Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ακολουθεί η ενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις»


Ακολουθεί η ενότητα «Χρήσιμες Παρατηρήσεις» 
για περαιτέρω διευκρινήσεις.

Χρήσιμες Παρατηρήσεις

Επειδή ο κος Τομαράς στην ανταπάντησή του, ξέφυγε από το συγκεκριμένο θέμα που εξετάσαμε (την ειδική ιεροσύνη) και παρεκτράπηκε σε άλλα (όπως πχ τον χιλιασμό, τις εικόνες, κλπ) παρερμηνεύοντας Γραφές και Πατέρες κατά την συνήθη τακτική των αιρετικών, θεωρήσαμε χρήσιμο να δώσουμε κάποιες  απαντήσεις. Αν αναιρούσαμε παράγραφο- παράγραφο όλη την ανταπάντησή του, θα χρειάζονταν να γράψουμε βιβλία ολόκληρα.

1. Περί του έργου και των θέσεων των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πότε αυτό γίνεται Παράδοση και φρόνημα της Εκκλησίας.

Ο κος Τομαράς, απορρίπτοντας όλες τις μαρτυρίες- ντοκουμέντα από αρχαία συγγράμματα που μιλάνε καθαρά για μεταβολή, μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν με την αιρετική του πίστη, προβάλει την άποψη του Κλήμη Αλεξανδρείας ως δήθεν θέση της αρχαίας Εκκλησίας. Και εδώ χρειάζεται να του εξηγήσουμε βασικά πράγματα που αγνοεί.    

Πρέπει να δούμε τα εξής:

α) την διαφορά εκκλησιαστικού συγγραφέα από Πατέρα και Διδάσκαλο της Εκκλησίας,
β) ποιες είναι οι προϋποθέσεις ορθοδοξίας μιας πατερικής θέσης,
και
γ) αν η θεοπνευστία σημαίνει «αλάθητο».

Για την Ορθόδοξη εκκλησία, οι εκκλησιαστικοί που έγραψαν είναι μεν εκκλησιαστικοί συγγραφείς, δεν είναι όμως όλοι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Πατέρες και Διδάσκαλοι. Δεν αντιπροσωπεύει καθετί που είπαν ή έγραψαν οπωσδήποτε την ορθοδοξία. Διότι Ορθοδοξία είναι η σταθερή πίστη της Εκκλησίας διαχρονικά. 

«Πατήρ και Διδάσκαλος είναι ο φορέας της Παραδόσεως της Εκκλησίας, που με το φωτισμό του αγ. Πνεύματος εκφράζει ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας με σκοπό την αντιμετώπιση κάποιας κρίσεως εις την Εκκλησία. Από τον περιγραφικό αυτό «ορισμό» διαφαίνονται τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Πατρός και Διδασκάλου, τα οποία είναι: α)Η ενσάρκωση θεολογικά της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας. β) Ο κατ’ εξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της αυτής πάντοτε αλήθειας, που έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη κυρωμένη πατερική θεολογία). γ) Η αποφασιστική συμβολή- με την έκφραση της θείας αυτής εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως που συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία, διότι αφορά στην αλήθεια και άρα και στη σωτηρία. Όσοι Πατέρες ή συγγραφείς δε συγκεντρώνουν και τα τρία χαρακτηριστικά είναι φυσικά Πατέρες της Εκκλησίας ή συγγραφείς εκκλησιαστικοί, αλλά δεν είναι Πατέρες και Διδάσκαλοι» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Ά τόμος, σελ. 78).

Για τις προϋποθέσεις ορθοδοξίας μιας πατερικής θέσης, αναφέρει ο καθηγητής: «Προϋποθέσεις ορθοδοξίας και αποδοχής μιας πατερικής θεολογικής θέσεως είναι δύο: α) η παραδοσιακότης της θέσεως, το σύμφωνο δηλαδή αυτής προς την Παράδοση και το ήθος της Εκκλησίας, και β) η προέλευσή αυτής από φωτισμό του Πνεύματος» (ίδιο έργο, σελ. 68).

Θεοπνευστία δεν σημαίνει απαραίτητα και «αλάθητο». Μάλιστα το ότι οι Πατέρες έκαναν και λάθη (τα οποία ουδέποτε αποτέλεσαν Παράδοση και φρόνημα της Εκκλησίας) –τα οποία μας είναι γνωστά ως εκ τούτου- είναι πατερική διδασκαλία (Μ. Φώτιος). 
Γράφει ο καθηγητής: «Στο σημείο τούτο πρέπει να εξετάσωμε και το πρόβλημα της μερικής ή γενικής αποδοχής της διδασκαλίας ενός Πατρός και Διδασκάλου. Αποδίδουμε ορθοδοξία και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του; Κάθε τι που γράφει ένας Πατήρ ανήκει οπωσδήποτε στην Παράδοση της Εκκλησίας; Σφάλλουν οι Πατέρες και πως διαπιστώνεται το σφάλμα τους; Το πλέγμα τούτο προβλημάτων γίνεται ακόμη οξύτερο, επειδή στην Εκκλησία οι Πατέρες συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων με φωτισμό του Πνεύματος. Τούτο μάλιστα έχει σαν αποτέλεσμα τη σύγκριση του λειτουργήματος των Αποστόλων προς το λειτούργημα των Πατέρων, των οποίων το έργο κατά κανόνα δεν κατανοείται στο αληθινό του βάθος. Αρχίζομε από δύο εύκολες διαπιστώσεις που αποτελούν είδος ορόσημων, εντός των οποίων κινείται η πατερική θεολογική προσφορά. 

Α) Οι Πατέρες θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά εφόδια. 


Β) Οι Πατέρες έσφαλαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς την Γραφή, κυρώθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ότι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι οι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίστηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα οι χιλιαστικές αντιλήψεις του Ειρηναίου, όσα είπε για ταυτότητα στο Θεό ουσίας και υποστάσεως ο Μ. Αθανάσιος ή και η αντίληψη περί αποκαταστάσεως των πάντων του Γρηγορίου Νύσσης και πλήθος άλλων περιπτώσεων μικρής ή μεγάλης σημασίας. Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και δύναται να σφάλλει στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία ή θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει κι εξηγεί ένας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο ιερός Φώτιος (+ 891)» (ίδιο έργο, σελ. 44-45).

Τα συμπεράσματα, βάση των οποίων θα απαντήσουμε στον κο Τομαρά:
Δεν είναι Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας οποιοσδήποτε άφησε πίσω του συγγραφικό έργο. Οι θέσεις που εκφράζονται στα διάφορα έργα, δεν σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα Παράδοση και Διδασκαλία της Εκκλησίας. Και τέλος, άλλο πράγμα είναι η θεοπνευστία και άλλο το «αλάθητο» (μήπως, για παράδειγμα, ο Δαβίδ, παύει να είναι θεόπνευστος επειδή μιλάει για «στύλους της γης»);

Περνώντας στον Κλήμη Αλεξανδρείας και ανατρέχοντας ξανά στον Παπαδόπουλο και στην πατρολογία του, διαβάζουμε: «…δεν ήταν και θεολόγος που εκπροσωπούσε το γνήσιο φρόνημα και την παράδοση της Εκκλησίας. Ένεκα τούτου η δημιουργία του Κλήμεντα δεν είναι συνέχιση της υπαρχούσης οικοδομής, όπως συμβαίνει με τους γνήσιους εκκλησιαστικούς άνδρες…» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 338).

«Από τον Κλήμεντα η αλληγορική μέθοδος υιοθετείται απόλυτα, συστηματοποιείται και εισέρχεται στην θεολογία, η οποία μέχρι τότε γνώριζε κυρίως μόνο την τυπολογική. Η αλληγορία ανοίγει την πόρτα στην αυθαιρεσία και την κακοδοξία, η τυπολογία στην υπογράμμιση της ιστορικότητος των καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η Εκκλησία γενικά θα χρησιμοποιεί  με φειδώ και προσοχή την πρώτη και θα καλλιεργεί την δεύτερη. Αν συγκρίνει κανείς την θεολογία της ανακεφαλαιώσεως του Ειρηναίου και την παραπάνω τοποθέτηση του Κλήμεντα, θα διαπιστώσει πόσο από τον δεύτερο λείπει ο ευχαριστιακός ρεαλισμός και πόσο βαθειά είναι ακόμη εμποτισμένος από τα ιδεώδη του γνωστικισμού και τις ηθικές αντιλήψεις των φιλοσόφων. Έτσι μπορούμε να ειπώμεν ότι ο Κλήμης είναι ικανός θεολόγος και δημιούργησε νέα χριστιανική σχολή, αλλά το έργο του ανήκει στο περιθώριο της Εκκλησίας. Έτσι εξηγείται γιατί η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν: Ήθελε να λησμονήσει τη φιλοσοφική του θεολογία. Ο ιερός Φώτιος εκφράζει ασφαλώς το αίσθημα της Εκκλησίας, όταν του αποδίδει παρεκκλίσεις και κακοδοξίες, όπως ότι αρνείται τη σάρκωση του Λόγου κα».
(Α’ τόμος πατρολογίας, σελ. 339- 340).

Ρωτάτε, λοιπόν, κε Τομαρά: «έχουμε και τον Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος ξεκάθαρα λέει ότι καμία τελετουργική θυσία δεν προσφέρουν οι Χριστιανοί».

Σας απαντώ, ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας εκφράζεται έτσι διότι χρησιμοποιεί στο υπό εξέταση θέμα, την αλληγορία. Κάτι που κανένας δεν έκανε ούτε συνέχισε, διότι διαφωνούσε με αυτό που πίστευε (και πιστεύει) η Εκκλησία. Το ότι είχε εσφαλμένη διδασκαλία, δεν σημαίνει ότι εξέφραζε και την πίστη της Εκκλησίας, ειδικά όταν έχουμε μαρτυρίες για το αντίθετο.

Αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος (ο οποίος εξετάζει το σύνολο του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας, και όχι απλά μεμονωμένα χωρία ενός μόνο από τα συγγράμματά του, όπως εσείς)· «[…] δε σημαίνει ότι ο Κλήμης αγνοούσε την πράξη της Ευχαριστίας […] Εξηγεί μόνο την όλη θεολογική του δομή και την τάση του να δημιουργήσει πνευματική Εκκλησία και Ευχαριστία, διότι η ιστορική ήταν για τους πιστούς και όχι για τους γνωστικούς χριστιανούς […]» (ίδιο έργο, σελ. 339-340).

Ρωτάτε: «Μα είναι δυνατόν κ.Μπαφίτη αυτός ο άνθρωπος που έζησε περίπου το 150 με 215 μ.Χ. να γράφει έτσι και να θεωρεί υποτίθεται ότι οι Χριστιανοί τελούν κάποια θυσία κατά την ΘΕ;;;;;; Γιατί δεν το διαψεύδουν σχετικά άλλοι;»

Σας απαντώ ότι είναι δυνατόν διότι ακολουθεί την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας και εμπνέεται από απόκρυφη παράδοση, έχοντας φυσικά κακοδοξία στο θέμα της Θείας Ευχαριστίας (όπως και εσείς). «Η απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντα, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «γνωστική» (Στρωμ. Α’ 1), είναι διαφορετική, ανώτερη από αυτήν που κατέχει η Εκκλησία και απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς» (ίδιο έργο σελ. 338). Φυσικά και τον διαψεύδουν και δεν τον ακολουθούν εδώ. Για παράδειγμα, ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας αναφέρει το αντίθετο, και μάλιστα ότι είναι διδασκαλία της Εκκλησίας.

«Και η τροφή αύτη καλείται παρ’ υμίν ευχαριστίαν …ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ ως κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν…αλλ’ ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι» [Α' Απολογία Ιουστίνου, 66]».

Ρωτάτε: «Εδώ όμως, το ερώτημα που προκύπτει για σας είναι, άραγε αυτός, κατ’ εσάς, ήταν αιρετικός (που να μπούμε σε άλλα πιστεύω του), άνηκε στην Εκκλησία Του Χριστού, ή όχι; Μα διαφωνούσε σε μεγάλα θέματα (π.χ. περί ΘΕ [όπως είδαμε], άφεση αμαρτιών από ιερέα, Χριστολογικό ζήτημα) με την «Ορθοδοξία».

Σας απαντάω λοιπόν, ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας είχε μερικές λανθασμένες θέσεις (όπως αυτήν που εξετάζουμε), όχι κατ εμέ μόνο, αλλά πολύ περισσότερο κατά την Παράδοση της Εκκλησίας. Για αυτό και κανένας δεν τον ακολούθησε σε αυτό. Το ότι ανήκε στην Εκκλησία του Χριστού, αυτό δεν σημαίνει ότι είχε και το αλάθητο. Δεν έχουμε Παπισμό, κε Τομαρά, αλλά Ορθοδοξία. Και στην Ορθοδοξία αλάθητη θεωρούμε μόνο την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, και όχι το κάθε μέλος της μεμονωμένα.

Λέτε: «Θυμίζω δε ότι η «Ορθοδοξία» τον θεωρεί μεγάλο πατέρα και άγιο…! Άλλος ένας σφετερισμός θεωρώ».

Σοβαρά; Πότε τον γιορτάζουμε, κε Τομαρά; Εγώ δεν το βρήκα. Μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; «…η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν…» (ίδιο έργο σελ. 340). Για ποιόν σφετερισμό μιλάτε αλήθεια;

2. Είναι αλήθεια ότι οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου είναι καταπέλτης κατά των προτεσταντικών αιρέσεων, και για αυτό το λόγο προσπαθούν να πλήξουν την αξιοπιστία τους.

Στην εισαγωγή του βιβλίου «Αποστολικοί Πατέρες» του διδάκτορα Θεολογίας Ν. Νικολαϊδη, με υπότιτλο «Γραμματολογική και Θεολογική Προσέγγιση» στη σελίδα 15, έχει την υποσημείωση 9 που λέει: «Είναι γνωστός ο πόλεμος, ιδιαίτερα αρκετών Προτεσταντών, κατά των Επιστολών του Ιγνατίου. Και τούτο, γιατί αυτές διασώζουν και κατοχυρώνουν την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, όσο αφορά στο μυστήριο της Ιερωσύνης και μάλιστα στο θεσμό του επισκόπου».

Για αυτό το λόγο, ο κος Τομαράς, αντιγράφει από τον γνωστό κενωτικό Ευαγγελικό κο Σπ. Φίλο.

Εμείς, ξαναθυμίζουμε κάποια πραγματάκια που διαφεύγουν και από τους δύο παραπάνω κυρίους.

Αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος· «[…]επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότης των επιστολών με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο». (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 179).

Ο διδάκτορας θεολογίας, Π. Παπαευαγγέλου, αναφέρει· «Οι επιστολές που συνολικά έστειλε ο Ιγνάτιος από την Σμύρνη και την Τροία είναι επτά. Προς Εφεσίους, προς Μαγνησείς, προς Τραλλιανούς, προς Ρωμαίους, προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και προς Πολύκαρπον. Οι επιστολές του αυτές διασώθηκαν μέχρι σήμερα στα ελληνικά σε δύο εκδόσεις, μία σύντομη και μια εκτενέστερη. Η γνώμη που επικρατεί σήμερα μεταξύ των ειδικών είναι ότι από τις δύο μορφές των επτά επιστολών του Ιγνατίου, γνήσιες είναι οι επιστολές της σύντομης μορφής, ενώ οι άλλες της εκτενέστερης μορφής είναι νόθες». (Από την εισαγωγή στις επιστολές του Ιγνατίου, ”Αποστολικοί Πατέρες, Άπαντα τα έργα», σελ. 10).

Ο πατρολόγος Π. Χρήστου, αναφέρει· «Η εκτύπωσις των εις τας συλλογάς ταύτας περιεχομένων επιστολών, αρξαμένη δια της εκτενούς παραλλαγής, λατινιστί το 1489 και ελληνιστί το 1555, προεκάλεσε διχασμό των κριτικών, οφειλόμενον αρχικώς και εις τας αντιθέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ως προς την αρχαιότητα του θεσμού του επισκόπου. Δια των εργασιών των Zahn, Funk, Lightfool, και Harnack κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος, ακολουθησάντων την γραμμήν την οποίαν είχε δείξει δύο αιώνας ενωρίτερον ο Pearson, κατωχυρώθη η γνησιότης των επτά σύντομων επιστολών» (Πατρολογία Χρήστου, Β’τόμος, σελ. 415).

Οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μπορεί να νοθεύτηκαν από τον νεό-αρειανό Ιουλιανό τον 4ο αιώνα, (που δεν ήταν ορθόδοξος φυσικά), αλλά σήμερα η επιστήμη έχει ξεχωρίσει τις γνήσιες από τις νοθευμένες. Ανάμεσα στους καθηγητές που παραδέχτηκαν την γνησιότητα των επιστολών της σύντομης μορφής (από όπου και παραθέτουμε), είναι και Προτεστάντες όπως ο Harnack που αναφέρει ο πατρολόγος Π. Χρήστου.

Το ότι δεν σώζονται άλλα έργα του Ιγνατίου, δεν σημαίνει ότι τα έργα της σύντομης μορφής είναι νοθευμένα. Με την ίδια λογική, και οι επιστολές του απ Παύλου είναι «νοθευμένες» διότι δεν μας σώζονται περισσότερες. 14 επιστολές σε περίπου 30 χρόνια διακονίας; Άρα είναι νόθες! Ωραία Προτεσταντική λογική! Ούτε βέβαια, το ότι δεν έστειλε επιστολή στην Εκκλησία του στην Αντιόχεια, δείχνει νοθεία στις επιστολές του! Πολύ απλά, ο άγιος έβλεπε προσωπικά τους εκεί αδελφούς πριν πάρει το δρόμο για το μαρτύριο, από εκεί ξεκίνησε, τους είχε ήδη αφήσει την παρακαταθήκη και δεν είχαν ανάγκη να τους γράψει. Ο επίσκοπος Ιάκωβος, επειδή δεν έγραψε επιστολή που να απευθύνεται στα Ιεροσόλυμα όπου ήταν Επίσκοπος, σημαίνει ότι η καθολική επιστολή που υπάρχει στην Καινή Διαθήκη είναι «νοθευμένη»;  Εξίσου ψεύτικος είναι ο ισχυρισμός ότι δήθεν ο ιστορικός Ευσέβιος γνώριζε μόνο την επιστολή προς Σμυρναίους. Ο Ευσέβιος παραθέτει και από την προς Ρωμαίους. Αναφορικά με τον ιστορικό Philip Schaff,  μπορεί να μην τις δέχεται, αλλά ο ίδιος  στο «Introductory Note To The Epistle Of Ignatius To The Ephesians», αναφέρει ότι από τις υπόλοιπες 7 επιστολές, οι καθηγητές θεωρούν γνήσιες αυτές της συντομότερης μορφής«It is plain that one or other of these exhibits a corrupt text, and scholars have for the most part agreed to accept the shorter form as representing the genuine letters
of Ignatius»

Μεγάλο αγκάθι ο άγιος Ιγνάτιος στις πλευρές των αιρετικών.

3. Για τον Χρυσόστομο και το «λουτρώ».

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ·  Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις, και τα αμαρτήματα κατασφάξας ∙ ιερεύς δε, εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ, και καταθύσας το σώμα, και σφαγείς και αυτός. ει γαρ συναπεθάνομεν αυτώ, φησί, και συζήσομεν αυτώ».

Ο κος Τομαράς μας μέμφεται διότι δεν παραθέσαμε την συνέχεια του χωρίου. Ακόμα και η συνέχεια του χωρίου, που αντιγράφει ο κος Τομαράς, δεν αλλάζει κάτι στην φράση που γράψαμε αρχικά «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ». Το χωρίο είναι ξεκάθαρο από μόνο του. Ο πιστός, ενδυόμενος συνεχώς τον Χριστό κατά το βάπτισμα στο νερό, μετέχει στα πνευματικά αξιώματά Του, γίνεται δηλαδή βασιλιάς, ιερεύς, και προφήτης. Είναι σαφέστατο, ‘’ΕΝ ΤΩ ΛΟΥΤΡΩ’’. Όχι πριν από αυτό.  Δηλαδή, η μετάνοια, το να πολεμάς τις αμαρτίες και τα πάθη κλπ, δεν μπορούν να σε κάνουν να μετέχεις του Χριστού, εάν δεν προηγηθεί το βάπτισμα στο νερό.

Αυτό βέβαια, δεν γίνεται «μαγικά». Ούτε γράψαμε ποτέ τέτοιο πράγμα. Για αυτό και συνεχίζει ο ιερός Χρυσόστομος αναφερόμενος στην καταπολέμηση των αμαρτιών, θυσία του εαυτού μας κλπ, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραμείνουν αυτά τα πνευματικά αξιώματα του Χριστού ενεργά στον πιστό. Για αυτό, και ο απ Παύλος δεν γράφει αυτό που λανθασμένα μεταφράζει ο Βάμβας «όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε», αλλά αυτό που λέει το κείμενο: «οσοι γαρ εις Χριστον εβαπτισθητε Χριστον ενεδυσασθε». Σε χρόνο διαρκή. Ενώ το βάπτισμα γίνεται μια φορά, συνεχώς ενδυόμαστε τον Χριστό. Σε αυτήν την συνέχεια αναφέρεται και ο ιερός πατήρ.

Δεν τα θέτει αυτά ως προϋποθέσεις για την μετοχή του πιστού στα αξιώματα αυτά του Χριστού, γιατί αυτά τα αποκτά δωρεάν ΕΝ ΤΩ ΛΟΥΤΡΩ. Αυτά τίθενται ως προϋποθέσεις για να παραμείνουν ενεργά στον πιστό. Γιατί το λέμε αυτό; Επειδή, ο ιερός Χρυσόστομος στα έργα του ομιλεί και για το νηπιακό βάπτισμα. Το βάπτισμα όμως είναι ένα (είτε εάν κάποιον βαπτίσουν ενήλικα είτε νήπιο), με τις ίδιες δωρεές εις αμφοτέρους.

Στις Κατηχήσεις του, ο ιερός πατέρας, αναφέρει:
«Αν και βέβαια πολλοί νομίζουν ότι η δωρεά παρέχει μόνο άφεση αμαρτημάτων, εμείς όμως απαριθμήσαμε δέκα τιμές. Γι’ αυτό βέβαια και βαπτίζομε τα παιδιά αν και δεν έχουν αμαρτίες, για να προστεθεί σ’ αυτά αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομιά, αδελφότητα, το να είναι μέλη του Χριστού, το να γίνουν κατοικητήριο του Πνεύματος» 
[(Ε.Π.Ε 30.), «Ομιλίες Κατηχητικές-Ηθικές» σελ. 387.]

Μέλη του Χριστού και τα παιδιά, άρα και μέτοχα των αξιωμάτων Του, τα οποία οφείλουν να διατηρήσουν σε όλο τον επίγειο βίο τους καθώς θα μεγαλώνουν.

Η σημασία είναι στο «ΛΟΥΤΡΩ», επομένως. Και ο κος Τομαράς κάνει ολόκληρη ανάλυση, μη γνωρίζοντας ότι ο ιερός Χρυσόστομος (όπως και όλη η αρχαία Εκκλησία) αποδέχονταν το βάπτισμα των νηπίων, για να πει ότι το «Ούτω και συ γίνη βασιλεύς και ιερεύς και προφήτης εν τω λουτρώ», δεν γίνονται «εν τω λουτρώ».  

Παραθέτουμε σχετικούς συνδέσμους για το νηπιακό βάπτισμα από το εξαιρετικό φιλικό ιστολόγιο του «Αντιαιρετικού»:

Α. Περιγραφή των αιρετικών κακοδοξιών

Β. Απάντηση σε παρερμηνείες του 12ου Κανόνα Νεοκαισαρείας

Γ. Απάντηση σε παρερμηνείες του πδ΄ Κανόνα της Πενθέκτης

Δ. Ο Νηπιοβαπτισμός και η θεμελίωσή του μέσα από τις πηγαίες μαρτυρίες

Ε. Απάντηση σε παραχαράξεις της βυζαντινής εκκλησιαστικής Ιστορίας

ΣΤ. Ερμηνευτικές αναλύσεις Νόμων της Πολιτείας και Κανόνων της Εκκλησίας

Ζ. Το προπατορικό αμάρτημα και το βάπτισμα ως σφράγισμα σωτηρίας


4. Σχετικά με εκκλησιαστικούς συγγραφείς που παραθέτει ο κος Τομαράς και που είτε δέχονταν τον άρτο και τον οίνο ως σύμβολα του Σώματος και Αίματος του Χριστού, είτε παρερμηνείας αυτών από του κου Τομαρά.


Α. Ευσέβιος Καισαρείας.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που παρέθεσε ο κος Τομαράς (το οποίο αντέγραψε από συζήτηση που είχα στο blog με κάποιον αναγνώστη στο οποίο είχα απαντήσει), λέει ότι ο άρτος και ο οίνος είναι σύμβολα. Όμως μπορούμε να δεχόμαστε την ερμηνεία ενός επισκόπου που ασπάζονταν τον αρειανισμό; Και ενώ μας άφησε την πολύτιμη Εκκλησιαστική ιστορία, εντούτοις παρουσιάζει προβληματική θεολογία και ερμηνευτική. Δεν θα πω δικά μου, αλλά θα παραθέσω από τον καθηγητή πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλο. Σταχυολογώ τα παρακάτω, σε σχέση με την ερμηνευτική του:

«Διακρίθηκε για την πολυμέρεια των γνώσεών του και τη ρηχότητα της σκέψεώς του».

«…με τις θεολογικές και πολιτειακές του αντιλήψεις ενίσχυσε τον αρειανισμό…».

«Σε συζητήσεις που ήταν πέρα του θέματος της αρχαιότητας του χριστιανισμού, της ενότητας του Θεού και της καταφάσεως της Τριάδας, δεν μπορούσε να συμβάλει· φαίνεται μάλιστα ότι και τις υποτιμούσε».

«…όταν ο Άρειος από το 318 περίπου μίλησε κακόδοξα για την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δεν μπόρεσε να θεολογήσει στο θέμα, αλλά υποστήριξε αμέσως τον Άρειο».

«Ο Ευσέβιος, εφόσον σαφώς αρνήθηκε την αιδιότητα και όχι μόνο την ομοουσιότητα του Υιού, έμεινε θεολογικά αυστηρός οπαδός του Αρείου και δεν υπήρξε όντως μετριοπαθής, όπως υποστηρίζεται».

«Η παρουσία του Ευσεβίου στους κόλπους της Εκκλησίας υπήρξε θετική και αρνητική. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες για την γνώση της ιστορίας της και την διαφύλαξη της Γραφής της, αλλά της δημιούργησε τεράστια προβλήματα με την κακοδοξία του και την διαμόρφωση του καισαροπαπισμού».

(Από τον Β' τόμο της πατρολογίας του Παπαδόπουλου, σελ. 121- 125).

Συνεπώς, από έναν επίσκοπο που είχε κακοδοξίες και υποβίβαζε τον Χριστό σε κτίσμα (σαν τους Ιεχωβίτες), δεν μπορεί να περιμένει κανείς ορθές ερμηνείες.

Β. Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος.

Ο Ν. Σκρέττας εξηγεί·
«Από τον γ’ ήδη αιώνα, κατά την μαρτυρία της Καθολικής διδασκαλίας των Δώδεκα Αποστόλων και αγίων μαθητών του Σωτήρος ημών, τα προσφερόμενα δώρα ονομάζονται ‘’αντίτυπον του βασιλείου σώματος του Χριστού’’. Η ίδια διατύπωση περίπου επαναλαμβάνεται στην μετά τους λόγους της συστάσεως συνέχεια της ευχής της αναφοράς του Μ. Βασιλείου· «και προθέντες τα αντίτυπα του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού σου, σου δεόμεθα…». Παράλληλες εκφράσεις ανιχνεύονται στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τον Μακάριο Αιγύπτιο, τον Ευτύχιο Κων/πόλεως, τον Συμεών Θεσ/νίκης, τον Μάρκο τον Ευγενκό, τον Επιφάνιο Κύπρου. Ο όρος ‘’αντίτυπα’’ λοιπόν είναι εμφανώς δηλωτικός της συμβολικής σημασίας που προσλαμβάνουν τα τίμια δώρα προ του καθαγιασμού τους. […] Μετά λοιπόν τον δια του αγίου Πνεύματος καθαγιασμό τους, τα δώρα παύουν να είναι «αντίτυπα» και γίνονται ο ίδιος ο Χριστός…» («Η Θεία Ευχαριστία», σελ. 290- 292).

Αναφέρει ο Άγιος Μακάριος:

«…ούτε ανέβη αυτών επί την καρδίαν, ότι έσται βάπτισμα πυρός και Πνεύματος αγίου και ότι εν τη Εκκλησία προσφέρεται άρτος και οίνος αντίτυπον της σαρκός αυτού και του αίματος, και οι μεταλαμβάνοντες εκ του φαινομένου άρτου πνευματικώς την σάρκα του Κυρίου εσθίουσι…».

Μετάφραση: «…ούτε το είχαν φανταστεί ότι θα υπάρξει βάπτισμα πυρός και βάπτισμα Πνεύματος Αγίου, και ότι στην Εκκλησία θα προσφέρεται άρτος και οίνος, που αντιπροσωπεύουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου, και ότι αυτοί που θα μεταλαβαίνουν από τον άρτο αυτό που φαίνεται, θα τρώνε πνευματικά το σώμα του Χριστού…». (Ομιλία ΚΖ, 17- έργα αγίου Μακαρίου, τόμος 7ος ).

Ορθώς ο άγιος Μακάριος ονομάζει τον προσφερόμενο άρτο και οίνο «αντίτυπα» του σώματος και του αίματος του Χριστού, διότι αναφέρεται στην προσφορά. Κατά την Ορθόδοξη πίστη, προσφέρουμε ως εκκλησία άρτο και οίνο δια των ειδικών ιερέων (που είναι τα χέρια της Εκκλησίας) στον Θεό, και ο Θεός αντικαταπέμπει την άκτιστη χάρη Του και μεταβάλλει τον προσφερόμενο άρτο σε σώμα Χριστού και τον προσφερόμενο οίνο σε αίμα Χριστού. Ο άγιος Μακάριος σε καμία περίπτωση δεν λέει ότι κοινωνούμε «δια της πίστεως», χωρίς να μετέχουμε πραγματικού σώματος και αίματος. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι μιλάει για «του φαινομένου άρτου», για άρτο δηλαδή που φαίνεται ως άρτος. Αν τον θεωρούσε «σύμβολο» δεν θα έλεγε «του φαινομένου άρτου» αλλά σκέτο «του άρτου». Φαίνεται άρτος, αλλά δεν είναι άρτος. Ακριβώς όπως πιστεύουμε κατά την μεταβολή.

Το «πνευματικώς την σάρκα του Κυρίου εσθίουσι», δεν σημαίνει ότι τρώμε ψωμί και πίνουμε κρασί τα οποία θεωρούμε «δια της πίστεως» Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά επειδή πριν αναφέρθηκε στο Άγιο Πνεύμα και στα «παράδοξα πράγματα» («ούτε ανέβη αυτών επί την καρδίαν») που απολαμβάνουν οι Χριστιανοί στην Καινή Διαθήκη συνδέοντας την Θεία Ευχαριστία με το Άγιο Πνεύμα, αναφέρεται στην πνευματικότητα της Ευχαριστίας, που οφείλεται στο Άγιο Πνεύμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κοινωνούμε τον Χριστό «δια της πίστεως» και δια συμβόλων. Συνδέοντας όλα αυτά με το Άγιο Πνεύμα, υποδηλώνει το Μυστήριο. Αυτό είναι Μυστήριο. Άλλο φαίνεται, άλλο είναι. Με το «δια της πίστεως», βγάζετε έξω τον Θείο και Μυστηριακό χαρακτήρα της Ευχαριστίας, αφού στηρίζεστε στο πνεύμα το δικό σας και όχι στο Άγιο Πνεύμα. Δηλαδή, αν έρθει στην σύναξή σας κάποιος που δεν πιστεύει και τόσο πολύ ότι η Ευχαριστία είναι σώμα Χριστού (ούτε δια της πίστεως ούτε πραγματικό), κατά την θεωρία του «δια της πίστεως», κοινώνησε με τον Χριστό ή όχι; Δηλαδή, το αν τελικά κοινώνησε με τον Χριστό έχει ως βάση την πίστη του (ή την απιστία του); Εξαρτάται δηλαδή από την προσωπική του αποδοχή; Αντιθέτως, αν κάποιος κοινωνήσει στην Εκκλησία του Χριστού την Ορθόδοξη, είτε πιστεύει είτε δεν πιστεύει, έχει κοινωνήσει  με τον ίδιο τον Χριστό, και είτε του έρχεται ευλογία, νίψη ψυχής κλπ, είτε κατάκριση. Αυτό που συνέβαινε και στην αρχαία Κόρινθο που συνέρχονταν μεν, αλλά ορισμένοι δεν διέκριναν το Σώμα του Χριστού, κοινωνούσαν αναξίως, και αυτό είχε αντίκτυπο ακόμα και στα σώματά τους.

5. Για την περικοπή από την προς Κορινθίους του αγίου Κλήμη Ρώμης.

Είναι πολύ σημαντικό, προκειμένου να κατανοήσουμε το κείμενο, να δούμε τον λόγο για τον οποίο γράφεται η επιστολή αυτή προς την εκκλησία της Κορίνθου.

Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, γράφει μεταξύ άλλων:
«Μερικοί «φιλόνικοι και ζηλωταί» προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τους πρεσβυτέρους της Κορίνθου με άλλους […] Μερικοί Κορίνθιοι λοιπόν πρότειναν την αντικατάσταση των λειτουργών, νομίζοντας προφανώς ότι το λειτούργημά τους είναι κάτι που εξαρτάται μόνο από τη θέληση των μελών της Εκκλησίας […] Η απάντηση δε στο πρόβλημα δίδεται στο κεφάλαιο 44: τους λειτουργούς, που κατέστησαν οι Απόστολοι ή και οι διάδοχοι αυτών, δε μπορεί να τους αντικαταστήσει κανείς, διότι έλαβαν το λειτούργημά τους από τους Αποστόλους»
(Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Α’ τόμος, σελ. 161-162).

Ο καθηγητής Β. Φειδάς, αναφέρει «[…] ο Κλήμης συνδέει την έριδα στην Κόρινθο προς ένα ή δύο πρόσωπα. Πράγματι οι πιστοί της εκκλησίας της Κορίνθου αποδοκιμάζονται, επειδή «δι’ εν ή δύο πρόσωπα «στασίασαν» προς τους πρεσβυτέρους» και απομάκρυναν άδικα «ενίους» εξ αυτών από την τετιμημένη λειτουργία τους» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ 86, Α’ τόμος).

Ο λόγος, λοιπόν, που τους γράφει είναι επειδή ανατρέπονταν η εκκλησιαστική τάξη.

Παραθέτουμε το απόσπασμα, το νόημα του οποίου διαστρέβλωσε ο κος Τομαράς κατά την συνήθη τακτική του.

«Προδήλων ουν ημίν όντων τούτων, και εγκεκυφότες εις τα βάθη της θείας γνώσεως, πάντα τάξει ποιείν οφείλομεν όσα ο δεσπότης επιτελείν εκέλευσεν κατά καιρούς τεταγμένους· Τας τε προσφοράς και λειτουργίας επιτελείσθαι, και ουκ εική ή ατάκτως εκέλευσεν γίνεσθαι, αλλ’ ορισμένοις καιροίς και ώραις. Που τε και δια τίνων επιτελείσθαι θέλει, αυτός ώρισεν τη υπερτάτω αυτού βουλήσει, ιν’ οσίως πάντα γινόμενα εν ευδοκήσει ευπρόσδεκτα ειη τω θελήματι αυτού. Οι ουν τοις προστεταγμένοις καιροίς ποιούντες τας προσφοράς αυτών ευπρόσδεκτοι τε και μακάριοι· τοις γαρ νομίμοις του δεσπότου ακολουθούντες ου διαμαρτάνουσιν. Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται. Εκαστος ημών, αδελφοί, εν τω ιδίω τάγματι ευαρεστείτω θεώ εν αγαθή συνειδήσει υπάρχων, μη παρεκβαίνων τον ωρισμένον της λειτουργίας αυτού κανόνα, εν σεμνότητι».
(Αποστολικοί Πατέρες, Α Τόμος, κου Χ. Κρικώνη, σελ. 82- 85).

Με βάση το απόσπασμα, οι προσφορές και οι λειτουργίες πρέπει να επιτελούνται σε διατεταγμένους καιρούς, όχι άτακτα, και από συγκεκριμένους ανθρώπους που όρισε ο Θεός. Μάλιστα, όσοι ακολουθούν τα νόμιμα του Δεσπότη (αυτή την νόμιμη τάξη) δεν αμαρτάνουν. Και προτρέπει να μην παραβαίνει κανείς τον ορισμένο κανόνα της λειτουργίας του. Πολύ απλά, τους συμβουλεύει να μην χαλάνε την τάξη που έθεσε ο Θεός στην Εκκλησία Του.

Οι «προσφορές» και οι «λειτουργίες» που αναφέρονται, δεν έχουν καμία σχέση με προσφορές αγάπης που αναφέρει ο κος Τομαράς. Αυτές οι προσφορές αγάπης μπορεί να γίνουν από τον κάθε ένα πιστό, και ασφαλώς αυτό δεν χαλάει την τάξη της εκκλησίας. Τι είναι, λοιπόν, οι «προσφορές» και οι «λειτουργίες»;

Ο καθηγητής Ι. Ζηζούλιας, αναφέρει: «Η Α’ Κλήμεντος εξ άλλου ομιλεί περί «λειτουργίας των αποστόλων». Ποια η φύσις της λειτουργίας ταύτης, εις την οποίαν διεδέχθησαν τους Αποστόλους οι αποβληθέντες πρεσβύτεροι της Κορίνθου; Καίτοι ο όρος λειτουργοί χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως υπό του Κλήμεντος, εν τούτοις χρησιμοποιούμενος ενταύθα περί των Αποστόλων έχει την ειδικήν σημασίαν της προσφοράς των δώρων της Ευχαριστίας»
(«Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και του Επισκόπου, κατά τους τρείς πρώτους αιώνας»).

Ο καθηγητής Β. Στεφανίδης γράφει: «Τους ουν κατασταθέντας υπ εκείνων (των αποστόλων) ή μεταξύ υφ ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης της εκκλησίας απάσης, και λειτουργήσαντας αμέμπτως, τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι της λειτουργίας. Αμαρτία γαρ ου μικρά ημιν έσται, εάν τους αμέμπτως και οσίως προσενεγκότες τα δώρα, της επισκοπής αποβάλλωμεν» (ΚΕΦ. 44) Υπό τα ‘’δώρα’’ νοείται η θεία ευχαριστία» (Εκκλησιαστική Ιστορία σελ. 45).

«Μετά της θείας ευχαριστίας συνεδέετο στενώς η διανομή των σχετικών προσφορών των χριστιανών» (ίδιο έργο, σελ. 46).

Ο Ιάκωβος Πηλιλής αναφέρει: «Η διακονία τούτων, κατά τον Κλήμεντα, (λειτουργία), είναι η λατρεία εν τη Εκκλησία και η προσφορά (θυσία) των πιστών κατά την Θείαν Ευχαριστίαν, δι’ ο και δια πρώτην φοράν το πρεσβυτέριον διακρίνεται με ιδιάζοντα καθήκοντα και δικαιώματα εκ του σώματος των πιστών (των λαικών)» (Η Χριστιανική Ιερωσύνη).

Επομένως, η «λειτουργία» είναι η προσφορά των δώρων της Θείας Ευχαριστίας ή αλλιώς της θυσίας των πιστών. Μάλιστα, όπως παρατηρεί και ο Ι. Πηλιλής, «δια πρώτην φοράν το πρεσβυτέριον διακρίνεται με ιδιάζοντα καθήκοντα και δικαιώματα εκ του σώματος των πιστών (των λαικών)», όπως πράγματι λέει το απόσπασμα. Το κομμάτι είναι πάρα πολύ δυνατό και αφήνει έκθετο τον κο Τομαρά αλλά και τους αιρετικούς που αρνούνται την θεοπαράδοτη χριστιανική πίστη χάριν των νεοφανών αιρέσεων.

Το ίδιο αναφέρει και ο καθηγητής Β. Φειδάς, όταν σχολιάζει την λύση που δίνει ο άγιος Κλήμης Ρώμης: «[…] για το πρόβλημα της τοπικής εκκλησίας της Κορίνθου η ανάγκη αυτή διακρίσεως του τοπικού ιερατείου κατά τάξη στην άσκηση της τετιμημένης λειτουργίας καθίστατο επιτακτικότερη. Ο Κλήμης θεμελιώνει τη διάκριση αυτή στη θεία βούληση, γι’ αυτό και οι εκπληρώνοντες άμεμπτα την λειτουργία ‘’τοις γαρ νομίμοις του δεσπότου ακολουθούντες ου διαμαρτάνουσιν. Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισί, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τόπος προστέτακται, και Λευίτες ίδιαι διακονίαι επίκεινται· ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται’»»
(Εκκλησιαστική Ιστορία, Ά τόμος, σελ. 87-88).

Το ότι είναι οι λέξεις στον πληθυντικό, δεν σημαίνει ότι δεν μιλάει για τα τίμια δώρα, όπως λέει και πάλι αυθαίρετα ο κος Τομαράς. Η Θεία Ευχαριστία τελείται πολλές φορές, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «οσάκις αν τρώγητε τον άρτον τούτον και πίνητε το ποτήριον τούτο, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, μέχρι της ελεύσεως αυτού» (Α’ Κορινθίους, ια 26).

Το ότι οι προσφορές ήταν του άρτου και του οίνου (των τιμίων δώρων δηλαδή), πέρα από αυτά, μαρτυρείται καθαρότατα και από ΑΡΧΕΓΟΝΗ πηγή, τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα, που γράφει: «Και τη του ηλίου ημέρα λεγομένη ημέρα, πάντων, κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρι εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτε ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και , ως προέφημεν, παυσαμένων ημών της ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοις ου παρούσι δια των διακόνων πέμπεται»
(Α Απολογία,67, 3-5).

«Τα κύρια στοιχεία του δεύτερου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο, ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλομένη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου…» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Α τόμος, σελ. 268)

Το καταλάβατε τώρα κάπως καλύτερα, δια στόματος Ιουστίνου του Μάρτυρα; «[…] άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν». Μήπως τα ξέρετε καλύτερα από τον Ιουστίνο που περιγράφει πως γίνονταν η λατρεία στον δεύτερο μεταποστολικό αιώνα;

Η λέξη «Λευίτες» χρησιμοποιείται με την έννοια του διακόνου. Άλλωστε, το απόσπασμα από τον Κλήμη Ρώμης δεν αναφέρεται σε φυλές αλλά σε λειτουργήματα. Το αν σε άλλα σημεία αναφέρει για επισκόπους και διακόνους, σαφώς σε αυτά υπάρχει η ιερατική ιδιότητα, από την στιγμή που υπάρχει θυσία, δηλαδή η Θεία Ευχαριστία.

Η συνέχεια του κειμένου που αναφέρει ο κος Τομαράς, δείχνει την τάξη που είπαμε και προηγουμένως. Οι θυσίες δεν θα μπορούσαν να προσφερθούν στην (κατά γράμμα) Ιερουσαλήμ εφόσον είχε καταστραφεί το 70 μ Χ . Πολύ πιθανό με τα λόγια αυτά, να αναφέρεται στην πνευματική Ιερουσαλήμ και να θέλει να τονίσει την εκκλησιαστική τάξη. Οι καθηγητές λένε ομόφωνα ότι αυτά αναφέρονται στην εκκλησία, και ο κος Τομαράς ρίχνει στάχτη στα μάτια των ομοθρήσκων του, από τους οποίους περιμένει να δεχτούν ότι τους σερβίρει.

6. Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης.

Είχαμε γράψει από την εκκλησιαστική Ιστορία του καθηγητή Βλ. Φειδά, όπου έγραφε ο καθηγητής ότι ο Ιππόλυτος συνδέει τον όρο ‘’κλήρο’’ προς τους κληρικούς. Μάλιστα ο καθηγητής παρέθεσε και το σχετικό χωρίο· «‘’ειδέ και τις εν κλήρω ων γαμοιη, μένειν τον τοιούτον εν κλήρω ως μη ημαρτηκότα’».

Ο κος Τομαράς, αφού έψαξε, βρήκε και παρέθεσε από πιο πριν το χωρίο, όπου λέει:
«…επί τούτου ήρξαντο επίσκοποι και πρεσβύτεροι και διάκονοι δίγαμοι και τρίγαμοι καθίστασθαι εις κλήρους∙ ει δε και τις εν κλήρω ων γαμοιη μένειν τον τοιούτον εν τω κλήρω ως μη ημαρτηκότα, επί τούτω φάσκων είρησθαι το υπό του αποστόλου ρηθέν’ «συ τις εο ο κρίνων….»»

Η αλήθεια είναι μια αλυσίδα. Αν χάσεις τον ένα κρίκο, τους χάνεις όλους. Ο καθηγητής λίγες σειρές παραπάνω είχε διευκρινίσει ότι από ακόμα παλαιότερη εποχή είχε διακριθεί ο κλήρος από τους λαϊκούς, και δίνει παραπομπή στον άγιο Κλήμη Ρώμης! Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο κος Τομαράς, είναι ότι ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι, και οι διάκονοι, αυτοί οι τρείς βαθμοί, είναι βαθμοί ιεροσύνης διότι έχουν όλοι τους την ιερατική ιδιότητα διότι όλοι τελούν την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας. Επομένως, οι όροι «επίσκοπος», «πρεσβύτεροι», και «διάκονοι» είναι ιερείς και συνδέονται με την λέξη «κλήρος». Την Θεία Ευχαριστία την τελεί ο Επίσκοπος κατά βάση, αλλά και σε όποιον δώσει την άδεια (εννοείται από τους λειτουργούς). «Έγκυρη να θεωρείται η Ευχαριστία εκείνη που τελείται από τον Επίσκοπο, ή από εκείνον στον οποίο θα δώσει την άδεια αυτός» (Προς Σμυρναίους, VIII 1). Οι αιρετικοί, από πού πήραν την άδεια;

Την αποστολική εποχή, ο όρος πρεσβύτερος και επίσκοπος ήταν ταυτόσημοι. Ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος είχε την γενική διαχείριση και τον πρώτο λόγο στην σύναξη όπου ήταν και τούτο φαίνεται καθαρά στην πρώτη αποστολική σύνοδο. Είχε προκύψει πρόβλημα με ορισμένους που έλεγαν ότι οι πιστοί έπρεπε να κάνουν την περιτομή για να σωθούν, και έφερναν ταραχή και σύγχυση στην Εκκλησία. Έτσι, έγινε η αποστολική σύνοδος, όπου πήραν μέρος ο απόστολος Παύλος, ο απόστολος Βαρνάβας, οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ. Αφού μίλησαν όλοι, τελευταίος μίλησε ο Ιάκωβος, ο οποίος ήταν ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος. Αυτός επισφράγισε την απόφαση που ελήφθη συνοδικά με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις ιε κεφάλαιο).

Αργότερα, όχι επί εποχής Ιππολύτου αλλά επί εποχής Ιγνατίου, ο επίσκοπος ξεχώρισε από τον πρεσβύτερο. Αυτό φαίνεται σε πολλά σημεία των επιστολών του. Ενδεικτικά: « […] να υπακούετε στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο με απερίσπαστο το νου σας, προσφέροντας (κείμ. ‘’κλώντες’’) έναν άρτο […] (προς Εφεσίους, XX 2). « […] όλοι να σέβονται τους διακόνους […] όπως και τον επίσκοπο […] και τους πρεσβυτέρους, σαν το συνέδριο του Θεού και σύνδεσμο των αποστόλων. Χωρίς αυτούς Εκκλησία δεν υπάρχει» (προς Τραλλιανούς, III 1) κλπ.

Ο πρώτος τη τάξη πρεσβύτερος, ο οποίος τελούσε και την Θεία Ευχαριστία, ονομάστηκε επίσκοπος. 

Η λέξη «κλήρος», στην εποχή του Ιππολύτου, είχε να κάνει με την ιεροσύνη. Οι λέξεις έχουν πολλές σημασίες. Το να μας παρουσιάζει ο κος Τομαράς την έννοια του κλήρου στα γραπτά της Καινής Διαθήκης, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να εξεταστεί η λέξη στο απόσπασμα που αναφέραμε. Άλλωστε, ο κος Τομαράς από μόνος του μας λέει: 

«Παραθέτω από το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του «Σταματάκου» λίγα σχετικά (για συντομία όχι όλες τις σημασίες, αλλά τις βασικές):
Κλήρος:
****ως και νυν κλήρος, «λαχνός» // μικρόν τεμάχιον ξύλου ή και βώλος γης χρησιμοποιούμενα ως κλήροι.
Και ως τελευταίες έννοιες έχει:
****Κληρονομιά, κτήμα, υποστατικό, ιδιοκτησίαν
****Στην εκκλησιαστική γλώσσα, οι κληρικοί εν αντιθέσει προς τους λαϊκούς»

Και ο ίδιος σχολιάζει: «(Τονίζω εδώ για τον αναγνώστη ότι αυτή η τελευταία έννοια δεν υπήρχε στην περίοδο των αποστόλων ή πριν αυτής, ανήκει στην μεταγενέστερη… «Ορθόδοξη» γλώσσα.)».

κ Τομαρά, δεν λέει έτσι ο Σταματάκος στο λεξικό από όπου παραθέσατε. Αυτό το λέτε εσείς. Σαφέστατα το λεξικό του κου Σταματάκου δέχεται τον «κλήρο» ως «κληρικούς» σε αντίθεση με τους λαϊκούς, όπως ακριβώς και ο Φειδάς που παρέθεσα. Επίσης, στην περίοδο των αποστόλων δεν υπήρχε η φράση ‘’Αγία Τριάς’’. Ανήκει στην μεταγενέστερη Ορθόδοξη γλώσσα. Μήπως διαφωνείτε; Επομένως, το παιχνίδι των λέξεων που παίζει ο κος Τομαράς, δεν έχει τίποτα να δώσει πέρα από ψευδείς εντυπώσεις.  

Άλλωστε, ο Ιππόλυτος σε άλλο του χωρίο λέει το εξής:
«[…] το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν[…]» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199). »

«[…]μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας[…]. Πόσο πιο καθαρά να γραφτεί για να καταλάβει κανείς ότι ο Ιππόλυτος ονομάζει τον εαυτό του αρχιερέα, που το πήρε από την διαδοχή που ανάγεται στους αποστόλους;

Τι σημαίνει η λέξη ‘’αρχιερατεία’’ και γιατί την χρησιμοποιεί για τον εαυτό του; Επειδή τελούσε την Θεία Ευχαριστία. Και αφού μας δίνει την δική του εξήγηση ο κος Τομαράς (πράγματα που έχουν απαντηθεί), καταλήγει να μας λέει : «ο Ιππόλυτος μιλάει αλληγορικά, είναι ότι ο ίδιος…. ΔΕΝ (!) ΗΤΑΝ «αρχιερέας»/ επίσκοπος». Δηλαδή, αυτό που γράφει τόσο καθαρά, δεν είναι αυτό αλλά κάτι άλλο.

Για τον αν διετέλεσε επίσκοπος κανονικός ή όχι, οι απόψεις διίστανται μεταξύ των καθηγητών.

Για παράδειγμα, ο καθηγητής Π. Χρήστου δέχεται ότι ήταν· «Οι αυστηροί της Ρώμης και της Καρχηδόνος, εξηγέρθησαν εξ αιτίας του μέτρου τούτου και οι πρώτοι εξέλεξαν επίσκοπον των τον Ιππόλυτον, σχισματικόν φυσικά, ως φρουρόν της κινδυνευούσης Εκκλησίας. Η άποψις ότι δεν κατέστη ποτέ επίσκοπος δεν είναι ορθή, διότι δεν θα εδικαιολογείτο η κατασκευή της περί τούτου ειδήσεως. Όταν έγραφε το έργον του Κατά Αιρέσεων ήτο οπωσδήποτε επίσκοπος, να και δεν το λέγει, καθ’ όσον άλλωστε δεν αναφέρει καν το όνομά του. Χαρακτηρίζων όμως την Εκκλησίαν του Καλλίστου ‘’διδασκαλέιον’’, θέλει να φανερώσει ότι αυτή είναι αιρετική και ότι η ιδική του είναι η διατηρούσα την αποστολικήν παράδοσιν» (Πατρολογία Π. Χρήστου, β’ τόμος, σελ. 722).

Αλλά και ο καθηγητής Δ. Μπαλάνος, δέχεται ότι ο Ιππόλυτος υπήρξε επίσκοπος Ρώμης με περισσότερα στοιχεία υπέρ αυτού. «[…] οι δε θαυμασταί του ανήγειραν προς τιμήν του μαρμάρινον ανδριάντα, όστις ανευρέθη, κατά τας γενομένας ανασκαφάς το 1551, εν τω κοιμητηρίω του αγίου Ιππολύτου, ακέφαλος και ικανώς εφθαρμένος· ο Ιππόλυτος παρίσταται καθήμενος επί καθέδρας, φέρων τον φιλοσοφικόν τρίβωνα και επί των πλευρών της καθέδρας είναι γεγλυμμένοι οι τίτλοι ικανών συγγραμμάτων του και πασχάλιος κανών συνταχθείς υπ’ αυτού […] η ανεύρεσις του ανδριάντος συνετέλεσε πολύ εις διαλέυκανσιν του μυστηρίου, όπερ περιέλαβε το πρόσωπον του Ιππολύτου […] Η εύρεσις του ανδριάντος του Ιππολύτου, επαληθεύσασα όσα ο ισπανός ποιητής προυδέντιος (+ 413) λέγει περί τάφου του Ιππολύτου περί την Ρώμην, μαρτυρεί ότι ο Ιππόλυτος έδρασεν εν Ρώμη και επιβεβαιοί ότι εκεί διε΄τελεσεν επίσκοπος» (ΒΕΠΕΣ 5, ΣΕΛ. 193- από την πατρολογία του Δ. Μπαλάνου).

Επομένως κε Τομαρά, δεν μπορείτε να ισχυρίζεστε ότι δεν ήταν. Αυτό δείχνει προχειρότητα και όχι αντικειμενική μελέτη. Αν γνωρίζατε καλύτερα τα πράγματα, έπρεπε να επισημάνετε και τις δύο απόψεις!

Όπως και να έχει, είτε υπήρξε κανονικός επίσκοπος ή μη κανονικός, σημασία έχει ότι μιλάει για «αρχιερατεία». Ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος, και ο διάκονος είναι βαθμοί της μίας και αυτής ιεροσύνης. Και φυσικά, η διαδοχή είναι και στους τρείς βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης. Ο Ιππόλυτος θα μπορούσε να μην αναφερθεί καθόλου σε «αρχιερατεία». Εσείς, αναφέρεστε σε δική σας «αρχιερατεία» ή του «επισκόπου» σας, έστω και μεταφορικά; Αστείο για όσους γνωρίσαμε την Προτεσταντική λογική.

Γράφει ο κος Τομαράς: «διακρίνουμε ότι μιλώντας για «αρχιερατεία» μιλάει πνευματικά, δηλαδή ως προς τα καθήκοντα του πρεσβυτερίου που ήταν αρχικά καθήκοντα των αποστόλων»

Ένα από τα καθήκοντα είναι η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, η λειτουργία που ήδη έχουμε δει.

7. Ο κος Τομαράς θίγει (στο άσχετο) και το θέμα της Αποστολικής Διαδοχής.
Παραθέτουμε τα παρακάτω λίνκ, τα οποία και αποτελούν απαντήσεις μας.

Α) Η Αποστολική διαδοχή, ένα από τα κριτήρια των πρώτων χριστιανών για την διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και αιρέσεως.

Β) Ιεροσύνη- Απόστολοι- Αποστολική Διαδοχή- Η αποστολική διαδοχή ως κριτήριο γνησιότητας- Περί ανύπαρκτης αποστολικής διαδοχής των Προτεσταντικών ομολογιών.

Γ)  Οι διάδοχοι τών αποστόλων και η αληθινή Χριστιανική Εκκλησία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου