ἀ­πό τό πα­ρελ­θόν, δι­ό­τι γιά τόν Θε­ό δέν ὑ­πάρ­χει χρό­νος. Συ­νε­πῶς μ’ αὐ­τή τήν χρο­νι­κή ἔκ­φρα­ση θέ­λει νά δεί­ξει ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὑ­πέρ­χρο­νος.
Ἀ­κό­μα ἡ ὀ­νο­μα­σί­α πού δί­δε­ται ἀ­πό τόν εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» παίρ­νει μιά ἐν­τε­λῶς ἰ­δι­ά­ζου­σα χροι­ά. Δη­λα­δή. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν», πού δεί­χνει κά­τι πού ὑ­πάρ­χει τώ­ρα, κά­τι πού ὑ­πῆρ­χε πρῶ­τα, πάν­τα, αὐ­τό ἐκ­φρά­ζει τόν Θε­ό, καί ἐκ­φρά­ζει τήν θεί­α φύ­ση. Ὅ­ταν λέ­ει «ὁ ἐρ­χό­με­νος», ἐ­δῶ ἐκ­φρά­ζει τόν Θε­ό μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α· διότι ὁ Θε­ός δέν με­τα­κι­νεῖ­ται. Ὀρ­θά εἶ­χε πεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὅ­τι εἶ­ναι «τὸ πρῶ­τον κι­νοῦν ἀ­κί­νη­τον»4, πού κι­νεῖ τά πάν­τα, εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή τῆς κι­νή­σε­ως, ἡ Ἀρ­χή τοῦ παν­τός, ἀλ­λά ὁ Αὐτός, ὁ Θεός, μέ­νει ἀ­κί­νη­τος. Τί θά πεῖ ἀ­κί­νη­τος; Ἀ­φοῦ πλη­ροῖ τά πάν­τα, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κι­νεῖ­ται. Δι­ό­τι κι­νοῦ­μαι ὅ­ταν κα­τα­λαμ­βά­νω ἕ­να ση­μεῖ­ο τοῦ χώ­ρου, ἐ­νῶ ἕ­να ἄλ­λο δέν τό κα­τα­λαμ­βά­νω, καί πη­γαί­νω, φεύ­γω ἀ­πό τό πρῶ­το μου ση­μεῖ­ο καί πη­γαί­νω στό δεύ­τε­ρο σημεῖο, γιά νά τό κα­τα­λά­βω τό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο. Τό­τε περ­πα­τῶ, τό­τε πη­γαί­νω, τό­τε ἔρ­χο­μαι. Ἀλ­λά, ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθε, ὁ Θε­ός εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών, καί γιά τόν Θε­ό δέν ὑ­πάρ­χει τό πή­γαι­νε καί ἔ­λα· τό πή­γαι­νε καί ἔ­λα ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ. Συ­νε­πῶς τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος» ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν θεί­α φύ­ση πού προσ­λαμ­βά­νει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση· στόν Θε­ό Λό­γο, πού γί­νε­ται ἄν­θρω­πος. Ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τό τοῦ Κυ­ρί­ου, πού εἶ­πε στούς Μα­θη­τές Του –εἶ­ναι στό Κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην: «ὑ­πά­γω καὶ ἔρ­χο­μαι»5, θά πά­ω καί θά ἔρ­θω· αὐ­τό τό ὑ­πά­γειν καί ἔρ­χε­σθαι τοῦ Θε­οῦ· πού κι­νεῖ­ται ὁ Θε­ός μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λά πά­ντα  μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νή Του φύ­ση.
Ἀλ­λά εἶ­ναι ἀ­κό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὅ­τι ἐ­νῶ ὁ Θε­ός πάν­το­τε εἶ­ναι «ὁ Ὑ­πάρ­χων», σέ χρό­νο ἐ­νε­στῶ­τα, πού δεί­χνει τήν διάρ­κει­α, ταυ­το­χρό­νως εἶ­ναι καί «ὁ ἐρ­χό­με­νος» –ἐ­νε­στώς καί ἐ­δῶ· με­το­χή ἐ­νε­στῶ­τος– πού δεί­χνει ὅ­τι πάν­το­τε ἔρ­χε­ται. Ἔ­τσι βλέ­που­με ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ὁ Θε­ός, ὁ αἰ­ώ­νιος Θε­ός, «ὁ ὢν», πού πάν­τα ἔρ­χε­ται, πο­τέ δέν ἄ­φη­σε τόν κό­σμο καί τήν Ἱ­στο­ρί­α, δι­ό­τι ὁ Θεός πάν­το­τε ἔρ­χε­ται.
Ἀλ­λά αὐ­τό τό πάν­το­τε, πού ἐκ­φρά­ζει τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος», ἔ­χει καί τίς ἔ­κτα­κτες πε­ρι­πτώ­σεις. Τό βλέ­που­με αὐ­τό στήν Πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή ὡς ἑ­ξῆς: «ἔ­τι μι­κρὸν ὅ­σον ὅ­σον, ὁ ἐρ­χό­με­νος ἥ­ξει καὶ οὐ χρο­νι­εῖ»6. Λέ­ει ἀ­κό­μα λί­γο· νά, τώ­ρα δά· «ὅ­σον ὅ­σον»· Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται θά ἔλ­θει. Ἀ­κοῦ­στε ἔκ­φρα­ση· «ὁ ἐρ­χό­με­νος ἥ­ξει»! Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται πάν­το­τε θά ἔλ­θει! Μά πῶς θά ἔλ­θει, ἀ­φοῦ ἔρ­χε­ται πάν­το­τε; Ἔ, λοιπόν... «καὶ οὐ χρο­νι­εῖ»6, δέν θά ἀρ­γή­σει!... Μά πῶς δέν θά ἀρ­γή­σει, ἀ­φοῦ πάν­το­τε ἔρ­χε­ται;
Ἔ, τό «ὁ ἐρ­χό­με­νος» δεί­χνει τόν Θε­ό πού πάν­τα ἔρ­χε­ται μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α. Ὁ Θε­ός εἶναι πάν­το­τε μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α, καί ἐ­φο­ρᾶ, βλέ­πει τόν κό­σμο· τά σύμ­παν­τα «ἐν χει­ρὶ Θε­οῦ»7, ὅ­λα εἶ­ναι στό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ· ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο τό «ἥ­ξει», θά ἔλ­θει, εἶ­ναι οἱ ἔ­κτα­κτες ἐμ­φα­νί­σεις τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Θε­οῦ Λό­γου.
Ἀ­κό­μα ἡ δι­α­τύ­πω­ση «εἰ­ρή­νη ἀ­πὸ Θε­οῦ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος» ση­μαί­νει τόν Θε­ό Πα­τέ­ρα μό­νο. Βλέ­πε­τε ὅ­τι ὅ­πως νά τό δοῦ­με τό θέ­μα, εἶ­ναι τό­σο πλού­σιο.
Λέ­ει πά­λι ὁ ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας Και­σα­ρεί­ας –ὁ­λό­κλη­ρη ἡ φρά­ση τώ­ρα ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Πα­τέ­ρα, καί «ὁ ὢν» καί «ὁ ἦν» καί «ὁ ἐρ­χό­με­νος»: «τοῦ πε­ρι­έ­χον­τος ἐν ἑ­αυ­τῷ πάν­των τῶν ὄν­των τήν τε ἀρ­χήν, τά τε μέ­σα, καὶ τὰ τε­λευ­ταῖ­α»8, εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χή τοῦ παν­τός, πού ἡ ἀρ­χή, τό μέ­σον καί τό τέ­λος βρί­σκον­ται μέ­σα στόν Θεό.
(Συνεχίζεται)
1. Ἀποκ. 1, 4-6.
2. Ἅγ. Ἀνδρέας Καισαρείας, Εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου Θεολόγου, J.P.Migne, P.G., τόμ. 106, Λόγος Α΄, κεφ. Α΄, Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθῆναι 2001, σελ. 221D.
 3. Ἔξοδ. 3, 14.
4 . Βλ. Ἀριστοτέλης, De la generation et de la corruption, GC 324b. 12, ἔκδ. Les Belles Lettres, Paris 1966. Aristotle’s metaphysics, 2 vols. 1012b.31, ἔκδ. Clarendon Press, Oxford 1924. Aristotelis physica, 86.31.12, ἔκδ. Clarendon Press, Oxford 1950.
5. Ἰωάν. 14, 28.
 6. Ἑ¬βρ. 10, 37.
7. Πρβλ. Σ. Σειρ. 10, 4. Ψαλ. 118, 91. Ἡσ. 62, 3.
8. Ἅγ. Ἀνδρέας Καισαρείας, Εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου Θεολόγου, J.P.Mig¬ne, P.G., τόμ. 106, Λόγος Α΄, κεφ. Α΄, Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθῆναι 2001, σελ. 224Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου