Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Καινή Διαθήκη

Καινή Διαθήκη





Κατά Ματθαίον

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι' ή 10ο

                     10,1     Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν.
                     10,1     Αφού προσεκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του ο Ιησούς, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα εκδιώκουν από τους δαιμονιζομένους και να θεραπεύουν κάθε αρρώστιαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν και καχεξίαν.

                     Τὰ ὀνόματα τῶν ἀποστόλων στ. 2-6

                     10,2     Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
                     10,2     Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τα εξής· πρώτος ο Σιμων, ο ονομαζόμενος Πετρος και Ανδρέας ο αδελφός του, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, και Ιωάννης ο αδελφός του·


                     10,3     Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος,
                     10,3     ο Φιλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Λεββαίος, ο οποίος είχε επονομασθή και Θαδδαίος.
                     10,4     Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν.
                     10,4     Ο Σιμων ο Κανανίτης, δηλαδή ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και παρέδωκεν τον Ιησούν.
                     10,5     Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε·
                     10,5     Αυτούς τους δώδεκα έστειλεν ο Ιησούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, αφού τους έδωκεν τας επομένας παραγγελίας· “εις δρόμον, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μη πορευθήτε και εις πόλιν Σαμαρειτών να μη εισέλθετε.
                     10,6     πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
                     10,6     Πηγαίνετε δε κατά προτίμησιν στους Ισραηλίτας, οι οποίοι μοιάζουν με πρόβατα απολωλότα.

                     Τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας στ. 7-15

                     10,7     πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
                     10,7     Και εκεί που θα πηγαίνετε, να κηρύσσετε και να λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών, έφθασε πλέον ο καιρός που θα ιδρυθή επί της γης η Εκκλησία.
                     10,8     ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
                     10,8     Σας δίδω εξουσίαν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μη εμπορευθήτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώστε.
                     10,9     μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν,
                     10,9     Μη αποκτήσετε και μη φυλάσσετε εις την ζώνην σας χρυσά νομίσματα, ούτε αργυρά, ούτε χάλκινα.
                     10,10   μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ.
                    10,10    Μη παίρνετε ούτε σακκούλι, δια να βάζετε τα τρόφιμα, που θα σας χρειασθούν στον δρόμον· ούτε δύο υποκάμισα ούτε υποδήματα, εκτός από αυτά που φορείτε, ούτε ράβδον. Διότι ο κάθε εργάτης δικαιούτε την τροφήν του. (Σεις δε είσθε οι πνευματικοί εργάται, στους οποίους οι άνθρωποι θα δώσουν ο,τι χρειάζεται, αφού άλλωστε δι' αυτούς κοπιάζετε).
                    10,11    εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε.
                    10,11    Εις όποιαν δε πόλιν η χωρίον εισέλθετε, πληροφορηθήτε ποιός είναι μεταξύ των κατοίκων ο ευϋπόληπτος και άξιος να σας φιλοξενήση. Και στο σπίτι αυτού μείνετε, έως ότου αναχωρήσετε από εκεί.
                    10,12    εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ.
                    10,12    Οταν δε εισέρχεσθε στο σπίτι αυτό, να χαιρετίσετε όλους και να ευχηθήτε λέγοντες· Η ειρήνη του Θεού ας έλθη στο σπίτι τούτο.
                    10,13    ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ᾿ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω.
                    10,13    Και αν μεν το σπίτι αυτό είναι άξιον να δεχθή την ειρήνην, ας έλθη η ειρήνη σας εις αυτό· εάν όμως δεν είναι άξιον, η ειρήνη σας ας γυρίση πάλιν εις σας.
                    10,14    καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν.
                    10,14    Και όποιος δεν θα σας δεχθή και δεν θα θελήση να ακούση το κήρυγμά σας, όταν βγαίνετε από το σπίτι εκείνο η από την πόλιν εκείνην, τινάξατε τελείως την σκόνην που έχει καθίσει εις τα πόδια σας (δια να δείξετε έτσι ότι δεν έχετε πλέον καμμίαν επικοινωνίαν με αυτούς).
                    10,15    ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας ἐν    ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.
                    10,15    Σας διαβεβαιώνω ότι περισσότερον επιεικής θα είναι η τιμωρία, κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως, δια τους κατοίκους της χώρας των Σοδόμων και Γομόρρας, παρά δια τους κατοίκους της πόλεως εκείνης, που αρνήθηκε να σας δεχθή.

                   Ἐντολὴ διὰ φρόνησιν καὶ ἁπλότητα στ. 16-25

                    10,16    ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί.
                    10,16    Ιδού εγώ σας στέλνω ωσάν ήμερα και άκακα πρόββατα ανάμεσα σε αιμοβόρους λύκους. Δι' αυτό και σας συμβουλεύω να είσθε φρόνομοι σαν τα φίδια (τα οποία εις ώραν κινδύνου προφυλάσσουν κυρίως το κεφάλι των), και αθώοι και ακέραιοι όπως τα περιστέρια.
                    10,17    Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς·
                    10,17    Να προσέχετε, λοιπόν, και να προφυλάσσεσθε από τους κακούς ανθρώπους· διότι αυτοί θα σας σύρουν και θα σας παραδώσουν εις τας συνέδρια των Εβραίων, δια να καταδικασθήτε, και εις τας συναγωγάς αυτών εμπρός εις τα πλήθη θα σας μαστιγώσουν.
                    10,18    καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν.
                    10,18    Και εις άρχοντας και εις βασιλείς θα σας τραβήξουν δια της βίας, δια να τιμωρηθήτε από αυτούς, ένεκα της πίστεώς σας εις εμέ· αλλά εκεί σεις, χωρίς να φοβηθήτε, θα δώσετε την καλήν μαρτυρίαν και εις αυτούς και γενικώτερα εις τα ειδωλολατρικά έθνη.
                    10,19    ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε.
                    10,19    Οταν δε σας παραδώσουν εις τα δικαστήρια η στους άρχοντας, μη βασανίζετε το πνεύμα σας με την αγωνιώδη μέριμναν, πως θα απολογηθήτε η τι θα πήτε. Εκείνην ακριβώς την ώραν θα σας δοθή άνωθεν, τι θα πήτε.
                    10,20    οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν.
                    10,20    Επειδή δεν θα είσθε εσείς, που θα ομιλήτε, αλλά το Πνεύμα του ουρανίου Πατρός σας, το οποίον θα ομιλή δια μέσου υμών.
                    10,21    Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς·
                    10,21    Θα παραδώση δε εις θάνατον ο άπιστος αδελφός τον πιστόν αδελφόν του και ο άπιστος πατέρας το ευσεβές τέκνον του και θα επαναστατήσουν τα άπιστα τέκνα εναντίον των πιστών γονέων των και θα τους θανατώσουν.
                    10,22    καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.
                    10,22    Και θα σας μισούν όλοι οι ασεβείς και άπιστοι δια μόνον τον λόγον ότι πιστεύετε και ομολογείτε το όνομά μου· μη χάσετε όμως το θάρρος σας, διότι εκείνος, ο οποίος θα υπομείνη μέχρι τέλους, θα σωθή και θα γίνη άξιος της βασιλείας των ουρανών.
                   10,23     ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
                   10,23     Οταν δε σας διώχνουν από την πόλιν αυτήν, φεύγετε και πηγαίνετε εις την άλλην. Αληθώς σας λέγω ότι δεν θα προλάβετε να περιέλθετε όλας τας πόλστου Ισραήλ, έως ότου έλθη ο Υιός του ανθρώπου εις συνάντησίν σας, βραδύτερον δε και εις τιμωρίαν εκείνων που δεν σας δέχονται.
                  10,24      Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ.
                  10,24      Και ας έχετε υπ' όψιν σας, ότι δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον διδάσκαλόν του ούτε δούλος ανώτερος από τον κύριόν του·
                  10,25      ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ τῷ δούλῳ ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ;
                  10,25      είναι δε αρκετόν στον μαθητήν να γίνη και να πάθη όπως ο διδάσκαλός του, και στον δούλον όπως ο κύριός του. Εάν εμέ, τον διδάσκαλον και τον κύριον του σπιτιού, ωνόμασαν Βελζεβούλ, δηλαδή άρχοντα των δαιμονίων, πόσω μάλλον θα καλέσουν σας, που είσθε οι οικιακοί μου;

                 «Μὴ φοβᾶστε» στ. 26-36

                  10,26      μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται.
                  10,26      Ιδού ότι σας προείπα τι θα συναντήσετε στο έργον σας. Λοιπόν μη φοβηθήτε αυτούς, που θα σας συκοφαντήσουν και θα σας καταδιώξουν. (Η αθωότης σας θα λάμψη και η αλήθεια του Ευαγγελίου, που είναι σήμερα κρυφή και άγνωστος, θα γίνη γνωστή). Διότι δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένον που δεν θα ξεσκεπασθή και κανένα κρυφό που δεν θα γίνη γνωστόν.
                 10,27       ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων.
                 10,27       Εκείνο που σας λέγω τώρα ιδιαιτέρως, σαν υπό το σκότος, κηρύξατέ του στο φως της δημοσιότητος. Και εκείνο που ακούετε μυστικά στο αυτί, διαλαλήσατέ το από τις ταράτσες προς όλους.
                 10,28       καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. 
 
                 10,28       Και μη φοβηθήτε από τους διώκτας, οι οποίοι θανατώνουν το σώμα, δεν έχουν όμως την δύναμιν να θανατώσουν την ψυχήν. Αλλά να φοβηθήτε περισσότερον τον Θεόν, ο οποίος δύναται την ψυχήν και το σώμα να καταδικάση εις την απώλειαν της κολάσεως.
                10,29        οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.
                10,29        Δυο στρουθία δεν πωλούνται αντί ενός ασσαρίου, δηλαδή αντί οκτώ λεπτών; Και όμως ένα από αυτά δεν θα πέση νεκρό εις την γην, χωρίς να το επιτρέψη ο Πατήρ σας.
                10,30        ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί.
                10,30        Αφού ο Πατήρ σας προνοεί ακόμη και δια τα σπουργίτια, πόσω μάλλον θα προνοή για σας; Σκεφθήτε ότι αι τρίχες της κεφαλής σας είναι γνωσταί και αριθμημέναι από τον Θεόν. (Αυτός σας παρακολουθεί και εις τας πλέον ασημάντους λεπτομερείας της ζωής σας).
                10,31        μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς.
                10,31        Λοιπόν μη αφήσετε ποτέ τον φόβον να κυριεύση την καρδίαν σας. Από παρά πολλά στρουθία είσθε ασυγκρίτως ανώτεροι σεις.
                10,32        Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
                10,32        Καθένας, λοιπόν, που με πίστιν και θάρρος και χωρίς να φοβήται τους διωγμούς, θα με ομολογήση σωτήρα του και Θεόν του εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του ουρανίου πατρός μου ως ιδικόν μου.
               10,33         ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
               10,33         Οποιος όμως με αρνηθή εμπρός στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως ιδικόν μου εμπρός στον ουράνιον Πατέρα μου.
               10,34         Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν.
               10,34         Μη νομίσετε ότι ήλθα να επιβάλω μία ψευδή ειρήνην εις την γην (όπως την φαντάζονται οι Ισραηλίται, οι οποίοι περιμένουν τον Μεσσίαν ως επίγειον βασιλέαν). Δεν ήλθα να φέρω τέτοιαν ειρήνην, αλλά μάχαιραν και διαίρεσιν.
               10,35         ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς·
               10,35         Διότι ήλθα να χωρίσω τον ασεβή υιόν εναντίον του πιστού πατρός του και την ασεβή θυγατέρα εναντίον της μητρός της και την νύμφην ενάντιον της πενθεράς της.
               10,36         καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.
               10,36         Και θα γίνουν εχθροί του πιστού ανθρώπου οι οικιακοί του, που δεν θα δεχθούν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας.

               Ὁ ἄξιος μαθητής στ. 37-42

               10,37        Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος·
               10,37         Εκείνος που αγαπά τον πατέρα η την μητέρα του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον υιόν του η την κόρην του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου.
               10,38         καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
               10,38         Και όποιος δεν παίρνει σταθεράν την απόφασιν να υποστή κάθε ταλαιπωρίαν και σταυρικόν ακόμη θάνατον δια την πίστιν του εις εμέ και δεν με ακολουθεί ως αρχηγόν και υπόδειγμά του, δεν είναι άξιος για μένα.
              10,39          ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν.
              10,39          Εκείνος που εις καιρόν διωγμών θα αποφύγη την θλίψιν και το μαρτύριον, δια να σώση την ζωήν του, θα χάση την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν· και όποιος θυσιάσει την ζωήν του ένεκα εμού, θα κερδίση την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν.
              10,40          Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με.
              10,40          Εκείνος που σας δέχεται και σας φιλοξενεί ως απεσταλμένους μου, υποδέχεται εμέ· και εκείνος που υποδέχεται εμέ, υποδέχεται 'Εκεινον, που με έστειλε στον κόσμον.
             10,41           ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται.
             10,41           Εκείνος που υποδέχεται προφήτην, διδάσκαλον του θείου θελήματος, και τον τιμά ως προφήτην, θα πάρη μισθόν προφήτου από τον Θεόν. Και εκείνος που δέχεται δίκαιον, διότι είναι δίκαιος, θα λάβη μισθόν δικαίου.
             10,42           καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.
             10,42           Και όποιος προσφέρει εις ένα από τους ασήμους τούτους μαθητάς μου έστω και ένα ποτήρι κρύο νερό, σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα χάση τον μισθόν του. (Καθε ένας που με πίστιν υποβοηθεί και συντρέχει, έστω και ολίγον, τους Αποστόλους μου στο έργον των, θα λάβη την ανταμοιβήν του από τον Θεόν).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου