Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Κριτική στο βιβλίο του Γ.Πατρώνου «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση» (1)
ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Τοῦ κ. Ν. Σωτηροπούλου, θεολόγου – φιλολόγου
(1ον)
῾Ο ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καθηγητὴς τῆς ἱερᾶς
ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, κ. Γεώργιος Πατρῶνος συνέγραψε βιβλίο μὲ τὸν
τίτλο «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ
προσέγγιση». Τὸ βιβλίο ἐξέδωσε ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία καὶ προλόγισε
ἐπαινετικῶς ὁ Γενικὸς Διευθυντὴς τῆς ᾿Αποστολικῆς Διακονίας, ὁ Φαναρίου
᾿Αγαθάγγελος.
᾿Εμεῖς δὲν θὰ ἐπαινέσωμε τὸ βιβλίο, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐλέγξωμε καὶ θὰ τὸ
ψέξωμε, διότι περιέχει πλῆθος αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ συγγραφέως.
᾿Εκφράζουμε δὲ τὴ λύπη μας, ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη ἄλλων ᾿Ορθοδόξων, γιὰ τὴν
᾿Αποστολικὴ Διακονία, ἡ ὁποία ἐξέδωσε τέτοιο βιβλίο, καὶ γιὰ τὸν
᾿Επίσκοπο, ὁ ὁποῖος τὸ προλόγισε... Καὶ
παρακαλοῦμε τὸν ᾿Αρχιεπίσκοπο κ. ῾Ιερώνυμο καὶ τὴν ῾Ι. Σύνοδο νὰ
ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος. Δὲν εἶνε δυνατὸ ἡ αὐτὴ πηγή, ἡ ᾿Αποστολικὴ
Διακονία, νὰ «βρύῃ τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν» (᾿Ιακ. γ´ 11). Τὸ πικρότερο
πρᾶγμα στὸ θρησκευτικὸ χῶρο εἶνε ἡ αἵρεσι.
Πολλὲς παρατηρήσεις θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε πάνω στὰ λόγια καὶ στὶς ἀντιλήψεις τοῦ κ. Πατρώνου στὸ ἐν λόγῳ βιβλίο. ᾿Αλλὰ θὰ κρίνωμε τὸ βιβλίο ὡς πρὸς ὡρισμένα μόνο σημεῖα, τὰ χειρότερα καὶ τὰ πλέον ἀπαράδεκτα.
᾿Επειδὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου εἶνε προφητικὸ βιβλίο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, δὲν παραδέχεται ὁ κ. Πατρῶνος, γράφει γιὰ τὴν προφητεία· «Προφητεία πολλοὶ νομίζουν, ὅτι εἶναι ἡ ἱκανότητα καὶ δυνατότητα νὰ διεισδύει κανεὶς στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγει τὰ ἐρχόμενα γεγονότα κατὰ ἕνα μηχανιστικὸ τρόπο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα» (σελ. 33). Λάθος, κ. Πατρῶνε! Δὲν ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δίδουν στὴν προφητεία τὴν ἔννοια, τὴν ὁποία σεῖς ἀποδίδετε σ᾿ αὐτούς. Οἱ χριστιανοὶ δὲν νομίζουν, ὅτι ἔχει κάποιος τὴν ἱκανότητα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ διεισδύῃ στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό. Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι προφητεία εἶνε ἡ πρόγνωσι καὶ πρόρρησι μελλόντων γεγονότων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναται κανεὶς νὰ συμπεράνῃ ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος, ἀλλ᾿ ὁ προφήτης τὰ προγνωρίζει καὶ τὰ προλέγει, διότι δέχεται ἀποκάλυψι ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε ὑπεράνω τῆς σχετικότητος τοῦ χρόνου καὶ γνωρίζει τὰ μέλλοντα. ᾿Επίσης οἱ χριστιανοὶ δὲν φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα ἀνεξαρτήτως πρὸς ὡρισμένα πράγματα, ἀλλὰ φρονοῦν ὅτι προλέγει δυσάρεστα ἢ εὐχάριστα γεγονότα τοῦ μέλλοντος μὲ σκοπό, ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ εὐχάριστα γεγονότα, νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς πιστοὺς στὶς παροῦσες δοκιμασίες καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσῃ, ὅταν δὲ πρόκειται γιὰ δυσάρεστα γεγονότα, νὰ τοὺς προετοιμάσῃ ἐν ὄψει αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ «πέσουν ἀπὸ τὰ σύννεφα». ᾿Επίσης προλέγει τὰ μέλλοντα, γιὰ νὰ πιστεύσουν καλοπροαίρετοι ἄπιστοι, καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν στὴν πίστι πιστοί, ὅταν οἱ προφητεῖες ἐκπληρωθοῦν. Θεωροῦμε δὲ ὕβρι κατὰ τῶν χριστιανῶν τὸν ἰσχυρισμό, ὅτι φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό.
῾Ο κ. Πατρῶνος γιὰ τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γράφει· «Στὰ προφητικὰ κυρίως βιβλία ἔχουμε μόνο ἕνα εἶδος προσδοκίας στὴ μελλοντικὴ ἔλευση ἑνὸς Μεσσία, καὶ μάλιστα τοῦ βασιλικοῦ γένους Δαβίδ, ἐγκοσμιοκρατικοῦ μᾶλλον χαρακτήρα καὶ ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας» (σελ. 73). Εὐτυχῶς ὁ κ. καθηγητὴς παραδέχεται ἕστω καὶ ἕνα μόνο εἶδος προφητικῆς προσδοκίας, τῆς προσδοκίας τοῦ Μεσσία. ᾿Αλλὰ δυστυχῶς, δυστυχέστατα, παρερμηνεύει καὶ διαστρέφει τὸ νόημα τῶν μεσσιακῶν προφητειῶν, ὅπως οἱ σωβινισταὶ καὶ σιωνισταὶ ῾Εβραῖοι. Διότι, ὅπως ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύει τὸ Μεσσία ὡς βασιλέα κοσμικοῦ χαρακτῆρος! ῾Ωραία ἑρμηνεία γιὰ τοὺς ῾Εβραίους, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν καὶ σταύρωσαν τὸν ᾿Ιησοῦ, διότι δὲν ἵδρυσε κοσμικὴ βασιλεία καὶ δὲν ἱκανοποίησε τοὺς ἐθνικούς τους πόθους! Καὶ μεγάλη βλασφημία κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δῆθεν προφητεύτηκε ὡς κοσμικὸς βασιλεύς! Εἶνε τυφλὸς ὁ κ. καθηγητὴς καὶ δὲν εἶδε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν θὰ ἵδρυε κοσμικὴ βασιλεία, ἀλλὰ θὰ ὑφίστατο παθήματα καὶ θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων; Οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶδε τὴ σαφεστάτη δήλωσι τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος, «῾Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»; (᾿Ιωάν. ιη´ 36).
Μία παράγραφος τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Πατρώνου φέρει τὸν τίτλο: Τὸ «προφητικὸ» στοιχεῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη (σελ. 36). Γιατί ὁ συγγραφεὺς τὴ λέξι «προφητικό» θέτει ἐντὸς εἰσαγωγικῶν; Διότι δὲν παραδέχεται προφητεῖες στὴν Καινὴ Διαθήκη. Νὰ εἴμεθα εὐχαριστημένοι, διότι συγκαταβαίνει καὶ παραδέχεται τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔστω καὶ ἂν τὶς διαστρέφῃ. Γράφει: «Θὰ ἦταν παράλογο, ἂν συνεχίζαμε νὰ δίνουμε νέες μελλοντικὲς διαστάσεις στὴν ἀρχαία προφητικὴ προσδοκία. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι “τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος” (᾿Αποκ. 22, 13), ὄχι μόνο κάθε ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀποκάλυψης μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική» (σελ. 36).
Γράφει ἐπίσης· «Στὴν Καινὴ Δια θήκη τονίζεται ὅτι ἡ προφητεία καὶ οἱ προφῆτες νοοῦνται μέχρι τοῦ ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ . Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ἔχουμε πλέον προφῆτες ἀλλὰ ψευδοπροφῆτες…῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τῆς προφητείας» (σελ. 39).
Λάθη καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ κ. καθηγητοῦ. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ματθ. 11, 13, «πάντες οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως ᾿Ιωάννου προεφήτευσαν», σημαίνει, ὅτι ὁ πρόδρομος ᾿Ιωάννης εἶνε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι προφήτευσαν τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ, δὲν σημαίνει, ὅτι μετὰ Χριστὸν δὲν ὑπάρχουν προφῆτες, ἀλλὰ μόνο ψευδοπροφῆτες. ῾Υπάρχουν καὶ μετὰ Χριστὸν ἀληθινοὶ προφῆτες. ᾿Αστόχως δὲ ὁ κ. Πατρῶνος χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ στὸ ᾿Αποκ. 22, 13, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴ θέσι του, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. Οἱ τρεῖς τίτλοι «τὸ Α καὶ τὸ Ω», «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», «ἀρχὴ καὶ τέλος» σημαίνουν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πάντοτε ὑπάρχων, ὁ Αἰώνιος, δὲν σημαίνουν, ὅτι εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. ῾Ο ῎Αγαβος δὲν ἦταν προφήτης, ὁ ὁποῖος προφήτευσε μελλοντικὰ πράγματα; (Πράξ. 11, 27–28 καὶ 21, 10–11). Οἱ ᾿Απόστολοι δὲν προφήτευσαν; ᾿Αναφέρουμε ὡρισμένα παραδείγματα: ῾Ο Πέτρος δὲν προφήτευσε ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν ψευδοδιδάσκαλοι, αἱρετικοί, ἀρνηταὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ ὅτι πολλοὶ θὰ τοὺς ἀκολουθοῦσαν; (Β´ Πέτρ. 2, 1–2). Καὶ ὁ Παῦλος δὲν προφήτευσε, ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν «λύκοι βαρεῖς», αἱρετικοί, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο; (Πράξ. 20, 29– 30). Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν προεῖπε τὴν ἵδρυσι καὶ τὸ ἀκατάλυτο τῆς ᾿Εκκλησίας του; (Ματθ. 16, 18). Δὲν προεῖπεν ἐπίσης τὰ γεγονότα τῶν ἐσχάτων καιρῶν πρὸ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (κεφ. 24), τοῦ Μάρκου (κεφ. 13) καὶ τοῦ Λουκᾶ (κεφ. 21); Καὶ γιὰ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστὸς εἶπε, «Καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (᾿Ιωάν. 16, 13). Καὶ ὁ Παῦλος γρά φει: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀπο στήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α´ Τιμ. 4, 1).
῞Οπως δὲ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἴχαμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη παρουσία του, ἔτσι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἰδίως στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἔχουμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴ δευτέρα παρουσία του. «᾿Ιδοὺ ἔρχεται…», φωνάζει ὀ ᾿Ιωάννης στὸ ᾿Αποκ. 1, 7.
῾Ο κ. Πατρῶνος κηρύττει καὶ τὴν αἵρεσι τῆς ἀποκαταστάσεως πάντων. Γράφει: «᾿Απὸ ὑπέρτατη ἀγάπη ἦρθε στὸν κόσμο, ἐνανθρώπησε καὶ θυσιάστηκε ὡς ᾿Αμνὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀγάπη καὶ πάλι θὰ ἔρθει στὸ μέλλον ἐν δόξῃ γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποκατάστασής του στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θέωσης ὅλων μας στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα» (σελ. 27). ῾Ο Χριστὸς μὲ τὴν πρώτη παρουσία του δὲν ἦλθεν «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (᾿Ιωάν. 3, 17. Βλέπε καὶ 12, 47). Δὲν ἦλθε δηλαδὴ γιὰ νὰ δικάσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ. Μὲ τὴ δευτέρα ὅμως παρουσία του ὁ Χριστὸς θὰ ἔλθῃ ὡς κριτής, γιὰ νὰ
κρίνῃ τὸν κόσμο κατὰ τὰ ἔργα ἑκάστου. Καὶ οἱ μὲν ἀγαθοὶ θὰ κληρονομήσουν «βασιλείαν» καὶ «ζωὴν αἰώνιον», οἱ δὲ κακοὶ θὰ παραπεμφθοῦν «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον», «εἰς κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 34, 41, 46). Πλῆθος εἶνε τὰ χωρία τῆς Γραφῆς, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ δευτέρα ἔλευσί του παρουσιάζουν τὸ Χριστὸ ὡς κριτὴ καὶ τιμωρὸ τῶν ἀμετανοήτων ἀσεβῶν. ᾿Αλλ᾿ ὁ κ. καθηγητὴς παραβλέπει αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν χωρίων καὶ διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία του θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ κόσμου στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θεώσεως ὅλων! ῞Οσοι συνεπῶς δὲν ἐπέτυχαν τὴ θέωσι στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ τὴν ἐπιτύχουν καὶ αὐτοὶ στὴ δευτέρα παρουσία! Καὶ θὰ τὴν ἐπιτύχουν «στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα». Τί σημαίνει ἡ τελευταία αὐτὴ φράσι, ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε. ῞Οτι δὲ ἡ κρίσι τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, τοῦτο ὁ κ. Πατρῶνος ὑποστηρίζει καὶ στὴ σελ. 112 τοῦ βιβλίου του, ὅπου καὶ παραπέμπει στὸ χωρίο Α´ Πέτρ. 4, 5, παραβλέποντας ὅτι ἐκεῖ ὁ ᾿Απόστολος λέγει γιὰ τοὺς ἀσώτους καὶ ἀσεβεῖς τοῦ προηγουμένου στίχ. 4, ὅτι «ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι», θὰ λογοδοτήσουν δηλαδὴ στὸν κριτὴ Χριστό, καὶ θὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὴν ἀσωτεία καὶ ἀσέβειά τους.
Κατὰ κόρον ὁ κ. Πατρῶνος ἐπικαλεῖται τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀγαπολόγοι τῆς ἐποχῆς μας. ᾿Αλλ᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνον ἀγάπη, εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶνε ἔννοια σύστοιχη μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κριτοῦ. Κριτὴς χωρὶς δικαιοσύνη καὶ τιμωρία τῶν κακοποιῶν, δὲν νοεῖται. Καὶ πῶς λοιπὸν οἱ ἀγαπολόγοι καταργοῦν μία ἰδιότητα τοῦ Κυρίου, τὴ δικαιοσύνη; ῞Οποιος δὲν ἐκτιμᾷ μία τόσο μεγάλη ἀγάπη καὶ θυσία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, εἶνε χυδαία ψυχὴ καὶ δικαίως ἀναθεματίζεται (Α´ Κορ. 16, 22) καὶ κολάζεται (Ματθ. 25, 46).
Στὸ τέλος τῆς σελ. 112 τοῦ βιβλίου του ὁ συγγραφεύς, ἐνῷ ἀλλοῦ μίλησε γιὰ ἐσχατολογικὴ ἀποκατάστασι τοῦ κόσμου καὶ θέωσι ὅλων (σελ. 27), ἀντιφάσκοντας τώρα πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁμιλεῖ γιὰ ἐσχατολογικὴ δικαίωσι τῶν πιστῶν, ὄχι ὅλων δηλαδή, καίτοι πάλι ὑποστηρίζει ὅτι ἡ κρίσι κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, καὶ ἄρα οὔτε οἱ κακοὶ θὰ καταδικασθοῦν. Τὰ λέγει καὶ ἔτσι, τὰ λέγει καὶ ἀλλιῶς ὁ κ. καθηγητὴς ἢ λόγῳ συγχύσεως, ἢ σκοπίμως, ὥστε, ὅταν κατηγορηθῇ γιὰ μία θέσι του, νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν ἄλλη θέσι του…
᾿Αλλὰ θὰ συνεχίσωμε.
Πολλὲς παρατηρήσεις θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε πάνω στὰ λόγια καὶ στὶς ἀντιλήψεις τοῦ κ. Πατρώνου στὸ ἐν λόγῳ βιβλίο. ᾿Αλλὰ θὰ κρίνωμε τὸ βιβλίο ὡς πρὸς ὡρισμένα μόνο σημεῖα, τὰ χειρότερα καὶ τὰ πλέον ἀπαράδεκτα.
᾿Επειδὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου εἶνε προφητικὸ βιβλίο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, δὲν παραδέχεται ὁ κ. Πατρῶνος, γράφει γιὰ τὴν προφητεία· «Προφητεία πολλοὶ νομίζουν, ὅτι εἶναι ἡ ἱκανότητα καὶ δυνατότητα νὰ διεισδύει κανεὶς στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγει τὰ ἐρχόμενα γεγονότα κατὰ ἕνα μηχανιστικὸ τρόπο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα» (σελ. 33). Λάθος, κ. Πατρῶνε! Δὲν ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δίδουν στὴν προφητεία τὴν ἔννοια, τὴν ὁποία σεῖς ἀποδίδετε σ᾿ αὐτούς. Οἱ χριστιανοὶ δὲν νομίζουν, ὅτι ἔχει κάποιος τὴν ἱκανότητα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ διεισδύῃ στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό. Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι προφητεία εἶνε ἡ πρόγνωσι καὶ πρόρρησι μελλόντων γεγονότων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναται κανεὶς νὰ συμπεράνῃ ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος, ἀλλ᾿ ὁ προφήτης τὰ προγνωρίζει καὶ τὰ προλέγει, διότι δέχεται ἀποκάλυψι ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε ὑπεράνω τῆς σχετικότητος τοῦ χρόνου καὶ γνωρίζει τὰ μέλλοντα. ᾿Επίσης οἱ χριστιανοὶ δὲν φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα ἀνεξαρτήτως πρὸς ὡρισμένα πράγματα, ἀλλὰ φρονοῦν ὅτι προλέγει δυσάρεστα ἢ εὐχάριστα γεγονότα τοῦ μέλλοντος μὲ σκοπό, ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ εὐχάριστα γεγονότα, νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς πιστοὺς στὶς παροῦσες δοκιμασίες καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσῃ, ὅταν δὲ πρόκειται γιὰ δυσάρεστα γεγονότα, νὰ τοὺς προετοιμάσῃ ἐν ὄψει αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ «πέσουν ἀπὸ τὰ σύννεφα». ᾿Επίσης προλέγει τὰ μέλλοντα, γιὰ νὰ πιστεύσουν καλοπροαίρετοι ἄπιστοι, καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν στὴν πίστι πιστοί, ὅταν οἱ προφητεῖες ἐκπληρωθοῦν. Θεωροῦμε δὲ ὕβρι κατὰ τῶν χριστιανῶν τὸν ἰσχυρισμό, ὅτι φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό.
῾Ο κ. Πατρῶνος γιὰ τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γράφει· «Στὰ προφητικὰ κυρίως βιβλία ἔχουμε μόνο ἕνα εἶδος προσδοκίας στὴ μελλοντικὴ ἔλευση ἑνὸς Μεσσία, καὶ μάλιστα τοῦ βασιλικοῦ γένους Δαβίδ, ἐγκοσμιοκρατικοῦ μᾶλλον χαρακτήρα καὶ ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας» (σελ. 73). Εὐτυχῶς ὁ κ. καθηγητὴς παραδέχεται ἕστω καὶ ἕνα μόνο εἶδος προφητικῆς προσδοκίας, τῆς προσδοκίας τοῦ Μεσσία. ᾿Αλλὰ δυστυχῶς, δυστυχέστατα, παρερμηνεύει καὶ διαστρέφει τὸ νόημα τῶν μεσσιακῶν προφητειῶν, ὅπως οἱ σωβινισταὶ καὶ σιωνισταὶ ῾Εβραῖοι. Διότι, ὅπως ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύει τὸ Μεσσία ὡς βασιλέα κοσμικοῦ χαρακτῆρος! ῾Ωραία ἑρμηνεία γιὰ τοὺς ῾Εβραίους, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν καὶ σταύρωσαν τὸν ᾿Ιησοῦ, διότι δὲν ἵδρυσε κοσμικὴ βασιλεία καὶ δὲν ἱκανοποίησε τοὺς ἐθνικούς τους πόθους! Καὶ μεγάλη βλασφημία κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δῆθεν προφητεύτηκε ὡς κοσμικὸς βασιλεύς! Εἶνε τυφλὸς ὁ κ. καθηγητὴς καὶ δὲν εἶδε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν θὰ ἵδρυε κοσμικὴ βασιλεία, ἀλλὰ θὰ ὑφίστατο παθήματα καὶ θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων; Οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶδε τὴ σαφεστάτη δήλωσι τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος, «῾Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»; (᾿Ιωάν. ιη´ 36).
Μία παράγραφος τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Πατρώνου φέρει τὸν τίτλο: Τὸ «προφητικὸ» στοιχεῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη (σελ. 36). Γιατί ὁ συγγραφεὺς τὴ λέξι «προφητικό» θέτει ἐντὸς εἰσαγωγικῶν; Διότι δὲν παραδέχεται προφητεῖες στὴν Καινὴ Διαθήκη. Νὰ εἴμεθα εὐχαριστημένοι, διότι συγκαταβαίνει καὶ παραδέχεται τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔστω καὶ ἂν τὶς διαστρέφῃ. Γράφει: «Θὰ ἦταν παράλογο, ἂν συνεχίζαμε νὰ δίνουμε νέες μελλοντικὲς διαστάσεις στὴν ἀρχαία προφητικὴ προσδοκία. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι “τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος” (᾿Αποκ. 22, 13), ὄχι μόνο κάθε ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀποκάλυψης μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική» (σελ. 36).
Γράφει ἐπίσης· «Στὴν Καινὴ Δια θήκη τονίζεται ὅτι ἡ προφητεία καὶ οἱ προφῆτες νοοῦνται μέχρι τοῦ ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ . Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ἔχουμε πλέον προφῆτες ἀλλὰ ψευδοπροφῆτες…῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τῆς προφητείας» (σελ. 39).
Λάθη καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ κ. καθηγητοῦ. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ματθ. 11, 13, «πάντες οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως ᾿Ιωάννου προεφήτευσαν», σημαίνει, ὅτι ὁ πρόδρομος ᾿Ιωάννης εἶνε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι προφήτευσαν τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ, δὲν σημαίνει, ὅτι μετὰ Χριστὸν δὲν ὑπάρχουν προφῆτες, ἀλλὰ μόνο ψευδοπροφῆτες. ῾Υπάρχουν καὶ μετὰ Χριστὸν ἀληθινοὶ προφῆτες. ᾿Αστόχως δὲ ὁ κ. Πατρῶνος χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ στὸ ᾿Αποκ. 22, 13, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴ θέσι του, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. Οἱ τρεῖς τίτλοι «τὸ Α καὶ τὸ Ω», «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», «ἀρχὴ καὶ τέλος» σημαίνουν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πάντοτε ὑπάρχων, ὁ Αἰώνιος, δὲν σημαίνουν, ὅτι εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. ῾Ο ῎Αγαβος δὲν ἦταν προφήτης, ὁ ὁποῖος προφήτευσε μελλοντικὰ πράγματα; (Πράξ. 11, 27–28 καὶ 21, 10–11). Οἱ ᾿Απόστολοι δὲν προφήτευσαν; ᾿Αναφέρουμε ὡρισμένα παραδείγματα: ῾Ο Πέτρος δὲν προφήτευσε ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν ψευδοδιδάσκαλοι, αἱρετικοί, ἀρνηταὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ ὅτι πολλοὶ θὰ τοὺς ἀκολουθοῦσαν; (Β´ Πέτρ. 2, 1–2). Καὶ ὁ Παῦλος δὲν προφήτευσε, ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν «λύκοι βαρεῖς», αἱρετικοί, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο; (Πράξ. 20, 29– 30). Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν προεῖπε τὴν ἵδρυσι καὶ τὸ ἀκατάλυτο τῆς ᾿Εκκλησίας του; (Ματθ. 16, 18). Δὲν προεῖπεν ἐπίσης τὰ γεγονότα τῶν ἐσχάτων καιρῶν πρὸ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (κεφ. 24), τοῦ Μάρκου (κεφ. 13) καὶ τοῦ Λουκᾶ (κεφ. 21); Καὶ γιὰ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστὸς εἶπε, «Καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (᾿Ιωάν. 16, 13). Καὶ ὁ Παῦλος γρά φει: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀπο στήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α´ Τιμ. 4, 1).
῞Οπως δὲ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἴχαμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη παρουσία του, ἔτσι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἰδίως στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἔχουμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴ δευτέρα παρουσία του. «᾿Ιδοὺ ἔρχεται…», φωνάζει ὀ ᾿Ιωάννης στὸ ᾿Αποκ. 1, 7.
῾Ο κ. Πατρῶνος κηρύττει καὶ τὴν αἵρεσι τῆς ἀποκαταστάσεως πάντων. Γράφει: «᾿Απὸ ὑπέρτατη ἀγάπη ἦρθε στὸν κόσμο, ἐνανθρώπησε καὶ θυσιάστηκε ὡς ᾿Αμνὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀγάπη καὶ πάλι θὰ ἔρθει στὸ μέλλον ἐν δόξῃ γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποκατάστασής του στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θέωσης ὅλων μας στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα» (σελ. 27). ῾Ο Χριστὸς μὲ τὴν πρώτη παρουσία του δὲν ἦλθεν «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (᾿Ιωάν. 3, 17. Βλέπε καὶ 12, 47). Δὲν ἦλθε δηλαδὴ γιὰ νὰ δικάσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ. Μὲ τὴ δευτέρα ὅμως παρουσία του ὁ Χριστὸς θὰ ἔλθῃ ὡς κριτής, γιὰ νὰ
κρίνῃ τὸν κόσμο κατὰ τὰ ἔργα ἑκάστου. Καὶ οἱ μὲν ἀγαθοὶ θὰ κληρονομήσουν «βασιλείαν» καὶ «ζωὴν αἰώνιον», οἱ δὲ κακοὶ θὰ παραπεμφθοῦν «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον», «εἰς κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. κε´ 34, 41, 46). Πλῆθος εἶνε τὰ χωρία τῆς Γραφῆς, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ δευτέρα ἔλευσί του παρουσιάζουν τὸ Χριστὸ ὡς κριτὴ καὶ τιμωρὸ τῶν ἀμετανοήτων ἀσεβῶν. ᾿Αλλ᾿ ὁ κ. καθηγητὴς παραβλέπει αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν χωρίων καὶ διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία του θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ κόσμου στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θεώσεως ὅλων! ῞Οσοι συνεπῶς δὲν ἐπέτυχαν τὴ θέωσι στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ τὴν ἐπιτύχουν καὶ αὐτοὶ στὴ δευτέρα παρουσία! Καὶ θὰ τὴν ἐπιτύχουν «στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα». Τί σημαίνει ἡ τελευταία αὐτὴ φράσι, ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε. ῞Οτι δὲ ἡ κρίσι τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, τοῦτο ὁ κ. Πατρῶνος ὑποστηρίζει καὶ στὴ σελ. 112 τοῦ βιβλίου του, ὅπου καὶ παραπέμπει στὸ χωρίο Α´ Πέτρ. 4, 5, παραβλέποντας ὅτι ἐκεῖ ὁ ᾿Απόστολος λέγει γιὰ τοὺς ἀσώτους καὶ ἀσεβεῖς τοῦ προηγουμένου στίχ. 4, ὅτι «ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι», θὰ λογοδοτήσουν δηλαδὴ στὸν κριτὴ Χριστό, καὶ θὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὴν ἀσωτεία καὶ ἀσέβειά τους.
Κατὰ κόρον ὁ κ. Πατρῶνος ἐπικαλεῖται τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀγαπολόγοι τῆς ἐποχῆς μας. ᾿Αλλ᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνον ἀγάπη, εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶνε ἔννοια σύστοιχη μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κριτοῦ. Κριτὴς χωρὶς δικαιοσύνη καὶ τιμωρία τῶν κακοποιῶν, δὲν νοεῖται. Καὶ πῶς λοιπὸν οἱ ἀγαπολόγοι καταργοῦν μία ἰδιότητα τοῦ Κυρίου, τὴ δικαιοσύνη; ῞Οποιος δὲν ἐκτιμᾷ μία τόσο μεγάλη ἀγάπη καὶ θυσία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, εἶνε χυδαία ψυχὴ καὶ δικαίως ἀναθεματίζεται (Α´ Κορ. 16, 22) καὶ κολάζεται (Ματθ. 25, 46).
Στὸ τέλος τῆς σελ. 112 τοῦ βιβλίου του ὁ συγγραφεύς, ἐνῷ ἀλλοῦ μίλησε γιὰ ἐσχατολογικὴ ἀποκατάστασι τοῦ κόσμου καὶ θέωσι ὅλων (σελ. 27), ἀντιφάσκοντας τώρα πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁμιλεῖ γιὰ ἐσχατολογικὴ δικαίωσι τῶν πιστῶν, ὄχι ὅλων δηλαδή, καίτοι πάλι ὑποστηρίζει ὅτι ἡ κρίσι κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, καὶ ἄρα οὔτε οἱ κακοὶ θὰ καταδικασθοῦν. Τὰ λέγει καὶ ἔτσι, τὰ λέγει καὶ ἀλλιῶς ὁ κ. καθηγητὴς ἢ λόγῳ συγχύσεως, ἢ σκοπίμως, ὥστε, ὅταν κατηγορηθῇ γιὰ μία θέσι του, νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν ἄλλη θέσι του…
᾿Αλλὰ θὰ συνεχίσωμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου