Γιατί πιστεύουμε στην ειδική ιεροσύνη (μέρος 2ο)
Γιατί πιστεύουμε στην ειδική ιεροσύνη.
Δεύτερη απάντηση στον κο Τομαρά.
Πρόλογος (όπου θα πούμε λίγα λόγια για την ανταπάντηση του κου Τομαρά)
Εισαγωγή (όπου περιγράφουμε τον άξονα όπου θα περιστραφεί η απάντησή μας)
* 1η ενότητα: Η Θεία Ευχαριστία. Με δύο υπό-ενότητες·
α) Η Θεία Ευχαριστία ως αναίμακτη θυσία.
β) Περί της μεταβολής των τιμίων δώρων σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού. Μαρτυρίες- ντοκουμέντα.
* 2η ενότητα: Επίγειο θυσιαστήριο
* 3η ενότητα: Περί της Χριστιανικής Ιεροσύνης. Με δύο υπό-ενότητες·
α) Ειδική Ιεροσύνη
β) Μαρτυρίες- ντοκουμέντα περί ειδικής ιεροσύνης.
Επίλογος (όπου θα πούμε λίγα για το τελικό συμπέρασμα και την αδυναμία του Προτεσταντισμού να φανεί ότι έχει ιστορική συνέχεια από τους αποστόλους).
Χρήσιμες παρατηρήσεις (όπου θα αναλύονται περισσότερο πλάνες του κου Τομαρά).
Πρόλογος
Πρόλογος
Κατά τον λόγο της Αγίας Γραφής, «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εξεύρων ότι διεφθάρη ο τοιούτος και αμαρτάνει, ων αυτοκατάκριτος» (Τίτος, γ 10-11).
Κατόπιν τούτου, το παρόν άρθρο αποτελεί την δεύτερη και τελευταία απάντηση από πλευράς μας στον κο Τομαρά περί της ειδικής ιεροσύνης. Αν οι ερμηνείες του κ. Τομαρά είναι ορθές, τότε θα πρέπει να συμφωνούν με αυτές των πρώτων χριστιανών, οι οποίοι παρέλαβαν την πίστη από τους ίδιους τους αποστόλους ή από διαδόχους τους, κατά το γεγραμμένο «όσα ήκουσας παρ' εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι» (Β’ Τιμοθέου, β 2).
Όπως διαπιστώσαμε μετά λύπης, ο κος Τομαράς πέρα από την Αγία Γραφή, παρερμηνεύει επίσης και πρωτοχριστιανικά κείμενα, κάνοντας εκτενείς αναλύσεις αυτών όχι αντικειμενικά και με βάση τα ίδια τα κείμενα ή με παραπλήσια της ίδιας περιόδου, αλλά με βάση την δική του υποκειμενική «βαττολογία», επιδιώκοντας να πει κάτι άλλο από αυτό που λένε τόσο καθαρά και που προφανώς δεν εξυπηρετούν τις αιρετικές του θέσεις.
Κάνει επιλεκτική χρήση των πατερικών χωρίων, άλλοτε λέγοντας ότι μιλούν «μεταφορικά» και άλλοτε ότι είναι επηρεασμένοι από ιουδαϊκά στοιχεία, αναλόγως τι τον εξυπηρετεί, ενώ για πατέρες που εκφράζουν την πίστη της εκκλησίας ισχυρίζεται ότι είναι λανθασμένες οι απόψεις τους. Μπλέκει επίσης και θέματα ΑΣΧΕΤΑ με το υπό συζήτηση θέμα που είναι η «ειδική ιεροσύνη», τα οποία είναι απαντημένα από τις ορθόδοξες απολογητικές σελίδες. Για αυτά, θα κάνουμε λόγο στο τέλος, σε ειδική extra ενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις». Επίσης, εκεί θα γραφτούν εκτενέστερα οι διάφορες άλλες παρανοήσεις του κου Τομαρά.
Όπως επίσης και όλες οι διαστρεβλώσεις του στα αγιογραφικά χωρία, με την διαφορά ότι εδώ θα σχολιάσουμε μέρος αυτών ενδεικτικά μόνο και μόνο για να φανεί η δολιότητα αυτού του ανθρώπου, καθώς εάν θέλαμε να γράψουμε για όλα αναλυτικά τα χωρία που χρησιμοποιεί, θα έπρεπε να γράφαμε ολόκληρο βιβλίο! Το να αναλυθούν όλα τα λάθη του, τα οποία ταυτόχρονα είναι λάθη και του όλου Προτεσταντικού οικοδομήματος, σαφώς δεν μπορεί να γίνει με μια απλή εργασία όπως η παρούσα, και από έναν άνθρωπο μη ειδικό, όπως εγώ. Για όλα αυτά, υπάρχουν ειδικές πανεπιστημιακές μελέτες και διδακτορικές διατριβές.
Εισαγωγή
Στο κύριο μέρος του άρθρου μας, θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε αγιογραφικά –με βάση την ερμηνεία των Χριστιανών διαχρονικά- τρείς έννοιες που αλληλό-προϋποθέτονται και που δεν υπάρχουν στον Προτεσταντισμό και στις ομάδες που έχουν τις καταβολές τους από αυτόν· την ειδική ιεροσύνη, το θυσιαστήριο το επίγειο (πέρα του ουράνιου), και την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας, απαντώντας ουσιαστικά στην καρδιά της επιχειρηματολογίας του κου Τομαρά.
Ο άξονας που θα κινηθούμε είναι:
Η θεία Ευχαριστία (ως αναίμακτη θυσία) -θυσιαστήριο (επάνω στο οποίο τελείται η θυσία)- και ιερέας (που την τελεί), διότι το ένα προϋποθέτει το άλλο. Η θυσία προϋποθέτει θυσιαστήριο, και το θυσιαστήριο ιερέα. Θα τα δούμε από την Αγία Γραφή σε συνδυασμό με την πολύτιμη μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας. Πώς πίστευε η αρχαία Εκκλησία, Ορθόδοξα ή Προτεσταντικά; Έχουν τόπο οι Προτεσταντικές διδασκαλίες στην πίστη των πρώτων Χριστιανών; Η απάντηση, όπως θα τεκμηριώσουμε παρακάτω, είναι ένα ηχηρό «όχι». Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει λάθος, τότε λάθος πίστευε η Εκκλησία εξ αρχής!
Ο άξονας που θα κινηθούμε είναι:
Η θεία Ευχαριστία (ως αναίμακτη θυσία) -θυσιαστήριο (επάνω στο οποίο τελείται η θυσία)- και ιερέας (που την τελεί), διότι το ένα προϋποθέτει το άλλο. Η θυσία προϋποθέτει θυσιαστήριο, και το θυσιαστήριο ιερέα. Θα τα δούμε από την Αγία Γραφή σε συνδυασμό με την πολύτιμη μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας. Πώς πίστευε η αρχαία Εκκλησία, Ορθόδοξα ή Προτεσταντικά; Έχουν τόπο οι Προτεσταντικές διδασκαλίες στην πίστη των πρώτων Χριστιανών; Η απάντηση, όπως θα τεκμηριώσουμε παρακάτω, είναι ένα ηχηρό «όχι». Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει λάθος, τότε λάθος πίστευε η Εκκλησία εξ αρχής!
1 (α). Η Θεία Ευχαριστία ως αναίμακτη θυσία.
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που παρέδωσε ο Χριστός στο τελευταίο Του δείπνο με τους μαθητές (εξ ου και «Μυστικός Δείπνος»), έχει χαρακτήρα θυσίας. Διότι ο Χριστός μιλάει για «Σώμα» και «Αίμα». Ο ίδιος είπε· «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου», «πιετε εξ αυτου παντες τουτο γαρ εστιν το αιμα μου το της καινης διαθηκης το περι πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων» (Ματθαίος, κστ 26-28). Ο Π. Τρεμπέλας, στο Υπόμνημά του «Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», αναφέρει ορισμένες μαρτυρίες από αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η αρχαία εκκλησία κατανοούσε τις παραπάνω φράσεις του Χριστού. Αναφέρει· «Δεικτικώς είπε, τούτο μου εστί το σώμα και τούτο μου εστί το αίμα, ίνα μη νομίσεις τύπον είναι τα φαινόμενα, αλλά δια τινός αρρήτου του πάντα ισχύοντος Θεού μεταποιείσθαι εις σώμα και αίμα Χριστού κατά το αληθές τα παρενηνεγμένα» (Κύριλλος Αλεξανδρείας)… «Ου γαρ είπε, τούτο εστίν αντίτυπον, αλλά τούτο εστί το σώμα μου, αρρήτω γαρ ενεργεία μεταποιείται, καν φαίνηται ημίν άρτος (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας)» (σελ. 461). Το «τούτο εστί», η αρχαία εκκλησία το αντιλαμβάνονταν όχι ως «σύμβολα» ούτε ως «δια της πίστεως», όπως παρερμηνεύουν οι Προτεστάντες, αλλά ως πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, ακριβώς αυτό που λένε και οι λέξεις δηλαδή. Παρακάτω, θα αναφέρουμε και άλλες τέτοιες πατερικές αναφορές, ενώ στο τέλος, στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», θα διευκρινίσουμε πότε χρησιμοποιούνται στην Πατερική Γραμματεία οι λέξεις «τύποι» και «αντίτυπα» απαντώντας και αναιρώντας ότι δήθεν υπήρξαν συγγραφείς (πλην αιρετικών) που δεν δέχονταν την μεταβολή.
Με την φράση «τούτο εστί», δηλώνεται σαφώς από το στόμα του Χριστού ότι πρόκειται περί του πραγματικού Σώματος και Αίματος Του. Σε άλλο σημείο, ο Χριστός μιλάει πάλι για το Σώμα Του που τρώγεται αληθώς και το Αίμα Του που πίνεται αληθώς, και ότι αυτό θα δώσει στον πιστό την δυνατότητα να λάβει μέρος στην ανάσταση της ζωής. Όπως η ανάσταση που θα γίνει θα είναι πραγματική, έτσι και το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που τρώγεται είναι πραγματικό. «αμην αμην λεγω υμιν εαν μη φαγητε την σαρκα του υιου του ανθρωπου και πιητε αυτου το αιμα ουκ εχετε ζωην εν εαυτοις ο τρωγων μου την σαρκα και πινων μου το αιμα εχει ζωην αιωνιον καγω αναστησω αυτον εν τη εσχατη ημερα η γαρ σαρξ μου αληθως εστιν βρωσις και το αιμα μου αληθως εστιν ποσις ο τρωγων μου την σαρκα και πινων μου το αιμα εν εμοι μενει καγω εν αυτω» (Ιωάννης, στ 53- 56). Οι ακροατές Του, από την συγκεκριμένη ομιλία, κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να φάνε την σάρκα Του και να πιουν το αίμα Του, και για αυτό «σκανδαλίστηκαν». Και όμως, ορθώς κατάλαβαν, για αυτό και ο Χριστός δεν τους διορθώνει. Ο Χρυσόστομος ερμηνεύει σε αυτά τα λόγια του Χριστού· «πιστώσασθαι αυτούς περί των ειρημένων, ώστε μη νομίζειν αίνιγμα είναι το ειρημένον και παραβολήν, αλλ’ ειδέναι ότι πάντως φαγείν το σώμα’’. Δηλαδή, «θέλει να τους κάμει να πιστεύσουν εις τα λόγια του, ώστε να μην νομίζουν ότι αυτά είναι αίνιγμα και παραβολή, αλλ’ ότι πρέπει να ξεύρουν, ότι θα φάγουν το σώμα του οπωσδήποτε» (ΜΖ’ ομιλία εις το Κατά Ιωάννην). Ώστε, δεν τα λέει μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Αυτό που δεν έμαθαν διότι δεν έμειναν κοντά στον Χριστό αλλά έφυγαν, είναι ότι θα έτρωγαν το αληθινό Σώμα και Αίμα του Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Μάλιστα λέει «αληθώς, αληθώς σας λέγω». Αυτό που λέει παρακάτω ο Χριστός και που παρερμηνεύουν οι αιρετικοί, «το πνευμα εστιν το ζωοποιουν η σαρξ ουκ ωφελει ουδεν τα ρηματα α εγω λαλω υμιν πνευμα εστιν και ζωη εστιν» (Ιωάννης, στ 63), δεν το λέει για να πει ότι μιλάει δήθεν μεταφορικά για το Σώμα και το Αίμα Του (πως άλλωστε αφού λέει «η γαρ σαρξ μου αληθως εστιν βρωσις και το αιμα μου αληθως εστιν ποσις»;), αλλά ότι δεν θα πρέπει να Τον δουν ως τον γιό του Ιωσήφ και ως άνθρωπο, αλλά ως Υιό του Θεού που κατέβηκε από τον ουρανό και θα ανεβεί εκεί πάλι. Ο Χρυσόστομος αυτήν την ερμηνεία δίνει· «Πνευματικώς δει τα περί εμού ακούειν, ο γαρ σαρκικώς ακούσας, ουδέν απώνατο, ούτε χρηστόν τι απέλαυσε. Σαρκικόν δε ην το αμφισβητείν πως εκ του ουρανού καταβέβηκε», δηλαδή «Όσα λέγονται περί εμού πρέπει να τα λαμβάνετε πνευματικώς. Διότι εκείνος που τα ακούει σαρκικώς, ούτε ωφελήθη , ούτε απήλαυσεν κάτι καλόν. Ήτο δε σαρκικόν το να αμφιβάλουν ότι κατέβηκεν από τον ουρανόν» (Ομιλία ΜΖ’ εις το Κατά Ιωάννην). Και για αυτό πολλοί στράφηκαν πίσω.
Το ότι η Θεία Ευχαριστία είναι και ανάμνηση, δεν αναιρεί ότι είναι και θυσία, διότι και οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη έσφαζαν αμνό για να θυμούνται την Έξοδό τους από την Αίγυπτο, κάτι το οποίο προτυπώνει τον Ιησού που είναι ο αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Για αυτούς ήταν και ανάμνηση και λατρεία. «και εσται η ημερα υμιν αυτη μνημοσυνον και εορτασετε αυτην εορτην Κυριω εις πασας τας γενεας υμων νομιμον αιωνιον εορτασετε αυτην» (Έξοδος, ιβ 14). «φυλαξεσθε το ρημα τουτο νομιμον σεαυτω και τοις υιοις σου εως αιωνος εαν δε εισελθητε εις την γην ην αν δω Κυριος υμιν καθοτι ελαλησεν φυλαξεσθε την λατρειαν ταυτην» (Έξοδος, ιβ 24-25). Το ίδιο και για μας. Η Θεία Ευχαριστία είναι και ανάμνηση και λατρεία. Ο απ. Παύλος, σε πραγματικό Σώμα και πραγματικό Αίμα Χριστού αναφέρεται όταν λέει ότι κάποιοι Κορίνθιοι δεν τα διέκριναν, πήγαιναν αναξίως, και αρρώσταιναν (ακόμα και πέθαιναν) αρκετοί. «ο γαρ εσθιων και πινων αναξιως κριμα εαυτω εσθιει και πινει μη διακρινων το σωμα του Κυριου δια τουτο εν υμιν πολλοι ασθενεις και αρρωστοι και κοιμωνται ικανοι» (Α Κορινθίους, ια 29-30). Ο Π. Τρεμπέλας, στο Υπόμνημά του «Εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης», Α’ Τόμος, γράφει σχετικά· «Μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου από τα άλλα πράγματα και τροφάς και ως κοινήν τινά τροφήν λαμβάνων αυτό… «Μη εννοών, ότι σώμα εστί δεσποτικόν· σώμα φρίκης γέμον» [Ζιγαβηνός], (σελ. 359).
Η Θεία Ευχαριστία προφητεύεται ως «θυσία» ήδη από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο προφήτης Μαλαχίας προφητεύει· «Διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών αυτού το όνομά μου θέλει είσθαι μέγα μεταξύ των εθνών, και εν παντί τόπω θέλει προσφέρεσθαι θυμίαμα εις το όνομά μου και θυσία καθαρά· διότι μέγα θέλει είσθαι το όνομά μου μεταξύ των εθνών, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων» (α 11).
Μήπως είναι δική μας αυθαίρετη ερμηνεία; Όχι. Οι πρώτοι Χριστιανοί έτσι κατανοούσαν το χωρίο του Μαλαχία και έτσι έπρατταν, όπως φαίνεται από το πρωτοχριστιανικό σύγγραμμα «Διδαχή των Αποστόλων», που γράφτηκε περίπου το 100 μ Χ. Η αξία του συγγράμματος αυτού, όχι τόσο από δογματικής πλευράς όσο από πλευράς πληροφοριών της πρακτικής των πρώτων Χριστιανών, είναι ανυπολόγιστη. Λέγοντας ότι δεν έχει μεγάλη «δογματική αξία», εννοούμε ότι δεν κάνει αναλύσεις στην Χριστολογία ή την Πνευματολογία, ή ότι δεν περιέχει βαθειά θεολογία, όπως συμβαίνει με άλλα Πατερικά συγγράμματα. Η αξία του έγκειται στο ότι είναι ένα παλαιοχριστιανικό σύγγραμμα και στο ότι μας σκιαγραφεί την μεταποστολική Εκκλησία στα τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του δεύτερου. Ο κος Τομαράς, αφού παρερμηνεύει (και) την Διδαχή των Αποστόλων, φτάνει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η Διδαχή, επειδή δεν αναφέρει το νηπιοβάπτισμα, ότι το αγνοεί δήθεν. Σε αυτόν τον αστείο ισχυρισμό απαντάμε στο τέλος, στις «Χρήσιμες Παρατηρήσεις» όπου αποδεικνύεται ότι το νηπιοβάπτισμα ήταν αποδεκτό και ας μην αναφέρεται στο βιβλίο της Διδαχής (παρατήρηση 3).
Ο καθηγητής Χ. Κρικώνης, αναφέρει για την Διδαχή των Αποστόλων· «Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες συλλογές του είδους αυτού, της οποίας ο συντάκτης μας είναι άγνωστος, όπως άγνωστος είναι και ο ακριβής χρόνος και τόπος συντάξεως αυτής. Το κείμενο ανακάλυψε το 1883 ο μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος σε κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Προκάλεσε τότε μεγάλη εντύπωση, γιατί το υλικό του προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της μεταποστολικής Εκκλησίας και με τις πληροφορίες του διαφωτίζει αρκετά θέματα της εσωτερικής ζωής της[…] Χρόνος τελικής συντάξεως του έργου θεωρείται το 100-110 μ Χ περίπου και πιθανός τόπος συντάξεως του, κατά την γνώμη των περισσοτέρων ερμηνευτών, θεωρείται η Συρία…» (Αποστολικοί Πατέρες, Χ. Κρικώνης, Τόμος Α, σελ 13).
Ο καθηγητής Χ. Κρικώνης, αναφέρει για την Διδαχή των Αποστόλων· «Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες συλλογές του είδους αυτού, της οποίας ο συντάκτης μας είναι άγνωστος, όπως άγνωστος είναι και ο ακριβής χρόνος και τόπος συντάξεως αυτής. Το κείμενο ανακάλυψε το 1883 ο μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος σε κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη. Προκάλεσε τότε μεγάλη εντύπωση, γιατί το υλικό του προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της μεταποστολικής Εκκλησίας και με τις πληροφορίες του διαφωτίζει αρκετά θέματα της εσωτερικής ζωής της[…] Χρόνος τελικής συντάξεως του έργου θεωρείται το 100-110 μ Χ περίπου και πιθανός τόπος συντάξεως του, κατά την γνώμη των περισσοτέρων ερμηνευτών, θεωρείται η Συρία…» (Αποστολικοί Πατέρες, Χ. Κρικώνης, Τόμος Α, σελ 13).
Ο Β. Στεφανίδης, αναφερόμενος επίσης στην σπουδαιότητα του εν λόγω συγγράμματος, αναφέρει· «Εκ μιας των μνημονευθεισών Εκκλησιών της Ανατολής προέρχεται και η Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων, πολύτιμος δια τας πληροφορίας περί της διοργανώσεως και της λατρείας της αρχαίας Εκκλησίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 59).
Αλλά και ο καθηγητής Βλ. Φειδάς, αναφερόμενος στην σπουδαιότητα του συγγράμματος, αναφέρει: «Την κατάσταση όμως της πρώιμης μεταποστολικής εποχής αποτυπώνει πληρέστερα η Διδαχή»
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά Τόμος, σελ. 72).
Το χωρίο λοιπόν, έχει ως εξής·«Κατά Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών πας δε έχων την αμφιβολίαν μετά του εταίρου αυτού μη συνελθέτω υμίν, έως ου διαλλαγώσιν, ίνα μη κοινωθή η θυσία υμών. αύτη γαρ εστιν η ρηθείσα υπό Κυρίου· Εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν. ότι βασιλεύς μέγας ειμί, λέγει κύριος, και το όνομά μου θαυμαστόν εν τοις έθνεσι» (Κεφ. 14, ΒΕΠΕΣ 2, 220).
Καμία σχέση με τους ισχυρισμούς του κου Τομαρά ότι το χωρίο του Μαλαχία αναφέρεται σε μια δήθεν επίγεια χιλιετή βασιλεία κατά γράμμα, όπως θα ήθελε. Η χιλιετής βασιλεία, είναι μεταφορικά η χριστιανική εποχή. (Βλ. «Χρήσιμες Παρατηρήσεις», παρατήρηση 8). Συνεπώς, για μας είναι αυτά τα χωρία.
Ο κος Τομαράς όμως έχει λόγο να τα αρνείται και να τα μεταθέτει σε μια μελλοντική δήθεν επίγεια βασιλεία. Γιατί, αν τα δεχτεί, θα πρέπει να αναιρέσει μόνος του ολόκληρο το άρθρο του. Η «Κλάση του άρτου» συνδέεται με την Ευχαριστία, καλείται επίσης και «θυσία», και συνδέεται με την προφητεία του Μαλαχία.
Το κείμενο ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε εδώ... http://www.oodegr.com/oode/pateres1/prwtoxristianika/didaxi_apost_keimeno.htm
Ο κος Τομαράς όμως έχει λόγο να τα αρνείται και να τα μεταθέτει σε μια μελλοντική δήθεν επίγεια βασιλεία. Γιατί, αν τα δεχτεί, θα πρέπει να αναιρέσει μόνος του ολόκληρο το άρθρο του. Η «Κλάση του άρτου» συνδέεται με την Ευχαριστία, καλείται επίσης και «θυσία», και συνδέεται με την προφητεία του Μαλαχία.
Το κείμενο ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε εδώ... http://www.oodegr.com/oode/pateres1/prwtoxristianika/didaxi_apost_keimeno.htm
Επομένως, ως Θυσία κατανοούνταν από τους αρχαίους Χριστιανούς. «…ει και πραγματικήν εστίν η εν τω μυστηρίω θυσία του σώματος του Κυρίου, αλλά και πνευματική εστίν αυτή, τουτέστιν μυστική, αόρατος και υπέρ την αίσθησιν· όθεν και θυσία καλείται αναίμακτος»
(Ν. Σκρέττας, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας, σελ. 87).
Έτσι το παρέδωσαν οι απόστολοι, έτσι το παρέλαβε η αμέσως επόμενη γενιά μετά τους Αποστόλους και έτσι διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων ως σήμερα.
Για παράδειγμα, ο Χρυσόστομος (4ος αιώνας) ομιλεί ταυτόχρονα για τράπεζα και θυσία, όταν γράφει· «διόρθου τα πλημμελήματα και ούτω , μετά καθαρού του συνειδότος, της ιεράς άπτου τραπέζης και της αγίας μέτεχε θυσίας»
(6η ομιλία περί νηστείας).
Αλλά και τα αρχαία τροπάρια, το ίδιο πράγμα εκφράζουν.
«…στο πρώτο τροπάριο της θ’ ωδής, καταγράφεται η προσμονή μετοχής στη θυσία του αμώμου αμνού Χριστού· «…ο Κύριος δι ημάς…άπαξ εαυτόν τε προσάξας, ως προσφοράν, Πατρί τω ιδίω, αεί σφαγιάζεται αγιάζων τους μετέχοντας». Η προσφορά της θυσίας και ο θάνατος του αμνού του Θεού έγινε «άπαξ» επί του σταυρού του Γολγοθά. Η αναίμακτη σφαγή όμως της ευχαριστιακής προσφοράς (δια της κλάσεως του αγίου άρτου) επαναλαμβάνεται διαρκώς, ώστε ο Κύριος να αγιάζει διαρκώς εκείνους που συνεχώς μετέχουν» (Η Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής ημέρας, Ν. Σκρέττα, σελ. 193).
Ο Συμεών Θεσσαλονίκης που έζησε κατά τον 15ο αιώνα, στο «Περί ιεροσύνης», εξηγεί ότι η φράση «το σώμα μου το υπέρ ημών κλώμενον», δείχνει ότι το Σώμα θυσιάζεται εις το διηνεκές. Επίσης, η φράση «τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ ημών εκχυνόμενον», δείχνει ότι χύνεται πάντοτε. Και αυτά αναφέρονται στην Θεία Ευχαριστία. Μετέχοντας σε αυτήν, μετέχουμε της θυσίας του Χριστού και γινόμαστε ένα μαζί Του, όπως ο ίδιος είπε· «ο τρώγων μου την σάρκα και πίων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», πραγματικά και οντολογικά.
«Και τι άλλο μείζον έργον τούτου, όπερ εστί Χριστού ανάμνησις, το σφαγήναι τούτον υπέρ ημών και διηνεκώς θύεσθαι. Τούτο γαρ εστίν, έφη, το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον, τουτέστι αεί. Και τούτο εστί το αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον, ούχ άπαξ εκχυθέν, αλλά πάντοτε δηλονότι. Ουδέν άρα ταύτης της θυσίας επωφελέστερον ημιν και Θεώ προσφιλέστερον…ινα ωσίν εν, καθώς ημείς φησίν. Ότι δια τούτου εν γινόμεθα μετ’ αυτού, αυτός μαρτυρεί. Ο τρώγων μου, φησί, την σάρκα και πίων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (PG 155, 969 A-B).
Η Εκκλησία λέει το ίδιο τόσο στον πρώτο αποστολικό αιώνα, όσο και στον δεύτερο, στον τέταρτο, ακόμα και στον 15ο, όπως και στο σήμερα! Δογματική συνέπεια μόνο στην Ορθοδοξία θα βρει κάποιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου